Υπάρχει μια κατηγορία μουσικών, όπου η διττή ιδιότητα του συνθέτη και του εκτελεστή επηρεάζει η μία την άλλη. Γράφουν για ορχήστρα σαν σολίστες, σχεδόν «αντισυμφωνικά». Ταυτόχρονα παίζουν σόλο -ιδίως πιάνο- «πολυφωνικά». Στην εργογραφία τέτοιων συνθετών, ιδίως στην εποχή που εξετάζουμε,  δεν βρίσκουμε συχνά ένα κοντσέρτο γραμμένο για διαφορετικό όργανο από αυτό το οποίο είχε σπουδάσει ο συνθέτης που το έγραψε. Οι τεχνικές όλων των οργάνων πάντα διδάσκονταν, το πιάνο όμως παρέμενε η μεγάλη «ευκαιρία», το κατεξοχήν πολυφωνικό όργανο. Ο Ρόμπερτ Σούμαν (Robert Schumann), παρ’ όλο που είναι μια τυπική περίπτωση τέτοιου μουσικού (συνθέτης και πιανίστας), τα τελευταία χρόνια της ζωής του ασχολήθηκε και με τη φόρμα του κοντσέρτου για άλλα όργανα. Εγκαταλείποντας το κοντσέρτο για πιάνο ως είδος σύνθεσης, έγραψε έτσι, μεταξύ άλλων τέτοιων έργων,  και το   Κοντσέρτο για βιολί.

Το κοντσέρτο για βιολί ως είδος σύνθεσης

Τα κοντσέρτα για βιολί κατέχουν μια περίοπτη θέση στη μουσική φιλολογία διαχρονικά. Ιδίως όμως όταν διευρύνθηκαν οι τεχνικές του οργάνου και λόγω κατασκευαστικών εξελίξεων και λόγω υπερβατικών συνθετών ή και ερμηνευτών (βλέπε Παγκανίνι)  παρέμεινε αμείωτο το ενδιαφέρον για γραφή κοντσέρτων για βιολί. Όπως συμβαίνει με όλα τα κοντσέρτα, έτσι και αυτά για βιολί μπορούν να χωριστούν ξεκάθαρα σε δύο κατηγορίες: Σε αυτά που από την πρώτη τους εκτέλεση, την πρεμιέρα, κέρδισαν κοινό και κριτικούς. Από τότε παίζονται μέχρι σήμερα αδιάλειπτα σε όλες τις σημαντικές αίθουσες συναυλιών του κόσμου. Στην άλλη όχθη συναντάμε  αυτά που έτυχαν μιας χλιαρής αποδοχής στην πρεμιέρα και ύστερα ξεχάστηκαν ή χάθηκαν. Στη συνέχεια ανασύρθηκαν από την αφάνεια για να αποτιμηθούν σε μεγάλο βάθος χρόνου.

Ειδικότερα, από την πρώτη κατηγορία ενδεικτικά αξίζουν μνείας τα κοντσέρτα των Μπαχ, Μότσαρτ, Μπετόβεν, Μέντελσον, Μπραμς, Σιμπέλιους, Τσαϊκόφσκι, Μπεργκ, Μπάρτοκ, Μπρουχ, Σοστακόβιτς, Προκόφιεφ, Λουτοσλάβσκι, και Λίγκετι. Στη δεύτερη κατηγορία συναντάμε έργα των Χάυδν, Ντβόρζακ, Γκλαζούνοφ, Καμπαλέφσκι, Μπάρμπερ, Άνταμς, Πεντερέτσκι, Σνίτκε και Σκαλκώτα.

Η Ιστορία γύρω από το  Κοντσέρτο για βιολί του Ρόμπερτ Σούμαν.

Στην παραπάνω, δεύτερη κατηγορία,  ανήκει  και το «αδικημένο» Κοντσέρτο για βιολί και ορχήστρα σε ρε ελάσσονα του Ρόμπερτ Σούμαν. Γράφτηκε σε χρόνο ρεκόρ, μόνο μέσα σε 22 μέρες, μεταξύ 11 Σεπτεμβρίου και 3 Οκτωβρίου 1853, στο Ντίσελντορφ. Το έργο αυτό είναι το αποτέλεσμα της τελευταίας περιόδου πνευματικής διαύγειας του συνθέτη. Λίγο καιρό αργότερα το μανιο-καταθλιπτικό σύνδρομο, από το οποίο έπασχε, εκδηλώθηκε σε πλήρη έξαρση και έκανε απόπειρα αυτοκτονίας βουτώντας στο Ρήνο. Στη συνέχεια κλείστηκε σε άσυλο παραμένοντας έγκλειστος για δύο χρόνια όπου και τελικά πέθανε στις 26 Ιουλίου 1856.

Το Koντσέρτο για βιολί του Ρόμπερτ Σούμαν αφιερώθηκε στο διάσημο βιολιστή της εποχής και μετέπειτα στενό φίλο του Μπράμς, Γιόζεφ Γιόαχιμ. Ο ίδιος ο Σούμαν του έστειλε το χειρόγραφο, χωρίς καν να κρατήσει ένα αντίγραφο για τον εαυτό του. Προς μεγάλη απογοήτευση του συνθέτη, ο Γιόαχιμ αρνήθηκε να παίξει το κοντσέρτο καθώς ισχυρίστηκε ότι ήταν κατώτερο των προσδοκιών που ανέμενε. Ο δε Σούμαν από τη μεριά του ακολούθως, δεν ενδιαφέρθηκε για την έκδοση  του έργου.

Η λάθος πρώτη εκτίμηση και η εξαφάνιση του έργου

Ο θάνατος του Ρόμπερτ Σούμαν λόγω της ψυχικής νόσου, έκανε το Γιόαχιμ να πιστεύει,  ότι το κοντσέρτο για βιολί του αποθανόντος συνθέτη ήταν επηρεασμένο από το όχι και τόσο καθαρό μυαλό του Σούμαν. Ότι ήταν  δηλαδή ένα έργο γεμάτο αντιφάσεις, αδικαιολόγητα και ανεξήγητα ξεσπάσματα. Αυτή την άποψη πέρασε και σαν «ειδικός» στην χήρα του συνθέτη, Κλάρα. Την ίδια άποψη πέρασε και στο στενό του φίλο Μπραμς. Το αποτέλεσμα ήταν  να τους πείσει να μην το συμπεριλάβουν στην πρώτη έκδοση των Απάντων του εκλιπόντος, την οποία επιμελήθηκαν οι δύο τελευταίοι. Έτσι προέκυψε- το ασύλληπτο για ολοκληρωμένο έργο του Σούμαν-  η παγκόσμια πρεμιέρα να γίνει πάνω 80 ολόκληρα χρόνια μετά το θάνατό του!  Και όλα αυτά βασίστηκαν σε μία προσωπική αποτίμηση! Σε μία παρεξήγηση!

Μέχρι και τις αρχές του 20ού αιώνα το κοντσέρτο έμεινε άγνωστο στην παγκόσμια μουσική κοινότητα. Καθώς όμως ο χρόνος και η νομοτέλεια κάποια στιγμή αποκαθιστούν την τάξη, έτσι η μοίρα έφερε την ίδια την εγγονή του Γιόαχιμ, του ανθρώπου που καταδίκασε το έργο σε εξαφάνιση, να το ανασύρει από την αφάνεια.

Στο σημείο αυτό αξίζει να παρατεθεί και η δήλωση που έκανε ο ίδιος ο Γιόαχιμ προς το τέλος της ζωής του, (χωρίς υποκειμενικό σχολιασμό): «Η Γερμανία έχει τέσσερα κοντσέρτα για βιολί: Το καλύτερο είναι αυτό του Μπετόβεν, το σοβαρότερο αυτό του Μπραμς, το πιο πλούσιο του Μπρουχ (αναφερόμενος στο πρώτο) και στην καρδιά του διαμαντιού βρίσκουμε αυτό  του Μέντελσον» (χωρίς να κάνει ούτε μία αναφορά στο κοντσέρτο του Σούμαν).

Ο Γιόσεφ Γιόακιμ
Ο Γιόσεφ Γιόαχιμ
Από την αφάνεια στην επιφάνεια

Χαρίζοντας ο Γιόαχιμ στην Κρατική Βιβλιοθήκη της Πρωσίας το χειρόγραφο, υπέδειξε να μην ανοιχθεί και να μην παιχθεί πριν συμπληρωθούν 100 χρόνια από το θάνατο του Ρόμπερτ Σούμαν.

Η δεσποινίς Yelli d’Aranyi, εγγονή του Γιόαχιμ, ισχυριζόμενη ότι έβλεπε στον ύπνο της τα φαντάσματα του Ρόμπερτ Σούμαν και του παππού της να της μιλούν για το χαμένο κοντσέρτο, έψαξε συστηματικά προς όλες τις κατευθύνσεις. Δεινή ερμηνεύτρια του βιολιού (ήταν η γυναίκα που ενέπνευσε την Τσιγγάνα του Ραβέλ), τελικά βρήκε το χαμένο χειρόγραφο το 1933. Οι πρώτες τις κινήσεις ήταν να δώσει το χειρόγραφο στον εκδοτικό οίκο Schott, ο οποίος και προχώρησε αμέσως σε εκτύπωση.

Το 1937 ο εκδοτικός οίκος Schott Music στέλνει μια κόπια  του κοντσέρτου του Ρόμπερτ Σούμαν στον Μενουχίν, ο οποίος αναγνωρίζει και αυτός το «χαμένο κρίκο στη σειρά των κοντσέρτων για βιολί». Προθυμοποιείται να αναλάβει τις διεργασίες της πρώτης παγκόσμιας πρεμιέρας. Τα πράγματα ωστόσο πήραν άλλη τροπή.

Για λόγους «εθνικής υπερηφάνειας» το Ναζιστικό Καθεστώς θεώρησε ακατάλληλη την δεσποινίδα Yelli d’Aranyi  (της οποίας η Ουγγρική υπηκοότητα ήταν ένα «πρόβλημα»)  για να εκτελέσει την Παγκόσμια Πρεμιέρα. Το ζητούμενο ήταν τα πάντα γύρω από αυτή τη νέα παγκόσμια πρεμιέρα να είναι Γερμανικά. Τελικά ήταν ο Γκέοργκ Κούλεκαμπφ (Georg Kulenkampf) αυτός που στις 26 Νοεμβρίου 1937 έφερε τις νότες του χαμένου κοντσέρτου στην επιφάνεια. Αυτό έγινε  σε συνεργασία με τη Φιλαρμονική του Βερολίνου και τις «ευλογίες» της Κρατικής Βιβλιοθήκης της Πρωσίας. Οι ίδιοι συντελεστές πραγματοποίησαν και την πρώτη ηχογράφηση του κοντσέρτου μερικούς μήνες μετά την ιστορική Παγκόσμια Πρώτη. Για την Ιστορία το σπαρτίτο για βιολί και πιάνο το έγραψε ο Πωλ Χίντεμιτ. Ακολούθησε και μια δεύτερη συναυλία τον επόμενο χρόνο, στο Λονδίνο, όπου δόθηκε η ευκαιρία στην Yelli d’Aranyi να ερμηνεύσει το έργο.

 Η ανάλυση

Το Κοντσέρτο για βιολί του Ρόμπερτ Σούμαν αποτελείται από τρία μέρη και ακολουθεί την κλασική γραμμή γρήγορο μέρος-αργό-γρήγορο. Το πρώτο μέρος, με τη ρυθμική ένδειξη In kräftigem, nicht zu schnellem Tempo, θυμίζει υφολογικά περισσότερο συμφωνία με συμμετοχή βιολιού παρά κοντσέρτο. Από τα πρώτα μέτρα της εισαγωγής το ανήσυχο πνεύμα του Φλορεστάν δηλώνει «παρών». Τα αμείλικτα τρίηχα ογδόων, τα απαιτητικά για την ορχήστρα γκλισάντι, οι τολμηρές μετατροπίες και όλα αυτά που έκαναν το Ρόμπερτ Σούμαν μεγάλο και αναγνωρίσιμο, βρίσκονται εκεί.  Μετά τη σύντομη εισαγωγή το βιολί κάνει την εμφάνισή του. Πρωταγωνιστής και συμμετέχων με την ορχήστρα ταυτόχρονα. Συνδιαλέγεται με την ορχήστρα χωρίς να την επισκιάζει απόλυτα. Έχουμε σαφώς να κάνουμε με ένα Συμφωνικό Κοντσέρτο.

Κατά την έκθεση, το πρώτο θέμα είναι φυσικά γραμμένο στην  τονική ρε ελάσσονα και το αντιθετικό δεύτερο φα μείζονα (στην επανέκθεση στη ρε μείζονα). Τα δύο θέματα είναι μεν αντιθετικά ως προς το στυλ, ωστόσο στο τμήμα της ανάπτυξης αποφεύγονται οι  «συγκρουσιακές» καταστάσεις από το συνθέτη. Στο τέλος της επανέκθεσης δεν υπάρχει η αναμενόμενη καντέντσα, γεγονός που ενισχύει τους θιασώτες της «Συμφωνικής Λογικής» στα κοντσέρτα του Σούμαν.

Το σύντομο δεύτερο μέρος, Langsam, λειτουργεί σαν ένα ιντερμέδιο ανάμεσα στα δύο γρήγορα μέρη. Γραμμένο στη σι ύφεση μείζονα, ξεκινάει με μια πολύ λυρική μελωδία από το σόλο βιολί, το οποίο πρωταγωνιστεί σχεδόν σε ολόκληρο το μέρος, μέχρι το τέλος. Το θέμα του μέρους το συναντάμε ελαφρά παραλλαγμένο στο έργο Geistervariationen για πιάνο (της ιδίας περιόδου).

Μέσα από μια μεταβατική ενότητα, το κοντσέρτο περνάει στο τρίτο μέρος, Lebhaft, doch nicht schnell, ένα ευρηματικό ροντό γραμμένο στη ρε μείζονα. Εντύπωση προκαλεί ο αξιοπρόσεκτος χαρακτήρας Πολωνέζας, ο οποίος άλλοτε δίνει στο έργο ένα χαρακτήρα ρυθμικό και δεξιοτεχνικό, άλλοτε έντονα χιουμοριστικό, άλλοτε συμβάλει στη δημιουργία ευρηματικών διαλογικών μερών.

Η αποτίμηση σε σχέση με το υπόλοιπο έργο του Ρόμπερτ Σούμαν

Γραμμένο σαν/ως ο «απόηχος» της Συμφωνίας του Ρήνου το συμφωνικό αυτό έργο παρέμεινε για 80 χρόνια στην αφάνεια δίχως να υπήρχε κάποιος μουσικός λόγος για να συμβεί κάτι τέτοιο. Αξίζει να σημειωθεί ότι το μεταγενέστερο Κοντσέρτο για βιολί (1873) του Albert Dietrich, προσωπικού φίλου του Σούμαν φέρει ομοιότητες που σχεδόν ….προκαλούν την έννοια της σύμπτωσης. Ο Dietrich ήταν ένας εκ των τριών συνθετών που έγραψαν σε πνεύμα ομαδικότητας την περίφημη Σονάτα για βιολί και πιάνο F.A.E. ( δηλαδή πάνω στις νότες Φα, Λα και Μι, ορμώμενοι από το ακρωνύμιο της φράσης  Frei aber einsam.). Οι άλλοι δύο συνθέτες ήταν ο Σούμαν και ο Μπραμς. Η σονάτα είχε γραφεί για τον Γιόαχιμ. Ήταν δηλαδή μία συλλογική σύνθεση, καρπός εργασίας των παραπάνω συνθετών.

Το Κοντσέρτο για βιολί του Ρόμπερτ Σούμαν δεν είναι το μόνο μη πιανιστικό τέτοιο έργο του συνθέτη. Υπάρχουν ακόμα το κοντσέρτο για τσέλο, η φαντασία για βιολί,  το κομμάτι κοντσέρτου για τέσσερα κόρνα (καθώς και άλλα -μικρότερης κλίμακας- έργα για πιάνο και ορχήστρα). Όλα λιγότερο δημοφιλή από το αριστουργηματικό του κοντσέρτο για πιάνο. Αυτό παραμένει ακόμα και σήμερα ως ένα ερωτηματικό: Γιατί δεν παίζεται  αυτό το κοντσέρτο ενώ όλα είναι γραμμένα τελικά με τόση ακρίβεια και σαφήνεια;
Πως δικαιολογείται μέχρι σήμερα, ένα κοντσέρτο ενός statesman της εποχής του, να μην επιλέγεται στα προγράμματα συναυλιών;
Το ερώτημα παραμένει αναπάντητο -ως προς το συγκεκριμένο έργο- μέχρι και σήμερα.

(Το κείμενο γράφτηκε με αφορμή τη γενέθλια επέτειο του Ρόμπερτ Σούμαν, 8 Ιουνίου 1810)

Πηγές:


  • Daverio, John: Robert Schumann, Grove Music Online.
  • The Cambridge Companion to the Concerto, Cambridge University Press, ed. Simon P. Keefe, New York, 2005.
  • Κύκλος Σούμαν. Τομέας Εκδόσεων Μεγάρου Μουσικής Αθηνών,2007.
Προηγούμενο άρθροΤΟ ΦΩΣ ΤΩΝ ΧΡΩΜΑΤΩΝ | Έκθεση ζωγραφικής από τον ΣΟΦΨΥ Ημαθίας (7-11/6)
Επόμενο άρθροΕικαστική έκθεση Peripatetics: Performance με την Maria Zervos και την Γιώτα Φέστα
Σπύρος Δεληγιαννόπουλος
Διδάσκων στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο. Δρ. Σύνθεσης Α.Π.Θ. Απόφοιτος επίσης των πανεπιστημίων Goldsmiths - University of London και Darmstadt Musikinstitut. Μέλος της Ένωσης Ελλήνων Μουσουργών. Συνθέτης - πιανίστας - μουσικολόγος. www.deligiannopoulos.com