Είμαι ένας Ρώσος συνθέτης. Η γενέτειρά μου επηρέασε το ταλέντο μου και τις αντιλήψεις μου. Η μουσική μου είναι προϊόν της ψυχοσύνθεσής μου. Είναι μουσική Ρωσική.
Σεργκέι Ραχμάνινοφ

Τα πρώτα χρόνια

Ο Σεργκέι Βασίλιεβιτς Ραχμάνινοφ (Серге́й Васи́льевич Рахма́нинов / Sergei Vasilievich Rachmaninoff) γεννήθηκε στη Ρωσία την 1η Απριλίου 1873 στο συνοικισμό Σεμιόνοβο, στην πόλη Νόβγκοροντ. Ήταν το τέταρτο από τα έξι παιδιά μιας αρκετά εύπορης οικογένειας. Ο πατέρας, Βασίλυ Ραχμάνινοφ, ήταν αξιωματικός του Ρωσικού στρατού και η μητέρα του κόρη στρατηγού.Η επαφή του Σεργκέι με το πιάνο ήταν αναπόφευκτη. Ο παππούς του, πολύ αξιόλογος ερασιτέχνης πιανίστας, είχε μαθητεύσει κοντά στον Ιρλανδό βιρτουόζο Τζων Φηλντ. Αμφότεροι οι γονείς του Σεργκέι έπαιζαν πιάνο σε καθημερινή βάση στο σπίτι. Ήδη σε ηλικία τεσσάρων ετών, υπό την καθοδήγηση της μητέρας του, ο μικρός Σεργκέι έκανε τα πρώτα του βήματα πάνω στη μουσική.

Οι γονείς Ραχμάνινοφ δεν διέκριναν σε αυτά τα πρώτα βήματα ιδιαίτερη επίδοση σε κάποιο από τα παιδιά τους. Για αυτούς η μουσική ήταν απλά μια ευχάριστη διέξοδος με τη μορφή παιχνιδιού για όλα τα μέλη της οικογένειας. Ήταν η γκουβερνάντα των έξι παιδιών, ο άνθρωπος που πρώτος παρατήρησε την κλίση του Σεργκέι στο πιάνο. Η Άννα Ορνάτσκαγια, αριστούχος απόφοιτη της μουσικής σχολής της Αγίας Πετρούπολης, ανέλαβε το μικρό Σεργκέι σε ηλικία επτά ετών. Από την αρχή έμεινε έκπληκτη από το μουσικό ένστικτο του καινούργιου της μαθητή.

Οι πρώτες δυσκολίες του νεαρού Ραχμάνινοφ

Ο (πατέρας) Βασίλυ Ραχμάνινοφ εγκαινίασε μια αλυσίδα ψυχολογικών τραυματικών εμπειριών στη ζωή του υιού του. Ο ίδιος ο υιός Σεργκέι  παραδέχτηκε δεκαετίες αργότερα πως αυτές διαμόρφωσαν καθοριστικά την ψυχοσύνθεσή του  και την ανάγκη να εκφράζεται μέσω της μουσικής. Το πάθος του Βασίλυ Ραχμάνινοφ για τη χαρτοπαιξία, τον οδηγεί σε οικονομική καταστροφή το 1882. Αναγκάζεται να εκποιήσει όλη την προίκα της γυναίκας του για να γλυτώσει από τα παράνομα και υπέρογκα χρέη.
Η οικογένεια μετακομίζει σε ένα μικρό σπίτι στην Αγία Πετρούπολη, η οποία όμως εκείνη την εποχή μαστίζεται από επιδημία διφθερίτιδας. Τρία από τα παιδιά –μεταξύ των οποίων και ο Σεργκέι- προσβάλλονται αμέσως. Ο Σεργκέι και ο αδελφός του Βλαντιμίρ διαφεύγουν τον κίνδυνο.  Ο τραγικός θάνατος όμως της αδερφής του Σοφίας, δίνει το τελειωτικό χτύπημα στον κλονισμένο γάμο των γονιών του.

Σε αυτή την ευαίσθητη ηλικία ο Σεργκέι χάνει την αδερφή του και αμέσως μετά βλέπει τον πατέρα του να τους εγκαταλείπει. Μοναδική όαση χαράς αυτές τις δύσκολες στιγμές αποτελεί η γιαγιά του. Τις Κυριακές τον παίρνει μαζί της στην εκκλησία του Νόβγκοροντ, όπου παρακολουθούν μαζί τη Θεία Λειτουργία. Εκεί ο Σεργκέι έρχεται για πρώτη φορά σε επαφή με τη θρησκευτική μουσική και τον ήχο που παράγουν οι καμπάνες. Αυτά τα  ερεθίσματα  θα τον επηρεάσουν με ανεξίτηλο τρόπο. Τα επόμενα χρόνια  θα παίξουν πρωταγωνιστικό ρόλο στο συνθετικό ιδίωμα που θα αναπτύξει ο Ραχμάνινοφ.

Ο Σεργκέι Ραχμάμινοφ επί σκηνής.
Ο Σεργκέι Ραχμάμινοφ επί σκηνής.
Από το Σιλότι στον Τσαϊκόφσκι

Αντιλαμβανόμενος ότι η μουσική είναι μια διέξοδος που τον γεμίζει μεγάλη χαρά, το 1883 γράφεται στα προπαρασκευαστικά τμήματα της Μουσικής Ακαδημίας της Αγίας Πετρούπολης.  Η φοίτησή του όμως αποδεικνύεται προβληματική, καθώς αδυνατεί να προσαρμοστεί στο μουσικό εκπαιδευτικό σύστημα της Ακαδημίας. Αποτυγχάνει πλήρως στις κατατακτήριες εξετάσεις και τελικά απειλείται με διακοπή της υποτροφίας και ενδεχόμενη διαγραφή από την ακαδημία. Σε αυτή την κρίσιμη καμπή, η μητέρα του Ραχμάνινοφ έρχεται σε επαφή με τον ανιψιό της Αλεξάντερ Σιλότι, καθηγητή μουσικής στην Ακαδημία της Μόσχας και μαθητή του Λιστ. Ο Σιλότι συστήνει τον Ραχμάνινοφ στο συνεργάτη του και καθηγητή πιάνου στην ακαδημία Νικολάι Ζβέρεφ, ο οποίος και συμφωνεί να αναλάβει το Σεργκέι ως μαθητή.

Φθινόπωρο του 1885, ο Ραχμάνινοφ μετακομίζει στο σπίτι του Ζβέρεφ. Εκεί συγκατοικεί μαζί με άλλα δύο παιδιά-θαύματα στη μουσική, τον Λεονίν Μαξίμοφ και τον Ματβέι Πρέσμαν. Οι συνθήκες μελέτης στο σπίτι του Ζβέρεφ είναι εξοντωτικά απαιτητικές. Αναρίθμητες ώρες μελέτης σε καθημερινή βάση και επίσκεψη σε καλλιτεχνικά γεγονότα, συναυλίες και διαλέξεις περί μουσικής. Για πρώτη φορά ο Ραχμάνινοφ ακούει τον μεγάλο πιανίστα Άντον Ρουμπινστάιν να παίζει. Παρακολουθεί το σπουδαίο θεωρητικό Σεργκέι Τανιέγιεφ να αναλύει και τελικά γνωρίζει τη θρυλική μορφή της Μόσχας, τον Πιότρ Ίλιτς Τσαϊκόφσκι.

Οι πρώτες συνθετικές απόπειρες

Την επόμενη χρονιά, 1886, ο Ραχμάνινοφ γίνεται δεκτός στην Ακαδημία της Μόσχας. Μελετά πιάνο με το Σιλότι, αρμονία με τον Άντον Αρένσκυ, αντίστιξη με τον Τανιέγιεφ και εκκλησιαστική μουσική με τον Στεπάν Σμολένσκι. Ζώντας και δρώντας σε ένα περιβάλλον αμιγώς μουσικό, όπου τα ερεθίσματα ήταν καταιγιστικά και όντας υπερευαίσθητος,  η στροφή προς τη σύνθεση ήταν μια πολύ φυσική κατάληξη. Το πρώτο του κομμάτι το γράφει το 1886. Πρόκειται για ένα σύντομο πιανιστικό έργο αφιερωμένο στον Πρέσμαν. Το χειρόγραφο έχει χαθεί, ενώ και οι πληροφορίες των δευτερογενών πηγών γύρω από το έργο είναι συγκεχυμένες.

Τον επόμενο χρόνο,1887, ο Ραχμάνινοφ αρχίζει να συνθέτει σε τακτική βάση. Αρχικά γράφει μικρές φόρμες αποκλειστικά για πιάνο. Γράφει νυχτερινά, ρομάντζες,πρελούδιο, μελωδίες,καθώς και λίγες συλλογές τραγουδιών. Όλα χωρίς την ένδειξη opus. Μη έχοντας ακόμα εμβαθύνει τις σπουδές του στα ανώτερα θεωρητικά, ίσως επειδή ο Ζβέρεφ τον αντιμετωπίζει μόνο ως πιανίστα, συνεχίζει  να γράφει  έργα για σόλο πιάνο.

https://www.youtube.com/watch?v=FDSDprWUl9Q

Το opus 1

Το 1889, ο Ραχμάνινοφ τολμάει για πρώτη φορά να πειραματιστεί σε μεγαλύτερες φόρμες. Δουλεύει αποκλειστικά πάνω στο πρώτο του κουαρτέτο εγχόρδων. Παράλληλα  σκιτσάρει και σε ένα κονσέρτο για πιάνο και ορχήστρα. Αμφότερες αυτές οι  συνθέσεις, αν και εγκαταλείφθηκαν στην πορεία, θεωρούνται σημαντικές καθώς του έδωσαν την ώθηση να τολμήσει να γράψει κάτι μεγαλύτερο και πολυπλοκότερο. Το περιεχόμενο της εργογραφίας του Ραχμάνινοφ διευρύνεται κι άλλο το 1890. Γράφει τρεις ρομάντζες για σύνολα μουσικής δωματίου, το συμφωνικό ποίημα Μάνφρεντ (χαμένο), το πρώτο του μοτέτο (Deus Meus για 6 φωνές) και αρκετά τραγούδια. Η επιστροφή του στη σύνθεση για πιάνο δε συνοδεύεται από κάποιο σόλο αυτή τη φορά, αλλά από ένα βαλς για τρεις εκτελεστές (6 χέρια).

Τον Ιούλη του 1891 έρχεται η ώρα για το πρώτο opus (πολύ σημαντική στιγμή για κάθε συνθέτη), όταν ο Ραχμάνινοφ γράφει το πρώτο από τα πέντε του μεγάλα έργα για πιάνο και ορχήστρα.
Το Κονσέρτο για πιάνο και ορχήστρα αρ. 1 σε φα δίεση ελάσσονα, συμπεριλαμβάνεται στο φάκελο έργων που υποβάλει στην Ακαδημία στα πλαίσια των απολυτήριων εξετάσεων στη σύνθεση. Το άλλο μεγάλο έργο του φακέλου είναι η μονόπρακτη όπερα Αλέκο, βασισμένη στους Τσιγγάνους του Πούσκιν, η οποία και του χαρίζει το Χρυσό Μετάλλιο της ακαδημίας.

Ο πρώτος μεγάλος θρίαμβος, απόρροια σκληρής δουλειάς

Το κονσέρτο παρουσιάζεται σε παγκόσμια πρεμιέρα στις 17 Μαρτίου 1892 στην αίθουσα τελετών της Ακαδημίας της Μόσχας. Πρόκειται για τις  διπλωματικές εξετάσεις του Ραχμάνινοφ, με τον ίδιο στο πιάνο και μαέστρο το διευθυντή της Ακαδημίας Βασίλη Σαφόνοφ. Το έργο αυτό αποτελεί, πέρα από τον αναμφισβήτητο θρίαμβο, ένα σαφέστατο αντικατοπτρισμό των σπουδών που είχε πραγματοποιήσει όλα αυτά τα χρόνια ο Ραχμάνινοφ. Σε όλη τη διάρκεια του έργου υπάρχουν ξεκάθαρες αναφορές στα κονσέρτα των Αρένσκυ, Ρίμσκυ-Κόρσακοφ, Γκρηγκ, Μπαλακίρεφ και Ρουμπιστάιν.

Ο Μοσχοβίτης εκδότης Γκάθελ ζητά αμέσως το έργο για έκδοση, το οποίο τυπώνεται το φθινόπωρο του 1893 ως Κονσέρτο για πιάνο και ορχήστρα σε φα δίεση ελάσσονα αρ.1, φέροντας κάτω από τον τίτλο την ένδειξη «opus 1». Με το πέρασμα των χρόνων,  ο Ραχμάνινοφ αντιλαμβάνεται ότι το έργο σε αυτή την αρχική του μορφή, δεν αποτελεί πάρα ένα μείγμα ιδεών από κονσέρτα τα οποία είχε μελετήσει ως πιανίστας. Κάνει αρχικά μερικής έκτασης αναθεωρήσεις πάνω στο αρχικό χειρόγραφο κατά το έτος 1908. Το ξαναγράφει σχεδόν από την αρχή, το 1917, επιφέροντας εκτεταμένες αλλαγές τόσο σε δομικό όσο και ενορχηστρωτικό επίπεδο. Σε αυτή την τελική του μορφή το παρουσίασε ο ίδιος στη Νέα Υόρκη το 1919 και εκδόθηκε στη συνέχεια από τον εκδοτικό οίκο Boosey & Hawkes.

Η πρώτη άνοδος και  οι πρώτες απώλειες στη ζωή του Ραχμάνινοφ

Η μεγάλη δημοσιότητα που γνώρισε ο Ραχμάνινοφ μετά την επιτυχία του κονσέρτου και της όπερας είχε θετικές επιδράσεις στη δημιουργία του. Τον οδήγησε σε μια έκρηξη παραγωγικότητας. Μέσα σε μόνο λίγους μήνες γράφει τα έργα: Πρελούδιο και Ανατολίτικος Χορός για τσέλο και πιάνο έργο 2, Πέντε Κομμάτια Φαντασίας για πιάνο έργο 3. Επίσης:  Σουίτα για 2 πιάνα αρ. 1 έργο 5, Ρομάντζα και Ουγγρικός Χορός για βιολί και πιάνο έργο 6, 6 τραγούδια έργο 8, και το συμφωνικό ποίημα Ο Βράχος εμπνευσμένο από κείμενα του Τσέχοφ έργο 7.

Το τελευταίο έργο, το Βράχο, επρόκειτο να το διευθύνει ο ίδιος ο Τσαϊκόφσκι. Ο αιφνίδιος όμως θάνατός του (μόλις ένα μήνα πριν είχε πεθάνει και ο Ζβέρεφ), βύθισε το Ραχμάνινοφ σε πολύ μεγάλη θλίψη. Αυτή την έντονη συγκινησιακή φόρτιση, τη μετουσίωσε σε καλλιτεχνική εμπειρία μέσα από τις απαράμιλλης εκφραστικότητας σελίδες του Ελεγειακού τρίο έργου 9. Το έργο αφιέρωσε στη μνήμη του εκλιπόντος κορυφαίου μουσουργού.

Ελεύθερος καλλιτέχνης πλέον ο Ραχμάνινοφ και έχοντας χάσει και τους δύο μέντορές του, αισθάνεται απελπισμένος και ανασφαλής. Η συνθετική παραγωγή του μειώνεται αισθητά τα επόμενα δύο χρόνια. Η αγωνία του για άνοδο και επιβεβαίωση λειτουργεί πλέον πιεστικά. Ανάγει την ολοκλήρωση της πρώτης του συμφωνίας σε προσωπικό στοίχημα. Θεωρεί ότι μόνο με επιτυχία του έργου θα ανοιχθούν νέοι ορίζοντες στην καριέρα του. Κάτι τέτοιο, δυστυχώς για το Ραχμάνινοφ δε συνέβη.

Η ατυχής παγκόσμια πρεμιέρα της Συμφωνίας αρ.1

Η πρεμιέρα της Συμφωνίας αρ.1 έργου 13 ήταν το απόλυτο φιάσκο. Η πρώτη εκτέλεση ήταν μια πλήρης αποτυχία. Προκάλεσε μόνο αρνητικές κριτικές. Σύμφωνα με μαρτυρίες ο Γκλαζούνοφ διεύθυνε μεθυσμένος. Η κλονισμένη ψυχική υγεία του Ραχμάνινοφ δεν μπόρεσε να το αντέξει. Θεωρώντας πως έχει οδηγηθεί σε καλλιτεχνικό αδιέξοδο και ότι αδυνατεί να ανέλθει περαιτέρω, καταρρέει.

Τα έργα που έχει γράψει μέχρι εκείνη τη στιγμή ο Ραχμάνινοφ, αποτελούν  την «περιπλάνηση» που οφείλει να κάνει κάθε νέος συνθέτης στο ξεκίνημά του.  Βλέπει στην αποτυχημένη πρεμιέρα της συμφωνίας του το τέλος της καριέρας του. Στην πραγματικότητα δεν είναι παρά το τέλος της εποχής που ήταν ο εξαιρετικά ταλαντούχος και πολλά υποσχόμενος φοιτητής της Ακαδημίας. Η εποχή αυτή,  η  «πρώτη συνθετική περίοδος» του Ραχμάνινοφ, φτάνει στο τέλος της τη στιγμή της κορύφωσης της. Με τη Συμφωνία αρ.1 . Η συμφωνία αυτή  αξιολογείται σήμερα ως η πιο ώριμη έκφανση αυτής της περιόδου και έχει εδραιωθεί στα πόντιουμ όλων των μεγάλων φιλαρμονικών.

Η προσφυγή στην ψυχανάλυση

Στις αρχές του 1900, ο Ραχμάνινοφ επισκέπτεται τον ψυχαναλυτή και υπνοθεραπευτή Δρ. Νικολάι Νταλ, (μια από τις πλέον αινιγματικές μορφές στη ζωή του) προσπαθώντας να βρει μια διέξοδο στο αδιέξοδο που τον οδηγούσαν τα υπαρξιακά του προβλήματα. Μετά από μήνες θεραπείας, στη διάρκεια της οποίας επισκέπτεται το Δόκτορα Νταλ σε καθημερινή βάση, πλούσιες συνθετικές ιδέες τον κατακλύζουν και η μουσική ρέει και πάλι άφθονη από την πένα του! Είναι η ίδια μουσική που έγραφε πριν από την κρίση που διέρχονταν αλλά και συνάμα διαφορετική, πιο ώριμη, πιο μεστή, πιο τεκμηριωμένη. Μόλις τότε ξεκινούσε η «δεύτερη συνθετική περίοδος». Κορωνίδα αυτής της περιόδου θεωρείται το Κοντσέρτο για πιάνο αρ. 2, εργο 18, σε ντο ελάσσονα και η σουίτα για δύο πιάνα (επίσης) σε ντο ελάσσονα.

Η  δημοσιότητα εκτός Ρωσίας

Οι πρώτες προτάσεις για εκτέλεση του 2ου Κοντσέρτου στην Ευρώπη έρχονται  από Λονδίνο και Λιψία. Ο Ραχμάνινοφ έχει εισέλθει και πάλι σε φάση ακμής. Εχει τη δυνατότητα να χτίζει και πάλι τη ζωή του όπως πραγματικά εκείνος επιθυμεί. Παντρεύεται τη Νατάλια Σάτινα την επόμενη χρονιά, 1902. Κατά το μήνα του μέλιτος, το ζευγάρι επισκέπτεται τη Βιέννη, τη Βενετία, τη Λουκέρνη και το Μπαϋρόιτ, όπου παρακολουθούν έργα Βάγκνερ. Τις εμπειρίες του από αυτό το ταξίδι ο Ραχμάνινοφ τις αποτυπώνει κατά τη διάρκεια του ταξιδιού. Συνθέτει τα Δώδεκα Τραγούδια έργο 21 και μετά το ταξίδι τις Παραλλαγές σε ένα θέμα του Σοπέν έργο 22 και τα Πρελούδια έργο 23.

site

Το άρθρο συνεχίζεται στο 2ο μέρος.

 

Σημαντική σημείωση: Απαγορεύεται αυστηρά η συνολική ή μερική αναπαραγωγή του κειμένου χωρίς την έγγραφη άδεια του εκδότη. Το κείμενο είναι μελέτη του συγγραφέα και αυτή είναι η πρώτη δημοσίευση, το Artic.gr διατηρεί κάθε νόμιμο δικαίωμα.

 

Διαβάστε περισσότερα Μουσικά αφιερώματα εδώ

 

Προηγούμενο άρθροBU21 του Stuart Slade – Πανελλήνια πρώτη σε σκηνοθεσία Θοδωρή Βουρνά
Επόμενο άρθροΟ Ζητιάνος από την ομάδα Anima στο θέατρο Από Μηχανής
Σπύρος Δεληγιαννόπουλος
Διδάσκων στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο. Δρ. Σύνθεσης Α.Π.Θ. Απόφοιτος επίσης των πανεπιστημίων Goldsmiths - University of London και Darmstadt Musikinstitut. Μέλος της Ένωσης Ελλήνων Μουσουργών. Συνθέτης - πιανίστας - μουσικολόγος. www.deligiannopoulos.com