Το πρόγραμμα «Δημιουργία και καθιέρωση στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά του Φεστιβάλ «Η δυναμική του Ελληνικού Λόγου στο Θέατρο» (2018-2020), με διάρκεια τριών μηνών (Μάρτιος –Απρίλιος – Μάϊος) ολοκληρώνεται με παραστάσεις και Θεατρικά Αναλόγια ανοιχτά στο κοινό με ελεύθερη είσοδο. Τα θεατρικά αναλόγια που θα παρουσιαστούν στις 21 και 22 Μαϊου περιλαμβάνουν έργα ελλήνων θεατρικών συγγραφέων, τα οποία σκηνοθετούν νέοι σκηνοθέτες. Το Δημοτικό Θέατρο Πειραιά χάρη στο τριετές αυτό Πρόγραμμα,  επιμένοντας σε μια κοινωνική πολιτική η οποία θέλει ένα θέατρο ανοιχτό στην κοινωνία, στον πολίτη της ευρύτερης περιφέρειας του και όχι μόνο, άνοιξε τις πόρτες του στο μεγάλο κοινό κάθε ηλικίας , κάνοντας  ένα ακόμη ουσιαστικό βήμα για τη θεατρική εκπαίδευση.

Οι σκηνοθέτες Θοδωρής Βουρνάς, Κορακάκη Ελένη, Κώστας Μπακούρης, Βίβιαν Παπαγεωργίου, Βασίλης Τζιώκας και Ηλίας Φλωράκης μιλούν στο Artic.gr για τα έργα και τους συγγραφείς που καλούνται να προσεγγίσουν μέσα από τα θεατρικά αναλόγια του εν λόγω Φεστιβάλ, τη σκηνοθετική τους έμπνευση και σύλληψη σε σχέση με έργα που είτε παρουσιάζουν μεγάλη πρότερη παραστασιολογία είτε παρουσιάζονται για πρώτη φορά στο Φεστιβάλ.

Ορισμένα από τα θεατρικά αναλόγια είναι έργα που παρουσιάζονται για πρώτη φορά, όπως το «Πόσα ζώα χωράει ένας άνθρωπος;!» του Τσιμάρα Τζανάτου. Ποια σκηνοθετική βλέψη υπάρχει πίσω από την πρώτη παρουσίαση του συγκεκριμένου έργου;

Θοδωρής Βουρνάς: – Να είναι ευχάριστο στο κοινό στα πλαίσια του ότι θα το ακολουθήσει,θα το καταλάβει και ίσως προβληματιστεί με δεδομένο πάντα ότι είναι μια πρώτη ανάγνωση του έργου. Το “Πόσα ζώα χωράει ένας άνθρωπος” ήταν ένα κείμενο έκπληξη για εμένα. Όταν το διάβασα για πρώτη φορά ένιωσα σαν να είναι ένας καταιγισμός από φιλοσοφικά ερωτήματα, όταν το άκουσα για πρώτη φορά από του ηθοποιούς ένιωσα ένα έργο με πάρα πολύ χιούμορ. Ήταν διαφορετική η αίσθηση που μου άφησε κάθε φορά, και αυτό το κάνει ένα πολύ ενδιαφέρον έργο, ανοιχτό να σε πάει σε πολλές κατεύθυνσης ανάλογα με τη διάθεσή σου. Αυτή είναι και η πρόθεσή μου στην πρώτη του παρουσίαση να το κρατήσω ανοιχτώ στη διάθεσή του κάθε θεατή ώστε αυτή η ώρα να είναι μικρό ταξίδι… και όπου σε πάει!

Οι «Α-Βεβαιότητες» της Νίνας Ράπη είναι ένα έργο ειδικά γραμμένο για το Φεστιβάλ Νεοελληνικού έργου του ΔΘΠ. Ποια στοιχεία του συγκεκριμένου κειμένου θα ξεχώριζες και σε ενέπνευσαν σκηνοθετικά;

Ελένη Κορακάκη: – Το θεατρικό έργο ( Α)βεβαιότητες, της κας Νίνας Ράπη είναι  ένα σύγχρονο κείμενο που αφορά καθημερινούς ανθρώπους. Γι’ αυτόν  τον λόγο απαιτεί έντονο ρυθμό. Οπότε το ρυθμικό στοιχείο είναι μέρος του Θεατρικού Αναλόγιου, που το συνθέτει o Simone MoNGelli (Body Music performer/percussionist), όπου μέσα από ρυθμικούς  χτύπους στο σώμα  συνοδεύει τον λόγο των ηρώων.  Οι εσωτερικές διακυμάνσεις των ηρώων και όπως φανερώνει  ο τίτλος,  οι «αβεβαιότητες» τους, δίνουν το ανάγλυφο των διαθέσεων των ηρώων που ενσαρκώνουν οι  Νίκος Παντελίδης,  Ευθύμης Γεωργόπουλος,  Ελεάννα Παναγουλέα και Λήδα Δουμουλιάκα. Τέλος, ο σκοτεινός  ρόλος  του «άγνωστου» που υποδύεται ο Μάνος Παπαδάς,  προσθέτει μια μυστηριώδη πινελιά που εκφράζεται και μέσα από το σκηνογραφικό κομμάτι.

Δημιουργία και Καθιέρωση στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά - Παραστάσεις και Θεατρικά Αναλόγια με ελεύθερη είσοδο
«Δημιουργία και καθιέρωση στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά – Φεστιβάλ «Η δυναμική του Ελληνικού Λόγου στο Θέατρο» (2018-2020) – Παραστάσεις και Θεατρικά Αναλόγια με ελεύθερη είσοδο

Σκηνοθετείς το έργο του Μάριου Ποντίκα «Θεατές» στο Φεστιβάλ  «Η δυναμική του Ελληνικού Λόγου στο Θέατρο» του ΔΘΠ. Τι πιστεύεις ότι σηματοδοτεί η επιλογή και η παρουσίαση σπουδαίων συγγραφέων του νεοελληνικού θεάτρου, όπως ο Μάριος Ποντίκας, στα συγκεκριμένα θεατρικά αναλόγια;

Κώστας Μπακούρης: – Ο Μάριος Ποντίκας ανήκει στους διαμορφωτές της νεολληνικής θεατρικής γραφής, είναι μορφή εμβληματική και ζωντανός θρύλος. Το να σκηνοθετώ, μάλιστα, τους «Θεατές», ένα έργο τέτοιου ειδικού βάρους, αποτελεί πελώρια ευθύνη, αλλά και προσωπική πρόκληση. Με χαρά θα αναμετρηθώ με αυτήν την πρόκληση, λοιπόν, καθώς η παρουσίαση του έργου συγγραφέων όπως ο Ποντίκας είναι η σύνδεση μας με τη ρίζα του νεοελληνικού θεάτρου, όπως τουλάχιστον αυτό διαμορφώθηκε μεταπολιτευτικά. Οι «Θεατές» γράφτηκαν πριν 40 χρόνια ανεβαίνοντας τότε στο ιστορικό θέατρο «Στοά» του Θανάση Παπαγεωργίου.

Το εντυπωσιακό, κι αυτό που κάνει επιτακτική την ανάγκη να επιστρέφουμε σε τέτοια έργα, είναι το πόσο επίκαιρα παραμένουν. Το πόσο μιλούν για το «εδώ» και για το «τώρα» μας. Ο Ποντίκας, ας πούμε, ανάμεσα στους τοίχους δυο γειτονικών δωματίων ένός άθλιου ξενοδοχείου αγοραίων ερώτων, καταφέρνει να χωρέσει παραβολικά τη νοσηρότητα μιας ολόκληρης χώρας, χρησιμοποιώντας τη ροπή μας στο κρυφοκοίταγμα και το μπανιστήρι για να μιλήσει κριτικά για τη απάθεια και την αδιαφορία –διαχρονικά χαρακτηριστικά μας-, με τον ήρωα του να μένει αμέτοχος ακόμα κι όταν βλέπει από μια τρύπα στον τοίχο ένα φόνο και μια αυτοκτονία στο διπλανό δωμάτιο.

Το έργο της Χρύσας Σπηλιώτη «Ποιος Ανακάλυψε την Αμερική;» (1997) έχει μία αρκετά μεγάλη παραστασιολογία στην Ελλάδα. Σε τί διαφοροποιείται και τι επιχειρεί σκηνοθετικά η συγκεκριμένη παρουσίαση υπό μορφή αναλογίου του έργου;

Βίβιαν Παπαγεωργίου: – Το ευτύχημα για μένα ήταν πως παρ’ όλο που το έργο έχει παιχτεί ως θεατρικό, δεν έτυχε να το έχω δει. Και το θεωρώ ευτύχημα γιατί το γεγονός αυτό δεν περιόρισε την σκέψη μου. Έτσι το είδα με εντελώς παρθένο μάτι και μπόρεσα να το δω με την δική μου ματιά, χωρίς να με επηρεάσει η προηγούμενη ματιά, κάποιου άλλου σκηνοθέτη. Το έργο προσπάθησα να το κάνω ‘δικό’ μου, καθώς σε άλλη περίπτωση δεν θα μπορούσα να λειτουργήσω και να το προβάλω με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Έτσι μέσα από μια μακρά διαδικασία σκέψης και απόρριψης διαφόρων ιδεών για τον τρόπο προσέγγισής του, κατέληξα πως είχα ανάγκη να προσθέσω  ειρωνεία στο θέμα. Διαβάζοντας πολλές φορές το κείμενο προσπάθησα να βρω ποιά είναι η ουσία του, πέρα από τη σχέση ανταγωνισμού και εν τέλει αγάπης αυτών των δυο γυναικών.

Έτσι κατέληξα στη σκέψη πως η αίσθηση που παίρνω από το έργο είναι πως αυτές οι δυο γυναίκες  προσπάθησαν να τα κάνουν όλα τέλεια στην ζωή τους αλλά δεν το κατάφεραν. Προσπάθησα επίσης να αναδείξω το χιούμορ του έργου, με την πολύτιμη βοήθεια δυο υπέροχων ηθοποιών, της Δήμητρας Σύρου και της Έλενας Τυρέα. Ακόμη μια δυσκολία που έπρεπε να αντιμετωπίσω, ήταν το γεγονός πως σε ένα θεατρικό αναλόγιο αλλάζει η γκάμα των σκηνοθετικών επιλογών και έτσι κάλεσα δυο μουσικούς να μας πλαισιώσουν και να ντύσουν μουσικά το έργο. Η μουσική επιμέλεια του Φρανκίσκου Κοντορούση που θα παίζει ζωντανά στην σκηνή ακορντεόν και η συνοδεία με τραγούδι από τον Νίκο Ζιάζιαρη, υπογραμμίζουν την κινηματογραφική αλλαγή στις σκηνές, το χιούμορ και σε στιγμές την συγκίνηση που επικρατούν στο έργο. Η συνέχεια στην Κεντρική Σκηνή του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά.

Η δυναμική του Ελληνικού Λόγου στο Θέατρο στο ΔΘΠ
Η δυναμική του Ελληνικού Λόγου στο Θέατρο από 11 Μαρτίου έως 4 Ιουνίου με ελεύθερη είσοδο στο ΔΘΠ

Το «Προξενιό της Αντιγόνης» (1958) του Βασίλη Ζιώγα είναι ένα υπερρεαλιστικό έργο, γραμμένο με το σύστημα της αυτόματης γραφής, ενώ η θεματολογία του πηγάζει από τον ελληνικό κοινωνικό χώρο. Ποια στοιχεία του κειμένου προσπάθησες να υπογραμμίσεις σκηνοθετικά στο συγκεκριμένο ανέβασμά του στα θεατρικά αναλόγια;

Βασίλης Τζιώκας: – Μελετώντας καθ επανάληψιν το έργο, πριν ακόμη αναζητήσω πληροφορίες για το ύφος και το περιεχόμενο του, και πριν καταπιαστώ με την δραματουργική ανάλυση ή συζητήσω με τους ηθοποιούς γι αυτό, είχα ήδη παρασυρθεί από την τρομερή ταχύτητα και τον ρυθμό του αλλά και το σουρεαλιστικό και παράλογο ύφος του, κάτι που με οδήγησε να καταλάβω πως και η σκηνοθετική του προσέγγιση δεν μπορεί παρά να είναι γρήγορη σε δράσεις, με πολλή σωματικότητα και έντονη κίνηση επί σκηνής προκειμένου να ανταποκριθεί η παρουσίαση στην ευστροφία και καταιγισμό της γραφής.

Επίσης, το γεγονός πως αποτελεί ένα από τα πρώτα δείγματα γραφής στο ρεύμα του παραλόγου στην Ελλάδα, χωρίς όμως να χάνει το ελληνικό του χρώμα και τα ελληνικά στοιχεία, με ώθησε να σκεφτώ την παρουσίαση του ως ένα μείγμα διαθέσεων και κατευθύνσεων, ως μία τραγική σάτιρα με φαρσικά στοιχεία, εξπρεσιονιστικές καλλιτεχνικές επιλογές στην ενδυματολογία και το μακιγιάζ, αλλά και περιόδους κινησιολογικής και συναισθηματικής ησυχίας προκειμένου να μετατοπιστεί η προσοχή και το ενδιαφέρον του θεατή στα σημεία εκείνα που θίγουν τις σκληρές και σοβαρές πτυχές του έργου. Ακόμη, τόσο οι σκηνικές οδηγίες όσο και η περιγραφή των σκηνικών αντικειμένων και δράσεων, μου έδωσαν το έναυσμα και το έδαφος να τα χρησιμοποιήσω ώστε να επανεφεύρω δημιουργικά τόσο την σκηνική σύνθεση όσο και την ίδια την υπόσταση και εμφάνιση των χαρακτήρων.

Τέλος, ένα βασικό στοιχείο του έργου, η παρουσία της νεκρής Αντιγόνης στο δωμάτιο, χρησιμοποιήθηκε προκειμένου αυτή να αναδημιουργηθεί ως χαρακτήρας και να αποκτήσει λόγο και κίνηση. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να ενισχυθεί το αίσθημα του παραλόγου χωρίς συνάμα να δίνεται απάντηση περί της φύσης της Αντιγόνης, καθώς πέραν όλων των υπολοίπων που ερίζουν περί του θανάτου ή μη της Αντιγόνης υπάρχει και η ίδια η Αντιγόνη που αντιδρά και αρνείται τον θάνατο της και θεωρεί εαυτόν ζωντανή, χωρίς ταυτόχρονα να αποκτήσει όμως αυτοδιάθεση και ελεύθερη βούληση, παραμένοντας παγιδευμένη σε αυτήν την κατάσταση ως πραγματική άβουλη νεκρή.

Ο πόλεμος, ο θάνατος, η καταπίεση, η αρρώστια, η εξαπάτηση και τα κρυφά ελατήρια και κίνητρα ενός ολόκληρου μικρόκοσμου, εξελίσσονται σταδιακά, παραμονεύοντας ύπουλα στην αρχή μέσα από μία φαρσική διάθεση, φτάνοντας όμως σε μία σωματικοποιημένη έκρηξη αποκαλύψεων και σκληρών αληθειών, λίγο πριν το τέλος, όταν πέσουν τα προσωπεία και φανεί πως κανείς δεν είναι αθώος και χωρίς σκοτεινά ελατήρια σε αυτή την νοσηρή, μεταπολεμική κοινωνία. Εκτός ίσως μόνο από την Αντιγόνη…

Παρά το ότι το έργο του Άκη Δήμου, «….Και Ιουλιέττα» έχει κατηγοριοποιηθεί ως μονόλογος, αναφέρετε ότι «ακούσατε» τρεις φωνές και «είδατε» τρεις μορφές. Πώς προέκυψε αυτή η σύλληψη;

Ηλίας Φλωράκης: – Όπως και στο κινηματογραφικό σενάριο –αν είναι καλογραμμένο- μέσα από τους διαλόγους, αναλύεις τους ήρωες που πρωταγωνιστούν. Τα λόγια τους, αντικατοπτρίζουν το υπόβαθρο και τον χαρακτήρα τους. Έτσι, απλοποιημένα, οι ατάκες που διάβασα, αντιστοιχούσαν σε τρεις διαφορετικούς ρόλους. Τρεις διαφορετικές φωνές/καταστάσεις, που μέσα στο μυαλό μου ήταν –από ένα σημείο και μετά- διακριτές και ξεκάθαρες. Και απλά αποφάσισα, αντί να σκηνοθετήσω μία ηθοποιό σε τρεις συνθήκες, να διαχωρίσω τις συνθήκες σε τρεις ηθοποιούς.

Θεατρικά Αναλόγια του Φεστιβάλ «Η δυναμική του Ελληνικού Λόγου στο Θέατρο» στο ΔΘΠ | Πληροφορίες 

 

Προηγούμενο άρθροΗ Φρόσω Στυλιανού θα βρίσκεται στο El Convento Del Arte στις 17/05
Επόμενο άρθροΗ Ευρυδίκη του Ζαν Ανούιγ για 8 παραστάσεις στο Θέατρο της ΑΣΚΤ
Λυδία Τριγώνη
Γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Ηράκλειο Κρήτης. Απόφοιτη του τμήματος Αγγλικής Γλώσσας και Φιλολογίας του Παν/μίου Αθηνών και του μεταπτυχιακού προγράμματος «Λογοτεχνία, Πολιτισμός και Ιδεολογία», με ειδίκευση στο θέατρο. Ασχολείται με τη μετάφραση θεατρικών έργων, εργάζεται ως βοηθός σκηνοθέτη και αρθρογραφεί στο Artic.gr από το 2012.