Ο ιδιαίτερος χαρακτήρας της εποχής που διανύουμε, στην οποία ο Έλληνας απεγνωσμένα ψάχνει την ταυτότητά του, το Πάσχα έρχεται κάθε χρόνο θέτοντας το ερώτημα του τι γιορτάζουμε, πόσο αυτή η γιορτή συνδέεται με τη θρησκεία, αν η νηστεία είναι τελικά ζήτημα κατάνυξης και ηθελημένης επιθυμίας αποχής και κάθαρσης ή μόνο μόδας και άλλα «ηχηρά παρόμοια», που θα έλεγε και ο Καβάφης. Αντικείμενο του αφιερώματος είναι το πώς η άμβλυνση του θρησκευτικού στοιχείου και η αποδέσμευσή του από την έννοια του «ελληνικού» αντικατοπτρίζεται στην Ποίηση και, συγκεκριμένα, σε αυτή που γράφτηκε για το Πάσχα.

 Όπως θα δούμε, το Πάσχα σε μια πρώτη φάση υμνείται, δηλαδή, η Ποίηση υποτάσσεται στη μεγαλειότητα της σημασίας της γιορτής για να την δοξάσει, ενώ στη συνέχεια, σταδιακά, σημειώνεται η αντίστροφη πορεία: το Πάσχα συνιστά πλέον ένα μοτίβο (που χρησιμοποιείται από τους ποιητές επιπαραδείγματι για να αναφερθούν στα κακώς κείμενα)· δηλαδή,  λειτουργεί απλώς ως μια «αισθητική τράπεζα» απ’ την οποία αντλούνται ιδέες, εικόνες, συναισθήματα, προκειμένου να συντεθεί ένα ποίημα (και, άρα, προκρίνεται η Ποίηση, όχι το Πάσχα). Θα αναφερθούμε σε γνωστά παραδείγματα (αποσπασματικά), ώστε, εκτός των άλλων, να επιτευχθεί μια ευχάριστη ποιητική πασχαλινή περιδιάβαση, και θα σταθούμε στα σημαντικά ως προς το θέμα μας στοιχεία:

Δ. Σολωμός: «Η ημέρα της Λαμπρής»


«Καθαρότατον ήλιο επρομηνούσε
της αυγής το δροσάτο ύστερο αστέρι,
σύγνεφο, καταχνιά, δεν απερνούσε
τ’ ουρανού σε κανένα από τα μέρη
και από κει κινημένο αργοφυσούσε
τόσο γλυκό στο πρόσωπο τ’ αέρι,
που λες και λέει μες στης καρδιάς τα φύλλα:
Γλυκιά η ζωή και ο θάνατος μαυρίλα.

Χριστός ανέστη! Νέοι, γέροι και κόρες,
όλοι, μικροί – μεγάλοι, ετοιμαστήτε
μέσα στες εκκλησίες τες δαφνοφόρες
με το φως της χαράς συμαζωχτήτε
ανοίξετε αγκαλιές ειρηνοφόρες
ομπροστά στους Αγίους και φιληθήτε!
Φιληθήτε γλυκά, χείλη με χείλη,
πέστε Χριστός ανέστη, εχθροί και φίλοι.

Δάφνες εις κάθε πλάκα έχουν οι τάφοι,
και βρέφη ωραία στην αγκαλιά οι μανάδες
γλυκόφωνα, κοιτώντας τες ζωγραφι-
σμένες εικόνες, ψάλλουνε οι ψαλτάδες
λάμπει το ασήμι, λάμπει το χρυσάφι
από το φως που χύνουνε οι λαμπάδες
κάθε πρόσωπο λάμπει απ’ τ’ αγιοκέρι,
όπου κρατούνε οι Χριστιανοί στο χέρι».

Ο Σολωμός στο απόσπασμα αυτό από τον Λάμπρο γράφει «ρομαντικότροπα», μιας και βρίσκεται στην περίοδο που πρωτο-αφομοιώνει τον ρομαντισμό. Γι’ αυτό δεν εστιάζει στη μεταφυσικότητα, στη βαθεία θρησκευτικότητα, όπως κάνει στα ώριμα συνθέματά του. Το βάρος πέφτει στη χαρά, στη συμφιλίωση, στο θρίαμβο έναντι στη «μαυρίλα» του θανάτου, όπως κι ο ίδιος λέει. Δεν έχουμε θρησκευτικές εξάρσεις, όμως ουσιαστικά δεν σχολιάζεται η Ανάσταση καθεαυτή, αλλά γίνεται μια φωτογραφική αποτύπωση της Λαμπρής, όπως διαχρονικά την γνωρίζουμε στην ορθόδοξη Ελλάδα. Η Πίστη, όμως, φαίνεται να λαμβάνεται ως δεδομένη.

Κωστής Παλαμάς, «Γιορτές»


(Aπόσπασμα) από τη συλλογή «Ασάλευτη Ζωή»

Η νύχτα των Παθών, αγία Παρασκευή μεγάλη,

θυμάσαι; Οι κράχτες βροντεροί του δρόμου και χουγιάζουν

«Ώρα, ώρα για την εκκλησιά!» Τα σήμαντρα σωπαίναν,

μήπως ταράξουν του Ιησού τον ύπνο ολογυρμένου

στων επιτάφιων τα χρυσά τα σάβανα που οι βιόλες

χλωμές και τα τριαντάφυλλα τα κοκκινοπλουμίζαν.

Θυμάσαι; Η νύχτα των Παθών μα και τ’ Απρίλη η νύχτα

της χώρας όλα, νόμιζες, να βουβαθούν γυρεύαν

θρήσκα και κατανυχτικά, τη σιγαλιά να κάμουν

μια προσφορά ευλαβική προς του Κυρίου τα Πάθη.

Και μοναχά δε σώπαινε στο περιβόλι μέσα

με τη δικούλα του εκκλησιά, με τη λατρεία δική του,

πιστός και ιερουργός Θεού ψηλότερου απ’ όλους,

τ’ αηδόνι. Η νύχτα των Παθών, μα και τ’ Απρίλη η νύχτα.

Διάπλατες πέρα οι εκκλησιές ολόφωτες και φτάναν

απ’ τ’ ανοιχτά παράθυρα στα σπίτια μας οι θρήνοι

σεμνοί κι αντιθρηνούσανε στου χριστιανού τα χείλη:

«Ζωή εν τάφω… Έαρ γλυκύ… Γλυκύτατόν μου τέκνον..»

Μπρος στην πεζούλα του σπιτιού, της γειτονιάς μελίσσι

κι εμείς, αγόρια αγίνωτα κι αστάλωτες παιδούλες,

ο ύπνος δε μας έπαιρνε, προσμέναμε την ώρα

της εκκλησιάς…

Πολύ πιο έκδηλο το θρησκευτικό στοιχείο στον Παλαμά, κάτι που αιτιολογείται και από τις ιστορικοκοινωνικές συνθήκες: Η Ελλάδα, ένα νεοσύστατο κράτος, πρόσφατα λυτρωμένο από τυραννικά καθεστώτα, ψάχνει να βρει την ιδιοσυστασία του. Ένα στοιχείο που συνέχει τους Έλληνες είναι η θρησκεία και γι’ αυτό προβάλλεται έντονα και στην Ποίηση, προκειμένου να διαμορφωθεί η ελληνική ταυτότητα. Τα νέα αγόρια του Παλαμά δεν κοιμούνται το βράδυ, αναμένοντας την ώρα της εκκλησίας· η Ορθοδοξία είναι κάτι, λοιπόν, που διαμορφώνει την καθημερινότητα και την ψυχοσύνθεση ήδη από νεαρά ηλικία.

Άγγελος Σικελιανός, «Στ᾽ Όσιου Λουκά το μοναστήρι»


Aλλά το βράδυ το ίδιο του Σαββάτου,
την ώρα π’ απ’ την Άγια Πύλη το ένα
κερί επροσάναψε όλα τ’ άλλα ως κάτου,
κι απ’ τ’ Άγιο Bήμα σάμπως κύμα απλώθη
το φως ώσμε την ξώπορτα, όλοι κι όλες
ανατριχιάξαν π’ άκουσαν στη μέση
απ’ τα “Xριστός Aνέστη” μιαν αιφνίδια
φωνή να σκούξει: “Γιώργαινα, ο Bαγγέλης!”

Kαι να· ο λεβέντης του χωριού, ο Bαγγέλης,
των κοριτσιών το λάμπασμα, ο Bαγγέλης,
που τον λογιάζαν όλοι για χαμένο
στον πόλεμο· και στέκονταν ολόρτος
στης εκκλησιάς τη θύρα, με ποδάρι
ξύλινο, και δε διάβαινε τη θύρα
της εκκλησιάς, τι τον κοιτάζαν όλοι
με τα κεριά στο χέρι, τον κοιτάζαν,
το χορευτή που τράνταζε τ’ αλώνι
του Στειριού, μια στην όψη, μια στο πόδι,
που ως να το κάρφωσε ήταν στο κατώφλι
της θύρας, και δεν έμπαινε πιο μέσα!

Παρατηρούμε πως η έννοια της Ανάστασης έχει εμπεδωθεί τόσο που εξακτινώνεται μέχρι την εποχή του ποιητή, «ανασταίνοντας» πολεμιστές που θεωρούνταν χαμένοι. Η σύμπτωση της έλευσης του αγνοούμενου στρατιώτη με  την ώρα της Ανάστασης δεν γίνεται τυχαία, αφού, ουσιαστικά, παρουσιάζεται σαν να πρόκειται για ένα σύγχρονο θαύμα.

Τάσος Λειβαδίτης, «Έξοδος»


Απο τη συλλογή Νυχτερινός επισκέπτης (1972)

Η τελετή γινόταν στη μεγάλη σάλα, μόλις μ’ είχαν ξεκρεμάσει απ’ το ηλιοβασίλεμα, με τύλιξαν μ’ ένα σεντόνι, μα οι πληγές φάνηκαν στον τοίχο, το πλήθος συνωστίζονταν στις σκάλες, ζητούσε ν’ αναστηθώ, μα εγώ έπρεπε να μείνω αγνός από θαύματα, και κρυβόμουν πίσω απ’ τα παλτά των ξένων στο διάδρομο, τρώγοντας τα φύλλα από παλιά ημερολόγια, το ξημέρωμα ήταν ωχρό πίσω απ’ τις μπουκάλες, βγήκα στο δρόμο και γονάτισα στον πρώτο περαστικό, «γιατί το ‘κανες;» με ρωτούσε ο Θεός, είναι ο καιρός της βασιλείας μου, Κύριε, πώς ν’ αρνηθώ;» και τότε ο θεός μου ‘βαλε στο χέρι αυτό το κλειδί, έτσι μπορώ τώρα ν’ ακούω ήρεμος το ανελέητο βήμα πίσω απ’ τον τοίχο, αθέατος μέσα σε όποια θεία εικόνα.

Ήμουν τόσο μονάχος, που τα σκυλιά που με γάβγισαν στο δρόμο ανέβαιναν τώρα μαζί μου στον ουρανό.

Είναι σαφές ότι πλέον έχουμε περάσει σε μια «νέα»-μοντέρνα ποίηση, όπου, όπως προαναφέρθηκε, το Πάσχα νοείται ως ένα δίκτυο κόμβων, που μπορεί μεν οι σταθεροί- ανώτεροι κόμβοι να είναι το θέμα της Σταύρωσης- Ανάστασης, όμως, οι κατώτεροι- επιφανειακοί κόμβοι –δηλαδή, το παρόν ποίημα, ας πούμε- εξαρτώνται από τη θέληση του ίδιου του Ποιητή. Ο ελληνισμός, ωστόσο, βιώνει βαρέως τα Πάθη, γι’ αυτό, άλλωστε, αμέσως ανακαλεί το «γνωστό» του συναίσθημα και «εύκολα» συμπάσχει με τον άνωθεν πρωταγωνιστή.

Κική Δημουλά: «Γραμματείς και πρεσβύτεροι αιώνες»


«Ιδού η μικροτάτη Παρασκευή πάλι
σε βαφή Μεγάλης βουτηγμένη.

Μέτωπο αιμάτινο σου πλέκουν τ’ ακανθώδη
έθιμα
και επί τον ιματισμόν σου έβαλαν κλήρο
η νηστεία ο Μπαχ τα βαρελότα και η μέθοδος
να φτάνει με καρφιά στα άκρα του ο πόνος.

Τι κι αν εσχίσθη το καταπέτασμα των χαμομηλιών
τι κι αν χρωμάτων στρατιαί εξεπλήττοντο

σταύρωσον σταύρωσον αλαλάζουν
τα κρεοπωλεία οι ψησταριές κι οι φούρνοι.

Δε μ’ άκουσες.
Άφησες ανύμφευτη την κόμη της Μαγδαληνής
και σπατάλησες το σπάνιο Νυμφίο άρωμά σου
για να κάνεις τεστ αληθείας στην αγάπη, στον πλησίον.
Σου φώναζα να τους αφήσεις όπως είναι

όπως τους παραλάβαμε από την υπαρξιακή παράδοση
όπως περιγράφτηκαν από στόμα σε στόμα
από πικρό ποτήριον σε πικρότερο. Δε γλίτωσε
σταυρώθηκε όποιος διανοήθηκε να τους επαληθεύσει.

Προσκυνώ το οικείον προσφιλές μου σφάλμα σου.
Εν συντριβή περιστρέφω τη σούβλα
αδημονώντας σε αμνέ μας».

Το Πάσχα είναι απλώς κάτι που διεγείρει σκέψεις και εικόνες στο μυαλό της Δημουλά. Η πραγματικότητα των εορτών (κόκκινα αυγά, ψησταριές) αλλά και «το καταστατικό» της Μεγάλης Εβδομάδας γίνονται αντιληπτά  ως απλές εκφάνσεις της προβληματικής πραγματικότητας. Η Μεγάλη Παρασκευή γίνεται μικρότατη, μεγάλη είναι μόνο η βαφή της: όντως, το Πάσχα έχει εμπορευματοποιηθεί τόσο, που μόνο για τους μαγαζάτορες είναι μεγάλο. Αυτό θίγεται και πιο κάτω (σταύρωσον σταύρωσον αλαλάζουν τα κρεοπωλεία οι ψησταριές κι οι φούρνοι)· αξιοσημείωτη η απουσία κόμματος που στη Δημουλά δηλώνει τη συλλήβδην πρόσληψη των αριθμουμένων.  Οι άνθρωποι ελαττωματικοί από τότε μέχρι τώρα.  Η Δημουλά «είχε συμβουλεύσει» τον Ιησού να αφήσει τους μαθητές- ανθρώπους «στην υπαρξιακή τους παράδοση», αλλά δεν την άκουσε. Έσφαλλε. Το σφάλμα του, όμως, το έκανε και η ποιήτρια (Προσκυνώ το οικείον προσφιλές μου σφάλμα σου.) – τελικά, μάλλον ο άνθρωπος απ’ τη φύση του είναι καταδικασμένος να ελπίζει σε κάτι καλύτερο και να σφάλλει. Η νηστεία και τα βαρελότα είναι κι αυτή μια μέθοδος, για να γίνεται το πικρό ποτήρι της ανθρωπότητας πικρότερον. Σε κατάσταση συντριβής και απελπισίας εντός και εκτός πραγματικότητας η ποιήτρια: είναι Πάσχα και το βιώνει «εξωτερικά» όπως όλοι, εσωτερικά όμως το βλέπει ως μία ακόμη τραγική αφορμή που καταφέρνει να αναδείξει τα τόσα δεινά του είδους μας.

Προηγούμενο άρθροΈφυγε από τη ζωή ο Gabriel García Márquez
Επόμενο άρθροΝέος Κύκλος παραστάσεων για την παράσταση “Elizadeth”