Το ιστορικό μυθιστόρημα τα τελευταία χρόνια είναι το πιο ευπώλητο είδος. Δολοπλοκίες μέσα στην αυλή του Ιουστινιανού, Τεύτονες ιππότες, Ροδόσταυροι σε πολιτικές συνομωσίες, αρχαίοι Αθηναίοι και ρομαντικές βραδιές μέσα σε κάποιο χαρέμι. Η ποιότητα των περισσοτέρων είναι αμφισβητήσιμη, αλλά τις περισσότερες φορές το αναγνωστικό κοινό δεν έχει υψηλές απαιτήσεις, θέλει απλά να ξεχαστεί και να ταξιδέψει σε κάποιους άλλους κόσμους. Φυσικά η επιτυχία αυτών των μυθιστορημάτων δεν ήταν τυχαία. Υπήρξε ένας καταλύτης που διαμόρφωσε και έφερε στο προσκήνιο, αυτού του είδους το μυθιστόρημα. Ο ιταλός συγγραφέας Ουμπέρτο ‘Εκο, έκανε μόδα το ιστορικό μυθιστόρημα κυρίως με το Όνομα του Ρόδου. Μάλιστα ο Έκο ανήκει σε εκείνo το μικρό κλάμπ των συγγραφέων, όπως ο Ζέμπαλντ και ο Γιάλομ, που τα καταφέρνουν τόσο στην λογοτεχνική όσο και στην ακαδημαϊκή τους καριέρα, αφού ο Έκο έχει παράγει εξαιρετικές μελέτες στον τομέα της Σημειολογίας.
Το Eκοϊκό έργο
Αν μη τι άλλο ο Ουμπέρτο Έκο είναι από τους πιο πολυδιαβασμένους συγγραφείς στην Ελλάδα (και στο εξωτερικό) ως εκ τούτου η εκδοτική δραστηριότητα του έχει φερθεί ευγενικά. Οι μεταφράσεις των έργων του είναι αξιόλογες και οι εκδόσεις των βιβλίων του αρκετά φροντισμένες. Σχεδόν το σύνολο των έργων του το έχει επιμεληθεί ο Ψυχογιός, όλα τα του τα λογοτεχνικά έργα έχουν μεταφραστεί και θα τα βρείτε εύκολα σε κάθε βιβλιοπωλείο. Αν και το “Όνομα του Ρόδου” είναι το πιο γνωστό από τα βιβλία του – σε αυτό ευθύνεται και η αξιοπρεπέστατη μεταφορά του στον κινηματογράφο, με πρωταγωνιστή τον Σ. Κόνερι – δεν σημαίνει πως είναι οπωσδήποτε και το καλύτερό του. Την τιμή αυτή την έχει το “Εκκρεμές το Φουκώ” έναν ογκωδέστατο και πολυδαίδαλο διακειμενικό μυθιστόρημα, όπου πολλά διαφορετικά επίπεδα αλληλεπιδρούν μεταξύ τους. Το “Εκκρεμές του Φουκώ” είναι ένα δύσκολο, αλλά αξιόλογο έργο που απαιτεί χρόνο και κόπο από τον αναγνώστη. Σε γενικές γραμμές, ο Έκο δεν έχει «άσχημες» στιγμές ως συγγραφέας, σε αυτό ίσως ευθύνεται ότι ο πλούτος των αναφορών του καθιστά έτσι και αλλιώς ενδιαφέρον το ανάγνωσμα.
Θα ήταν άδικο όμως να ξεχάσουμε και τον ακαδημαϊκό Έκο. Ως γνωστόν, ο Ουμπέρτο Έκο είναι καθηγητής Σημειωτικής στο Παν/μιο της Μπολόνια, με ευρύ μάλιστα έργο πάνω στον τομέα του. Στην Ελλάδα έχουν μεταφραστεί αρκετά συγγράμματα του από τα Ελληνικά Γράμματα αλλά και από άλλους οίκους όπως η Νήσος, και η Γνώση. Από τα πλέον διάσημα και φροντισμένα του κείμενα είναι οι “Κήνσορες και Θεράποντες”, η ¨Αναζήτηση της Τέλειας Γλώσσας” και φυσικά η μελέτη του για την ομορφιά και το κάλλος κατά τον Μεσαίωνα. Τα ακαδημαϊκά του έργα δεν διαφέρουν πολύ από τα μυθοπλαστικά του, αφού βουτάνε και παίρνουν δάνεια, από έναν ολότελα άγνωστο κόσμο. Μια ματιά στην βιβλιογραφία είναι αρκετή για να συνειδητοποιήσεις πως ο Μεσαίωνας εν τέλει δεν ήταν μια σκοτεινή εποχή, αλλά μια περίοδος έντονης λογοτεχνικής και φιλοσοφικής παραγωγής.
Causa Immanens
Ο Έκο είναι ένας μάγος, ένας αλχημιστής. Μέσα στην τεράστια βιβλιοθήκη του ψάχνει στα βιβλία του και στους πάπυρους του να βρει τους κατάλληλους συνδυασμούς και τα στοιχεία που απαιτούν τα βιβλία του. Απόκρυφες και ερμητικές ιστορίες, ξεχασμένα χειρόγραφα, θαμμένα μυστικά, όλα μαζί δημιουργούν μια μαγική συνταγή που ταξιδεύει τον αναγνώστη. Ο Έκο γράφει μετα-ιστορίες, όχι δηλαδή μια προσέγγιση της πραγματικότητας, αλλά μια ιστορία στην οποία η προβολή του φανταστικού και εισαγωγή της πιθανότητας γίνεται μέσα από δομές του υπαρκτού και του πραγματικού. Η ιστορία του Μπαουντολίνο, με τις θολές γραμμές ανάμεσα στην ιστορία και την μυθοπλασία, το “Εκκρεμές του Φουκώ”, όπου η ιστορία μέσα στην ιστορία γίνεται αληθινή, είναι τέτοια παραδείγματα. Η θεωρία του περί ανοιχτού κειμένου, όπου το κείμενο είναι ανοιχτό στην ερμηνεία του αναγνώστη – συγγενής θεωρία με τις ιδέες του Ρολάντ Μπάρτ – βρίσκει την πλήρη εφαρμογή της και στο Όνομα του Ρόδου. Έστω και μόνο από τον άσχετο με την πλοκή του έργου, τίτλου, τα γραπτά του Έκο είναι ανοιχτά στις ερμηνείες, όχι σε ένα οντολογικό επίπεδο, όσο σε αισθητικό. Ο ίδιος ο συγγραφέας έχοντας συνείδηση της εν λόγω «ανοικτότητας» δεν προσπαθεί να συστήσει τον κόσμο του μέσα σε ένα πλαίσιο εσωτερικής ορθολογικότητας, αλλά αφήνει ανοιχτή την causa immanens του έργου. Ο ίδιος ο αναγνώστης γίνεται ο φορέας της αλήθειας και το κέντρο βάρους του έργου, είναι σαν κάθε βιβλίο του έργου να έχει γραφτεί για κάθε έναν ξεχωριστό αναγνώστη. Σε αντίθεση με την υπόλοιπη λογοτεχνία – τουλάχιστον πριν τον μοντερνισμό – δεν εισάγει έναν κόσμο και έναν σύστημα σκέψης και αλήθειας στον αναγνώστη, αλλά αντιθέτως κωδικοποιεί και επαναφέρει το σολιψιστικό σύμπαν του αναγνώστη στο βλέμμα του.
Η σημασία των βιβλίων στον Έκο
Ο Έκο είναι ένας βιβλιοφάγος. Λέγεται πως στο σπίτι του και στο εξοχικό του στο Ρίμινι υπάρχουν πάνω από 30.000 τόμων – αυτό βέβαια δεν κάνει σε κανέναν εντύπωση, αφού μιλάμε για έναν άνθρωπο ο οποίος έγραψε ένα ολόκληρο μυθιστόρημα γύρω από ένα βιβλίο. Η μεσαιωνική ιστορία, φαίνεται να τον συναρπάζει ενώ ο καταιγισμός ξεχασμένων, «μυστικών» στοχαστών σε πιάνει απροετοίμαστο. Ορισμένες φορές γεννιέται η εντύπωση πως ο Έκο είναι σαν εκείνους τους μυστήριους συλλέκτες σπάνιων τόμων οι οποίοι μπλέκουν σε περίεργες περιπέτειες ώστε να αποκτήσουν τον πολυπόθητο τόμο, κάτι σαν τον χαρακτήρα του Τζόνυ Ντέπ στην Ένατη Πύλη του Πολάνσκι. Τα βιβλία στο εκοϊκό σύμπαν δεν είναι απλές αναφορές και εμπνεύσεις, αλλά είναι ο κινητήριος μοχλός της πλοκής, είναι η κατ΄ ουσίαν πρωταγωνιστές. Αν και σου δίνει το έρεισμα να τρέξεις στις βιβλιοθήκες για να δεις αν υπάρχουν αυτοί οι τόμοι, είναι προς τιμήν του Έκο πως παρά την ανεξάντλητη λίστα με τα βιβλία που αναφέρει – μερικά εκ των οποίων είναι ανύπαρκτα- ο αφηγητής δεν λειτουργεί ως ένας «εξυπνάκιας» που σε κάθε ευκαιρία επιδεικνύει τις δεδομένες γνώσεις του. Αντιθέτως αυτόν τον πλούτο γνώσεων τον ενσωματώνει αρμονικά στην πλοκή και την περιγραφή, δημιουργώντας την αίσθηση ενός υπαρκτού και όχι ενός πλαστικού σύμπαντος, όπου αναπαράγεται και ανακυκλώνεται μια γνώση η οποία θα έπρεπε να είναι γνωστή στους δρώντες.
Έτσι ο διαβόητος πια τυφλός βιβλιοθηκάριος Χόρχε ντε Μπούρχο, ένας ήρωας βασισμένος στον εξίσου τυφλό βιβλιοφάγο Μπόρχες, δεν χρειάζεται να εξηγεί τα βασικά στον Γουίλιαμ του Μπάσκερβιλ – εδώ είναι κάτι παραπάνω από εμφανής η επιρροή του Έκο από τον Άρθουρ Κόναν Ντόυλ (βλ. Σέρλοκ Χόλμς και ο Σκύλος των Μπάσκερβιλ), σχετικά με το πώς λειτουργεί το τάγμα τους, ή με ποια μέθοδο συντηρούν τα βιβλία στο μοναστήρι. Ο Μπαουντολίνο, τριγυρνά σε όλον τον γνωστό κόσμο και αντιμετωπίζει τον κόσμο ως δεδομένο, δεν έρχεται κάποιος να τον διαφωτίσει πάνω σε αυτόν. Αυτή είναι και η διαφορά ανάμεσα στον Έκο και στους υπόλοιπους συγγραφείς του λεγόμενου ιστορικού μυθιστορήματος, που ακολούθησαν. Άλλωστε η εμπορική επιτυχία του Ονόματος του Ρόδου, δημιούργησε μια νέα τάση που παραμένει ισχυρή και στις ημέρες μας. Εκεί όμως που μέτριοι συγγραφείς κάνουν ανούσια επίδειξη γνώσεων, και εξηγεί ο ένας πρωταγωνιστής στον άλλον πράγματα δεδομένα (π.χ ένας Σπαρτιάτης εξηγεί σε έναν άλλον όμοιο Σπαρτιάτη, τι είναι η κρυπτεία!), ο Έκο βάζει την πλοκή του σε ένα δεδομένο σύμπαν. Ο αναγνώστης οφείλει να το αναγνωρίσει και να κάνει τις δικές του προβολές πάνω σε αυτό, δημιουργώντας έτσι μια φαινομενολογική ερμηνεία. Από την καντιανή έννοια του καθ΄ εαυτό Πράγματος –που συμβαίνει στους άλλους – που οδηγεί στην απώλεια της οικειότητας με το κείμενο, ο Έκο δημιουργεί ένα κείμενο όπου η γνώση δεν είναι αυθύπαρκτη, αλλά διαμεσολαβημένη από τον αναγνώστη.