Οι Τρεις αδερφές του Άντον Τσέχωφ παρουσιάζονται στο Θέατρο Πορεία με την σκηνοθετική υπογραφή του Δημήτρη Τάρλοου. Το αριστουργηματικό έργο του Τσέχωφ ανεβαίνει με σημείο αναφοράς την συγχρονική πραγματικότητα “τέλους εποχής”, όπου ο πολιτισμός βάλλεται από διάφορους αλλοτριωτικούς μηχανισμούς και οδηγείται σε μια συνολική αποτελμάτωση. Ιδιαίτερα επίκαιρη είναι η ανάγνωση του έργου ως αλληγορίας ενός πάσχοντος πολιτισμού, που αναμένει ένα μέλλον δικαιότερο και ανθρωπιστικότερο.

Ιωάννα Παππά - Τρεις Αδερφές
«Όσο περισσότεροι είναι οι άνθρωποι που νιώθουν πως εμπλέκονται σε μια παράσταση, νομίζω τόσο πιο ενδιαφέρον είναι το σύμπαν που δημιουργείται».

Ο Άντον Τσέχωφ (1860-1904) θεωρείται από τις πιο σημαντικές μορφές της παγκόσμιας δραματουργίας και άσκησε μεγάλη επίδραση στη θεατρική λογοτεχνία του 20ού αιώνα. Εμπνεύστηκε τα έργα του σε μια εποχή, όπου ο ρωσικός λαός ζούσε μέσα στην φτώχεια, την εξαθλίωση και την αμάθεια και είχε αρχίσει να ξεσηκώνεται ενάντια στο καταπιεστικό τσαρικό σύστημα. Κι ενώ ο μαρξισμός διαδιδόταν στην λαϊκή και την αστική τάξη, η άρχουσα φεουδαρχική τάξη εναγωνίως έβλεπε την παρακμή της, μένοντας αδρανής μπροστά στις κοινωνικοπολιτικές εξελίξεις.

Σε όλα του τα έργα, θα καταδικάσει ο Τσέχωφ τον στείρο συντηρητισμό, την κοινωνική υποκρισία και την επικράτηση του δίκιου του ισχυρού, εστιάζοντας το συγγραφικό του ενδιαφέρον στην ειλικρίνεια του ανθρώπινου πόνου, αλλά και στον αδύναμο ιδεαλισμό του. Οι ήρωές του, στο τέλος της παράστασης, μένουν μετέωροι σε μια διαρκή αναμονή και διαψευσμένοι για τα μεγαλεπήβολα όνειρά τους. Ωστόσο, οι απλές καθημερινές στιγμές που περιγράφει ο Τσέχωφ είναι γεμάτες από ποιητική βιωματικότητα και πλησμονή ζωής και μαρτυρούν την τρυφερότητα του για τον άνθρωπο και την συμπάθεια του για τους ταπεινούς και καταφρονεμένους.

Η συμβολή του Τσέχωφ στην αναμόρφωση του παγκόσμιου θεάτρου έγκειται στο ότι όρισε ως ορίζουσα της εποχής του την αισθητική τάση του ψυχολογικού και κοινωνικού ρεαλισμού. Το  θέατρο παρουσιάζεται ως καθρέφτης του κοινωνικού βίου, όπου μελετώνται τα πολυσύνθετα προβλήματα, που αντιμετωπίζει ο άνθρωπος ψυχικά, ηθικά και κοινωνικά, σε μια εποχή γεμάτη αντιφατικότητες και ανισότητες. Οι ήρωες δεν εξυψώνονται ούτε εμφανίζονται με υπεράνθρωπες ηθικές δυνάμεις αλλά σκιαγραφούνται στην γεμάτη αδυναμίες ασημαντότητα της καθημερινότητάς τους. Η ταξική τους καταγωγή είναι αυτή που τους προκαθορίζει κοινωνικά, ενώ υποφέρουν από μια διαρκή και βασανιστική ανία, που αναβλύζει από την ανοιχτή πληγή των “χαμένων ψευδαισθήσεων”, των διαψευσμένων προσδοκιών και της εγνωσμένης ματαιότητας των εγκόσμιων.

Έτσι , και οι «Τρεις αδερφές» (1901) αποτελούν ένα έργο «φανταστικού ρεαλισμού», καθώς το πεπρωμένο τους ορίζεται από την κοινωνική τάξη στην οποία ανήκουν. Αντιμετωπίζουν, όμως, αυτήν την επιβεβλημένη μοίρα τους με μια ποιητικότητα και μια νοσταλγία για μελλοντικούς  δικαιότερους καιρούς. Αυτήν την προαίσθηση ενός καλύτερου κόσμου συνοδεύει το επίμονο κοινωνικό πρόταγμα «Να δουλέψουμε!». Η αισιοδοξία τους για το μέλλον επικυρώνεται με το χρέος που αισθάνονται να συμβάλλουν στην παραγωγική ενδυνάμωση της χώρας. Πέρα από αυτά τα ιδεαλιστικά ξεσπάσματα, οι διάλογοι του έργου είναι καθημερινοί και οι ήρωες πάντοτε αποφεύγουν να εκφράσουν καθαρά τα συναισθήματά τους.

Τρεις αδερφές
“Τρεις αδερφές” του Άντον Τσέχωφ στο Θέατρο Πορεία

Η Μόσχα αποτελεί έναν τόπο-σύμβολο του σημειολογικού τσεχωφικού συστήματος, που καθορίζει δια της απουσία της την ύπαρξη των τριών αδερφών. Οι ηρωίδες πάσχουν εσωτερικά και σιωπηλά, συγκαλύπτοντας τα ξεσπάσματα απόγνωσης με τον αστικό μανδύα της υποκρισίας και βρίσκονται συνεχώς σε αναζήτηση του χαμένου χρόνου. Μέσα από αυτήν την αναζήτηση, καταφεύγουν είτε σε παρελθούσες, παιδικές και συναισθητικές αναμνήσεις είτε σε ονειροπολήσεις που εξιδανικεύονται και δημιουργούν μια σειρά χειμερικών ονείρων. Η Μόσχα λειτουργεί συνεκδοχικά ως σημείο φόρτισης των ανικανοποίητων απωθημένων, ως μέσο απενεχοποίησης της αδράνειας των ηρώων, ως δικαιολόγηση της ματαιότητας της καθημερινής ανίας και τελικά ως μεταφυσικό καταφύγιο μπροστά στον φόβο για το αναπότρεπτο του θανάτου.

Η σκηνοθεσία του Τάρλοου είναι αποκαλυπτική, καθώς παρέχει στους θεατές πολλά ερμηνευτικά κλειδιά για την δραματουργική ανάλυση του έργου. Οι τρεις αδερφές, οι τρεις ηρωίδες, παρουσιάζονται κατά κάποιο τρόπο σαν τις τρεις Μοίρες της μυθολογίας, μονάχα που αυτές οι τρεις αδερφές, ως κάτοπτρα του μοντέρνου και πολιτισμένου ανθρώπου, έχουν λησμονήσει τις αρχετυπικές τους ικανότητες και μπλεγμένες στα νήματα της ζωής και του θανάτου επιδίδονται σε ιδεοληψίες. Η σκηνοθεσία της παράστασης εστιάζει στην έννοια του χρόνου, ενώ το κεντρικό ρολόι, που είναι στημένο στην σκηνή και το σπάσιμό του συνηγορούν στη δημιουργία μιας ατμόσφαιρας παγίδευσης των θυμάτων.

Ο λεπτοδείκτης που τρεμοπαίζει, σε μια προσπάθεια προσποίησης της ροής του χρόνου, παραμένει στην πραγματικότητα αμετακίνητος και συμβάλλει στην δραματική στασιμότητα του έργου, μια παραλυσία που επικυρώνεται από την έλλειψη δράσης και πλοκής. Και σε αυτήν την ακινησία ως αντίστιξη λειτουργούν μια γιορτή γενεθλίων, ένα καρναβάλι που φέρει όλη την παράδοση της μεταμφίεσης, του μασκαρέματος και το πορτραίτο του καλλιτέχνη-σαλτιμπάγκου. Ο σκηνοθέτης έχει ντύσει αυτές τις σκηνές με την κατάλληλη ατμόσφαιρα του γλεντιού, της προσποίησης μιας χαράς, που είναι εφήμερη και προσχηματική. Και στο τέλος του έργου, η μεγάλη φωτιά, η φωτιά της κάθαρσης και του εξαγνισμού, λίγο πριν την τελική διάψευση. Η αιώνια προσμονή της ανεκπλήρωτης φυγής, το τοπίο της αναχώρησης σε έναν αθέατο σιδηρόδρομο, λογοτεχνικό πεδίο αναπαράστασης τραγωδιών, γεμίζουν την σκηνή και διαμορφώνουν τους ήρωες.

Η σκηνοθετική επιλογή του Τάρλοου να εξελληνίσει κάποια ρωσικά τραγούδια, ονόματα ποιητών, στιχάκια, ακόμη και δέντρα και φαγητά είναι ιδιαίτερα εύστοχη, γιατί βοηθά αφενός στην δημιουργία ενός κλίματος οικείωσης και αφετέρου στην απόδοση του διατοπικού και διαχρονικού στοιχείου στο έργο. Ιδιαίτερα ευφυής η προσθἠκη των στίχων του Καρυωτάκη, του Ελύτη και του Καρούζου στα χείλη των ηρώων που φιλοσοφούν άλλοτε με τόνο ιδεαλισμού και άλλοτε με έναν ορθολογικό κυνισμό. Αυτός ο εξελληνισμός του ρωσικού πνεύματος, που γίνεται με σχεδόν ανεπαίσθητο τρόπο, διαμορφώνει μια κοινή γλώσσα για όλους τους πάσχοντες ήρωες του ελέους και του φόβου.

Ιωάννα Παππά - Γιάννης Νταλιάνης στις Τρεις Αδερφές
«Η Μόσχα για τη Μάσα είναι ο έρωτας της για τον Βερσίνιν και κρατάει μόνο για λίγες στιγμές.»

Η Λένα Παπαληγούρα ενσάρκωσε αριστοτεχνικά τον ρόλο της Ειρήνης, της μικρής αδερφής, που είναι και ο χαρακτήρας με τις μεγαλύτερες συνειδησιακές μεταβολές και ψυχικές μεταπτώσεις. Θα μπορούσε να αποτελέσει ηρωίδα ενός Bildungsroman. Η Παπαληγούρα, με εκφραστική και κινησιολογική άνεση, ξεκινά με την αύρα μιας άτακτης και γοητευτικής μαθητριούλας, γεμάτης ονειροπολήσεις και παιδική σχεδόν αφέλεια. Σαν μια Αλίκη στην χώρα των Θαυμάτων αναζητά με μια αβάσταχτη ελαφρότητα, μια συνεχή διασκέδαση και μια ναρκισσιστική επιβεβαίωση. Στις επόμενες πράξεις, θα μεταμορφωθεί και θα περάσει στα “ώριμα χρόνια”, όπου η διάψευση των προσδοκιών είναι αβάστακτη και υποκύπτει σε μια σειρά συμβιβασμών. Αυτήν την «γήρανση» την χειρίζεται με άνεση, τόσο με την φωνή όσο και με τις εκφράσεις και την κινησιολογία της, προσδίδοντας την εντύπωση μιας ψυχικής επιβάρυνσης.

Η Ιωάννα Παππά ανταποκρίνεται υφολογικά στην ψυχική αστάθεια της Μαρίας, που υποφέρει από τους συμβιβασμούς που έχει αποδεχτεί και από τους οποίους αδυνατεί να απεγκλωβιστεί. Συμβιβασμένη σε έναν ανιαρό γάμο, υποκύπτει στις καθημερινές της νευρώσεις και ξεσπάσματα. Η παράδοσή της σε έναν νέο έρωτα είναι μια απεγνωσμένη προσπάθεια απολύτρωσης, χωρίς όμως να καθοδηγείται από αληθινά αισθήματα, καθώς λειτουργεί ως ένα υποκατάστατο. Εξαιρετική στην ερμηνεία της είναι και η Αλεξάνδρα Αϊδίνη, όπου ενσαρκώνει την Όλγα, την αδερφή που παρουσιάζεται με την μεγαλύτερη απάθεια και αποδοχή της καθημερινότητας. Αφοσιωμένη στην τακτοποίηση των μικροασχολιών αρκείται στο να ασχολείται με τα ζητήματα των αδερφών της και να λειτουργεί ως μέσο εξισορρόπησης και κατευνασμού. Την ερμηνεία της καθιστά πάντα ιδιαίτερη ο τρόπος που αρθρώνει τις λέξεις, οι εκφράσεις του προσώπου της, η εσωτερικότητα των κινήσεών της που της προσδίδουν ειδική ερμηνευτική βαρύτητα.

Κωμικό και αποσυμπιεστικό τόνο δίδει, βέβαια, στο έργο η Μαριάννα Δημητρίου στον ρόλο της συμφεροντολόγου γυναίκας του Ανδρέα. Η παρωδία του Τσέχωφ έχει επιλεγεί σκηνοθετικά να δοθεί μέσα από το μεταμοντέρνο στοιχείο του κιτς. Πάντα ιδιαίτερος, βέβαια, σε όλες τις ερμηνείες του είναι ο Λαέρτης Μαλκότσης στον ρόλο του αδερφού, στο πρόσωπο του οποίου συγκεντρώνονται οι υψηλές προσδοκίες των αδερφών, για να συντριβούν στην συνέχεια, καθώς ο καλλιτέχνης-επιστήμονας μετατρέπεται σε έναν ανθρωπάκο-μικροϋπάλληλο. Και η υπόλοιπη ομάδα λειτουργεί αρμονικά με τις σκηνοθετικές επιλογές και με τα αισθητικά προτάγματα του συγγραφέα, δημιουργώντας ένα μωσαϊκό πολλαπλά ερμηνεύσιμο.

Μια παράσταση- αισθητική πρόταση, φιλοξενεί το θέατρο Πορεία με αξιόλογες ερμηνείες και με μια ατμόσφαιρα γιορτής και πένθους ταυτόχρονα, όπου τα τραγούδια διαδέχονται τους θρήνους και τα όνειρα τους εφιάλτες. Το έργο με τους μετέωρους ήρωες, που διαδηλώνουν το τέλος μιας εποχής, είναι ιδιαίτερα επίκαιρο στους καιρούς μας, που επιβεβαιώνεται όλο και περισσότερο η φροϋδική φράση οτι ο πολιτισμός είναι πηγή δυστυχίας.

Trailer
Πληροφορίες παράστασης Τρεις αδερφές

Συντελεστές

  • Απόδοση – Δραματουργία: Δημήτρης Τάρλοου
  • Σκηνοθεσία: Δημήτρης Τάρλοου
  • Συνεργάτις Δραματουργός: Έρι Κύργια
  • Σκηνικά – Κοστούμια: Ελένη Μανωλοπούλου
  • Μουσική: Άγγελος Τριανταφύλλου
  • Φωτισμοί: Αλέκος Αναστασίου
  • Κίνηση: Κορίνα Κόκκαλη
  • Βοηθοί σκηνοθέτη: Δήμητρα Κουτσοκώστα, Ελένη Μιχαηλίδου, Λίνα Σταυροπούλου
  • Βοηθοί σκηνογράφου: Τίνα Τζόκα, Νόρα Δεληδήμου
  • Φωτογραφίες: Βάσια Αναγνωστοπούλου
  • Αφίσα: Μαριέττα Σγουρδαίου
  • Διανομή: Πρόζοροφ Ανδρέας: Λαέρτης Μαλκότσης, Ναταλία: Μαριάννα Δημητρίου, Όλγα: Αλεξάνδρα Αϊδίνη, Μαρία: Ιωάννα Παππά, Ειρήνη: Λένα Παπαληγούρα, Κουλίγκιν Θόδωρος: Κώστας Κορωναίος, Βερσίνιν Αλέξανδρος: Γιάννης Νταλιάνης, Τούζενμπαχ: Παντελής Δεντάκης, Σολιόνι: Δημήτρης Μπίτος, Τσεμπουτίκιν: Γιώργος Μπινιάρης, Φεντότικ: Πάρις ΘωμόπουλοςΡοντέ: Βασίλης Παναγιωτόπουλος, Φεραπόντ: Χάρης Τσιτσάκης
  • Ημέρες & ώρες παραστάσεων: Από 19 Φεβρουαρίου 2016 έως Κυριακή 5 Ιουνίου 2016 (εναλλασσόμενο ρεπερτόριο με τη «Μιράντα» & τη»Μεγάλη Χίμαιρα»): Τετάρτη 19:00, Πέμπτη 21:00, Παρασκευή 21:00, Σάββατο 20:30, Κυριακή 20:30.
  • Τιμές Εισιτηρίων: Τετάρτη γενική είσοδος (λαϊκή) 15 ευρώ, Πέμπτη έως Κυριακή: κανονικό 20 ευρώ, senior (άνω των 65): 17 ευρώ, φοιτητικό, νεανικό (κάτω των 22), ανέργων: 14 ευρώ.

Δεύτερη σεζόν 2016-’17: 

Ημέρες & ώρες παραστάσεων:

  • από 26/10 (έως 8/1) κάθε Τετ. στις 19.30, Παρ. Σαβ. Κυρ. στις 20.30
  • από 23/1 κάθε Δευτ. & Τρ. στις 20.30
  • Η προπώληση των εισιτηρίων θα ξεκινήσει από 14 Σεπτεμβρίου με προσφορά: Εισιτήρια Α ζώνης 17€ (αρχική τιμή 20€), μέχρι την ημέρα της πρεμιέρας στις 26/10.
  • Διάρκεια: 180 λεπτά, με διάλειμμα.

Πληροφορίες θεάτρου

  • Θέατρο Πορεία, Διεύθυνση: Τρικόρφων 3-5 & 3ης Σεπτεμβρίου 69, Τηλέφωνο: 210 8210991, 210 8210082
  • e-mail / Site 
  • Χάρτης
  • Ώρες ταμείου: Τρίτη έως Κυριακή: 13:00 – 20:00
Προηγούμενο άρθροΣτο «Πέραν, το καφέ αμάν της πόλης» 9-12 Ιουνίου
Επόμενο άρθροΤο Σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα – Πρεμιέρα στο Βρυσάκι