“Still Alice: Κάθε Στιγμή Μετράει” κριτική της ταινίας
Σκηνοθεσία:
Richard Glatzer, Wash Westmoreland
Πρωταγωνιστούν: Julianne Moore, Kristen Stewart, Alec Baldwin, Kate Boswort κ.α
Υπόθεση: Η Άλις Χάουλαντ είναι μια γυναίκα στα 50. Αναγνωρισμένη ακαδημαϊκός στον τομέα της γλωσσολογίας, ευτυχισμένη σύζυγος και μητέρα τριών παιδιών που πλέον αρχίζουν και ακολουθούν το καθένα τον δικό του δρόμο. Δυναμική και ανεξάρτητη διεκδίκησε τα όνειρα της και έζησε μέχρι στιγμής μια ζωή έντονη και γεμάτη. Στα 50 της πια, όντας ακόμα αρκετά νέα και ακμαία γυναίκα, βρίσκεται σε εκείνη την φάση της ζωής της που απαλλαγμένη από μεγάλα άγχη και απωθημένα, με μια ουσιαστική εμπειρία ζωής ως παρακαταθήκη, μπορεί να απολαύσει πιο ήρεμα τα κεκτημένα της και να συνεχίσει να ζεί και να δημιουργεί πιο ήρεμα και κατασταλαγμένα. Τώρα πατάει στα πόδια της πιο σίγουρα από ποτέ. Μέχρι που μια μέρα στο καθημερινό της τζόκινγκ στο πάρκο του πανεπιστημίου, ξαφνικά για λίγα λεπτά κάθε σιγουριά θα πάψει να υφίσταται. Για λίγο θα χάσει την αίσθηση του προσανατολισμού της, την αίσθηση του χώρου και του χρόνου, την αίσθηση του ίδιου της του εαυτού. Μόλις συνέλθει ένας μικρός πανικός θα ριζώσει μέσα της. Και έτσι  θα επισκεφθεί έναν νευρολόγο. Οι εξετάσεις θα δείξουν ότι πάσχει από πρόωρο Αλτσχάϊμερ, γενετικής προδιάθεσης. Η Άλις Χάουλαντ μέρα με την ημέρα θα χάνει τις λέξεις που τόσο αγαπούσε, τις αναμνήσεις τις που την καθόριζουν, την ικανότητα επικοινωνίας με τους άλλους. Η Άλις Χάουλαντ σιγά σιγά θα χάσει τον εαυτό της. Η Άλις Χάουλαντ θα πάψει να είναι η Άλις Χάουλαντ.

Κριτική


Το “Still Alice” βασίζεται στο ομώνυμο μυθιστόρημα της νευρολόγου Λίζα Τζενόβα. Πυρήνας της ιστορίας η πενηντάχρονη γλωσσολόγος Άλις, η οποία μόλις έχει διαγνωσθεί με την νόσο Αλτσχάϊμερ. Τα τελευταία χρόνια η νευρολογική αυτή πάθηση παρουσιάζει μια συνεχή αύξηση στον δυτικό κόσμο. Τραγική ειρωνεία αν σκεφτεί κανείς την συνεχόμενα αυξανόμενη συσσώρευση της πληροφορίας στην οποία εκτίθεται καθημερινά ο μέσος δυτικός άνθρωπος.  Όπως είναι γνωστό το Αλτσχάϊμερ είναι εκφυλιστική και μη θεραπεύσιμη ασθένεια. Ο ασθενής σταδιακά χάνει την μνήμη του και περιέρχεται σε μια μορφή άνοιας που τον αφήνει έρμαιο σε μια κατάσταση αγνωσίας σε ότι αφορά την αντίληψη του εαυτού του και του περιβάλλοντος του. Βαθμιαία οι σωματικές λειτουργίες μειώνονται, οδηγώντας τελικά στον θάνατο. Πολύ πρίν τον σωματικό θάνατο όμως, έχει επέλθει ο πνευματικός θάνατος, και αυτό είναι το οδυνηρότερο κομμάτι αυτής της αρρώστιας. Τι είναι αυτό που ορίζει τον εαυτό του καθενός; Οι σκέψεις μας τα συναισθήματα μας, οι ιδέες, οι αναμνήσεις μας, η αντίληψη του περιβάλλοντος μας, είναι όλα αυτά στα οποία αναγνωρίζουμε την έννοια εαυτός. Όταν όλα αυτά χαθούν, τότε τι είναι αυτό που απομένει απ’ τον καθένα. Την πορεία αυτού της σταδιακού θανάτου του εγκεφάλου, μέσα από τα μάτια του ίδιου του νοσούντα, μας εξιστορεί το ”Still Alice”.

"Still Alice: Κάθε Στιγμή Μετράει" σκηνή από την ταινία
“Still Alice: Κάθε Στιγμή Μετράει” σκηνή από την ταινία

Με έναν συγκρατημένο συναισθηματικά τρόπο, ψύχραιμα και ουσιαστικά, διηγείται την ιστορία της Άλις το σκηνοθετικό δίδυμο, Richard Glatzer και Wash Westmoreland. Ένας βασικός λόγος για αυτού του είδους την προσέγγιση, πιθανόν προέρχεται και από το γεγονός ότι ο Glatzer έχει διαγνωστεί και ο ίδιος με μια άλλη εξίσου εκφυλιστική νευρολογική ασθένεια, την  νόσο ALS (ο οποίος μάλιστα απεβίωσε πριν λίγες ημέρες). Η ταινία εστιάζει πάνω στην ίδια την ηρωίδα, και στον τρόπο που αυτή αντιλαμβάνεται σε όλα τα στάδια αυτήν την νέα πραγματικότητα. Αγωνιζόμενη μέχρι τελευταία στιγμή, εφευρίσκοντας συνεχώς τρόπους να βοηθά την μνήμη της, παραδίδεται σταδιακά στην ανίκητη εκφυλιστική λήθη, σαν «μια πτώση στο κενό αλλά αντίστροφα». Χωρίς συναισθηματικούς εκβιασμούς που θα οδηγούσαν σε ένα άτοπο μελοδραματισμό, παρακολουθούμε την πορεία αυτής της ηρωίδας. Τίποτα δεν θα ήταν το ίδιο για την ταινία όμως αν στον ρόλο της Άλις δεν βρισκόταν η Julianne Moore, για την οποία κυρίως η ταινία αποτελεί προσωπικό θρίαμβο. Βραβευμένη πλέον με το Όσκαρ Ά γυναικείου, η Moore δίνει μια εξαιρετική ενσάρκωση  όλης της διαδρομής που βιώνει αυτή η γυναίκα από την στιγμή που αρχίζει η ελεύθερη πτώση στο κενό. Από το πρόσωπο της θα περάσουν σταδιακά και θα γράψουν όλα εκείνα τα συναισθήματα απ’ τα οποία θα περάσει η ηρωίδα. Πανικός, απόγνωση, φόβος, αποφασιστικότητα, επιμονή, και τελικά η απάθεια και το κενό βλέμμα στο οποίο καταλήγουν σταδιακά όλοι οι ασθενείς, ακίνητοι στον χώρο και στον χρόνο. Η Moore είναι ο πυρήνας γύρω απ’ τον οποίο περιστρέφεται το κάθε τι που αφορά την ταινία. Μια όμορφη ταινία γύρω από ένα κοινωνικό θέμα δοσμένο με  έναν ψυχολογικά εγκρατή τρόπο, που δεν εκβιάζει το συναίσθημα. Απλά σε κάνει να συναισθάνεσαι. Στο γλυκό της φινάλε δίνεται ίσως η μόνη ταυτότητα που ορίζει κάθε άνθρωπο ως τέτοιο, και που δεν σβήνεται ποτέ, μέσα απ’ το συναίσθημα.

Trailer


 

Προηγούμενο άρθρο“Μελίνα Darling” στο Γυάλινο Μουσικό Θέατρο
Επόμενο άρθροΑλέξανδρος Ίσαρης: «Ο Νέος της Μοτύης και άλλα μυστήρια»