images/logotexnia-arthra/Oktwvrios-2012/9789606009921.jpg

Πριν πέντε χρόνια, μαζί με συμφοιτητές παρακολουθήσαμε μια παράσταση στο θέατρο, “Το ημερολόγιο ενός τρελού” του Νικολάϊ Γκόγκολ. Ο μονόλογος εκείνος ήταν τόσο καταιγιστικός από ψυχογραφικούς προβληματισμούς, που επέβαλε να αγοράσω την επόμενη μέρα κιόλας το βιβλίο.
Κρατούσα στα χέρια μου ένα ολιγοσέλιδο διήγημα, το οποίο σε πενήντα σελίδες, φανέρωνε αδιάβλητες αλήθειες και ανθρώπινο πόνο μέσα από φαινομενικά παρανοϊκές φράσεις. Ο Γκόγκολ στο έργο αυτό βάζει τον Ποπρίτσιν, έναν δημόσιο υπάλληλο που εργάζεται σε υπουργείο, να μονολογεί για την καταπίεση που του ασκείται στη δουλειά του, την ζήλια που νιώθει ο τμηματάρχης του γι΄αυτόν και τον ανομολόγητο έρωτά του με την κόρη του διευθυντή του, τη Σοφή.

 

Ο χρόνος που εκτυλίσσεται η περιγραφή των γεγονότων είναι φανταστικός, μιας και αναγράφονται ανύπαρκτες ημερομηνίες όπως ‘έτος 2000’, ‘Απρίλιος 43 ή Μαρτιοκτωβρίου 86’ και ‘ώρα μεταξύ ημέρας και νύχτας’.

Η μεγάλη αντίφαση έγκειται στο ότι ο Γκόγκολ είναι σημαντικός εκπρόσωπος της ρωσικής ρεαλιστικής λογοτεχνίας στο 19ο αιώνα, πράγμα που διαφαίνεται ακόμη και στον σουρεαλισμό του βιβλίου του. Τα προβλήματα που αντιμετωπίζει ο ήρωάς του είναι καθημερινά και γι’ αυτό είναι υπέρ του δέοντος πραγματικά. Έχει πληγεί από ανασφάλεια, μοναξιά, υπαρξιακές αναζητήσεις και θίγεται  όταν ο τμηματάρχης του λέει πως είναι ένα μηδενικό και τίποτα παραπάνω. Στο σημείο αυτό όμως παρηγορεί τον εαυτό του προφασιζόμενος πως του μιλά έτσι γιατί τον ζηλεύει. Οι κουβέντες στο στόμα του Ποπρίτσιν φανερώνουν το εύστοχο και λεπτό χιούμορ που ο Γκόγκολ χρησιμοποιούσε με αφοπλιστικό τρόπο στα γραπτά του επιτυγχάνοντας στην συγκεκριμένη περίπτωση ένα πιο τραγικό τέλος.

Κάπου στα μισά του βιβλίου, ο Αυξέντιος Ποπρίτσιν διαβάζει το γράμμα ενός σκύλου, που πέφτει στα χέρια του. Η ζωντάνια του λόγου του Γκόγκολ αντιβαίνει δημιουργικά επάνω στη φανταστική σκηνή που πλάθει, βάζοντας τον αναγνώστη να αναρωτάται που τελειώνει και αρχίζει το πραγματικό. Γνωρίζοντας πως ο Γκόγκολ υπήρξε διορισμένος υπάλληλος του υπουργείου οικονομικών, κάτι που διαβάζουμε στον πρόλογο του βιβλίου, είναι αδύνατον να μην περάσει από το μυαλό μας πως έχει δημιουργήσει έναν ήρωα με την δική του φωνή.

Με γνώμονα τα βιογραφικά του στοιχεία, κατά τα οποία ο Γκόγκολ παραιτήθηκε από το υπουργείο για να αναλάβει καθήκοντα καθηγητή στο πανεπιστήμιο της Πετρούπολης, υποθέτουμε πως βάζοντας τον ήρωα του διηγήματός του να αυτοδιορίζεται ως βασιλιάς της Ισπανίας, κυνηγούσε κι ο ίδιος μια κοινωνική ανέλιξη. Αυτό που ο συγγραφέας επιτυγχάνει αβίαστα είναι πως θέτει τον κάθε αναγνώστη σε μια έστω βαθιά προσωπική ερώτηση του εαυτού του, αν όχι σε μια άμεση εσωτερική αναζήτηση.

Το ημερολόγιο ενός τρελού στον επίλογο του παρουσιάζει τον εγκλεισμό του ήρωα στο ψυχιατρείο μέσα από μια σουρεαλιστική αφήγηση, που ερμηνευτικά ανατριχιάζει. Ο Γκόγκολ μέσα από την χιουμοριστική περιγραφή της ανόδου του Ποπρίτσιν ως βασιλιά της Ισπανίας  καταλήγει σε έναν σπαραγμό λέξεων και εικόνων,  που οδεύουν στο τελικό στάδιο της λύτρωσης.

Η παραστατικότητα της γραφής του θα ήταν άδωρη αν αυτό το κείμενο δεν είχε αποδοθεί θεατρικά. Και θυμάμαι, πως, κατά τη διάρκεια της παράστασης, η συμφοιτήτρια που καθόταν στα δεξιά μου με ρώτησε χαμηλόφωνα μεν, γεμάτη αγανάκτηση δε : ” καλά, δεν υπάρχει άλλος ηθοποιός;μόνο αυτός;”. Της απάντησα δήθεν ενοχλημένα: “Μα, είναι μονόλογος!”. Διαβάζοντας το βιβλίο όμως, αναθεώρησα: ο Γκόγκολ δεν έγραψε έναν φανταστικό μονόλογο αλλά μία προσωπική εξομολόγηση γεμάτη μεταφορές. Το να παρακολουθήσουμε το ‘ημερολόγιο ενός τρελού’ στο θέατρο, όσο άρτια μπορεί ένας ηθοποιός να ενσαρκώσει τον Ποπρίτσιν, χωρίς να έχουμε διαβάσει το κείμενο αυτό, δεν θα μας οδηγήσει στην ίδια κάθαρση.

Τώρα, κάθε φορά που φέρνω τον τίτλο του βιβλίου στο μυαλό μου, σκέφτομαι: ” Το ημερολόγιο ενός τρελού ή το ημερολόγιο του Γκόγκολ;”

   

Προηγούμενο άρθροΟ George Clooney συγκεντρώνει το καλύτερο cast στη νέα του ταινία
Επόμενο άρθροΒραβείο Συνολικής Προσφοράς στον Bernardo Bertolucci