Το Δέρμα που Κατοικώ (La Piel que Habito, The Skin I Live In), είναι ένα ισπανικό θρίλερ του 2011 και μια από τις σημαντικότερες ταινίες της ύστερης φιλμογραφίας του Pedro Almodóvar (Πέδρο Αλμοδόβαρ). Ο Αλμοδοβάρ  έπειτα από πολύχρονες και πολύπλευρες κινηματογραφικές περιπλανήσεις παραδίδει ένα ανατριχιαστικό παραμύθι τρόμου. Με οδηγό την σινεφίλ, υπερβολική, συχνά κωμική, άλλοτε μελό, αλλά πάντοτε γεμάτη πάθος, αισθητική του, κατορθώνει να φτιάξει μια ταινία στην οποία πλήρως απελευθερωμένος από συμβάσεις, διερευνά αριστουργηματικά τις αγαπημένες του θεματικές.

Το Δέρμα που Κατοικώ με μια ματιά…

Ο Ρόμπερτ (Antonio Banderas), ένας γιατρός κυνηγημένος από τραυματικά βιώματα του παρελθόντος, προσπαθεί να δημιουργήσει ένα άφθαρτο δέρμα. Πείραμα αυτής του της αναζήτησης είναι η Βέρα (Elena Anaya), μια νεαρή κοπέλα την οποία ο γιατρός ,σε συνεργασία με την πιστή του Μαρίλια (Marisa Paredes), κρατάει αιχμάλωτη στο αχανές σπίτι του. Με αφηγηματικό ορόσημο μια απροσδόκητη εισβολή στον χώρο αιχμαλωσίας και με εκφραστικό μέσο τις συχνές αναδρομές στο παρελθόν ο Αλμοδοβάρ ξετυλίγει μια συγκλονιστική και τραγική ιστορία πάθους και εκδίκησης.

Εγκλωβισμός και Απόδραση

Ο Αλμοδοβάρ  είναι ένας δημιουργός, ο οποίος εδώ και χρόνια έχει πορευτεί με ένα συγκεκριμένο πλέγμα ανησυχιών και προβληματισμών. Ήρωες χτυπημένοι από την τραγική τους μοίρα, άνδρες και γυναίκες με προβληματικές σεξουαλικές σχέσεις, ιστορίες πάθους, μίσους, υποταγής και εκδίκησης αποτελούν συνοπτικά τις αγαπημένες θεματικές του Ισπανού δημιουργού. Στο Δέρμα που Κατοικώ ο Αλμοδοβάρ επαναφέρει κινηματογραφικά όλες αυτές τις προσωπικές του εμμονές, δίνοντας όμως ιδιαίτερη έμφαση σε έναν νοηματικό και ψυχολογικό άξονα: την έννοια του εγκλωβισμού και της απόδρασης.

Ο εγκλωβισμός της Βέρα από τον Ρόμπερτ λειτουργεί ως πολύπλευρη αλληγορία. Το ίδιο ισχύει και για το κεντρικό εύρημα της ταινίας, δηλαδή την προσπάθεια ενός γιατρού να δημιουργήσει το τέλειο δέρμα. Το δέρμα αποτελεί σημειολογικά το μέσο διαχωρισμού του εσωτερικού από τον εξωτερικό κόσμο. Συγκεκριμένα για τον Ρόμπερτ, όσο σκληρότερο και ανθεκτικότερο είναι, τόσο αποτελεσματικότερα διαχωρίζει τους εσωτερικούς δαίμονες του καθενός από την εξωτερίκευση τους. Όμως ,όπως ευφυώς καταλήγει στον επίλογο του ο Αλμοδοβάρ, το δέρμα δεν είναι αυτό που καθορίζει την ταυτότητα κάποιου. Από την άλλη μπορεί η Βέρα να βιώνει τον εγκλωβισμό, όμως, όπως θα φανεί και από τις αποκαλύψεις κατά τη διάρκεια της ταινίας, ο χαρακτήρας της και τα όσα υπομένει αποτελούν έναν οξύ αντικατοπτρισμό όσων εγκλωβίζουν και βασανίζουν ψυχικά τον ίδιο της τον θύτη, δηλαδή τον Ρόμπερτ.

Το Δέρμα που Κατοικώ
Αναζητώντας το τέλειο δέρμα
Υπερβαίνοντας το… δέρμα που κατοικεί

Ο Αλμοδοβάρ διανθίζει την βασική αυτή ιστορία με τις αναφορές στο τραυματικό παρελθόν του Ρόμπερτ, στην τραγική απώλεια της γυναίκας του, στον μοιραίο θάνατο της κόρης του και στην σχέση του ήρωα με την μητρική φιγούρα της πιστής Μαρίλια που βρίσκεται διαρκώς δίπλα του. Όλες αυτές οι αμιγώς «αλμοδοβαρικές» πινελιές έρχονται να συμπληρώσουν το παζλ της διαστροφικής ψυχοπαθολογικής διάρθρωσης των ηρώων. Από τον Ρόμπερτ που μάταια εναποθέτει στην επιστήμη την αναγέννηση του παρελθόντος του, μέχρι το ασυγκράτητο και ανεξέλεγκτο κάθαρμα, που εμφανίζεται στην ταινία για ελάχιστα λεπτά ντυμένος ως «Τίγρης», o Αλμοδοβάρ παρουσιάζει τους ήρωες του συναισθηματικά και σεξουαλικά παγιδευμένους.

Η αντανάκλαση αυτής της παγίδευσης προσωποποείται στην Βέρα, η οποία, όμως τελικά, κατορθώνει να απελευθερωθεί. Άλλωστε ποτέ δεν αποδέχτηκε να θυσιάσει τον πραγματικό της εαυτό. Χαρακτηριστική είναι η σκηνή στην οποία η εγκλωβισμένη Βέρα μαθαίνει την τέχνη της γιόγκα ακούγοντας την βασική αρχή. «Πάντα υπάρχει ένα καταφύγιο: Ένα κομμάτι μέσα μας στο οποίο κανείς δεν έχει πρόσβαση και κανείς δεν μπορεί να καταστρέψει».

Ελεύθερη πλέον από τους δυνάστες της επιστρέφει στο κατάστημα στο οποίο δούλευε για να συναντήσει την μητέρα της σε μια συγκινητική σκηνή μέσω της οποίας ο Αλμοδοβάρ ολοκληρώνει την ταινία του. Σε ένα φινάλε όπου η Βέρα υπερβαίνοντας την φυλακή του «δέρματος που κατοικεί» αποδέχεται αυτό που πραγματικά βρίσκεται πίσω από την επιφάνεια που βιαίως την μεταμόρφωσε σε κάτι άλλο από αυτό που πραγματικά είναι. Και κάπως έτσι, η απελευθέρωση της Βέρα και σε κυριολεκτικό και σε μεταφορικό επίπεδο συμπίπτει με την πλήρη δημιουργική, αλλά και προσωπική απελευθέρωση και λύτρωση του ίδιου του Αλμοδοβάρ σε ένα έργο βαθιά προσωπικό και εσωτερικό.

Ένα «αλμοδοβαρικό» σινεφίλ θρίλερ

Το Δέρμα που Κατοικώ αποτελεί μια ταινία την οποία κανείς είναι δύσκολο να εντάξει με ακρίβεια σε κάποια φιλμική κατηγορία. Από τη μία ο Αλμοδοβάρ χρησιμοποιεί συχνά τεχνικές που παραπέμπουν σε κλασσικό ψυχολογικό θρίλερ. Από την άλλη, θα ήταν αδόκιμο να χαρακτηρίζαμε το Δέρμα που Κατοικώ ως ένα καθαρόαιμο θρίλερ, καθώς ούτε το σασπένς, ούτε η αγωνία αποτελούν προτεραιότητες του έργου. Κρίνοντας από την συνολική αισθητική και την ατμόσφαιρα θα οδηγούμασταν στο συμπέρασμα ότι το Δέρμα που Κατοικώ πρόκειται για ένα «θρίλερ αλά Αλμοδοβάρ». Δηλαδή μια ταινία με τα χαρακτηριστικά ενός θρίλερ προσαρμοσμένα πλήρως στις ιδιαιτερότητες και στις αισθητικές αιχμές του Ισπανού μαέστρου.

Σε ένα μωσαϊκό από σινεφίλ αναφορές και γοητευτικές αισθητικές παρεμβάσεις στα πρότυπα της εξτραβαγκάντζα υπερβολής, διαμορφώνεται μια ιδιόρρυθμη ατμόσφαιρα πάνω στην οποία εκτυλίσσεται η πλοκή. Η κάμερα μέσω της οποίας ο Ρόμπερτ παρακολουθεί την Βέρα, η  ακραία παρουσία ενός άνδρα ντυμένου «Τίγρη» και η συγκλονιστική τοιχογραφία της Βέρα στο δωμάτιο στο οποίο ζει εσώκλειστη συντελούν καθοριστικά στην σύνθεση αυτού του κινηματογραφικού καμβά.

Παράλληλα, η ψυχρή, αλλά αποτελεσματική ερμηνεία του Banderas, αλλά κυρίως η εξαιρετική παρουσία της νέας μούσας του Αλμοδοβάρ, Elena Anaya συμβάλλουν καθοριστικά στο τελικό καλλιτεχνικό αποτέλεσμα. Άξιος αναφοράς, επίσης είναι και ο ρόλος της Marisa Paredes που λειτουργεί συμπληρωματικά υποδυόμενη έναν χαρακτήρα αρκετά πιο κομβικό από όσο φαίνεται.

Το Δέρμα που Κατοικώ
Η ηρωίδα λίγο πριν την τελική απόδραση
«Οι ήρωες του, προέκταση του εαυτού του»

Όσες αναλύσεις κι αν ειπωθούν για την ταινία δεν υπάρχει τίποτα πιο ενδιαφέρον από το να ακούς τον ίδιο τον Αλμοδοβάρ να μιλάει για τις ταινίες του. Αναφερόμενος, λοιπόν, στο Δέρμα που Κατοικώ, το κακό παιδί του Ισπανικού σινεμά έχει δηλώσει ότι πρόκειται για μια ταινία με έντονο πολιτικό υπόβαθρο, καθώς πραγματεύεται αλληγορικά τις σχέσεις εξουσιαστή-εξουσιαζόμενου. Παράλληλα όταν ρωτήθηκε αν το Δέρμα που κατοικώ είναι ένα θρίλερ ή ένα horror movie o Αλμοδοβάρ αποκρίθηκε ότι «δεν πρόκειται για ένα horror movie όπως αυτά του Χόλιγουντ με splatter και αίματα, αλλά μάλλον για ένα horror movie με τον δικό του τρόπο».

Είναι γνωστό ότι ο Αλμοδοβάρ δουλεύει με ηθοποιούς τους οποίους γνωρίζει και εμπιστεύεται. Έτσι και στο Δέρμα που κατοικώ τόσο ο Banderas όσο και η  Anaya έχουν συνεργαστεί κι άλλες φορές με τον σπουδαίο δημιουργό. Μάλιστα ο Banderas στην πρεμιέρα της ταινίας εξέφρασε την ευγνωμοσύνη του στον Αλμοδοβάρ. Η Anaya από την πλευρά της έχει σταθεί σε δηλώσεις της στην έμφαση που δίνει ο Αλμοδοβάρ στην λεπτομέρεια, καθώς και στο πόσο τελειομανής είναι. Μάλιστα αναφέρθηκε σε ένα περιστατικό, όπου ο Αλμοδοβάρ κατέγραψε αναλυτικές οδηγίες 10 σελίδων, έτσι ώστε η Anaya να αποδώσει ιδανικά μια μικρή σκηνή. Η πιο ενδιαφέρουσα παρατήρηση της, πάντως, αποτελεί και μια πετυχημένη απόπειρα ανάλυσης του έργου: «όλοι οι ήρωες του Αλμοδοβάρ μοιάζουν με προέκταση του ίδιου τού του εαυτού».

Μια πορεία γεμάτη πάθος, υστερία και γυναίκες

Ο Pedro Almodóvar (Πέδρο Αλμοδοβάρ) στα 68 του χρόνια (γεννημένος το 1949) αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους κινηματογραφικούς δημιουργούς παγκοσμίως. Τα έντονα χρώματα, η γυναικεία παρουσία σε πολλές διαφορετικές εκφάνσεις, η μελό αισθητική και οι σεξουαλικές διαταραχές αποτελούν κεντρικές θεματικές της φιλμογραφίας του. Κορυφαία έργα του αποτελούν τα: «Γυναίκες στα πρόθυρα νευρικής κρίσης» (1988), «Δέσε με» (1990), «Ψηλά Τακούνια» (1991), «Καυτή Σάρκα» (1997), «Όλα για την μητέρα μου» (1999), «Μίλα της» (2002), «Γύρνα Πίσω» (2006) και «Το δέρμα που κατοικώ» (2011).

Στη διάρκεια αυτής της πορείας έχει συνεργαστεί με σημαντικούς ηθοποιούς, όμως αυτές που ξεχωρίζουν είναι οι μούσες του με χαρακτηριστικά παραδείγματα την Πενέλοπε Κρουζ, την Κάρμεν Μάουρα, την Μαρίσα Παρέδες και την Σεσίλια Ροτ. Άλλωστε έχει δηλώσει πως κάνει ταινίες για γυναίκες επειδή από τις γυναίκες έμαθε την ζωή. Μάλιστα στις ταινίες του οι γυναίκες μπορεί να αποτελούν τραγικά πρόσωπα που έχουν δυστυχήσει και πονέσει, όμως ο Αλμοδοβάρ φροντίζει στοργικά για την κινηματογραφική τους λύτρωση. Ιδιαίτερο κινηματογραφικό ρόλο έχει και η μητέρα, καθώς και ο ίδιος διαμορφώθηκε από την σχέση με την μητέρα του. Έχει βραβευτεί με Όσκαρ Καλύτερου Πρωτότυπου Σεναρίου για το «Μίλα της», ενώ το «Δέρμα που Κατοικώ» κέρδισε το βραβείο BAFTA στην κατηγορία «Καλύτερη μη αγγλόφωνη ταινία».

Συντελεστές/Χαρακτηριστικά:

  • Το Δέρμα που Κατοικώ / La piel que Habito
  • Έτος παραγωγής: 2011
  • Σκηνοθεσία: Pedro Almodóvar.
  • Σενάριο: Pedro Almodóvar, Agustín Almodóva (βασισμένο στο βιβλίο του Thierry Jonquet «Η αράχνη», «Mygale».
  • Πρωταγωνιστούν: Antonio Banderas, Elena Anaya, Marisa Paredes, Jan Cornet, Roberto Álamo.
  • Φωτογραφία: José Luis Alcaine.
  • Μουσική: Alberto Iglesias.
  • Παραγωγοί: Agustín Almodóvar, Esther García, Bárbara Peiró.
  • Εταιρεία Παραγωγής: El Deseo.
  • Εταιρεία Διανομής: Warner Bros.
  • Γλώσσα: Ισπανικά
  • Έγχρωμη
  • Διάρκεια: 120 λεπτά
Βιβλιογραφία

Προηγούμενο άρθροLibertatia, ιστορικό κτίσμα στην Θεσσαλονίκη
Επόμενο άρθροΒαθύς Αναστεναγμός από την ομάδα ΓΑΒ στον Κινητήρα
Θοδωρής Λέννας
Σπουδάζει στην Νομική του ΑΠΘ, αλλά κρυφό πάθος του είναι το σινεμά από όταν παρακολούθησε στα 5 του το "Duck Soup" των αδερφών Μαρξ σε ένα θερινό της Αθήνας. Αρθρογραφεί για θέματα κινηματογράφου από τα μικράτα του σε έντυπα και ιστοσελίδες. Συμμετέχει στο Artic.gr από τον χειμώνα του 2017.