"Rebeeecca" στο θέατρο Επί ΚολωνώΠρωταγωνιστούν: Χάρης Ασημακόπουλος, Κλεοπάτρα Τολόγκου, Άννα Κολιοφώτη, Γρηγόρης Χατζάκης
Σκηνοθεσία: Γρηγόρης Χατζάκης
Υπόθεση: Μία κοπέλα εργάζεται ως συνοδός μίας εύπορης κυρίας. Σε ένα ταξίδι τους στο Μόντε Κάρλο γνωρίζει έναν πλούσιο άντρα, τον Μάξιμ Ντε Γουίντερ, που έχει εγκαταλείψει την έπαυλη του, λόγω του πρόσφατου θανάτου της συζύγου του. Οι δυο τους ερωτεύονται κεραυνοβόλα, παντρεύονται και μετακομίζουν στο Μάντερλεϊ, την πολυτελή έπαυλη της οικογένειας Ντε Γουίντερ. Η κοπέλα είναι ενθουσιασμένη με τις προοπτικές που ανοίγονται μπροστά της. Μέχρις ότου μπροστά της ανοίγουν και οι πόρτες του Μάντερλεϊ. Στο καινούργιο της σπίτι θα γνωρίσει παράξενους ανθρώπους – και όχι μόνο, που θα την οδηγήσουν όλο και πιο βαθιά σε έναν στρόβιλο φόβου και αφόρητου φθόνου. Τριγυρίζοντας στην τεράστια έπαυλη, η νέα γυναίκα θα νιώθει όλο και πιο πολύ την παρουσία της να συρρικνώνεται και να εγκλωβίζεται κάτω από την επίδραση μίας απουσίας: αυτής της πρώτης κυρίας Ντε Γουίντερ, της νεκρής Ρεμπέκας.

 

 

 

Κριτική


                                                                                                     Ο έρωτας ως πεδίο εναγώνιων διεκδικήσεων…

 

Στο θέατρο Επί Κολωνώ παίζεται το κλασικό αριστούργημα της Daphne Du Maurier “Rebecca” σε διασκευή του Γρηγόρη Χατζάκη. Η γεννημένη στο Λονδίνο συγγραφέας εγκαθιδρύθηκε ως “mistress of suspense”, παρόλη την αρχική μομφή του Eliot για «διανοητική επιφάνεια» των έργων της. Το μυθιστόρημα μεταφέρθηκε με επιτυχία στην κινηματογραφική σκηνή από τον Alfred Hitchcock και τιμήθηκε με Όσκαρ καλύτερης ταινίας και φωτογραφίας το 1940. Ο μέγας κινηματογραφιστής της «αγωνίας» δόμησε στην ταινία του ένα δράμα με όλες τις ψυχικές καταδιώξεις, τους συναισθηματικούς εγκλωβισμούς και τα φροϋδικά αινίγματα. Αντίθετα, ο ταλαντούχος, ρηξικέλευθος Χατζάκης δημιούργησε μια σουρεαλιστική θεατρική φόρμα με κυρίαρχο το αποκαλυπτικό χιούμορ, ενώ στόχος του «είναι η σχέση του θεατή με την πράξη, το πόσο μπορεί να υπερβεί τα όρια του απλού παρατηρητή, στα πλαίσια που αυτός επιθυμεί».

Η υπόθεση του έργου διαδραματίζεται σε έναν τόπο-σύμβολο, στο μυθικό Μάντερλεϊ. «Ήταν το Μάντερλεϊ, μυστηριώδες και σιωπηλό καθώς πάντα με τις γκρίζες πέτρες του να λάμπουνε κάτω από το φως του φεγγαριού του ονείρου μου και τα μικρά τζάμια των παραθύρων του ν’ αντανακλούν τις πράσινες πελούζες και την ταράτσα. Ο χρόνος δεν είχε δυνηθεί να καταστρέψει την τέλεια συμμετρία της αρχιτεκτονικής του, μήτε τη στάση του που ήταν σαν κόσμημα μέσα στη χούφτα ενός χεριού». Ομώνυμη με αυτόν τον μυστηριώδη πύργο απόκρυφων μυστικών είναι και η δεύτερη ταινία της τριλογίας του Δανού Τρίερ για τις ΗΠΑ. Τα σκηνικά του Δανού εικονοκλάστη αποδομούνται, ενώ οι χώροι διακρίνονται μεταξύ τους με γραμμές από κιμωλία. Μέσα από την σατιρική, πολιτική αλληγορία του, ο Τρίερ καταδεικνύει την αμερικανική απληστία, τον ρατσισμό και την κατάχρηση εξουσίας, που οδηγεί στην αλληλοεξόντωση. Αυτό, όμως, το σπίτι στη Du Maurier λειτουργεί ως μια παγίδα συνειδήσεως, ενοχών και εγκλωβισμού σε έναν επίβουλο φθόνο: «Το σπίτι ήταν ένας τάφος, ο φόβος μας, ο πόνος μας, ήταν θαμμένοι στα ερείπιά του».

Ο πλούσιος Μάξιμ Ντε Γουίντερ, σε ένα ταξίδι του στο Μόντε Καρλο, γνωρίζει τη νεαρή και πνευματώδη συνοδό μιας πλούσιας αστής. Οι δυο νέοι ερωτεύονται κεραυνοβόλα και παντρεύονται. Ωστόσο, η επιστροφή τους στο Μάντερλεϊ θα σημαδευτεί από τη συνεχή παρουσία της απούσας νεκρής πρώην συζύγου του Ντε Γουίντερ, της Ρεμπέκα . Στην έπαυλη, θα τους υποδεχτεί ένας καλοκάγαθος, ευτραφής μπάτλερ, μια στριφνή οικονόμος και ένας ράθυμος, ανθρωπόμορφος σκύλος. Η αφελής και χαριτωμένη νέα σύζυγος θα αναζωπυρώσει μια σειρά παλιών αναμνήσεων, καθιστώντας τη σύγκριση με την επιβλητική και γοητευτική Ρεμπέκα αναπόφευκτη και ενεργοποιώντας, για ανεξιχνίαστους λόγους, το ενοχικό σύνδρομο του ανέκφραστου και αινιγματικού Ντε Γουίντερ.

Ο ανατρεπτικός νέος σκηνοθέτης διασκεύασε το κείμενο και το χειρίστηκε με μια δική του προσωπική πρόσληψη. Η χιτσκοκική κινηματογραφική μεταφορά εστίασε στην αγωνία της δράσης, διατηρώντας έντονα τα στοιχεία του αστικού δράματος, με όλες τις εσωτερικές συγκρούσεις, που αυτό προϋποθέτει. Αντίθετα, η θεατρική μεταφορά του από τον Χατζάκη εστίασε στην ψυχαναλυτική οπτική του έργου, με τρόπο χιουμοριστικό και σαρκαστικό, χρησιμοποιώντας ως κυρίαρχο εκφραστικό μέσο την ειρωνεία. Τα θεατρικά τεχνάσματα, που χρησιμοποιεί, δημιουργούν ένα φαντασιακό σύμπαν που αγγίζει τα όρια της μαύρης κωμωδίας.

Η ειδολογική κατάταξη της διασκευής είναι η παρωδία με στοιχεία γκροτέσκο. Βέβαια, όπως δηλώνει ο ίδιος ο σκηνοθέτης, σέβεται τον πυρήνα των κλασικών κειμένων που χειρίζεται, καθώς πίσω από το αιχμηρό χιούμορ κρύβεται μια σοβαρότητα και τραγικότητα. Η παρωδία, ως είδος χρησιμοποιεί το ύφος, το περιεχόμενο και το λεξιλόγιο του πρωτότυπου κειμένου, ανατρέποντας, όμως, τα εκφραστικά μέσα, για να σατιρίσει με παιγνιώδη τρόπο κάποια ηθικά και λογοτεχνικά κατεστημένα ,ασκώντας κοινωνική κριτική. Έτσι, και εδώ, ο Χατζάκης χρησιμοποιεί ένα γέλιο καθαρτικό, για να διακωμωδήσει τον αφελή ρομαντισμό της νέας συζύγου, τον σοβαροφανή Ντε Γουίντερ, την σχεδόν φρικαλέα οικονόμο και τον υποτελή μπάτλερ. Με αυτόν τον τρόπο, αποκαλύπτει τα εφήμερα πάθη των μεγαλοαστικών τάξεων, που πίσω από την πολυτέλεια κρύβουν ένα «σάπιο» βασίλειο υποκρισίας και διαπλοκής συμφερόντων και αισθημάτων. Το στοιχείο γκροτέσκο διαφαίνεται στην κυρίαρχη δυσαρμονία, που επιφέρει η συνεχής εναλλαγή του κωμικού και του γελοίου με το φρικιαστικό και το μακάβριο, με μια αποκαλυπτική αντιθετική δομή. Εξίσου πρωτότυπη ήταν η παρέμβαση του μουσουργού, καθώς και τα αφηγηματικά σχόλια επί του έργου, που ως στοιχείο μεταμυθοπλασίας και αυτοαναφορικότητας δημιούργησαν προϋποθέσεις μεταμοντερνισμού. Τα λόγια των ηρώων στο μυαλό της νεαρής συζύγου μεταφράζονται με μια εμμονοληπτική επανάληψη του ονόματος της Ρεμπέκα, στοιχείο ευφυούς σκηνοθετικού ελιγμού."Rebeeecca" στο θέατρο Επί Κολωνώ

Ευρηματική ήταν και η σκηνογραφία του Γρηγόρη Χατζάκη και του Γιώργου Χατζηνικολάου. Κυρίαρχο στη σκηνή και συνεχώς φωτισμένο ήταν το πορτραίτο της μεγάλης απούσας, της Ρεμπέκα. Το λευκό ένδυμά της άφηνε έκθετο τον ώμο της καθιστώντας κυρίαρχο το αίσθημα του πειρασμού, ενώ το παρατεταμένο δάχτυλό της σε ένδειξη σιωπής ενέτεινε το μυστήριο των απόκρυφων μυστικών. Στο πίσω μέρος του πορτραίτου φαίνονταν μόνο τα οστά της Ρεμπέκας, σύμβολο της εφήμερης ομορφιάς και της μεταφυσικής αγωνίας. Στο αποδομημένο, κατά τα προτάγματα του Τρίερ σκηνικό, δεξιά και αριστερά αιωρούνταν από διάφανες κλωστές δύο πίνακες που οριοθετούσαν το σκηνικό και οι αναπαραστάσεις τους παράλληλα αποτελούσαν τη θέα από τα ανύπαρκτα παράθυρα. Ο ένας πίνακας της ανατολικής πτέρυγας, της ζώνης των απαγορευμένων αναμνήσεων, αναπαριστούσε τη θάλασσα, λειτουργικό στοιχείο της πλοκής και παράλληλα συμβολισμός της ανήμερης τρικυμιώδους ψυχής των ηρώων. Ως ρομαντικό στοιχείο, η θάλασσα αποκαλύπτει τον διαταραγμένο ψυχισμό των ηρώων. Έτσι, η φύση είναι ιδωμένη μέσα από την ψυχή τους. Στον πίνακα της δυτικής πλευράς, που βρίσκεται η ελπίδα μιας ειρηνικής συμβίωσης με την νέα σύζυγο, αναπαρίσταται ένας κήπος με ροδόδεντρα, σύμβολο της αγνότητας και της επιθυμητής ειρήνευσης.

Ο Χάρης Ασημακόπουλος ήταν εκπληκτικός στο ρόλο του σοβαροφανή κόμη Ντε Γουίντερ. Το ανέκφραστο πρόσωπό του, σκληρό σαν προσωπείο, σχεδόν παγωμένο και η επιτηδευμένα σοβαρή και μυστικοπαθής φωνή του δημιουργούσε τις άρτιες προδιαγραφές για τη δημιουργία μιας καρικατούρας και απέσπασε το γέλιο των θεατών. Εξίσου χαρισματική η υποκριτική ικανότητα της Κλεοπάτρας Τολόγκου, που υποδύθηκε πειστικά τον ρόλο της οικονόμου. Όλη η μοχθηρία και η φρικαλεότητα που δημιουργούσε το μονίμως σφιχτό της πρόσωπο εναλλασσόταν με την βαθιά τρυφερότητα και υποτέλειά της για την Ρεμπέκα που ανέθρεψε. Μην μπορώντας τελικά να αντέξει την προδοσία της νεκρής κυρίας της από έναν νέο ευτυχισμένο συζυγικό βίο του Ντε Γουίντερ αυτοπυρπολείται μαζί με την έπαυλη σε ένα αποκορύφωμα  υποκριτικής ικανότητας. Η Άννα Κολιοφώτη χειρίστηκε επιτυχώς τον ρόλο της αφελούς και παιχνιδιάρας συζύγου ελαφραίνοντας τη σκηνή και δίδοντας στην ατμόσφαιρα διάχυτη ζωντάνια. Τέλος, ο Γρηγόρης Χατζάκης, και ως ταλαντούχος ηθοποιός, ενσάρκωσε τον υποτελή μπάτλερ και δημιούργησε ξεκαρδιστικές στιγμές δανείζοντας την φωνή του στο ράθυμο σκύλο.

Εξαιρετικά πλαισίωσε το έργο η πρωτότυπη ηλεκτρονική μουσική του Βύρωνα Κατρίτση καθώς και τα κουστούμια της Βάλης Μαυρίδη. Ο Ντε Γουίντερ ήταν ντυμένος ως ξεπεσμένος νέος «μικρός πρίγκιπας» με την κόκκινη μπέρτα να ανεμίζει κοιτώντας την θάλασσα και θυμίζοντας ζωγραφικό πίνακα. Η νεαρή σύζυγος ήταν ντυμένη σαν σχολιαρόπαιδο τονίζοντας έτσι την αφέλειά της, ενώ η οικονόμος με το πένθιμο μαύρο φόρεμα προξενούσε εύλογα αισθήματα τρόμου, διατηρώντας τον αιώνιο πένθος για την νεκρή Ρεμπέκα.

Η παράσταση ήταν άρτια και απέσπασε θερμό χειροκρότημα, αν και πρέπει να επισημανθεί ότι απευθυνόταν σε ένα υποψιασμένο κοινό που γνώριζε το μυθιστόρημα ή την ταινία, καθώς περιλάμβανε πολλά αφηγηματικά κενά. Ωστόσο, ήταν μια παράσταση που με επιτυχία θίγει καίρια ζητήματα: ζήλια, ενοχή και αθωότητα, υποκρισία των ανώτερων τάξεων, δύναμη των αναμνήσεων, εφήμερα πάθη και εγκλήματα.

 

Teaser της παράστασης



 

 

Πληροφορίες παράστασης


Συντελεστές

  • Διασκευή/Σκηνοθεσία/Σκηνογρ. επιμέλεια Γρηγόρης Χατζάκης
  • Πρωτότυπη Μουσική Βύρων Κατρίτσης
  • Κοστούμια La Reina (Βάλη Μαυρίδη)
  • Φωτισμοί Κωνσταντίνος Μπάμπης
  • Βοηθός Σκηνοθέτη Μάριος Βούρος
  • Φωτογραφίες Γιώργος Καλφαμανώλης

Παίζουν

  • Χάρης Ασημακόπουλος
  • Κλεοπάτρα Τολόγκου
  • Άννα Κολιοφώτη
  • Γρηγόρης Χατζάκης

Πρώτη παράσταση

  • Δευτέρα 11 Νοεμβρίου 2013

Ημέρες και ώρες παραστάσεων 

  • Δευτέρα & Τρίτη στις 21:15

Τιμές εισιτηρίων 

  • Κανονικό: 12,00€
  • Φοιτητικό-μαθητικό: 8,00€
  • Ανέργων: δωρεάν (συγκεκρ. αριθμός θέσεων)

Διάρκεια παράστασης 

  •  80 λεπτά

Πληροφορίες θεάτρου

  • Επί Κολωνώ- Κεντρική Σκηνή 
  • Ναυπλίου 12 & Λένορμαν 94, Κολωνός – Αθήνα, Στάση Μεταξουργείου 
  • Τηλ.: 210 5138067 
  • E-mail: xkolono@otenet.gr

 

Οι παραστάσεις συνεχίζονται μέχρι την Τρίτη 28 Ιανουαρίου 2014

 

 

 

Προηγούμενο άρθροΗ χρονιά του Frankenstein έρχεται…
Επόμενο άρθροΙθάκη, ένας φάρος αισιοδοξίας