the grand budapest hotelΣκηνοθεσία: Wes Anderson

Πρωταγωνιστούν: Ralph Fiennes, Tony Revolori, Saoirse Ronan, F.Murray Abraham, AdrienBrondy, Willem Dafoe, Jude Law, Jeff Goldblum, Edward Norton, κ.α

Υπόθεση: Χιονισμένο μουντό τοπίο. Ένα κορίτσι κρατώντας ένα βιβλίο στέκεται μπροστά απ’ το άγαλμα ενός συγγραφέα. Το βιβλίο που κρατά είναι δικό του. Πρόκειται για το «Ξενοδοχείο Grand Budapest». Το κορίτσι αρχίζει την ανάγνωση. Μεταφερόμαστε στα τέλη της δεκαετίας του ’80. Γραφείο σε ένα ημιφωτισμένο δωμάτιο. Ο συγγραφέας μαγνητοφωνώντας τον εαυτό του, μας διηγείται πώς του «αποκαλύφθηκε» η ιστορία του βιβλίου. Μεταφερόμαστε στα μέσα της δεκαετίας του ’60. Τόπος το κρατίδιο της Ζουμπρόβκα στις ράχες των Άλπεων. Εκεί βρίσκεται το ξενοδοχείο «Grand Budapest». Ένα παρηκμασμένο πια, πρώην πολυτελές ξενοδοχείο, που φιλοξενεί ελάχιστους, εκκεντρικούς και κυρίως μοναχικούς επισκέπτες. Εκεί ο νεαρός τότε συγγραφέας, θα γνωρίσει τον ιδιαίτερα θλιμμένο ιδιοκτήτη του ξενοδοχείου, Ζίρο Μουσταφά, ο οποίος θα τον καλέσει σε γεύμα. Μέσα στην τεράστια και άδεια τραπεζαρία του ξενοδοχείου, ο Ζίρο Μουσταφά θα του διηγηθεί πώς απέκτησε το Grand Budapest. Μεταφερόμαστε στην δεκαετία του ’30. Το Grand Budapest βρίσκεται στην ακμή του. Επιτέλους. Χρώμα, κίνηση, ζωντάνια και χλιδή. Γενικός υπεύθυνος για την ενορχήστρωση αυτής της πολυτελούς  πανδαισίας, ο κομψός, αβρός, λαλίστατος, αλαζόνας, bon viveur και μόνιμα παρφουμαρισμένος με Air de Panache, Γκουστάβ Χ. Η ιστορία αρχίζει την πρώτη μέρα που ο Ζίρο Μουσταφά θα βρεθεί για πρώτη φορά στο Grand Budapest. Είναι το καινούργιο lobby boy.

 

 Κριτική


 Αίσθηση αναχρονισμού. Παραμυθένια περιβάλλοντα, χρωματιστά και παλιομοδίτικα. Κάδρα στυλιζαρισμένης ακρίβειας. Ευφάνταστες πλοκές ιδιόρυθμων δράσεων. Ακριβής και απέριττη αφήγηση, σαν καταγραφή επιστημονικού ημερολογίου, ενός σοβαρού επιστήμονα με παράξενο χιούμορ. Ήρωες χαριτωμένα μελαγχολικοί, ρομαντικά κυνικοί και με μια ατάραχη σοβαροφάνεια, που κρύβει μέσα τους έναν…κλόουν. Σαν να βλέπουμε τα δισέγγονα του Buster Keaton. Ναι πρόκειται για κωμωδία. Αυτός είναι ο κόσμος του Wes Anderson. Δυο χρόνια μετά το επιτυχημένο “Moonrise Kingdom”, επιστρέφει  για να αφηγηθεί τις  περιπέτειες ενός αξιολάτρευτου ζαχαρομαθημένου πονηρούλη concierge παρέα με τον μικρό μετανάστη προστατευόμενο του, με φόντο μια μεσοπολεμική Ευρώπη, ζωγραφισμένη μισοψεύτικα μισο πραγματικά, που διανύει το τέλος μιας εποχής. Η ιστορία του αυτήν την φορά εμπνέεται από τον μεσοπολεμικό αυστριακό λογοτέχνη Στέφαν Τσβάϊχ. Στις  νουβέλες του ΤσβάΪχ, αυτό που επικρατεί είναι  μια αίσθηση ενός επερχόμενου τέλους και μια νοσταλγία για τον κόσμο του χθές. Κάτω από την απέριττη αφήγηση του, υποβόσκει μια ρομαντική ψυχολογία βάθους προερχόμενη από μια αίσθηση τέλους μιας εποχής για την Ευρώπη, που περνάει πια στον σύχγρονο 20ο αιώνα.  Ο Αμερικανός σκηνοθέτης  «διαβάζει» με τον δικό του τρόπο τον Τσβάϊχ και καταθέτει την δική του εκδοχή για το τέλος μιας νοσταλγικής εποχής της Γηραιάς Ηπείρου. Όλα βρισκονται μέσα. Η χλιδή ενός ένδοξου παρελθόντος, έστω και υπερβολικά τσιμπημένου, η ανάγκη για διατήρηση του  πολιτισμικού παρελθόντος (ο πίνακας του αγοριού με το μήλο), ο μετανάστης που είναι αποφασισμένος να επιβιώσει και αποτελεί κομμάτι του μέλλοντος, η ανερχόμενη φασιστική παράταξη που σταδιακά θα καταλάβει όλη την Ευρώπη. Κομμάτι της ευρωπαϊκής ιστορίας από την μια, τόσο επίκαιρα τα ευρωπαϊκά δεδομένα από την άλλη. Η ιστορία επαναλαμβάνεται; Και μήπως θέλει κάτι να μας πεί με την μικρή του αλληγορία ο κύριος Anderson; Μήν παρασύρεστε. Μπορεί σε πρώτη ανάγνωση να ισχύουν όλα αυτά, αλλά μέχρι εκεί. Βρισκόμαστε πάντα στον παράξενα σουρρεαλιστικό κόσμο του Anderson, που αγαπά τους μοντέρνους αναχρονισμούς και που με τις ρομαντικές και δαιδαλώδεις πλοκές του, θέλει να προσφέρει μια γλυκιά ψυχαγωγική ανάταση, κλείνοντας ανεπαίσθητα το ματι σε μια πιο υπαρξιακή συνθήκη. Αυτήν την φορά προσφέροντας την πιο mainstreamκαι κωμική ιστορία του, στην ακριβότερη παραγωγή του, σε μια πανδαισία παστέλ χλιδής και με την συνδρομή ενός all star καστ, που συγκεντρώνει σε μικρά περάσματα, σχεδόν όλους όσους έχουν συνεργαστεί μαζί του μέχρι στιγμής. Πυρήνας του λαμπερού αυτού κάστ, ένα δίδυμο βγαλμένο από τις προπολεμικές σλάπστικ κωμωδίες του Χόλυγουντ. Ο Fiennes λάμπει, ως μισογλοιώδης μισοαξιαγάπητος αρτιστίκ παλιάτσος ισορροπώντας έξοχα μεταξύ κωμικής καρικατούρας και υποδόριου μελαγχολικού κυνισμού χαρακτήρα βάθους και ο πρωτοεμφανιζόμενος Revolori αποτελεί παρτενέρ αξιώσεων, θαρρείς βγαλμένος απευθείας από την πινακοθήκη χαρακτήρων της κωμωδίας του βωβού. Βραβευμένο με την Αργυρή Άρκτο Σκηνοθεσίας το “The Grand Budapest Hotel” , είναι ένα σχεδόν δύωρο ταξίδι, σε έναν άλλο κόσμο, πιο ανάλαφρο, πιο χρωματιστό, πιο χαρούμενο και συγχρόνως κάπως μελαγχολικά παραμυθένιο.

Προηγούμενο άρθροΠοιητική Βραδιά και Έκθεση Ζωγραφικής από το «Καλειδοσκόπιο» στο Vault
Επόμενο άρθρο«Τα Μάππετς καταζητούνται» στις αίθουσες…