Τα τελευταία χρόνια η δεκαετία του 1980 κερδίζει δυναμικά χώρο στον δημόσιο και ακαδημαϊκό λόγο στο πλαίσιο της επανεξέτασης της μεταπολιτευτικής περιόδου, ενώ η πρόσφατη έκθεση GR80s στην Τεχνόπολη ανασύστησε τη δεκαετία με αρκετή δόση νοσταλγίας. Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσεται η επανέκδοση  της νουβέλας της Άντζελας Δημητρακάκη Τέσσερις μαρτυρίες για την εκταφή του ποταμού Ερρινυού (2016) (χωρίς αλλαγές από την αρχική έκδοσή της το 2003) και, παρά την ισχνή κριτικογραφία που δέχτηκε, έλαβε το Βραβείο διηγήματος-νουβέλας του Αναγνώστη. Εντούτοις, η εν λόγω δεκαετία στην νουβέλα δεν μνημονεύεται (μόνο) με νοσταλγία, αλλά με ενοχές, θλίψη και μια παραιτημένη απώθηση.

Οι τέσσερις ηρωίδες κατοικούν σε ένα υποβαθμισμένο δυτικό προάστιο της Αθήνας, μιας Αθήνας που προσδοκά την επαγγελλόμενη από τη σοσιαλιστική κυβέρνηση ‘Αλλαγή’ και τις εκσυγχρονιστικές θεσμικές μεταρρυθμίσεις που θα τη μεταμορφώσουν. Το κλίμα αυτό αισιοδοξίας  δεν φαίνεται να αγγίζει τη ‘γειτονιά της κολάσεως’, όπου οι έφηβες Ιωάννα, Σοφία, Κατερίνα και η Ελληνοαγγλίδα Ραχήλ βρίσκονται σε ριζική διάσταση με το περιβάλλον τους. Αντισυμβατικές και ελαφρώς μελαγχολικές,[i] ανθίστανται συνειδητά στις μορφές εξουσίες που τις καταπιέζουν, δημιουργώντας έναν πυρήνα ετερότητας. Και καθώς ασφυκτιούν μέσα στα gothic ρούχα τους και οι Cure δεν επαρκούν να διώξουν την καθημερινή ανία, αυτό που θα έλθει να τις εμπνεύσει είναι το μυθικό παρελθόν: οι αστικοί μύθοι για τους υπόγειους ποταμούς της Αθήνας που διδάσκονται στο μάθημα της ιστορίας. Μαγνητισμένες, ανακαλύπτουν την είσοδο του μυθικού ποταμού Ερρινυού, κατασκευάζουν μια σχεδία και με αστείρευτη φαντασία επιχειρούν να ζωντανεύσουν την ξερή κοίτη, γεγονός που οδηγεί στον μυστηριώδη θάνατο της Ραχήλ.

Την επώδυνη αυτή κληρονομία στις ζωές όσων έμειναν πίσω θεματοποιεί η Άντζελα Δημητρακάκη, με το αφηγηματικό εύρημα μιας ανθρωπολόγου, η οποία το 2000 αρχειοθετεί τις μαρτυρίες τους υπό τη μορφή δύο επιστολών, μιας προφορικής συνέντευξης και ενός μαγνητοφωνημένου μονόλογου. Η τραυματική εμπειρία της απώλειας ‘μεταβολίζεται’ (85) με διαφορετικό τρόπο από κάθε χαρακτήρα, υποδηλώνοντας την υποκειμενικότητα του βιώματος. Για κάποιες λειτουργεί ως κινητήριος μοχλός της δράσης, ενώ καταβύθιζει άλλες στην αδράνεια. Εξίσου διαφέρει και η στάση τους προς τη διαδικασία της μνημονικής ανακατασκευής του παρελθόντος. Άλλες διστάζουν να καταδυθούν στο παρελθόν και είναι εχθρικές με την ανθρωπολόγο η οποία, ως ευπαρουσίαστη και εύπορη, ενσαρκώνει μια κουλτούρα την οποία αντιμάχονταν, ενώ η Κατερίνα λ.χ. την βλέπει ως οιονεί ψυχολόγο και αγκαλιάζει την ευκαιρία να επεξεργαστεί το τραύμα γράφοντας γι’ αυτό.

Άντζελα Δημητρακάκη
Άντζελα Δημητρακάκη

Μέσα από τις μαρτυρίες που αποβαίνουν εξομολογήσεις, η Δημητρακάκη αισθητοποιεί με ενάργεια όχι μόνο το πρόωρο ξέφτισμα των οραμάτων αλλά και την πολιτική της ταυτότητας. Οι ηρωίδες αδιαφορούν για τις ετεροσεξουαλικές σχέσεις (ουσιαστικά για κάθε είδους σεξουαλικές σχέσεις) και βάφοντας κόκκινα μαλλιά τους ως ένδειξη αλληλεγγύης στο φυσικό ginger της Ραχήλ, διαμαρτύρονται για τον διπλό ρατσισμό που δέχεται ως εθνο-σεξουαλική ‘άλλη’. Κι όμως η Αθήνα, ως χωρική μεταφορά αναζήτησης ταυτότητας, παρά τη μυθοποίησή της από την καθηγήτρια ιστορίας, δεν μπορεί να υποστηρίξει τα ζητούμενα περιθώρια αυτόνομης δράσης. Η ρεαλιστική αστυγραφία της Δημητρακάκη επικεντρώνεται στις ξηρές, ζοφερές και βρώμικες γωνίες του αστικού τοπίου, το οποίο, μετά το θάνατο της Ραχήλ, σταδιακά συρρικνώνεται, ρευστοποιείται, ματαιώνεται.

Αν όμως η μητρόπολη δεν ήταν μίζερη και ασφυκτική, δεν θα (προ)καλούσε την αναζήτηση και εντοπισμό πιθανών ρωγμών διαφυγής—εν προκειμένω το μυθικό παρελθόν και την ανεξέλεγκτη διάχυσή του στο παρόν. Αντιμέτωπη με τη σύμφυρση των δύο, η ανθρωπολόγος εύλογα απογοητεύεται, καθώς η ελλειπτικότητα, η αποσπασματικότητα και η αντιφατικότητα του υλικού της την οδηγεί σε ερμηνευτική απορία. Η Δημητρακάκη έχει αναμφίβολα επαρκή θεωρητική σκευή. Το αξιοσημείωτο είναι πως κατορθώνει να εντάξει με υφολογική φυσικότητα σχόλια για την ενδεχομενικότητα της αλήθειας, για τη συνάφεια της (μυθικής) μνημονικής αφήγησης και της Ιστορίας, και για το γυναικείο σώμα ως πεδίο διεκδίκησης. Έτσι, το ξετύλιγμα της ιστορίας γίνεται σταδιακά και  κρυπτικά, με την αγωνία για το μυστηριώδες συμβάν να διατηρείται μέχρι την τελευταία μαρτυρία, η οποία θα αφήσει μια γεύση ‘υγρής’ απορίας.

Αισθάνομαι πως οι έφηβες που απεχθάνονται την κουλτούρα του ωραίου, γυαλιστερού, και επιμελώς ατημέλητου και πλήττουν αφόρητα με τη ‘ξηρές (βλ. συμβατικές, θεσμικές) επιφάνειες’ δεν εντόπισαν στον Ερρινυό κάποιο μεταφυσικό βάθος. Στο υγρό και απόκρυφο στοιχείο αναγνώρισαν τη δημιουργική πρόκληση και υπέρβαση, τη δίοδο φυγής από το αδιέξοδο της Αθηναϊκής ‘γούβας’, ένα τόπο όπου θα αισθάνονταν λιγότερο ξένες ή υποτελείς. Ο Ερρινυός μπορεί να διαβαστεί και ως αφήγημα για τα εφήμερα κατορθώματα και τις στοιχειωτικές απώλειες της ρήξης και αντισυστημικής πρακτικής. Το τέλος της ανάγνωσης πυροδοτεί σκέψεις και ερωτήματα—ιδιαίτερα καίρια ίσως για τη γενιά των millennials: ποια παρελθόντα μυθοποιούμε και ποια ‘υπόγεια ποτάμια’ αναζητούμε (ατομικά ή συλλογικά) στα σύγχρονα αστικά κέντρα; Και πόσες ακόμη κοινωνικά άνισες μάχες θα κληθεί να δώσει το γυναικείο σώμα στην πορεία αυτή; [ii]


[i] Μια μελαγχολία, όχι νόσηρη εν προκειμένω αλλά στα όρια του φιλοπερίεργου της εφηβείας ή της στυλιζαρισμένης απαισιοδοξίας της gothic υποκουλτούρας, αναγνωρίσιμη στην υποκειμενικότητα των ηρώων και των υπόλοιπων πεζογραφήματων της Δημητρακάκη βλ. το Αεροπλάστ (2015) λόγου χάρη.

[ii] Μια από τις πιο πρόσφατες και χαραγμένη στη μνήμη πολλών μας είναι o βιασμός της νεαρής κοπέλας στο Ωραιόκαστρο. Ο βιασμό είναι εν γένει κοινωνικά αντιληπτός ως ένα ανύπαρκτο, ‘μυθικό’ θα έλεγε κανείς έγκλημα όπως και ο θάνατος της Ραχήλ. Βλ. σχετικά, http://www.efsyn.gr/arthro/sta-poypoyla-oi-viastes-14hronis-sto-oraiokastro

Προηγούμενο άρθροΟ Σταμάτης Κραουνάκης πάει Βεάκειο την Πέμπτη 6 Ιουλίου με το συγκρότημα Σπείρα -Σπείρα
Επόμενο άρθρο«Οριακό σημείο», η νουβέλα του Φώντα Ξενιού από τις εκδόσεις Θερμαϊκός
Βασιλική Καϊσίδου
Η Βασιλική Καϊσίδου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1992. Είναι απόφοιτος του τμήματος Φιλολογίας (ΜΝΕΦ) του Πανεπιστημίου Αθηνών, και κάτοχος μεταπτυχιακού διπλώματος στις Νεοελληνικές Σπουδές από το πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Ζει στο Birmingham, όπου εκπονεί ως υπότροφος του ιδρύματος Ωνάση τη διδακτορική της διατριβή με θέμα την επαναδιαπραγμάτευση της μνήμης του ελληνικού Εμφυλίου στη νεοελληνική πεζογραφία (1975-2015). Παράλληλα, αρθρογραφεί συστηματικά σε διάφορους διαδικτυακούς ιστότοπους. // How many cities have revealed themselves to me in the marches I undertook in the pursuit of books. ― W. Benjamin. Email επικοινωνίας: kaisidou.vas@gmail.com