Μέσα στον ανυπολόγιστο όγκο κειμένων γύρω από το Ρίχαρντ Βάγκνερ (Wilhelm Richard Wagner) υπάρχει  κάπου θαμμένο ένα ερώτημα. «Τι έκανε ο Βάγκνερ πριν γίνει ο Βάγκνερ;», με την απάντηση να είναι:  «Έγραφε σονάτες για πιάνο, καθώς δεν ζούσε πια ο Μπετόβεν…».
Η συγγραφή γύρω από τα πιανιστικά έργα του Βάγκνερ  υπολείπεται της κειμενογραφίας των έργων που τον έκαναν παγκοσμίως γνωστό. Αυτό δεν συνεπάγεται ότι τα πιανιστικά του έργα δεν είναι καλογραμμένα ή ήσσονος σημασίας.

Τα μουσικά κείμενα περί Βάγκνερ (ακόμα και αυτά περί πιάνου) δεν είναι δυνατόν να σταθούν χωρίς αναφορές και επεξηγήσεις γύρω από τις πολιτικές τοποθετήσεις  και την έντονη προσωπική  του ζωή. Είναι παράμετροι άρρηκτα συνδεδεμένες με το συνθετικό του ιδίωμα και τη «σφαιρικότητα» που και ο ίδιος ευαγγελίζονταν.  Το παρόν κείμενο επιχειρεί να προσεγγίσει τα πιανιστικά έργα του Βάγκνερ και μόνο, σε πνεύμα οικονομίας χώρου και χρόνου, αποστασιοποιημένο -ει δυνατόν-  από δεδομένα βιογραφικά στοιχεία και εξωμουσικές δραστηριότητες -ενίοτε όχι με σαφήνεια αποτιμημένες μέχρι και σήμερα-  του συνθέτη.

Ο Ρίχαρντ Βάγκνερ στο πιάνο

Τα μνημειώδη μουσικά  επιτεύγματά του Βάγκνερ από την παιδική του ηλικία είναι πολλά και ενδεικτικά. Αρκετά από αυτά συνδέονται με το πιάνο και τους συνθέτες της εποχής, όπως η πιανιστική μεταγραφή της Ενάτης Συμφωνίας του Μπετόβεν και οι «παιδικές», πρώτες δικές του πρώτες σονάτες, σε ρε και φα ελάσσονα αντίστοιχα.

Τα πιανιστικά έργα του Βάγκνερ χωρίζονται σε δύο κατηγορίες. Η πρώτη κατηγορία είναι τα πρώιμα, (τα οποία παρουσιάζονται στο πρώτο μέρος του άρθρου). Σκοπός του συνθέτη σε αυτά τα έργα είναι να συνεχιστεί η φόρμα σονάτα από εκεί που την άφησε ο Μπετόβεν. Τα ύστερα (τα οποία θα παρουσιαστούν στο δεύτερο μέρος του άρθρου) εντάσσονται στο γενικότερο πνεύμα του Ρομαντισμού. Εκεί πλέον επικρατεί, ως μία εκ των τάσεων της εποχής, η μεταστροφή προς την ιδέα – πρόγραμμα, με βασικούς θιασώτες το δίδυμο Βάγκνερ – Λιστ και η πιανιστική εργογραφία του Βάγκνερ αναδιατυπώνεται.

Στο παρόν άρθρο (χωρισμένο σε δύο μέρη)  δεν θα παρουσιαστούν οι παιδικές συνθέσεις, οι μεταγραφές,  καθώς  και οι συνθέσεις για τέσσερα χέρια. Όλα τα έργα θα παρουσιαστούν σύμφωνα με την επιμέλεια που έκανε ο Carl Dahlhaus για λογαριασμό του εκδοτικού οίκου Schott.

Η Μεγάλη Σονάτα για πιάνο σε σι ύφεση μείζονα

Το πιάνο ήταν το όργανο στο οποίο ο Ρίχαρντ Βάγκνερ κατέθεσε το πρώτο του «έργο». Ήταν η Σονάτα σε σι ύφεση μείζονα αρ.1. Η Σονάτα αρ. 1 (Große Sonate, WWV 26 Op.4) φέρει την ένδειξη opus 1, γεγονός που πιστοποιεί ότι και ο ίδιος ο συνθέτης την αναγνώριζε ως την πρώτη υφολογικά «αυτόνομη» συνθετική του πράξη. Γράφτηκε το 1831, χρονιά που ξεκίνησε τις σπουδές του στη Λιψία και επηρεάστηκε μουσικά από τη μαθητεία του δίπλα στον Κρίστιαν Τέοντορ Βάηνλιγκ (Christian Theodor Weinlig 1780 – 1842) στον οποίο και αφιέρωσε το έργο. Ο δάσκαλος με τη σειρά του μεσολάβησε ώστε να βρεθεί εκδότης άμεσα.

 Η Σονάτα αποπνέει την άνεση του δημιουργού με τις κατασκευαστικές ιδιαιτερότητες του πιάνου της εποχής. Αποπνέει επίσης τη μελέτη του Ρίχαρντ Βάγκνερ με τις αισθητικές καταβολές του μουσικού Γερμανικού Κλασικισμού.  Ιδίως κατά τις περιόδους των αναπτύξεων των θεμάτων, των συνοδευτικών τύπων και των μετατροπιών, αναγνωρίζεται εμφανώς μέσα στο μουσικό κείμενο η γνώση του νεαρού Ρίχαρντ Βάγκνερ προς τα 5 κοντσέρτα και τις 32 σονάτες του Μπετόβεν

Το πρώτο μέρος, Allegro con brio, ακολουθεί κατά γράμμα την δομή της κλασικής σονάτας έτσι όπως την αποκρυστάλλωσε ο Μπετόβεν πριν την αποδομήσει….ο ίδιος.Το εναρκτήριο θέμα, γραμμένο στην τονική, είναι στην ουσία ένα ξεκάθαρο ζεύγος μελωδίας – συνοδείας με διακριτούς αμφότερους τους ρόλους  στο δεξί και στο αριστερό χέρι.Το δεύτερο θέμα, στη φα μείζονα, εμπεριέχει περισσότερη αρμονική τόλμη και «συμφωνική» γραφή. Εκεί που το πρότυπο της Μπετοβενικής Σονάτας αποκαλύπτεται πλήρως είναι το μέρος της εκτενούς (85 μουσικών μέτρων) ανάπτυξης. Είναι μια προαναγγελία των σπουδαίων ιδεών που κρατάει για το φινάλε της συγκεκριμένης σονάτας ο συνθέτης.

Το δεύτερο μέρος, Larghetto, γραμμένο στη μι ύφεση μείζονα,μεταφέρει τον ακροατή στην ατμόσφαιρα των  αργών μερών  των μεγάλων του κλασικισμού. Οι δροσερές πινελιές που βρίσκουμε στο δεύτερο μέρος της  Συμφωνίας αρ. 5 του Σούμπερτ βρίσκονται κι εδώ σε μια ανάλαφρη πιανιστική εκδοχή  μαζί με «απόηχους» της Συμφωνίας αρ. 40 του Μότσαρτ.

Το τρίτο μέρος, Menuetto (Allegro), είναι αρκετά στατικό, συγχορδιακό, ξεκάθαρα ομοφωνικό και συμμετρικό (αρθρωμένο ανά μουσικά τετράμετρα). Το  εμβόλιμο Trio (Meno Allegro) είναι σαφώς πιο μελωδικό, με πλουσιότερη εναρμόνιση και πιο διευρυμένη παλέτα ιδεών. Γύρω από την τονικότητα της σι ύφεση ο Ρίχαρντ Βάγκνερ χτίζει σύντομα και περιεκτικά επεισόδια, τα οποία δομούνται σε συγγενείς τονικές αποκλίσεις. Το πιάνο κινείται στις μεσαίες περιοχές του χωρίς ιδιαίτερες δυναμικές εξάρσεις.

Με το ξεκίνημα του φινάλε ένας νέος αέρας αποπνέει από την αρχή του μέρους. Υλικό από τη Μπετοβενική Hammerklavier αναπλάθεται και αντιπαρατίθεται πολύ εύγλωττα. Παράλληλα, το πνεύμα του Σούμπερτ –ιδίως έτσι όπως «ακούγεται» στο δεύτερο θέμα, στη φα μείζονα –  συνυπάρχει αρμονικότατα με «υπομνήσεις ανησυχίας» που συναντάμε κυρίως στο φινάλε της 17ης σονάτας για πιάνο του Μπετόβεν, μαζί με πολύ εύστοχες αντιστικτικές πινελιές.

Ο 19χρονος Ρίχαρντ Βάγκνερ είχε  πλήρη γνώση και επίγνωση των επιτευγμάτων των προκατόχων του που ασχολήθηκαν με τη μεγάλη πρόκληση που λέγονταν «σονάτα για πιάνο». Είχε την τόλμη να αρθρώσει τον προσωπικό του μουσικό λόγο, μέσα από μια φόρμα «ταμπού» για πολλούς συνθέτες της εποχής εκείνης. Τόλμησε να γράψει σε μια εποχή που  επικρατούσε η λογική ότι μετά τις 32 Σονάτες για πιάνο του Μπετόβεν, δεν υπήρχε λόγος να γραφούν άλλες.

Η Φαντασία σε φα δίεση ελάσσονα

Την ίδια χρονιά με τη Σονάτα αρ. 1 ο Ρίχαρντ  Βάγκνερ γράφει άλλο ένα έργο για σόλο πιάνο. Τη Φαντασία σε φα δίεση ελάσσονα. Όσο «συνεπής»  προς τις ιδέες του Κλασικισμού είναι η Σονάτα, τόσο η συνομήλικη  Φαντασία «φλερτάρει» υφολογικά προς το Ρομαντικό κίνημα.

Το έργο ξεκινάει με την συνύπαρξη δύο  ετερόκλιτων στοιχείων τα οποία συνεπώς «συγκρούονται». Το πρώτο στοιχείο, το πρώτο κύτταρο της σύνθεσης, είναι το αγωνιώδες και κινητικό Un Poco Lento.  Μέσα από τον ατέρμονο ρυθμό των 12/8  ο συνθέτης δημιουργεί  μια ατμόσφαιρα αγωνίας και μυστηρίου. Το δεύτερο στοιχείο είναι το recitativo. Μέσα από την parlando ατμόσφαιρα, η μουσική  λειτουργεί σαν μια  «απρόσκλητη διακοπή» κάθε φορά που το θέμα του Un Poco Lento γίνεται κατεστημένο και σύνηθες άκουσμα.

Με τα ελάχιστα αυτά «υλικά», ο Ρίχαρντ Βάγκνερ  δημιουργεί έξι σελίδες πιανιστικής γραφής όπου οι δύο αυτοί κόσμοι συνυπάρχουν και συγκρούονται μέχρι το έργο να οδηγηθεί σε κάτι καινούργιο. Το Allegro Agitato, σε ρυθμό 9/8, γραμμένο στη ρε ελάσσονα, είναι ο συγκερασμός των δύο προαναφερομένων κόσμων. Είναι ταυτόχρονα το νέο πάτημα του συνθέτη για να ξετυλίξει όλο το χαλί των ιδεών που θέλει να παρουσιάσει μέσα από το έργο. Μεταξύ άλλων…. το έργο «προαναγγέλλει» και τον Άγριο Καβαλάρη (Der Wilder Reiter) του Σούμαν, ο οποίος θα γραφεί το 1848 !

Τα δύο αυτά τόσο διαφορετικά κύτταρα του έργου επανεμφανίζονται σε αυτούσια μορφή μετά την ολοκλήρωση του Allegro Agitato. Τελικά συγχωνεύονται σε ένα λυρικό Adagio e molto cantabile γραμμένο στη ρε μείζονα.

Η απότομη διακοπή της όμορφης ροής του Adagio από την επαναφορά του Recitativo λειτουργεί ως τόξο  ώστε το έργο να ολοκληρωθεί όπως άρχισε. Έτσι, ο ρυθμός επανέρχεται στα 12/8 και το αρχικό θέμα κάνει και πάλι την εμφάνισή του. Ακολουθούν, σε μορφή σύντομης υπόμνησης, όλα τα θέματα που χρησιμοποιήθηκαν μέσα στο έργο.

Από την παραπάνω ανάλυση μπορεί να ειπωθεί ότι η Φαντασία του Ρίχαρντ Βάγκνερ συνδέεται με τις δύο Φαντασίες, KV 391 και KV 475, του Μότσαρτ (ιδίως την KV 391). Η Φαντασία του Ρίχαρντ Βάγκνερ είναι μια νέα Φαντασία που βασίστηκε στα ίδια εκείνα στοιχεία που έκαναν τις δύο συγκεκριμένες  Φαντασίες του Μότσαρτ  μεγάλες και διαχρονικές. Τις έκαναν δηλαδή πηγές έμπνευσης και άντλησης συνθετικών ιδεών για τον Βάγκνερ.

Ρίχαρντ Βάγκνερ
Οι εναρκτήριες νότες της Φαντασίας του Ρίχαρντ Βάγκνερ
Η Μεγάλη Σονάτα σε Λα μείζονα

 Το τρίτο εκτενές πιανιστικό έργο που γράφει την ίδια περίοδο ο Ρίχαρντ Βάγκνερ, είναι η Μεγάλη Σονάτα σε Λα μείζονα (Grosse Sonate in A dur). Μεγάλη και ως προς τη διάρκεια (περί τα τριάντα λεπτά) και ως προς τις προσδοκίες του ίδιου του συνθέτη.  Αυτό που επιχείρησε στο φινάλε της πρώτης του σονάτας τώρα ο Ρίχαρντ Βάγκνερ  το κάνει σε όλο το έργο. Προσπαθεί να φτιάξει μια σονάτα για πιάνο στη λογική της Μπετοβενικής Hammerklavier. Σε αντίθεση με την πρώτη σονάτα του Ρίχαρντ Βάγκνερ, η οποία εκδόθηκε αμέσως μόλις ολοκληρώθηκε, η δεύτερη εκδόθηκε το 1960.

Η δομή του πρώτου μέρους, Allegro con moto, είναι φόρμα σονάτα. Η βούληση του Βάγκνερ να διαφοροποιηθεί αισθητά από την προηγούμενη σονάτα του γίνεται αισθητή από τα πρώτα μέτρα.  Η εναρμόνιση έχει γίνει πιο χρωματική. Ο ρυθμός πιο εμφατικός ενίοτε και αντιφατικός. Και τα δύο χέρια του πιανίστα συνδράμουν εξ ίσου στο ηχητικό κτίσιμο του κειμένου. Η πρώτη μουσική ιδέα έχει την ασύμμετρη έκταση των 11 μουσικών μέτρων. Απέναντι στο εκρηκτικό και απρόβλεπτο πρώτο θέμα έρχεται να αντιπαρατεθεί το δεύτερο, στη μι μείζονα, σαφώς πιο συμμετρικό και πιο ήρεμο.

Η ανάπτυξη του πρώτου μέρους  βασίζεται  και εδώ στην παράδοση της Μπετοβενικής ανάπτυξης.  Όλα χτίζονται γύρω από το εναρκτήριο χαρακτηριστικό ρυθμομελωδικό κύτταρο του πρώτου  μέτρου. Στην ανάπτυξη της Σονάτας συναντάμε και  την τεχνική  που αγαπάει ιδιαίτερα ο Χάυδν. Δεν αναπτύσσεται απαραίτητα το πρώτο ή/και το δεύτερο θέμα  αλλά ένα χαρακτηριστικό μοτίβο, το οποίο μπορεί στην υποενότητα της έκθεσης να μην έχει καν δομική σημασία.

Το δεύτερο μέρος,  Adagio molto e assai espressivo, γραμμένο στα 12/16  μεταφέρει το κομμάτι στη σχετική φα δίεση ελάσσονα. Η αέναη κίνηση των δέκατων έκτων σε μελωδία και συνοδεία του προσδίδει ένα χαρακτήρα πολύ πιο κινητικό από την αίσθηση που έχουν συνήθως τα Adagio. Απέναντι στο εναρκτήριο κινητικό θέμα έρχεται να συνομιλήσει μαζί του ένα δεύτερο, αρχικά παρουσιαζόμενο στη λα μείζονα. Μετά από μια υποτυπώδη ανάπτυξη, τα δύο θέματα του μέρους επανέρχονται στο έργο, με μόνη διαφορά ότι στην επανέκθεση το δεύτερο θέμα παρουσιάζεται στη ρε μείζονα.

To τρίτο και τελευταίο μέρος χωρίζεται ξεκάθαρα στις εξής υποενότητες. Στο μεταβατικό Maestοso, το οποίο κινείται ελεύθερα και προαναγγέλλει την τρίφωνη  φούγκα που ακολουθεί. Στο  Tempo moderato e maestoso (φούγκα) και στο Allegro Molto, σε 4/4. Γρήγορο τόσο σε ταχύτητα όσο και εναλλαγές καταστάσεων, συνοδευτικών τύπων, αρμονιών, το καταληκτικό  μέρος αυτό αποτελεί μια ανακεφαλαίωση των σημαντικότερων μουσικών ιδεών που είδαμε στο σύνολο αυτής της σονάτας. To θέμα της φούγκας, το οποίο αργότερα ο ίδιος ο συνθέτης το ακύρωσε (καθώς παραπέμπει ευθέως σε ιδέες από τη Hammerklavier αλλά και από την Σονάτα opus 101 σε Λα μείζονα του Μπετόβεν) κι έτσι σήμερα συνήθως δεν παίζεται. Τα δύο πρώτα μέρη της Σονάτας,  δουλεύτηκαν ξανά από το συνθέτη, το 1834, στα πλαίσια σύνθεσης της Συμφωνίας σε Μι μείζονα, η οποία ωστόσο εγκαταλείφθηκε.

Τα εναρκτήρια μέτρα της Σονάτας αρ. 2 για πιάνο του Ρ. Βάγκνερ
Τα εναρκτήρια μέτρα της Σονάτας αρ. 2 για πιάνο του Ρ. Βάγκνερ

 

 

Μέρος Β’ αφιερώματος
Προηγούμενο άρθροΟ Παντελής Θαλασσινός και η Σοφία Παπάζογλου σας παρουσιάζουν το νέο τους τραγούδι με τίτλο «Χόρεψε»
Επόμενο άρθροΠαγκόσμια Ημέρα Χορού το Σάββατο 29 Απριλίου: Εσείς πώς θα γιορτάσετε;
Σπύρος Δεληγιαννόπουλος
Διδάσκων στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο. Δρ. Σύνθεσης Α.Π.Θ. Απόφοιτος επίσης των πανεπιστημίων Goldsmiths - University of London και Darmstadt Musikinstitut. Μέλος της Ένωσης Ελλήνων Μουσουργών. Συνθέτης - πιανίστας - μουσικολόγος. www.deligiannopoulos.com