Είναι κάποιες περίοδοι στη ζωή του κάθε ανθρώπου στις οποίες το περιβάλλον, ο χαρακτήρας αλλά και οι επιθυμίες του αλλάζουν δραματικά. Μια τέτοια περίοδος ήταν και τα τρία αυτά συνεχόμενα καλοκαίρια για τη Μαρία, την Ινφάντα και την Κατερίνα. Το βιβλίο καθώς και το πρώτο από τα τρία καλοκαίρια ξεκινούν όταν η Μαρία είναι είκοσι ετών, η Ινφάντα δεκαοχτώ και η Κατερίνα δεκαέξι. Τρία καλοκαίρια που τα κορίτσια τα βιώνουν διαφορετικά η καθεμιά τους ανάλογα με το χαρακτήρα τους.Τα γεγονότα αυτής της περιόδου μας τα παρουσιάζει η μικρότερη, η Κατερίνα. Το μυθιστόρημα εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1946.

    H Eποχή, ο Έρωτας, η Αναζήτηση, ο Πόθος


Βρισκόμαστε αμέσως  μετά το β’ Παγκόσμιο πόλεμο, λίγο έξω από τη Κηφισιά. Εκεί, στη μέση του κάμπου με τα περιβόλια, είναι το κτήμα και το σπίτι που έχει φτιάξει ο παππούς των κοριτσιών, ο Δημήτρης. Σε αυτό το σπίτι μένουν μαζί με τη μητέρα τους, Άννα, μετά από το χωρισμό με τον πατέρα τους, Μίλτο. Στο σπίτι μαζί τους μένει ο παππούς Δημήτρης, η θεία Τερέζα και η γριά υπηρέτριά τους, η Ροδιά.

 Τρία καλοκαίρια μέσα στο λαμπρό φως της Αττικής, τρεις αδερφές στην άνθησή τους. Η Μαρία, η μεγαλύτερη, αισθησιακή, κοντά στα μυστήρια της φύσης. Ο χαρακτήρας της είναι ζωηρός, επιθυμεί να ζήσει έντονα τη ζωή της, με πάθος και έρωτα. Αρχικά παρουσιάζεται ως επιπόλαια, με το αίσθημα του ενθουσιασμού μέσα της. τελικά παντρεύεται τον επίμονο και ερωτευμένο μαζί της Μάριο. Ο Μάριος υπήρξε παιδικός φίλος των τριών κοριτσιών. Από μικρός ήδη ήταν ερωτευμένος με την Μαρία, την οποία τελικά παντρεύτηκε και έκαναν δυο παιδιά.

Η Ινφάντα, φλογερή αλλά συγκρατημένη μπροστά στον έρωτα. Παρόλο το νεαρό της ηλικίας της είναι προσγειωμένη και πιο σοβαρή από τις αδερφές της. Δεν εμπιστεύεται εύκολα τα αγόρια και παρόλο που ερωτεύεται, τον Νικήτα, κρατάει επιφυλάξεις και σκέφτεται περισσότερο με τη λογική και όχι το συναίσθημα.

Η Κατερίνα,  η μικρότερη από τις άλλες δυο αδερφές, διψασμένη για ανεξαρτησία, διαλέγει το όνειρο. Γι’ αυτήν ο μύθος γίνεται πραγματικότητα. Η Κατερίνα αφηγείται τα τρία αυτά καλοκαίρια με φαντασία, χιούμορ και απέραντη τρυφερότητα, με νεανική χάρη που έχει κιόλας έναν τόνο νοσταλγίας. Της άρεσε πολύ να ονειροπολεί και αν ακούει τις ιστορίες της γριάς υπηρέτριας, της Ροδιάς. Ήταν ανεξάρτητος άνθρωπος, ήθελε να ζήσει ελεύθερη και να ταξιδέψει σε όλο τον κόσμο. Ο έρωτάς την ήταν ο Δαβίδ. Τα συναισθήματα για το άτομό του ήταν πολύ δυνατά. Ωστόσο τελευταία στιγμή αποφάσισε πως δεν ήθελε να τον παντρευτεί και ήθελε να ταξιδέψει σε όλον τον κόσμο.

   Μια μικρογραφία του κόσμου- Αττική, η γη που χάθηκε


Τα ψάθινα καπέλα
Τα ψάθινα καπέλα

Η πένα της Μαργαρίτας Λυμπεράκη μάς περιγράφει τη ζωή της μικρής κοινωνίας των ηρώων της, που είναι μια μικρογραφία του κόσμου. Και όπως κάθε μικρογραφία έτσι και αυτή έχει όλα τα χαρακτηριστικά του συνόλου. Μαθαίνουμε πώς ζούσε ο κόσμος και κυρίως οι πλούσιες γυναίκες τότε. Ζωές μέσα σε «χρυσά κλουβιά» και μέσα στην πολυτέλεια. Την πολυτέλεια όχι μόνο των ακριβών αντικειμένων αλλά και την πολυτέλεια να μην τις απασχολούν τα μικρά και ασήμαντα, αφού τα μεγάλα και επώδυνα είναι «προνόμιο» των αγωνιστών και των φτωχών.

« Τις Κυριακές λοιπόν στη θάλασσα ερχόταν η Έλλη και καμιά φορά ο θείος Αγησίλαος· τότε γινόταν το μεγάλο γλέντι. Ο θείος Αγησίλαος ήταν σαν παιδί, καλός κι ανεύθυνος. Είχε μια ασυνέπεια γιομάτη γοητεία.Μπορούσες να τον περιμένεις στην Κηφισιά κι εκείνος να πάει να σε γυρεύει στο Φάληρο, ξέροντας πως βρίσκεσαι στην Κηφισιά. Κι έτσι ήταν σ’ όλα του τα ζητήματα. Την αίσθηση του χρόνου δεν την είχε, ούτε της κακίας του κόσμου. Ήταν σα να ζούσε σ’ ένα έρημο νησί κι έπαιζε όλη τη μέρα με τα βότσαλα. Κι ο πατέρας ήταν λίγο σαν παιδί που παίζει με τα βότσαλα, κι αγνοούσε κι αυτός την κακία του κόσμου. Μόνο που αν τον περίμενες στην Κηφισιά και το ‘ξερε, στην Κηφισιά θα ‘ρχόταν να σε βρει.»

 Ακόμη, μέσα από τα μάτια και τις περιγραφές της Κατερίνας, γνωρίζουμε μια Αττική που δεν έχει καμία απολύτως σχέση με αυτήν που έχουμε στο μυαλό μας και μερικοί από εμάς βιώνουμε καθημερινά. Μια όμορφη Αττική γεμάτη περιβόλια, δέντρα και ζώα τόσο οικόσιτα όσο και ελεύθερα στη φύση. Και μέσα σ΄ αυτά τα όμορφα τοπία, παρουσιάζονται οι ζωές των ηρώων που τις επισκέπτεται ο έρωτας. Ένας έρωτας που εκείνη την εποχή είναι σύνηθες να παραμένει κρυφός.

  Ένα  ανάγνωσμα ηθογραφικό


Τα ψάθινα καπέλα 3
Τα ψάθινα καπέλα 3

Τα «Ψάθινα καπέλα» της Μαργαρίτας Λυμπεράκη, είναι ένα ευχάριστο ανάγνωσμα, που σε μεταφέρει σε μια άλλη εποχή, πολύ διαφορετική από τη δική μας. Διαφορετική στη σκέψη και στις συμπεριφορές των ανθρώπων αλλά και διαφορετική στο περιβάλλον που οι ήρωες του βιβλίου ζούσαν. Ένα θαυμάσιο περιβάλλον που στις μέρες μας το συναντάμε μόνο στην ελληνική επαρχία, ενώ τότε ήταν απλά οι εξοχές της Αθήνας.

 Ένα  ανάγνωσμα ηθογραφικό, αν και παρουσιάζει σχεδόν αποκλειστικά, τη ζωή των πλουσίων μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Με την πρώτη ματιά σου δίνει την εντύπωση ότι η συγγραφέας δεν αναφέρεται καθόλου στην κοινωνική και πολιτική κατάσταση της εποχής. Αν το σκεφτείς όμως καλά, η ζωή των πλουσίων και κυρίως των πλουσίων γυναικών του 1945 απείχε μακράν από προβληματισμούς τέτοιου είδους.

 Είναι ένα χαμηλών τόνων βιβλίο (ακόμη και κλασικό) για τα σημερινά δεδομένα. Το ύφος του μυθιστορήματος είναι γλαφυρό, γεμάτο όμορφες φυσιολατρικές εικόνες. Παρουσιάζεται μια διάχυτη ηλιόλουστη ατμόσφαιρα της παλιάς εξοχικής Αττικής που ίσως τελικά στοιχειοθετεί όχι μόνο το φόντο αλλά και την ουσία του περιεχομένου του. Η όμορφη, διακριτική σκιαγράφηση χαρακτήρων και ένα «λεπτό» υποτονικό σχόλιο πάνω στις ανθρώπινες σχέσεις, κυριαρχούν σε αυτό το μυθιστόρημα. Ωστόσο η έντονη πλοκή και δράση απουσιάζουν, γι’ αυτό ίσως από το σημερινό αναγνώστη θεωρηθεί ανιαρό.

Κατά τη γνώμη μας αξίζει να διαβαστεί από φυσιολάτρες, «νοσταλγούς» του παρελθόντος και από αναγνώστες που τους αρέσει ο ρομαντισμός, το μυστήριο και το όνειρο. Το βιβλίο αυτό χαρίζει μια απαλή νότα αγαλλίασης και μια γλυκόπικρη γεύση, υπό τη σιωπηρή σύγκρουση ανάμεσα στην ελευθερία και τη μοναξιά, την οικογενειακή θαλπωρή και στην τάση για φυγή, στο ρεαλισμό και την ονειροπόληση. Θα αρέσει πολύ στους ρομαντικούς και ονειροπόλους αναγνώστες.

Στο βιβλίο “Τα ψάθινα καπέλα” στηρίχθηκε το σενάριο της ομώνυμης τηλεοπτικής σειράς. Η μεταφορά του στην τηλεόραση ήταν επιτυχημένη, με καλές ερμηνείες και σκηνοθεσία.

 «Εκείνες οι Κυριακές θα μείνουν μέσα μου ατόφιες, έτσι όπως τις έζησα. Καμιά τους λεπτομέρεια δε θα λησμονηθεί. Πλησιάζαμε τον κόσμο της θάλασσας. Εμείς που ζούσαμε με τα μερμήγκια, τις σαύρες και τα βατράχια,σαστίζαμε μπρος στα κύματα. Αφήναμε τα καβούρια να μπήγουν τις δαγκάνες τους μέσα στη σάρκα μας για ν’ ανακατωθεί η αλμύρα με το αίμα μας. Και τα ψάρια ν’ αγγίζουν τα κορμιά μας για να νιώσουμε πόσο κρύα είναι. Κι ευχόμασταν να βρεθεί στο πέρασμα μας μια ρουφήχτρα που θα μας έδινε τη γλύκα του θανάτου, χωρίς όμως να πεθάνουμε».

«Η καθημερινή ζωή είναι που κρύβει τη μεγαλύτερη δύναμη»

Μαργαρίτα Λυμπεράκη

 Λίγα λόγια για τη συγγραφέα


Μαργαρίτα Λυμπεράκη
Μαργαρίτα Λυμπεράκη

 Η Μαργαρίτα Λυμπεράκη γεννήθηκε στην Αθήνα. Παιδί χωρισμένων γονιών μεγάλωσε με τον παππού της, τον εκδότη Γεώργιο Φέξη, που της μετέδωσε την αγάπη για το βιβλίο. Σε παιδική ηλικία ταξίδεψε για πρώτη φορά στο Παρίσι και έμαθε γαλλικά. Τέλειωσε το Αρσάκειο γυμνάσιο και σπούδασε στη Νομική Σχολή Αθηνών, από όπου αποφοίτησε το 1943. Ασχολήθηκε επίσης με τη ζωγραφική. Παντρεύτηκε το συγγραφέα Γ.Καραπάνο, με τον οποίο απέκτησε μια κόρη τη Μαργαρίτα, που έγινε επίσης συγγραφέας. Την πρώτη της εμφάνιση στο χώρο της λογοτεχνίας έκανε το 1945 ως Μαργαρίτα Καραπάνου με το μυθιστόρημα Τα δέντρα, ενώ ένα χρόνο αργότερα εξέδωσε το έργο που την έκανε ευρέως γνωστή, το μυθιστόρημα Τα ψάθινα καπέλα (που μεταφράστηκε το 1950 στα γαλλικά με τίτλο Trois etes). Το 1946 πήρε διαζύγιο και έφυγε με την κόρη της για το Παρίσι, όπου συνδέθηκε με τους Καστοριάδη, Καμπά, Αξελό, Ελύτη και ήρθε σε επαφή με τα πρωτοποριακά ευρωπαϊκά καλλιτεχνικά ρεύματα της εποχής. Στο Παρίσι ολοκληρώθηκε ο “Άλλος Αλέξανδρος” (1950) και το 1952 εγκαινιάστηκε η ενασχόλησή της με τη θεατρική γραφή, άλλοτε στα γαλλικά και άλλοτε στα ελληνικά. Στο χώρο της λογοτεχνίας η Λυμπεράκη κινήθηκε αρχικά στα πλαίσια της ψυχογραφίας με έμφαση στη γυναικεία φύση. Με τον “Άλλο Αλέξανδρο” και κυρίως τα θεατρικά της έργα πέρασε σ’ έναν εντονότερα υπερβατικό χώρο και κινήθηκε στα όρια του συμβολισμού με την τελετουργική διονυσιακή γραφή, στην προσπάθειά της να προσδιορίσει τη θέση της σύγχρονης Ελλάδας αναμεσα στην Ευρώπη και την Ανατολή μέσω του αρχετυπικών μύθων. Ανάλογος προβληματισμός κυριαρχεί και στο τελευταίο της πεζογράφημα με τίτλο Το μυστήριο. Έγραψε επίσης τα σενάρια για τις ταινίες Μαγική Πόλη του Νίκου Κούνδουρου (1955) και Φαίδρα του Ζυλ Ντασσέν (1962) και ασχολήθηκε με τη λογοτεχνική μετάφραση. Συνεργάστηκε με την εφημερίδα Τα Νέα (1975). Είναι μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων και της Εταιρείας Ελλήνων Θεατρικών Συγγραφέων.

 Βιβλιογραφία

1. Εθνικό Κέντρου βιβλίου

2. Αποσπάσματα από εκδοτικούς οίκους κ εφημερίδες

3. οδηγός εκπαιδευτικού για το μάθημα διδασκαλίας της λογοτεχνίας στο λύκειο

 

 

 

Προηγούμενο άρθρο“Μετά από όνειρο” στο θέατρο Βυρσοδεψείο
Επόμενο άρθροΗ Μαρία Χούκλη διαβάζει Κ.Π. Καβάφη στο Φεστιβάλ Φιλίππων