Ο Καρτιέ-Μπρεσόν αποτελεί σημείο αναφοράς για την αστική φωτογραφία (urban photography) και το φωτορεπορτάζ. Ξεκινώντας να φωτογραφίζει τους δρόμους του Παρισιού και στιγμές της καθημερινότητας, έφτασε να γυρίζει τον κόσμο. Κατέγραψε με τη μηχανή του μερικές από τις καθοριστικότερες στιγμές του 20ου αιώνα. Αν οι εικόνες του Ατζέ είναι το πορτραίτο του Παρισιού τον 19ο αιώνα, οι φωτογραφίες του Καρτιέ-Μπρεσόν είναι οι «αποφασιστικές στιγμές» της ζωής της πόλης κατά τον 20ο.

Ο Ανρί Καρτιέ-Μπρεσόν [Henri Cartier-Bresson] γεννήθηκε το 1908 στο Chanteloup-en-Brie, περιοχή κοντά στο Παρίσι, και καταγόταν από μια από τις πλουσιότερες οικογένειες της Γαλλίας. Τη δεκαετία του 1920 ασχολήθηκε με τη ζωγραφική, ενώ τη δεκαετία του 1930 στράφηκε στη φωτογραφία. Το έργο του Καρτιέ-Μπρεσόν είναι ιδιαίτερο και πρωτοπόρο για την εποχή. Επηρεασμένος από τις φωτογραφίες δρόμου του Ατζέ και την καταγραφή του αστικού τοπίου του Παρισιού, ο Καρτιέ-Μπρεσόν δημιουργεί εικόνες πόλης. Το ενδιαφέρον του μετατοπίζεται από την αρχιτεκτονική λεπτομέρεια και τον κενό χώρο, στη ζωή και τους ανθρώπους της πόλης. Στα μέσα της δεκαετίας του 1940, στις Η.Π.Α., ιδρύει μαζί με τους Ρόμπερτ Κάπα (Robert Capa), Τζορτζ Ρόγκερ (George Rodger) και Ντέιβιντ Σέιμορ (David Seymour) το διεθνές φωτο-ειδησεογραφικό πρακτορείο Magnum, με σκοπό να δοθεί έμφαση όχι μόνο σε αυτό που βλέπει κανείς, αλλά και στον τρόπο που το βλέπει.

Jane Bown, Καρτιέ-Μπρεσόν, 1957
Jane Bown, Φωτογραφία του Cartier-Bresson, 1957
Τα πρώτα χρόνια.

Σε νεαρή ηλικία ο Καρτιέ-Μπρεσόν γοητεύτηκε με τη ζωγραφική και, ιδιαίτερα, με τον σουρεαλισμό. Ως μαθητής έχει έρθει σε επαφή με την εικαστική τέχνη, ενώ έκανε μαθήματα ζωγραφικής στο στούντιο του θείου του. Το 1927 ο Καρτιέ-Μπρεσόν ξεκινά να φοιτά στην Lhote Academy, το Παριζιάνικο στούντιο του κυβιστή ζωγράφου και γλύπτη Αντρέ Λοτ (André Lhote).

Ως μαθητής του Λοτ, επισκέπτεται το Λούβρο, όπου μελετά την κλασσική τέχνη. Παράλληλα, γνωρίζει τη μοντέρνα τέχνη των παρισινών γκαλερί. Συνδυάζει, έτσι, τον θαυμασμό του για τα έργα της Αναγέννησης με το ενδιαφέρον του για την μοντέρνα τέχνη. Ο Καρτιέ-Μπρεσόν θεωρούσε πολλές φορές τον Λοτ ως τον καθηγητή φωτογραφίας του χωρίς τη φωτογραφική μηχανή. Χάρη στον δάσκαλό του, ο Καρτιέ-Μπρεσόν εμπνέεται έντονα από τη γεωμετρία και από τα σχήματα που εντοπίζονται στο κυβιστικό κίνημα. Μάλιστα, τα πρώτα χρόνια της φωτογραφικής του παραγωγής, ο ίδιος χρησιμοποιεί την κυβιστική τεχνική του Λοτ για να οργανώσει το πλαίσιο της φωτογραφίας του.

Οργάνωση πλαισίου Καρτιέ-Μπρεσόν
Οργάνωση πλαισίου στο έργο του Λοτ και του Καρτιέ-Μπρεσόν

Το 1932, στη Μασσαλία, αγοράζει την πρώτη του φωτογραφική μηχανή Leica με φακό 35mm. Επιλέγει μια μικρή κάμερα, καθώς αυτή του δίνει τη δυνατότητα να μην γίνεται αντιληπτός, να κινείται ανώνυμα μέσα στο πλήθος, καταγράφοντας την αυθόρμητη συμπεριφορά των ανθρώπων, χωρίς η παρουσία μιας μεγάλης κάμερας να εξαναγκάζει σε πόζα εκείνων που φωτογραφίζονται. Παράλληλα, θέλοντας να ενισχύσει την «αόρατη» κίνησή του στο πλήθος, καλύπτει με μαύρη μπογιά όλα τα λαμπερά μέρη της κάμερας. Η μικροσκοπική Leica εξασφάλισε στον Καρτιέ-Μπρεσόν αυτό που ονόμασε ο ίδιος «το βελούδινο χέρι…το μάτι του γερακιού».

Την ίδια χρονιά, το 1932, δημιουργεί δύο από τις πιο διάσημες φωτογραφίες του. Η μία είναι εκείνη ενός ποδηλάτη εν κινήσει στα πέτρινα σκαλοπάτια στο Hyères. Η άλλη είναι η φωτογραφία ενός άνδρα στο σταθμό του Gare Saint-Lazare. Σε αυτή καταγράφεται η στιγμή που ο άνδρας αιωρείται πάνω από μια λακκούβα με νερό και η τέλεια αντανάκλασή του. Η στέγη του σταθμού αποτελεί το φόντο, τυλιγμένη σε ομίχλη.

Καρτιέ-Μπρεσόν, Hyères, Γαλλία, 1932
Henri Cartier-Bresson, Hyères, Γαλλία, 1932
Καρτιέ-Μπρεσόν, Gare Saint Lazare, 1932
Henri Cartier-Bresson, Gare Saint Lazare. Place de l’Europe. Παρίσι, 1932
Καταγράφοντας τη ζωή στην πόλη.

Ως φωτογραφία δρόμου εννοείται συνήθως η λήψη φωτογραφιών, ποικίλων θεμάτων, μέσα στον δημόσιο αστικό χώρο. Αυτή η προσέγγιση είναι πιο εμφανής κατά τη λεγόμενη χρυσή περίοδο της φωτογραφίας, ξεκινώντας από τη δεκαετία του 1890 μέχρι τη δεκαετία του 1970. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, οι φορητές κάμερες υψηλής ποιότητας, όπως η Leica, γίνονταν όλο και πιο δημοφιλείς, εξασφαλίζοντας την έξοδο των φωτογράφων από το στούντιο σε εξωτερικούς χώρους. Η φωτογραφία δρόμου δεν αποτελεί ενιαία κατηγορία φωτογραφιών, υπό την έννοια της ενιαίας φόρμας και κανόνων αυτών. Στην περίπτωση του Καρτιέ-Μπρεσόν σημειώνεται μια μετατόπιση από την παραδοσιακή φωτογραφία δρόμου, όπως είναι οι εικόνες του Ατζέ, προς την κατεύθυνση αυτού που ονομάζεται «αστική φωτογραφία».

Οι αστικές εικόνες επιδιώκουν να ενθυλακώσουν όχι μόνο τους ανθρώπους, αλλά τη σχέση τους με το περιβάλλον της πόλης. Το ενδιαφέρον έγκειται στις ιστορίες που αντικατοπτρίζουν οι φωτογραφικές εικόνες, οι τρόποι που συνδέονται ή αποσυνδέονται τα άτομα με το αστικό τοπίο. Θα έλεγε κανείς πως αυτού του τύπου οι φωτογραφίες σχολιάζουν τη σύγχρονη ζωή.

Ο Καρτιέ-Μπρεσόν σημειώνει πως η φωτογραφία είναι «η αναγνώριση, μέσα στην ίδια την πραγματικότητα, ενός ρυθμού επιφανειών, γραμμών ή αξιών. Το μάτι αποσπά το θέμα και η μηχανή δεν έχει παρά να κάνει τη δουλειά της, να αποτυπώσει στο φιλμ την απόφαση του ματιού. Μια φωτογραφία βλέπεται στο σύνολό της, με μια ματιά, σαν πίνακας. H σύνθεση [της φωτογραφίας] είναι μια συγχρονισμένη συμμαχία, ο οργανικός συντονισμός κάποιων ορατών στοιχείων. Στη φωτογραφία υπάρχει μια καινούργια πλαστική, έργο των στιγμιαίων γραμμών, δουλεύουμε με την κίνηση, μ’ ένα είδος προαισθήματος της ζωής και η φωτογραφία οφείλει να αγγίζει μέσω της κίνησης την εκφραστική ισορροπία. Ακούμε συχνά να μιλούν για «γωνίες λήψεως», αλλά οι μόνες γωνίες που υπάρχουν είναι της γεωμετρίας και της σύνθεσης».

Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Καρτιέ-Μπρεσόν συλλαμβάνεται από τους Γερμανούς και φυλακίζεται για τρία χρόνια, ενώ το 1943 δραπετεύει και επιστρέφει στη Γαλλία. Κατά τη γαλλική αντίσταση ενάντια στις ναζιστικές δυνάμεις, φωτογραφίζει και καταγράφει την κατοχή και την απελευθέρωση του Παρισιού. Οι εικόνες του Καρτιέ-Μπρεσόν είναι η ζωή στην πόλη, η καταγραφή της καθημερινότητας, τα «πρόσωπα» του Παρισιού – από τον Καμύ και τον Πικάσο, μέχρι την Κοκό Σανέλ – αλλά και η ιστορία του.

Καρτιέ-Μπρεσόν, Απελευθέρωση Παρισιού, 1944
Henri Cartier-Bresson, Απελευθέρωση Παρισιού, 1944
Το φωτορεπορτάζ.

Ο Καρτιέ-Μπρεσόν, ήδη από τα χρόνια του πολέμου, κάνει φωτογραφικό ρεπορτάζ. Το Magnum Photos ιδρύεται μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ως μία ανάγκη «αφήγησης μιας ιστορία» και διοχέτευσης των πληροφοριών σε ένα κόσμο «βιαστικό, εξουθενωμένο από τις ενασχολήσεις του, έρμαιο της κακοφωνίας, έναν κόσμο που κατοικείται ολόκληρος από πλάσματα διψασμένα για τη συντροφιά της εικόνας».

Σύμφωνα με τον ίδιο «το ρεπορτάζ είναι μια προοδευτική διαδικασία του εγκεφάλου, του ματιού και της καρδιάς, με σκοπό να εκφράσει ένα πρόβλημα, να παγιώσει ένα γεγονός ή κάποιες εντυπώσεις. H πραγματικότητα μας προσφέρεται με τόση αφθονία ώστε χρειάζεται να αφαιρούμε επί τόπου, να απλοποιούμε. Αφαιρεί όμως κανείς πάντα αυτό που πρέπει; Στο φωτογραφικό ρεπορτάζ καλούμαστε να μετρήσουμε τα κτυπήματα σχεδόν σαν διαιτητές και μοιραίως καταφθάνουμε σαν παρείσακτοι. Πρέπει λοιπόν να πλησιάζουμε το θέμα σαν τη γάτα, ακόμα και αν πρόκειται για νεκρή φύση. Με πέλμα βελούδινο και μάτι ακονισμένο. Δίχως βιασύνη. Δεν μαστιγώνει το νερό κανείς πριν να ψαρέψει».

Η φωτογραφική εικόνα αποτελεί γλώσσα, υπό την έννοια κατασκευής νοήματος. Στην περίπτωση του φωτορεπορτάζ σημειώνεται μια ιδιαίτερη δύναμη της εικόνας, καθώς υπάρχει ο κίνδυνος της αξίωσης να παρουσιαστεί η εικόνα ως απλή, ουδέτερη καταγραφή ενός γεγονότος. Ο Καρτιέ-Μπρεσόν αναγνωρίζει πως οι φωτορεπόρτερ ασκούν μια κρίση σε ό,τι βλέπουν τραβώντας μια φωτογραφία, συνθήκη που αποτελεί «μεγάλη ευθύνη» κατά τον ίδιο. Αυτό συμβαίνει καθώς μια φωτογραφία είναι ταυτόχρονα ένα κλάσμα του δευτερολέπτου, η αναγνώριση της σημασίας ενός γεγονότος και η αυστηρή οργάνωση των οπτικά αντιληπτικών μορφών που το εκφράζουν. H φωτογραφία αποτελεί, λοιπόν, μια αυθόρμητη παρόρμηση μιας αέναης οπτικής εγρήγορσης που συλλαμβάνει τη στιγμή και την αιωνιότητα της. Αποτελεί μια «αποφασιστική στιγμή».

Καρτιέ-Μπρεσόν, rue des Martyrs, 1944
Henri Cartier-Bresson, Απελευθέρωση Παρισιού. Rue des Martyrs. Αύγουστος, 1944
Η αποφασιστική στιγμή.

«Από όλα τα εκφραστικά μέσα η φωτογραφία είναι το μόνο που παγιώνει μία συγκεκριμένη στιγμή» γράφει ο Καρτιέ-Μπρεσόν. Κυνηγάει τη φευγαλέα στιγμή, αποτυπώνοντας με τον φακό τη γρήγορη κίνηση που σχεδόν δεν προλαβαίνει να δει το ανθρώπινο μάτι, διαιωνίζοντάς την στον χρόνο. Το 1952 δημοσιεύει το βιβλίο του «Images à la Sauvette», του οποίου ο τίτλος αποδόθηκε ως «Η αποφασιστική στιγμή». Ο Ανρί Καρτιέ-Μπρεσόν είναι ο πατέρας της «αποφασιστικής στιγμής», της ιδέας της στιγμής στη δημιουργία εικόνων. Ο φωτογράφος κατέγραψε τη ζωή σε κίνηση με την 35άρα φωτογραφική κάμερά του. Οι εικόνες του αποτελούν συλλογή των φευγαλέων στιγμών της καθημερινής ζωής.

«Στη φωτογραφία, το μικρότερο πράγμα μπορεί να είναι ένα μεγάλο θέμα. Η μικρή, ανθρώπινη λεπτομέρεια μπορεί να γίνει ένα έμβλημα». Περιφρονούσε την στημένη φωτογραφία, τα σκηνικά, τους φωτισμούς, τα φίλτρα, τον σκοτεινό θάλαμο, όλα. Περιφρονούσε ακόμη και το καδράρισμα μετά την λήψη, θεωρώντας ότι το κάδρο έπρεπε να είναι αυτό της λήψης. Όλη του η δουλειά έγινε με φακό των 35mm και 50mm, ενώ κάποιες φορές και με ένα μικρό τηλεφακό των 90mm. Η αποστροφή του Καρτιέ-Μπρεσόν για όλα αυτά είχε να κάνει μόνο με τον χρόνο και την απόσπαση της προσοχής του. Ο ίδιος βυθιζόταν μέσα στη σκηνή και κυνηγούσε το απόλυτο στιγμιότυπο. Δεν είχε τον χρόνο να αλλάξει φακούς, να βάλει φίλτρα κλπ. Στην πραγματικότητα θα φωτογράφιζε με ότι είχε στα χέρια του. Ο φωτογράφος ήθελε να προσφέρει στο κοινό τα «παγωμένα» στιγμιότυπα της εποχής.

Πολλές από τις πιο διάσημες φωτογραφίες του είναι φαινομενικά ασήμαντες στιγμές της καθημερινής ζωής. Αυτές οι εικόνες είναι αποτέλεσμα της γοητείας του Καρτιέ-Μπρεσόν για τον κόσμο γύρω του. Πέρα από τα χρόνια το στο Παρίσι και τη Γαλλία, ταξίδεψε στον κόσμο καταγράφοντας τις ταραχώδεις στιγμές του 20ου αιώνα.

Καρτιέ-Μπρεσόν, Παρίσι, 1969
Henri Cartier-Bresson, Παρίσι, 1969
Από το Παρίσι στον κόσμο.

Από τον ισπανικό εμφύλιο πόλεμο, την απελευθέρωση του Παρισιού το 1944, τη φοιτητική εξέγερση στο Παρίσι το 1968, μέχρι την πτώση του Κουομιντάν[1] στην Κίνα μετά την ήττα από το Κομμουνιστικό Κόμμα Κίνας κατά τη διάρκεια του Κινεζικού Εμφυλίου Πολέμου, τη δολοφονία του Γκάντι, τις ερήμους της Αιγύπτου, ο Καρτιέ-Μπρεσόν αποτυπώνει στις φωτογραφίες του μια Ευρώπη ανήσυχη και ασταθή, ενώ παράλληλα «συστήνει» στο δυτικό κοινό τον κόσμο της Ανατολής. Πέρα από τις ιστορικής σημασίας εικόνες του, ο Καρτιέ-Μπρεσόν μοιάζει να θέλει να χαρτογραφήσει την ευρωπαϊκή ήπειρο, τα διαφορετικά τοπία αυτής. Από τα υγρά τοπία της Ιρλανδίας φτάνει μέχρι τους δρόμους της Αθήνας και τα ηλιόλουστα λευκά σπίτι της Σίφνου. H ανθρώπινη φιγούρα ξεχωρίζει μέσα από τα τοπία του. Άλλοτε μοναχική, πολύ συχνά σε ζευγάρια και άλλοτε σε πλήθη που κατακλύζουν τις πλατείες, τα πάρκα, τις προκυμαίες.

Καρτιέ-Μπρεσόν, Σίφνος, 1961
Henri Cartier-Bresson, Σοκάκι της Σίφνου, Ελλάδα, 1961

Ο Ανρί Καρτιέ-Μπρεσόν θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους φωτογράφους του κόσμου, και πατέρας του φωτογραφικού ρεπορτάζ ή ρεπορτάζ του δρόμου. Οι φωτογραφίες του, πάντοτε ασπρόμαυρες, διαθέτουν χιούμορ, ζωντάνια, τρυφερότητα, αλλά πάνω απ’ όλα κυνηγούν τον χρόνο.

Loengard, Φωτογραφία του Καρτιέ-Μπρεσόν
John Loengard, Ο Henri Cartier-Bresson στο διαμέρισμά του στο Παρίσι, 1987

 


[1] To Κινεζικό Εθνικιστικό Κόμμα, πολιτικό κόμμα στη Δημοκρατία της Κίνας (Ταϊβάν).

 

[smartslider3 slider=”3″]

 

Βιβλιογραφία.


 

Διαβάστε περισσότερα άρθρα για την φωτογραφία εδώ

 

Προηγούμενο άρθρο6 σκηνοθέτες μιλούν για την Παγκόσμια Ημέρα Θεάτρου χωρίς… θέατρο
Επόμενο άρθροΤα προσφυγικά της Λεωφόρου Αλεξάνδρας
Αλεξάνδρα - Αναστασία Φτούλη
Η Αλεξάνδρα – Αναστασία Φτούλη γεννήθηκε στην Αθήνα και σπούδασε Πολιτική Επιστήμη στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, σε προπτυχιακό και μεταπτυχιακό επίπεδο. Την περίοδο αυτή, συνεχίζει τις μεταπτυχιακές της σπουδές στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών και παρακολουθεί μαθήματα αρχιτεκτονικής στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο. Στο επίκεντρο των ενδιαφερόντων είναι ο κινηματογράφος και η φωτογραφία, και πιο συγκεκριμένα η «λογική» του μέσου, η αναπαραστατική διαδικασία και η σχέση αυτών με την εμπειρία και τη νοηματοδότηση του χώρου.