«Ο Παρνασσός είναι βουνό. Μακριά από τις πόλεις, μέρος της παρθένας φύσης, υψώνεται πάνω από τον κόσμο…».  Με αυτό το υπαινικτικό σχόλιο ο κλασικιστής Γκίλμπερτ Χίγκετ (Gilbert Highet, 1906 – 1978) αναφέρεται στο λογοτεχνικό κίνημα που εμφανίστηκε στη Γαλλία τη δεκαετία του 1860 κι αποτέλεσε  μια «εγκεφαλική» αρχαιόφιλη αντίδραση στο μελοδραματικό και συναισθηματικό κίνημα του Ρομαντισμού.  Οφείλει την ονοματοθεσία του στην τρίτομη ποιητική ανθολογία με τίτλο Parnasse contemporain (Σύγχρονος Παρνασσός, 1866-1876), που εκδόθηκε από τους Κατούλ Μαντές και Λουί-Ξαβιέ ντε Ρικάρ (Catulle Mendès και Louis-Xavier de Ricard), με σημείο αναφοράς το ελληνικό βουνό Παρνασσός και τη μυθολογική του υπόσταση ως κατοικία των Μουσών.  Γενάρχης του λογοτεχνικού αυτού ρεύματος θεωρείται ο Θεόφιλος Γκωτιέ (Pierre Jules Théophile Gautier, 1811 – 1872) που διακήρυξε την αποτίναξη του ρομαντικού δεσμού της τέχνης από την ηθική, σύμφωνα με τη θεωρία του «l’ art pour l’ art» (η τέχνη για την τέχνη).

 Στόχος: μία απαθής αιωνιότητα


Αντικατοπτρίζοντας το θετικιστικό πνεύμα που σημειώνεται στο τέλος του 19ου αιώνα και κυρίως την αλματώδη ανάπτυξη της αρχαιολογικής επιστήμης, ο Παρνασσισμός επιδιώκει μία σαφή αποδέσμευση από τον πόθο και το πάθος, προτάσσοντας τη συναισθηματική απάθεια (impassibilité). Γι’ αυτό το λόγο, τα θέματα με τα οποία διαπραγματεύεται  στερούνται προσωπικού τόνου κι αφορούν την καθημερινότητα, την φύση και την φιλοσοφία, ενταγμένα στο μυθολογικό και πολιτιστικό περιβάλλον του ινδικού και του αρχαιοελληνικού κόσμου. Η επιλογή της συγκεκριμένης θεματολογίας δεν είναι μία δουλική αντιγραφή κλασικιστικών μοτίβων, αλλά διαπνέεται από τη φιλοδοξία για αιωνιότητα των έργων. Σύμφωνα με τον Γκωτιέ: « όταν η πόλη πεθάνει, θα στέκει ακόμη η προτομή».
Μορφολογικά χαρακτηριστικά του Παρνασσισμού αποτελούν η ακριβολογία και η καλλιέργεια έντεχνων στροφικών συμπλεγμάτων, γι’ αυτό προκρίνεται η φόρμα του σονέτου. Η πλούσια ομοιοκαταληξία και η λατρεία του ρυθμού στοχεύουν ακριβώς στην τελειότητα της ποιητικής μορφής. Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό είναι η επιδίωξη και χρήση της μοναδικής κι ιδιαίτερης λέξης, ενταγμένης σε έντονες και εκρηκτικές εικόνες, οι οποίες ωστόσο οφείλουν να ισορροπούν στο εκφραστικό κλίμα της γαλήνης και της αρμονίας που πρεσβεύει το συγκεκριμένο λογοτεχνικό ρεύμα.

 Γκωτιέ και ντε Λιλ: δύο συναισθηματικά αποστασιοποιημένοι πρωτεργάτες


Theophile Gautier
Theophile Gautier

Ποιητές,  που συνέδεσαν το όνομά τους με το κίνημα του Παρνασσισμού και έδωσαν το δικό τους στίγμα σ’ αυτόν, συμπεριλήφθησαν στον αιώνιο κατάλογο με τους κορυφαίους λογοτεχνικούς εκπροσώπους του κόσμου. Πρωτεργάτης αυτής της πνευματικής κίνησης ήταν ο Θεόφιλος  Γκωτιέ, ο οποίος έμεινε γνωστός κυρίως για τα μυθιστορήματά του με τίτλο ”ο Θάνατος στον Έρωτα”. Στο μυθιστόρημά του ” Mademoiselle De Maupin” απορρίπτει κάθε μορφή ηθικολογίας, προτάσσοντας την αποστασιοποίηση από το συναίσθημα και τα αχαλίνωτα πάθη.
Ένας ακόμα θεμελιωτής του Παρνασσισμού θεωρείται ο Λεκόντ ντε Λιλ (Charles Marie René Leconte de Lisle),ο οποίος διατύπωσε τη θεωρία σχετικά με την υπεροχή της ποιητικής μορφής απέναντι στο περιεχόμενο: «το Ωραίο δεν είναι δούλος του Αληθούς» (le Beau nest pas le serviteur du Vrai). Δεινός αρχαιοδίφης και λάτρης του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού, ονομάζοντας μάλιστα την Ελλάδα «ιερή πατρίδα», προσέδωσε με τη γραφή του το θεματικό υπόβαθρο πάνω στο οποίο θα στηριχθούν οι επόμενοι παρνασσιστές. Πολλά μυθολογικά και ιστορικά στοιχεία έλαβαν την ιδιότητα του συμβόλου, όπως για παράδειγμα ο ύμνος του στην Αφροδίτη με το γνωστό του ποίημα «Venus de Milo» και η ο φόρος τιμής στην ελληνιστική φιλόσοφο Υπατία με το ομώνυμο ποίημά του: «Ο αχρείος Γαλιλαίος σε χτύπησε και σε καταράστηκε, / αλλά εσύ έπεσες γινόμενη πιο υπέροχη! Και τώρα αλίμονο! / Το πνεύμα του Πλάτωνος και της Αφροδίτης το σώμα / αναχώρησαν για πάντα στα ψηλά ουράνια της Ελλάδος!». Ο όγκος των ποιημάτων του χωρίζεται σε τρεις ποιητικές συλλογές με τίτλους «Αρχαία Ποιήματα» («Poèmes antiques», 1852), «Βαρβαρικά Ποιήματα» («Poèmes barbares», 1862) και «Τραγικά Ποιήματα» («Poèmes tragiques, 1884). Χαρακτηριστικό ποίημα του είναι «Η ανατολή» που αποτελεί ένα από τα ωραιότερα παρνασσιστικά ποιήματα όλων των εποχών:

«Σ’ εσένα πολυσέβαστο Λίκνο της οικουμένης
μέσ’ από ρόδα αιώνια, χρυσός αϊτός, ο ήλιος
στο θαμπωμένο διάστημα πριν να ξυπνήσει ακόμα,
κατά το Σύμπαν άνοιξε τη λάμψη των φτερών του.
[…]
Στην απεραντοσύνη σου λες στεναχωρημένοι,
νιώθοντας για τη μυθική Δύση μεγάλον πόθο,
αιώνες παν’ που σ’ άφησαν του κάκου οι πρόγονοί μας.»
(απόσπασμα σε μετάφραση του Μάρκου Τσιριμώκου)

Θαυμαστής του Ντε Λιλ ήταν ο παρνασσιστής Μενάρντ (Louis-Nicolas Ménard,1822-1901). Αν και δεν έγραψε πολλά ποιήματα, άσκησε μεγάλη επίδραση, όπως για παράδειγμα το μακρύ ποίημά του Προμηθέας Λυόμενος («Prométhée délivré», 1843) ήταν ένα μοντέλο για την ιστορία του Φλωμπέρ, Ο Πειρασμός του Αγίου Αντωνίου («La Tentation de Saint Antoine»,1874). Στα ποιήματα του συνδυάζονται μέσω του υψηλού κι εξιδανικευμένου ύφους η γνώση της ελληνικής μυθολογίας και η αγάπη για την φύση, όπως αυτό αναδεικνύεται κι από το ποίημά του «Πάνθεον»:
Γιατί εδώ ένας Θεός προσφέρει την θυσία του εαυτού του:
μόνον περνώντας από το ματωμένο ράμφος
του προαιώνιου ορνέου
και απ’ το μαρτύριο της αιώνιας οφειλής
μπορεί η ψυχή να βρει την ατραπό που άγει εις τα ουράνια.
Άπαντες οι γενναίοι ήρωες, οι άγιοι ικέτες
αποζητούν την μέθεξη στις θεϊκές οδύνες.
Του μαρτυρίου την οδό ποθούν ν’ ακολουθήσουν
έως ότου αξιωθούν τον ουρανό,
με δάκρυα και αίμα κερδισμένο.

 Γάλλοι Παρνασσιστές


Την ίδια εποχή με τον Μενάρντ γράφει και ο Ρενέ-Φρανσουά-Αρμάν Προυντόμ (René-François-Armand Prudhomme, 1839-1907) – γνωστός ως Συλί Προυντόμ-, ο οποίος είναι ο νικητής του πρώτου Βραβείου Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1901. Και ο Προυντόμ, όπως και πολλοί προκάτοχοί του στον χώρο του Παρνασσισμού, θέλησε να δημιουργήσει μία επιστημονική ποίηση που θα ανταποκρινόταν στις σύγχρονες ανάγκες της εποχής του .
Άλλη μία μεγάλη μορφή του Παρνασσισμού είναι ο José-Maria de Heredia, οποίος συνεργάστηκε στενά με τον de Lisle, και έγραψε κυρίως σονέτα συγκεντρώνοντάς τα στη μοναδική ποιητική συλλογή του «Τα τρόπαια» (Les Trophées,1893). Πίστευε ότι «η αληθινή ποίηση κατοικεί στη φύση και στην ανθρωπότητα, όποιοι είναι αιώνιοι, και όχι στην καρδιά του πλάσματος μιας ημέρας». Χάρη στη συμβολή του, τα παρνασσιστικά ποιήματα λαμβάνουν γλυπτική ακρίβεια στην αναπαράσταση των μύθων που αποδίδονται με φευγαλέες εικόνες ομορφιάς, όπως αυτό αναπαριστάται στα σονέτα της «Ανδρομέδας» του:
Μα ξαφνικά, σαν τη βροντή στον άφωτο αιθέρα,
ακούει χλιμίντρισμα στεγνό να αντιλαλάει ως πέρα
κι ανοίγει ο τρόμος διάπλατο το ξαφνισμένο μάτι.
Βλέπει… με πέταμα τρελό, να ο Πήγασος σιμώνει,
φέρνει, ορθός στα πισινά, του Δία το γιο στην πλάτη
κι ίσκιο γαλάζιο ολόμακρο στη θάλασσα ξαπλώνει.
(μεταφραστής: Ιωάννης Γρυπάρης)
Η λίστα των παρνασσιστών συμπεριλαμβάνει κι άλλα ηχηρά ονόματα όπως τους Théodore de Banville, François Corpée, Léon Dierx. Επιδράσεις του συγκεκριμένου ρεύματος  εντοπίζονται και στα πρώτα ποιήματα των P.Verlaine και St.Mallarmé, ο οποίος μάλιστα διακήρυξε το αίτημα της μορφής σε σχέση με το περιεχόμενο, του εσωτερικού ρυθμού σε σχέση με τις παγιωμένες στιχουργικές και στροφικές μορφές.

Νεοελληνικός Παρνασσισμός


Μετά τη μεγάλη ανάπτυξή του, η επαναστατική κίνηση του Παρνασσισμού ξεπέρασε τα συνοριακά φράγματα και έκανε την εμφάνιση της στη νεοελληνική λογοτεχνία με τη γενιά του 1880, η οποία αντιτάχθηκε στον στόμφο και στη ρητορεία του  αθηναϊκού ρομαντισμού. Ωστόσο, δεν υιοθετήθηκε δουλικά ως μία αντίδραση σε κάτι παρηκμασμένο, αλλά λειτούργησε με μία μετριοπαθή δημιουργικότητα ανάμεσα στον ξέφρενο συναισθηματισμό της προηγούμενης περιόδου και τις επιρροές της απόλυτης απάθειας που πρέσβευαν οι Γάλλοι, χωρίς να προκαλεί κάποια μεγάλη πνευματική ρήξη. Μάλιστα, ο Δροσίνης, αναφερόμενος στη συλλογή «Ειδύλλια» και στην προσπάθειά του ν’ απαλλαγεί από την επίδραση των παρνασσιστών και ν’ αναζητήσει τα θέματά του «έξω από τα κοσμοπολιτικά κέντρα της αστικής ζωής, στην ελεύθερη ελληνική ζωή του βουνού και της θάλασσας», θα επισημάνει: «Άλλο ζήτημα βέβαια ήτον η εξωτερική μορφή, η επιμέλεια στην έκφραση, η εξακρίβωση στις εικόνες, και προ πάντων το συγκράτημα από την υπερβολικότητα, που είχε χαντακώσει το ρομαντισμό.». Έτσι, η ποίηση του Παρνασσισμού, που καλλιεργήθηκε στη Γαλλία το δεύτερο ήμισυ του 19ου αιώνα προσέφερε τη συγκεκριμένη περίοδο τη λύση, γιατί πρέσβευε την πειθαρχία του συναισθήματος, την αντικειμενικότητα, την ακρίβεια της περιγραφής και την τελειότητα της μορφής. Όλα αυτά πραγματοποιήθηκαν για πρώτη φορά στον ελλαδικό χώρο με τις ποιητικές συλλογές «Στίχοι» (Νίκος Καμπάς), «Ιστοί Αράχνης» (Γεώργιος Δροσίνης), «Γέλωτες» (Δημήτριος Κόκκος). Μ’ αυτές τις προϋποθέσεις, η γενιά του 1880 φτάνει τον Παρνασσισμό στην πιο ισορροπημένη μορφή του.

Ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του Νεοελληνικού Παρνασσισμού


Βασικό χαρακτηριστικό της ποίησης, όπως αυτή εκφράστηκε από τους νεοέλληνες παρνασσιστές είναι μια αντιρομαντική και ρεαλιστική διάθεση, που εκφράζεται κυρίως με τη σάτιρα και θέματα αντλημένα από την καθημερινή ζωή· από την άποψη αυτή σημαντικός ήταν ο ρόλος των νέων εφημερίδων και περιοδικών, όπως των «Ο Ραμπαγάς» και «Μη Χάνεσαι»,  που ζητούσαν ποιήματα σύντομα και σατιρικά. Παρατηρείται επίσης μία στροφή προς τη φύση και τον ειδυλλιακό επαρχιακό χώρο, στους θρύλους και τις παραδόσεις του λαού, η οποία είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την εμφάνιση και την ταχύτατη ανάπτυξη της λαογραφικής επιστήμης με πρωτεργάτη τον Ν. Πολίτη. Το σημαντικότερο όμως που έχει να επιδείξει ο νεοελληνικός Παρνασσισμός είναι η προτίμηση των εκπροσώπων του για την ομιλουμένη (δεν μπορούμε να μιλάμε για δημοτική, διότι αυτή οριστικοποιείται με τη γενιά του 1930) έναντι της καθαρεύουσας που χρησιμοποιούσαν οι ρομαντικοί. Θεωρητικός πρόδρομος αυτής της ριζικής αλλαγής ήταν ο Κερκυραίος Νικόλαος Κονεμένος, ο οποίος είχε εκδώσει ειδική μελέτη με τίτλο «Το ζήτημα της γλώσσας» (1873) διακηρύσσοντας την πίστη του προς την ομιλουμένη με μετριοπαθείς απόψεις.

Νεοέλληνες Παρνασσιστές


Από τους πρωτεργάτες του νεοελληνικού Παρνασσισμού θεωρείται ο Νίκος Καμπάς που κινείται στο μεταίχμιο ανάμεσα στο ρομαντισμό και τη νέα ποιητική τάξη πραγμάτων, την οποία μάλιστα υπερασπίζεται στο ποίημα του «Φιλολογική Έρις», ύστερα από την κριτική που δέχτηκε από τους εναπομείναντες ρομαντικούς της εποχής του:

Γεώργιος Δροσίνης
Γεώργιος Δροσίνης

«Και είναι δα να μη θρηνεί ο άνθρωπος; Στιχίσκους!
Βλέπεις παντού. Η ποίησις μετρείται με τον πήχυν.
Αντί μεγάρων κτίζουσιν οι ποιηταί οικίσκους,
Και την εγκλείνουν. Κλαύσατε του Παρνασσού την τύχην.
Όπως οι Έλληνες στενά κ’ η Μούσα ενεδύθη.
Η φουστανέλλα- όνειρον! Η φλυαρία- μύθοι »(1880)
Ά
λλοι παρνασσιστές είναι ο Δημήτριος Κόκκος που έρχεται να προσδώσει ένα σατιρικό χαρακτήρα, καθώς και  ο Αριστομένης Προβελέγγιος με το ποίημά του «Η τέχνη παρήγορος» που διακηρύσσει την επιμέλεια της μορφής, του λεξιλογίου και της εικονοπλασίας: «όμως η Θεία Τέχνη παραστέκει/και γράφει με το αίμα της καρδιάς σου,/και μαργαριταρένια σιγοπλέκει/στεφάνια από τα δάκρυα τα θερμά σου». Στο ίδιο υψηλό υφολογικό επίπεδο της χρήσης πολλαπλών λογοτεχνικών σχημάτων κινείται και ο Ιωάννης Πολέμης με το ποίημα του «Διπλός πόνος». Κυρίως με το ποίημα «Η κριτική» παραθέτει μία προσπάθεια να προλάβει τις επιπόλαιες κριτικές για αυτό το νέο ρεύμα: «Αι! Κριτική παράξενη, όπως σ’ αρέσει κρίνε,/μα όπου ο καθένας μας πονεί εκεί κι ο νο sυς του είναι». Εξέχουσα μορφή αποτελεί κι ο Γεώργιος Δροσίνης που συνδυάζει δημιουργικά στα έργα του την λαογραφική παράδοση της ελληνικής υπαίθρου με παρνασσιστικά στοιχεία, κάτι που γίνεται έντονα αντιληπτό στις «Πατρίδες» και στο σονέτο του «Πρωτομαγιά».
Ωστόσο, είναι αξιοσημείωτο ότι τα ιδιαίτερα στοιχεία του νεοελληνικού Παρνασσισμού λειτούργησαν εποικοδομητικά για την ομαλή μετάβαση στο Συμβολισμό, κάτι που επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι αρκετοί εκπρόσωποι του δεύτερου ρεύματος έκαναν τα πρώτα τους λογοτεχνικά βήμα πάνω στα τεχνικά μοτίβα του πρώτου. Ένας από αυτούς ήταν ο Ιωάννης Γρυπάρης (1870-1942) , ο οποίος σύμφωνα με το νεοελληνιστή φιλόλογο T.Vitti «αποτελεί λαμπρό παράδειγμα του δημιουργικού περάσματος από τον παρνασσισμό στο συμβολισμό, από την καλλιγραφική περιγραφή στην οδυνηρή πνευματικότητα και από τον στυφό αίσθημα του ανικανοποίητου». Χαρακτηριστική είναι  η ποιητική του συλλογή «Σκαραβαίοι και Τερρακότες» (1919) κινείται εξίσου και στα δύο ρεύματα, με τους Σκαραβαίους να αποτελούν παρνασσιστικά σονέτα με εμφανείς επιδράσεις από τον Ντε Λιλ και τις Τερρακότες να εμφανίζουν συμβολικά χαρακτηριστικά. Ακόμα και ο Άγγελος Σικελιανός, ως ο κατεξοχήν ελληνολάτρης ποιητής, επηρεάστηκε κυρίως ως προς τη θεματολογία, την επεξεργασμένη στιχουργική και τη χρήση ιδιαίτερων λέξεων, όπως αυτό αποδεικνύεται σε απόσπασμα από το σονέτο «Τρεχαντήρι»:

Κι ο αιθεροδρόμος βόγκος που επλημμύρα
Στα ξάρτια, στα πρυμνήσια, στην αντένα
δελφίνια παρατρέχανε ολοένα-Την έκρουε μες στο κύμα, ολόρτη λύρα!
Επίσης, με βάση φιλολογικές μελέτες, είναι γεγονός ότι το γλωσσικό όργανο του συμβολιστή Κώστα Βάρναλη δεν μπόρεσε ποτέ να απαλλαγεί από τις θέσεις του Παρνασσισμού όσο αφορά την επεξεργασία της στιχουργικής φόρμας. Παρόμοιες περιπτώσεις είναι οι Γ. Βιζυηνός, Λ. Μαβίλης, Λ. Πορφύρας, Μ. Μαλακάσης και τέλος ο Κ. Παλαμάς ο οποίος ορίζει τη μετάβαση από τον Παρνασσισμό στο Συμβολισμό προσπαθώντας στα έργα του να εντάξει υψηλά νοήματα  σε προσεγμένες ρυθμικές μορφές. Η επιδίωξη αυτή εκφράζεται ξεκάθαρα στο έβδομο τετράστιχο του τρίτου λόγου από το «Δωδεκάλογο του Γύφτου»:
“καθώς δένω και το Λόγο,
δαίμονα και ξωτικό,
στο χρυσό το δαχτυλίδι,
στο Ρυθμό”.

Συμβολή Παρνασσισμού


Ανακεφαλαιώνοντας, ο Παρνασσισμός δημιουργήθηκε στην αρχή της τεχνοκρατικής εποχής και θέλησε να αντιταχθεί στον ανεξέλεγκτο συναισθηματικό καταιγισμό του ρομαντισμού, επαναφέροντας κλασικιστικά μοτίβα. Κατηγορήθηκε από αρκετούς μελετητές για την υπερβολική αντικειμενικότητα κι αυστηρότητα του ύφους του, το οποίο μάλιστα έφτασε να ασχολείται περισσότερο με τη μορφή παρά με το περιεχόμενο. Ωστόσο, οι Έλληνες παρνασσιστές δεν κατόρθωσαν να φτάσουν στην απάθεια , καθώς διατήρησαν μια αισθηματολογία, με την έννοια του υποκειμενισμού, απέναντι στα θέματα τους. Επιπλέον, εισήγαγαν την απλότητα, την καθημερινότητα και την θέρμη , ενώ μετέπλασαν και κάποια ρομαντικά θέματα ,όπως τις έννοιες της πατρίδας, της προσωπικής ποίησης και την αγάπη για ζωή. Σημαντικότερο όμως είναι το γεγονός ότι βοήθησε στην παραγκώνιση της καθαρεύουσας με την παράλληλη σταδιακή επικράτηση της δημοτικής. Γενικότερα, αν και υπήρξε ένα σύντομο λογοτεχνικό ρεύμα, παραμένει η γέφυρα ανάμεσα στο ρομαντισμό και το συμβολισμό, που χαρακτηρίζεται ως «Poésie pure», με τον οποίο η ποίηση φτάνει σε ένα ανώτερο επίπεδο σκέψης και θεώρησης του κόσμου. 

 

Προηγούμενο άρθροΕρωμένες, σύζυγοι και μούσες του Pablo Picasso
Επόμενο άρθροBazart στο M art Space