Στο πρώτο μέρος του αφιερώματος για το Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου δόθηκε έμφαση στο Ασκληπιείο της Επιδαύρου, το οποίο συντέλεσε στην ακμής της περιοχής. Παράλληλα, η οικονομική ευμάρεια ως φυσικό επακόλουθο των πολυάριθμων επισκεπτών έκανε δυνατή την κατασκευή σπουδαίων οικοδομημάτων, ιερών, σταδίων, καθώς και του θεάτρου με την περίφημη ακουστική του.

Στο δεύτερο μέρος του αφιερώματος, παρουσιάζεται αναλυτικότερα το θέατρο και η αρχιτεκτονική του, η ιστορική του επιβίωση ως τις ανασκαφές και τις αναστυλώσεις στην σύγχρονη εποχή και η ανάδειξη του στις μέρες μας ως το καλύτερα διατηρημένο αρχαίο θέατρο. Τέλος, είναι αξιοσημείωτη η περίοπτη θέση που κατέχει ο αρχαιολογικός χώρος της Επιδαύρου και το Θέατρο, στα Μνημεία Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς της UNESCO.

Αρχαίο Θέατρο 


Τυπικό στοιχείο της θρησκείας των αρχαίων Ελλήνων ήταν η πλαισίωση της λατρείας του εκάστοτε θεού με αθλητικούς και καλλιτεχνικούς αγώνες, καθώς επίσης και με παραστάσεις δράματος. Κατά συνέπεια, οι εκδηλώσεις στο θέατρο (μουσικοί και ωδικοί αγώνες, θεατρικές παραστάσεις) αποτελούσαν αναπόσπαστο, ουσιαστικό μέρος των εορταστικών δρώμενων προς τιμήν του ιατρού θεού. Τις παραστάσεις παρακολουθούσαν οι ασθενείς και οι προσκυνητές που προσέρχονταν στο ιερό. Από τον Πελοποννησιακό Πόλεμο και μετά, κατά τον 4ο και τον 3ο αι. π.Χ. οι γενικευμένες πολεμικές συρράξεις οδήγησαν τους ανθρώπους στην αναζήτηση ακόμη μεγαλύτερης προστασίας και βοήθειας του Ασκληπιού και το ιερό του φιλάνθρωπου θεού έγινε από τα πλουσιότερα της εποχής. Τότε πραγματοποιήθηκαν μεγάλα έργα ανοικοδόμησης τόσο στο ορεινό όσο και στο πεδινό ιερό και κατασκευάστηκαν τα σημαντικότερα μνημεία: στο ορεινό ιερό ο κλασικός ναός και ο βωμός του Απόλλωνα, η μεγάλη στοά, η κατοικία των ιερέων και το τέμενος των Μουσών και στο πεδινό ιερό ο ναός του Ασκληπιού, το Άβατον, το εστιατόριο, το ξενοδοχείο και το στάδιο, η θόλος και το θέατρο.

Σε μια χαράδρα, την πιο επιβλητική τοποθεσία απ’ όσες περιέβαλαν το ιερό, κτίστηκε το Θέατρο της Επιδαύρου. Αρχιτέκτονας του ήταν ο Πολύκλειτος ο Νεότερος, σύμφωνα με τον Παυσανία, ο οποίος ξεκίνησε περί το 340 π.Χ. την ανέγερση του θεάτρου. Κατά την επικρατέστερη επιστημονική άποψη κατασκευάστηκε σε δύο διακεκριμένες φάσεις. Η πρώτη (με αρχιτέκτονα τον Πολύκλειτο) τοποθετείται στα τέλη του 4ου π.Χ. αιώνα, περί το τέλος της πρώτης περιόδου ακμής του Ασκληπιείου που συνοδεύτηκε από σημαντική οικοδομική ανάπτυξη. Η δεύτερη συμπίπτει με τα μέσα του 2ου π.Χ. αιώνα.

Το θέατρο είναι το καλύτερα διατηρημένο κτίσμα του Ασκληπιείου της Επιδαύρου. Η αρχιτεκτονική μορφή της σκηνής του θεάτρου της Επιδαύρου δείχνει ότι αυτό προοριζόταν για την παρουσίαση δραμάτων με την συμβατική μορφή που οριστικοποιήθηκε στην Αθήνα κατά τον 5ο αιώνα π.Χ. Επιπλέον, αντίθετα απ’ ό,τι συνέβη σε άλλα θέατρα των κλασικών ή ελληνιστικών χρόνων, το συγκεκριμένο δεν αναμορφώθηκε κατά τα ρωμαϊκά χρόνια, διατηρώντας έτσι την αυθεντική του μορφή μέχρι το τέλος της αρχαιότητας. Σε αυτό συναντάμε την χαρακτηριστική τριμερή διάρθρωση του ελληνιστικού θεάτρου στην ιδανική της έκφανση: κοίλο, ορχήστρα, σκηνικό οικοδόμημα.

Τα μέρη ενός Αρχαιοελληνικού Θεάτρου
Τα μέρη ενός Αρχαιοελληνικού Θεάτρου

Η ορχήστρα του είναι απολύτως κυκλική με δάπεδο από πατημένο χώμα εγκιβωτισμένο σε λίθινο περιμετρικό δακτύλιο. Έχει διάμετρο 19,5 μέτρα και περιβάλλεται από ανοιχτό αποχετευτικό αγωγό για την απομάκρυνση των νερών της βροχής που ρέουν από το κοίλο. Το κοίλο του θεάτρου είναι άριστα προσαρμοσμένο στην φυσική κοιλότητα της βόρειας πλαγιάς του όρους Κυνόρτιο με κλίση περί τις 26 μοίρες. Αποτελείται από δύο μέρη που χωρίζονται από περιμετρικό διάδρομο: το κατώτερο έχει 34 σειρές εδωλίων και το ανώτερο, που κατασκευάστηκε στην δεύτερη οικοδομική φάση, 21. Στενές κλίμακες ανόδου κατατέμνουν τα δύο μέρη σε σφηνοειδείς κερκίδες. Σε κάτοψη το κοίλο υπερβαίνει το ημικύκλιο, ενώ η χάραξη του είναι ελαφρά ελλειψοειδής. Στα δύο άκρα καταλήγει σε ισχυρούς αναλημματικούς τοίχους. Η χωρητικότητα του θεάτρου ανέρχεται περίπου σε 14.000 θεατές. Το επίμηκες σκηνικό οικοδόμημα, που εφάπτονταν στην ορχήστρα κλείνοντας απ’ άκρη σε άκρη το άνοιγμα του κοίλου προς βορρά, αναπτυσσόταν σε δύο μέρη. Εμπρός βρισκόταν το υπερυψωμένο προσκήνιο με όψη ιωνικού ρυθμού και προέχοντα άκρα. Πίσω ορθωνόταν το διώροφο κτίριο της σκηνής. Η όψη του δεύτερου ορόφου αρθρωνόταν σε μεγάλα ανοίγματα για την υποδοχή ζωγραφιστών πινάκων (σκηνικών). Δύο ράμπες οδηγούσαν εκατέρωθεν στο επίπεδο του προσκηνίου. Πυλώνες ιωνικού ρυθμού, με δύο θύρες συνέδεαν αρχιτεκτονικά την σκηνή με τα αναλήμματα του κοίλου. Ο ανακλαστήρας του αρχικού σκηνικού οικοδομήματος ενίσχυε την άριστη ακουστική, η οποία οφειλόταν κυρίως (όπως προαναφέρθηκε) στην τέλεια γεωμετρία του σχεδιασμού.

Ο Παυσανίας (ο οποίος μας έχει χαρίσει τις περισσότερες πηγές για την Αρχαία Επίδαυρο) επισκέφθηκε το Θέατρο της Επιδαύρου γύρω στα μέσα του 2ου αιώνα μ.Χ., δηλαδή περίπου τέσσερις αιώνες μετά την ολοκλήρωση της δεύτερης κατασκευαστικής του φάσης, και εκφράζει απερίφραστο θαυμασμό για την ομορφιά και την αρμονία του. Στον Πολύκλειτο, (αρχιτέκτονα της πρώτης φάσης) πέρα από το θέατρο, πιστώνει και την κυκλική Θυμέλη (Θόλο). Παραμένει αδιευκρίνιστο αν ο αρχαίος περιηγητής ταυτίζει τον αρχιτέκτονα των οικοδομημάτων με τον ομώνυμο κορυφαίο Αργείο γλύπτη του 5ου αιώνα π.Χ. , πράγμα που θα ήταν λάθος, ενώ παράλληλα η αναφορά του παραμένει επιστημονικά ανεπιβεβαίωτη.

Το θέατρο λειτούργησε επί αρκετούς αιώνες ακόμα. Όμως, το 395 μ.Χ. Γότθοι που εισβάλλουν στην Πελοπόννησο προκαλούν σοβαρές καταστροφές στο Ασκληπιείο. Το οριστικό τέλος βέβαια, δεν θα έλθει από τους βαρβάρους (με τη κυριολεκτική σημασίας της λέξης), αλλά από εκείνους τους βαρβάρους που έφεραν το τέλος στο σύνολο του αρχαίου πολιτισμού- τους Χριστιανούς.  Το 426 μ.Χ. ο Μέγας Θεοδόσιος απαγορεύει με διάταγμα την λειτουργία των Ασκληπιείων και το ιερό της Επιδαύρου κλείνει οριστικά ύστερα από σχεδόν 1.000 χρόνια λειτουργίας! Φυσικές καταστροφές και ανθρώπινες επεμβάσεις ολοκληρώνουν την ερήμωση πλέον του χώρου (ειδικά μετά τους μεγάλους σεισμούς του 522 και 551 μ.Χ) . Από τύχη, το κοίλο του θεάτρου θάβεται σε προσχώσεις μικρού βάθους και διασώζεται. Αντιθέτως, τα προέχοντα ερείπια της σκηνής που θαύμασε ο Παυσανίας λεηλατούνται συστηματικά καθ’ όλη την διάρκεια της Ενετοκρατίας και της Τουρκοκρατίας.

 

Ανασκαφές- Αναστυλώσεις


Το 1829, μετά την άφιξη του Καποδίστρια και την τυπική ανεξαρτητοποίηση της Ελλάδας, άρχισαν οι πρώτες έρευνες στο Ασκληπιείο της Επιδαύρου από τη Γαλλική Επιστημονική Αποστολή της Πελοποννήσου.  Χρειάστηκαν όμως άλλα 40 χρόνια μέχρι τις συστηματικές ανασκαφές που πραγματοποίησε ο Π. Καββαδίας, υπό την αιγίδα της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας το 1870-1926, αποκαλύπτοντας τα σημαντικότερα μνημεία του ιερού. Περιορισμένες ανασκαφές διενήργησε η Γαλλική Σχολή Αθηνών με τον G. Roux το 1942-1943 γύρω από το Άβατον και τα κτήρια Ε και Η, καθώς και η Αρχαιολογική Υπηρεσία με τον Ι. Παπαδημητρίου το 1948-1951. Τα έτη 1954-1963 πραγματοποιήθηκαν οι πρώτες εργασίες αναστήλωσης του θεάτρου από τον Α. Ορλάνδο. Από το 1974 τις ανασκαφές ανέλαβε και πάλι η Αρχαιολογική Εταιρεία υπό τη διεύθυνση του Β. Λαμπρινουδάκη στο ιερό του Απόλλωνα Μαλεάτα, ενώ βρίσκονται σε εξέλιξη έργα συντήρησης και ανάδειξης των μνημείων και των δύο ιερών από τη διεπιστημονική ομάδα που συγκροτήθηκε από το Υπουργείο Πολιτισμού το 1984 με την τότε ονομασία Ομάδα Εργασίας για τη Συντήρηση των Μνημείων της Επιδαύρου, σήμερα Επιτροπή για την Συντήρηση των Μνημείων της Επιδαύρου.

Οι κυριότερες ανασκαφές της Επιδαύρου έγιναν από τον Π. Καββαδία και κράτησαν από το 1881 μέχρι το θάνατό του. Τις ανασκαφές ανέλαβε η Αρχαιολογική Εταιρεία. Σημαντικό ρόλο στην πορεία των ανασκαφών είχε η αφιλοκερδής προσφορά των κατοίκων του Λυγουριού, οι οποίοι εκτός από την εργασία που προσέφεραν, παραχώρησαν αφιλοκερδώς τα κτήματα τους που βρίσκονταν πλησίον του Αρχαιολογικού. Η συστηματική ανασκαφή ξεκινά αμέσως. Παρ’ ότι το σκηνικό οικοδόμημα είναι αφανισμένο, το κοίλο αποκαλύπτεται σε καλή κατάσταση με μόνη φθορά τα γκρεμισμένα αναλήμματα. Σύντομα το θέατρο γίνεται διάσημο και ελκύει την προσοχή της ελληνικής κοινής γνώμης της εποχής που διακατέχεται από το επίμονο ιδεολόγημα της ιστορικής συνέχειας με το ένδοξο αρχαιοελληνικό παρελθόν. Η επανεμφάνιση του καλοδιατηρημένου αργολικού θεάτρου, ονομαστού ήδη από την αρχαιότητα, συσχετίζεται στενά με το θέμα της αναβίωσης του αρχαίου δράματος. Το πιεστικό αίτημα για πολιτιστική και οικονομική αξιοποίηση, δηλαδή χρήση, των αρχαίων θεάτρων ωθεί σε βιαστικές, λανθασμένες επεμβάσεις αποκατάστασης του κοίλου. Το 1907 αναστηλώνεται η δυτική πάροδος και ο παράπλευρος αναλημματικός τοίχος. Το 1938, εκατόν δέκα χρόνια μετά τις πρώτες έρευνες στην περιοχή και πάνω από πενήντα χρόνια ανασκαφών, πραγματοποιείται η πρώτη παράσταση στο Θέατρο της Επιδαύρου, σε σκηνοθεσία Δημήτρη Ροντήρη, με την Κατίνα Παξινού (που τέσσερα χρόνια αργότερα θα βραβεύονταν με Όσκαρ) και την Ελένη Παπαδακάκη, να πρωταγωνιστούν στην Ηλέκτρα του Σοφοκλή.

Δεύτερη φάση επεμβάσεων ακολουθεί αμέσως μετά τον πόλεμο. Αυτή τη φορά στόχος είναι πρωτίστως να στερεωθεί το μνημείο ώστε να καταστεί ασφαλές και κατάλληλο για φιλοξενία θερινών παραστάσεων αρχαίου δράματος στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Επιδαύρου το οποίο θα ξεκινούσε το 1955. Πρόκειται για εκτεταμένες ανακατασκευές και αποκαταστάσεις που γίνονται από την τότε Διεύθυνση Αναστηλώσεων του Υπουργείου Παιδείας υπό την εποπτεία του Α. Ορλάνδου και διαρκούν σχεδόν μια δεκαετία (1954-1963). Ανακατασκευάζονται πλήρως αμφότερα τα αναλήμματα, ο ανατολικός πυλώνας εισόδου, στερεώνονται όλα τα εδώλια του κάτω διαζώματος και προγραμματίζεται ανακατασκευή μέρους του προσκηνίου που τελικά δεν υλοποιείται λόγω χρήσης του χώρου για το Φεστιβάλ.

Το 1988, τέσσερις δεκαετίες έντονης και ανεξέλεγκτης χρήσης του θεάτρου επιβάλλουν Τρίτη φάση αναστηλωτικών εργασιών που ξεκινά στο πλαίσιο της δράσης της Ομάδας Εργασίας για την Συντήρηση των Μνημείων του Ασκληπιείου της Επιδαύρου (ΟΕΣΜΕ) του ΥΠ.ΠΟ. Πρόκειται κυρίως για διορθωτικές επεμβάσεις στις οποίες εφαρμόζονται για πρώτη φορά αυστηρά επιστημονικές μέθοδοι. Γίνονται εκατοντάδες συντηρήσεις, συγκολλήσεις, ανατάξεις και συμπληρώσεις εδωλίων, περιορίζεται η πρόσβαση στο μνημείο εκτός ωρών παραστάσεων, τίθενται περιορισμοί στη χρήση του κτιρίου της σκηνής, αποκαθίσταται η αρχαία αποχέτευση του κοίλου, αποσυναρμολογείται, συντηρείται και ξαναστήνεται ο δυτικός πυλών.

Μνημείο Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς


Unesco
Το 1988 το θέατρο εντάσσεται στον κατάλογο Μνημείων Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς της UNESCO

Την ίδια χρονιά, το θέατρο εντάσσεται μαζί με ολόκληρο το Ασκληπιείο στον κατάλογο Μνημείων Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς της UNESCO. Ένα από τα έξι πολιτιστικά κριτήρια της UNESCO θα αρκούσε βέβαια για την ένταξη. Η Επίδαυρος όμως έχει πέντε από τα έξι αυτά κριτήρια, γεγονός που την καθιστά από τα πιο σημαντικά και μοναδικά μνημεία στον κόσμο. Πρόκειται για ένα αριστούργημα της ανθρώπινης δημιουργικής ευφυΐας (κριτήριο 1), παρουσιάζει μια σημαντική ανταλλαγή των ανθρώπινων αξιών, πάνω από ένα χρονικό διάστημα, σε μια πολιτιστική περιοχή του κόσμου, σε εξελίξεις στην αρχιτεκτονική, την τεχνολογία, τις μνημειακές τέχνες, την πολεοδομία και τον σχεδιασμό τοπίου (κριτήριο 2), φέρει μια μοναδική ή τουλάχιστον εξαιρετική μαρτυρία μιας πολιτιστικής παράδοσης ή ενός πολιτισμού που έχει εξαφανιστεί (κριτήριο 3) είναι ένα εξαίρετο παράδειγμα του τύπου, αρχιτεκτονικού συνόλου και τοπίου που απεικονίζει σημαντικά στάδια στην ανθρώπινη ιστορία (κριτήριο 4) , σχετίζεται άμεσα με γεγονότα και ζώσες παραδόσεις, με ιδέες και δόγματα, με καλλιτεχνικά και λογοτεχνικά έργα εξέχουσας παγκόσμιας σημασίας (κριτήριο 6).

Αξίζει να σημειωθεί ότι οι Πυραμίδες της Αιγύπτου, η Πόλη των Μάγιας, το Νησί του Πασχα, το Κολοσσαίο, το Μπιγκ Μπεν, το Στοουνχετζ πληρούν μόλις 3 από τα 6 κριτήρια το καθένα, το Ταζ Μαχάλ 1 από τα 6, το Άγαλμα της Ελευθερίας 2 από τα 6, το Βατικανό και το Κρεμλίνο 4 από τα 6 και μόνο το Σινικό Τείχος, η Ακρόπολη, οι Δελφοί και πολύ λίγα άλλα μνημεία, «πιάνουν» το καταπληκτικό σκορ της Επιδαύρου με 5/6 κριτήρια!

 

Το Θέατρο της Επιδαύρου (Μέρος πρώτο)

 

Προηγούμενο άρθροΑνακοίνωση για ακρόαση χορευτών από την Εθνική Λυρική Σκηνή
Επόμενο άρθρο“Η διαστροφή της ανάγνωσης” της Edith Wharton