Πρόσφατα διάβασα τη συλλογή διηγημάτων της Βασιλική Πέτσα Μόνο το Αρνί (2015), η οποία θεματοποιεί συλλογικά βιώματα της Ελλάδας από την δεκαετία του ’40 μέχρι και την μεταπολίτευση μέσα από τις μικρο-ιστορίες περιθωριακών υποκειμένων της ελληνικής υπαίθρου. Η εμφατική χρήση της ελληνικής περιφέρειας ως τόπου εκτύλιξης της δράσης από νέους συγγραφείς, ταυτόχρονα με τη προτίμηση της σύντομης φόρμας, παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον.[i] Έπεται μίας ‘κεντρόφυγης τάσης’[ii] στην ελληνική πεζογραφία από το 1974 και εξής, στην οποία η αφηγηματική δράση τοποθετούταν εκτός της Αθηναϊκής μητρόπολης, σε πόλεις του εξωτερικού. Αυτή η απροσδόκητη στροφή στην επαρχία, με οδηγεί σε μια παράλληλη ανάγνωση δύο εκ των πλέον αναγνωρισμένων εκφάνσεών της: τη συλλογή διηγημάτων Μόνο το Αρνί και Το αστείο (2012) του Γιάννη Παλαβού.

Αχ! κατεβάζοντάς τηνε οι τέσσεροι απ’ το βράχο,

κανείς δεν την ακλούθαε πάρεξ το αρνί μονάχο,
[…] Με το κουδούνι στο λαιμό εις τους γκρεμούς περπάτει·

ντιν ντιν κουδούνιζε κοντά εις το στερνό κρεβάτι.

Ετούτη είναι, κόρη μου, η όμορφη παιδούλα,

οπού ’χε στα ξανθά μαλλιά νεοθέριστη μυρτούλα.

—Δ. Σολωμός

Βασιλική Πέτσα, Μόνο το αρνί & Γιάννης Παλαβός, Το αστείο
Στροφή στην ελληνική περιφέρεια;


Μόνο το Αρνί:

Ο τίτλος της συλλογής είναι εμπνευσμένος από το ρομαντικότροπο ποίημα του Δ. Σολωμού ‘Ο θάνατος της ορφανής’ στο οποίο το αρνί, ανέγγιχτο ‘απ’ των ανθρώπων τις χαρές μα και τις λύπες’ όπως γράφει η Πέτσα, ακολουθεί την νεκρική περιφορά της νεαρής κοπέλας θρηνώντας τον χαμό της. Παρομοίως, το Μόνο το Αρνί αποτελεί ένα είδος θρήνου τραυματικών στιγμών της πρόσφατης ελληνικής ιστορίας μέσω της μνημονική ανασυγκρότησής τους. Συνδέοντας αρμονικά ένα πολύμορφο και πολυφωνικό υλικό αποτελούμενο από προσωπικές εμπειρίες, μνήμες και μαρτυρίες τρίτων, η συγγραφέας δεν νοσταλγεί τον ‘απολεσθέντα παράδεισο’ της ελληνικής υπαίθρου αλλά καταγράφει τις εντάσεις και τις συγκρούσεις στη Θεσσαλική κοινότητα. Υπό αυτή την έννοια—δίχως να επιχειρώ μια ευθεία σύνδεση της ιστορικής πραγματικότητας και της λογοτεχνικής αναπαράστασης—το ασφυκτικό κλίμα της συλλογής και τα περιγραφόμενα φαινόμενα σωματικής ή/και ψυχολογικής βίας αναπόφευκτα παραπέμπουν στο δυσχερές παρόν της ελληνικής κοινωνίας. Η παθογένεια της σύγχρονης ιστορικής στιγμής είναι αυτή που προκαλεί την καλλιτεχνική συγγραφική κατάδυση σε λησμονημένες ‘εθνικές εμπειρίες’ μέσα από ατομικές εξομολογήσεις, αναδεικνύοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο, όχι τόσο εξηγητικά σ
χήματα αιτίου-αιτιατού, αλλά περισσότερο τη διαχρονικότητα των φαινομένων αυτών.

Ας επιχειρήσουμε μια σύντομη περιδιάβαση στα διηγήματα της συλλογής.  Το πρώτο διήγημα, ‘Κόραξ εξελθών’, αισθητοποιεί την ταραγμένη δεκαετία του ’40, την Αντίσταση και τον εμφύλιο σπαραγμό, μέσα από το κοσμοαντιληπτικό πρίσμα ενός από τους πρωταγωνιστές του ‘αγώνα’ από το στρατόπεδο της Αριστεράς ενός αγώνα που διαγράφεται μάταιος, χωρίς νικητές και ηττημένους, με παρακαταθήκη ανεπούλωτα τραύματα στο παρόν. Ευρύτερα, στο επίκεντρο της συλλογής τίθενται οι ενδοοικογενειακές προστριβές, οι οποίες, θεωρούμενες σε διαφορετικά χρονικά επίπεδα, αποκαλύπτουν τη διαχρονικότητα των αγκυλώσεων ή/και νευρώσεων της ελληνικής οικογένειας. Το πιο εύστοχο—μορφικά και θεματικά—διήγημα της συλλογής ‘Φίδι στον Κόρφο’, αποδίδει την ειλικρινή εξομολόγηση των μελών μιας οικογένειας, η οποία χειμάζεται από τις πολιτικές έριδες και την κοινωνική υποκρισία της δεκαετίας του ’60. Η τριπλή εστίαση (οι αφηγήσεις του πατέρα, του γιου και της μητέρας στοιχειοθετούν το οικογενειακό μωσαϊκό) αισθητοποιεί τους διαφορετικούς τρόπους με τους οποίους η περιστολή της ελευθερίας και ο κοινωνικός έλεγχος διοχετεύεται στο οικογενειακό περιβάλλον υπό τη μορφή κρυμμένων μυστικών και εντάσεων που κλυδωνίζουν τον ψυχισμό των χαρακτήρων.

Η Βασιλική Πέτσα, συγγραφέας του «Μόνο το αρνί»
Η Βασιλική Πέτσα, συγγραφέας του «Μόνο το αρνί»

Η αίσθηση ασφυξίας διαποτίζει το κείμενο και εκφράζεται με την χρήση ευρηματικών μεταφορών με πρωταγωνιστές ζώα—σε αντιστοιχία με τους τίτλους των διηγημάτων και του βιβλίου. Τα ζώα σηματοδοτούν ψυχικές καταστάσεις και ατομικές συμπεριφορές και ταυτίζονται με ή εγγράφονται στο σώμα των ηρώων πρβλ. τη φράση ‘αλλά το φίδι πάλι το φίδι να στριφογυρνάει στην καρδιά’, η οποία αισθητοποιεί την καταπίεση του πατέρα μέσα στον ασφυκτικό οικογενειακό και κοινωνικό κλοιό. Έπειτα, στη κατακλείδα της συλλογής ‘Άνθρωποι και σκύλος’, το δίπολο άστυ-ύπαιθρος διαγράφεται με σαφήνεια κατά την περίοδο της μεταπολίτευσης. Οι χαρακτήρες βιώνουν ένα είδος ‘εξορίας’ και ξενότητας στην ελληνική περιφέρεια, ο κλοιός της οποίας περιστέλλει τις ζωτικές τους δυνάμεις. Συνακόλουθα, κάποιοι τρέπονται σε φυγή—με μεγαλύτερες η μικρότερες απώλειες—ενώ άλλοι εγκλωβίζονται σε μια καταθλιπτική στάση, έχοντας ‘μια λάμψη [στα μάτια] που έσβηνε πριν φεγγίσει’.

Ως προς τις αισθητικές επιλογές της συγγραφέως, η γλώσσα της συλλογής είναι εξαιρετικά επεξεργασμένη και συναρμόζεται άρτια με την απλότητα και διαφάνεια ύφους. Ταυτόχρονα, το δύσκολο εγχείρημα της αφομοίωσης της ντοπιολαλιάς της Θεσσαλικής υπαίθρου (κυρίως) στο πρώτο διήγημα είναι εν πολλοίς πετυχημένο, αν και σε ορισμένα σημεία εγγίζει την επιτήδευση. Ουσιώδες χαρακτηριστικό της γραφής της—έκδηλο στο πρώτο διήγημα, σπερματικά ενυπάρχον στα υπόλοιπα—μπορεί να θεωρηθεί η ποιητικότητα του λόγου και ενίοτε ο ρυθμός στα πρότυπα του ιαμβικού δεκαπεντασύλλαβου (τι μ’ ένοιαζε, σι λέω ιγώ, τι σήμασία να ‘χει…).  Ιδιαίτερα εύστοχη είναι η άρθρωση μακροσκελών προτάσεων χωρίς σημεία στίξης, ο οποίες αποτυπώνουν τις συναισθηματικές μεταπτώσεις των ηρώων, οξύνοντας παράλληλα την αναγνωστική εγρήγορση Ο πανικός της μικρής Ρηνιώς, λόγου χάρη, στο διήγημα ‘Ο καθένας άλογο’ αισθητοποιείται άρτια με μια πρόταση τεσσάρων σελίδων που διαβάζεται δίχως ανάσα. Εν γένει, το βιβλίο της Πέτσα σκιαγραφεί ‘πορτρέτα μιας υπαίθριας πινακοθήκης’, όπως η ίδια γράφει. Φέρνοντας στο προσκήνιο φθαρμένες (μυθ)ιστορίες και αφανείς προσωπικές στιγμές, χαρτογραφεί ιστορικές εμπειρίες όπως αυτές έχουν αποτυπωθεί στη πολιτισμική μνήμη.

39185_1

Καθίστε ήρεμα στο τραπεζάκι της

Και παραγγείλετε ένα βαρύγλυκο.

—Κώστας Μόντης, ‘Ζωή’ (ως σημαίνουσα κεφαλίδα του Αστείου)

Το αστείο:

Η λογοτεχνική ποιότητα της συλλογής διηγημάτων του Γιάννη Παλαβού αναγνωρίστηκε ομόφωνα, χαρίζοντάς του το βραβείο διηγήματος το 2012. Όπως και η Πέτσα, ο Παλαβός ενσωματώνει στην αφήγηση βιογραφικά στοιχεία από την ιδιαίτερη πατρίδα του, το Βελβεντό Κοζάνης, και τοποθετεί την δράση των διηγημάτων του στο (εγγύς) παρελθόν και κατά κύριο λόγο στην μακεδονική ύπαιθρο. Εντούτοις, η αφήγησή του δεν διαμορφώνεται από την ιστορική εμπειρία, στο βαθμό που συμβαίνει στο έργο της Πέτσα. Στο Αστείο υιοθετεί τη μικρή φόρμα, αγγίζοντας τα όρια της αφαίρεσης, δίνοντας στα διηγήματά του τη μορφή της αστραπιαίας μυθοπλασίας (flash fiction). Έτσι, ορισμένα έχουν την έκταση μιας παραγράφου ή σελίδας και έχουν θεωρηθεί πεζοποίηματα.[iii] Από πλευράς περιεχομένου, το αστείο έχει δύο ευκρινείς αλλά αλληλοδιαπλεκόμενους άξονες: το δίπολο άστυ-ύπαιθρος και πραγματικότητα-φαντασία (ή μαγικός ρεαλισμός).

Ξεκινώντας από το πρώτο, όπως προανέφερα, τα περισσότερα διηγήματα διαδραματίζονται στην ελληνική ύπαιθρο, θεματοποιούν την επιστροφή/διαπραγμάτευση ανθρώπων του άστεως με τα χωριά τους, ενώ λιγότερα αφορούν τους ονειροπόλους κατοίκους της πόλης και τα νοερά τους ταξίδια. Όπως και στο έργο της Πέτσα, η επαρχία δεν επενδύεται με φολκλόρ ή νοσταλγικό χαρακτήρα, αλλά αποτελεί πεδίο δράσης σκοτεινών δυνάμεων, εντάσεων, θανάτου και βίας. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του διηγήματος στο οποίο η αποσύνθεση της οικογένειας εξωτερικεύεται με κωμικοτραγικές πράξεις βίας, που εγγράφονται στην καθημερινότητα ως αναπόσπαστο τμήμα της, και οδηγεί τον ήρωα στην πατροκτονία. Ακόμη, έκδηλη είναι η ανάγκη φυγής από το κατασταλτικό επαρχιακό πλαίσιο—‘Δεν μπορώ το Βελβεντό’ εξομολογείται ο αφηγητής στο διήγημα ‘Νίκος Τσούμπας’. Οι προσδοκίες των ηρώων διαψεύδονται, κι αυτοί προσκρούουν σε ερωτικά (και όχι μόνο) αδιέξοδα, συχνά καταλήγοντας να (επι)ζουν ως μονάδες.

Εντούτοις, η γραφή του Παλαβού έρχεται να ταράξει τα βαλτωμένα νερά της ελληνικής περιφέρειας με την εισαγωγή του φανταστικού στοιχείου: ο Τάκης ο Βλαστός σαν άλλος Benjamin Button ζει τη ζωή του σε αντίστροφη πορεία και εξαφανίζεται με ένα ‘παφ’ πίνοντας από το μητρικό γάλα του παιδιού του ο Θάνος ξυπνά μεταμορφωμένος σε συρραπτικό ενώ η γιαγιά, πριν πεθάνει οριστικά, επιστρέφει στα είκοσι της χρόνια και καπνίζει το τελευταίο της τσιγάρο φιλοσοφώντας για τη ζωή με τον αναίσθητο εγγονό της. Ο μαγικός ρεαλισμός του Παλαβού προβάλλει το αλλόκοτο και μη πραγματικό σε ένα ρεαλιστικό φόντο—του οποίου η περιγραφή είναι εξαιρετικά ακριβής—ως κάτι κοινότοπο και καθημερινό. Η πραγματικότητα και μαγική υπέρβασή της ενώνονται αξεδιάλυτα. Το υπερφυσικό στοιχείο αναδεικνύει τις κρυμμένες πτυχές της πραγματικότητας, την απορρυθμίζει, ανατρέπει τις αναγνωστικές προσδοκίες (ως παράγοντας έκπληξης), και συχνά επιλύει, έστω και παροδικά, τα αδιέξοδα των χαρακτήρων. Απέναντι σε μία πραγματικότητα που πληγώνει, η διέξοδος φαίνεται να βρίσκεται σε λύσεις μη συμβατικές, που αναγνωρίζουν το απρόβλεπτο ως εγγενές στοιχείο της ζωής όπως δηλώνει ο γουλιανός με τα μαύρα γυαλιά και το τσιγάρο που μύριζε παράξενα ‘μπου ντουνιά τσαρκ φιλέκ’, δηλαδή αυτός ο κόσμος είναι σφαίρα και γυρίζει.

Ο Γιάννης Παλαβός, συγγραφέας
Ο Γιάννης Παλαβός, συγγραφέας της συλλογής διηγημάτων «Αστείο»

Στο Αστείο το επαρχιακό φόντο επενδυμένο με στοιχεία υπερφυσικά, ευθυγραμμίζεται με μία έντονη τάση επιστροφής στο παρελθόν. Ο Παλαβός επισκέπτεται το πρόσφατο παρελθόν της χώρας, από τη χούντα μέχρι τα 90s, καταγράφοντας από τη μόδα της heavy metal μουσικής μέχρι και την απόπειρα εκσυγχρονισμού της χώρας με ‘Νεοδημοκράτες’ και ΄Πασόκους’. Ταυτόχρονα, οι ίδιοι οι ενήλικοι ήρωες αναζητούν ή επιστρέφουν στα χρόνια της νιότης  η γιαγιά διεκδικεί το δικαίωμά της στη ζωή (και το περπάτημα) γραπώνοντας το αναπηρικό Πι ο παντρεμένος Τάκης χώνεται στο πατάρι με Μίκυ Μάους και Αλμανάκο και η κρυφή απόλαυση του Βασίλη συμπυκνώνεται στον αυνανισμό με τον κατάλογο εσωρούχων ‘La Redoute’ του 1994. Για τους εγκλωβισμένους ήρωες του Παλαβού, ‘το μέλλον είναι ένα σχήμα κλειστό’, ενώ το παρόν είναι βαθιά συγκρουσιακό και προβληματικό. Έτσι, η συλλογή συνομιλεί υπογείως με τη ‘κρίσιμη’ πολιτική κατάσταση, τις ‘χαμένες μέρες’ και τις εντάσεις στην ελληνική κοινωνία του σήμερα.

***

Οι δύο συλλογές διηγημάτων είναι ουσιωδώς διαφορετικές, υφολογικά και θεματολογικά. Εντούτοις, η κοινή έμφαση στην αποτύπωση στιγμιότυπων του επαρχιακού βίου από το εγγύς παρελθόν—εντονότερα στο Μόνο το αρνί, όπου ανασυγκροτούνται χαμένες πολιτισμικές μορφές ζωής—δεν είναι τυχαία. Πρόκειται μάλλον για την έκφραση συλλογικών καλλιτεχνικών προβληματισμών για το ελλαττωματικό παρόν μιας χώρας μέσω μιας ‘αντίστροφης νοσταλγίας’. Με άλλα λόγια, η λογοτεχνική διαπραγμάτευση παρελθοντικών μορφών ζωής στην ελληνική περιφέρεια δεν αποσκοπεί στην ανασύσταση ενός ανώτερου, αρμονικού βίου, αλλά στην προβολή στο παρελθόν της διάβρωσης (προσωπικής, οικογενειακής, κοινωνικής) του παρόντος. Σε κάθε περίπτωση, παρά τα αδιέξοδα και τη ματαίωση, τη βία και το κλίμα εγκλεισμού, οι συγγραφείς αντιμετωπίζουν κατανόηση τα τραύματα και σφάλματα του παρελθόντος. Η μεν Πέτσα σκιαγραφεί με τρυφερότητα το ανθρώπινο  δράμα, ενώ ο Παλαβός διατηρεί μια κάποια αισιοδοξία για το μέλλον ξετυλίγοντας το ‘μπερδεμένο κουβάρι’ των χαρακτήρων, δίνει μια νέα προοπτική στην αποτυχία, καθώς  ‘κι αν η ζωή του ήταν ένα λάθος αυτό είναι το κέρδος’.

[i] Η κατ’ εξοχήν χρήση της μικρής φόρμας από νέους συγγραφείς έχει διαπιστωθεί από την Λαμπρινή Κουζέλη. Βλ. Γ. Στάμος (2015). Workshop Review ‘Greece in Crisis: Culture and the Politics of Autsterity’. Journal of Greek Media & Culture, vol. 1(2), 359-363. Ενδεικτικά παραδείγματα είναι οι συλλογές του Δημοσθένη Παπαμάρκου Γκιακ (2014) και ΜεταΠοίηση (2010), του Χρήστου Οικονόμου Κάτι θα γίνει θα δεις (2012), της Βίκυς Τσελεπίδου Ελενίτ  (2014), του Άγη Πετάλα Η δύναμη του κυρίου Δ*. Οι περισσότερες από αυτές διαδραματίζονται στην ελληνική περιφέρεια.

[ii] Βλ. Δ. Τζιόβας, “Centrifugal Topographies, Cultural Allegories and Metafictional Strategies in Greek Fiction since 1974” (2004). στο From Local History to the Global Individual Contemporary Greek Fiction in a United Europe, επιμ. P. Mackridge & E. Yannakakis. Oxford: European Humanities Research Centre, University of Oxford, 24 – 49.

[iii] Πρβλ. το ‘Password’ το οποίο έχει συμπεριληφθεί στην ποιητική ανθολογία της ‘κρίσης’ της Karen Van Dyck (2016). Austerity Measures. London: Penguin Books.

Προηγούμενο άρθροΔ. Δημόπουλος, Α. Χαριζάνης και… The #kaloutsiko Comedy Show
Επόμενο άρθροΠρόγραμμα Φεστιβάλ Δήμου Αμαρουσίου 2016
Βασιλική Καϊσίδου
Η Βασιλική Καϊσίδου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1992. Είναι απόφοιτος του τμήματος Φιλολογίας (ΜΝΕΦ) του Πανεπιστημίου Αθηνών, και κάτοχος μεταπτυχιακού διπλώματος στις Νεοελληνικές Σπουδές από το πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Ζει στο Birmingham, όπου εκπονεί ως υπότροφος του ιδρύματος Ωνάση τη διδακτορική της διατριβή με θέμα την επαναδιαπραγμάτευση της μνήμης του ελληνικού Εμφυλίου στη νεοελληνική πεζογραφία (1975-2015). Παράλληλα, αρθρογραφεί συστηματικά σε διάφορους διαδικτυακούς ιστότοπους. // How many cities have revealed themselves to me in the marches I undertook in the pursuit of books. ― W. Benjamin. Email επικοινωνίας: kaisidou.vas@gmail.com