Στην Ελλάδα, ένα ευαίσθητο παιδί μεγαλωμένο πλάι στη θάλασσα έχει την αίσθηση της ακοής τρισδιάστατη. Στη μια πιάνει τους αγέρηδες και τον παφλασμό των κυμάτων, στη δεύτερη την ελληνική λαλιά στην αρχική της φθογγολογική σύσταση, στην τρίτη, τον κόσμο των νοημάτων, από της Ιωνίας τους καιρούς και δώθε.

«Όπου κι αν σας βρίσκει το κακό,

αδελφοί, όπου κι αν σας θολώνει ο νους,

μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμό και μνημονεύετε

Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη»

 ( Οδυσσέας  Eλύτης)

  Θέσεις και σημειώματα


 Όσο άλλωστε-και για να είμαστε αντικειμενικοί-συχνά είναι τα θετικά στοιχεία που θα μπορούσε να εγγράψει κανείς στο ενεργητικό του άλλο τόσο συχνά είναι και τα αρνητικά. Εννοώ, αυτά που ξεπερνούν τα επιτρεπτά όρια της αφέλειας και μαρτυρούν μιαν ασυγχώρητη και κάποτε εξοργιστική, προχειρότητα. Κατάλοιπα εφημεριδογραφικών συνηθειών ή αδυναμίες της στιγμής, αδιάφορο, που θα τα διόρθωνε στους μαθητές του κι ένας ευσυνείδητος γυμνασιάρχης.

Γράφει ο Μιλτιάδης Μαλακάσης:

 «Ο Παπαδιαμάντης !Αυτός είναι ο μεγαλύτερος ποιητής μας. Το τονίζω αυτό για να διαλύσω την απορία, που γεννά στο πρώτο άκουσμα ο χαρακτηρισμός του «ποιητού» που δίνω στον Παπαδιαμάντη. Το κάνω όμως σύμφωνα με όσα είπα για την ποίηση, επειδή είναι ο μόνος που έδωσε πνοή στον πεζό λόγο. Έτσι κι αν δεν έγραψε στίχους, είναι περισσότερο ποιητής από όλους μας. Εμάς τους άλλους ποιητάς χάος μας χωρίζει από τον Παπαδιαμάντη».

 Τα σχόλια τα δικά μας περιττεύουν…δεν περιττεύει όμως ένα εύστοχο σχόλιο του Κώστα Βάρναλη, που τέσσερα χρόνια εργάστηκε κοντά στον Παπαδιαμάντη στην ίδια εφημερίδα και τον γνώρισε καλά. Γράφει ο Βάρναλης:

 «Τέσσερα χρόνια ζήσαμε δίπλα στο μεγαλύτερο Έλληνα διηγηματογράφο και κατά τη δίκαιη παραδοξολογία του Μαλακάση, δίπλα στο μεγαλύτερο Έλληνα ποιητή , τον Αλέξανδρο ποιητή»

 Ο Βάρναλης  με τον έξυπνο λόγο του δευτερώνει τη θέση του Μαλακάση. Και να σκεφτεί κανείς ότι και οι δυο τους δεν ήταν καθόλου γαλαντόμοι στους χαρακτηρισμούς τους . Ήταν μάλλον δύσκολοι και δύστροποι.

 Ποιητής ο Παπαδιαμάντης αφού όλο του το έργο είναι ποίημα-ένα και μοναδικό ποίημα που δεν έχει το ταίρι του στην ελληνική ποίηση-. Ιδού κάποιοι από τους στίχους του:

 «Ήταν απόλαυσις όνειρο θαύμα. Είχεν απομακρυνθεί ως πέντε οργυιάς από το άντρον, κι έπλεε,κι έβλεπε τώρα προς ανατολάς,στρέφουσα τα νώτα προς το μέρος μου. Έβλεπα την αμαυράν και όμως χρυσίζουσα αμυδρώς κόμην της, τον τράχηλον της ,το εύγραμμον, τας λευκάς ως γάλας ωμοπλάτας,τους βραχίονας τους τορνευτούς, όλα συγχεόμενα, μελιχρά και ονειρώδη εις το φέγγος της σελήνης.  Διέβλεπα την οσφρύν της την ευλύγιστον,τα ισχία της, τας κνήμας,τους πόδας της, μεταξύ σκιάς και φωτός,βαπτιζόμενα εις το κύμα. Εμάντευα το στέρνον της, τους κόλπους,γλαφυρούς προέχοντας, δεχομένους όλους της αύρας τας ριπάς και της θαλάσσης το θείον άρωμα. Ήτον πνοή,ίνδαλμα αφάνταστον, όνειρον επιπλέον εις το κύμα. Ήταν νηριής,νύμφη,σειρήν, πλέουσα ως πλέει ναυς μαγική, η ναυς των ονείρων».

 Ήταν και είναι η ποίηση του Παπαδιαμάντη…χείμαρρος λυρικής οπτασίας,μας το είπαν ο Μαλακάσης και ο Βάρναλης,κι όχι μόνον αυτοί. ‘Αλλωστε το διαπιστώνουμε κι εμείς. Ο μεγαλύτερος Έλληνας διηγηματογράφος ήταν πρώτα απ’ όλα ένας ποιητής.

 Του αφιερώνουμε λοιπόν το άρθρο αυτό το οποίο είναι εμπνευσμένο από το έργο του. Ένα έργο πολύφωνο,πολύχρωμο,πολυδύναμο, πολύγλωσσο. Γιατί ο Παπαδιαμάντης εκφράζεται με όλες τις φωνές, με όλους τους ήχους, με όλα τα χρώματα, με όλες τις δυναμικές που του προσφέρει η γλώσσα του στην οποία έχει «υποταχθεί» και έχει  «κυριεύσει». Είναι αρκετός χρήστης της για να χρησιμοποιήσουμε όρους του Σολωμού, επαρκής για να θυμηθούμε το Σεφέρη.

 Σκοπός του δημιουργού


Εξάλλου στερνός σκοπός του αληθινού δημιουργού (και ο Παπαδιαμάντης είναι αληθινός δημιουργός) δεν είναι η αναζήτηση, το απλό ψάξιμο, κάποιων λέξεων για να εκφράσει το μήνυμα του. Στερνός σκοπός του αληθινού δημιουργού είναι «η αναβίωση της  πολυδιάστατης γλωσσικής εμπειρίας, η αναπλαση της γλώσσας, η αναδημιουργία των ποικίλων γλωσσικών μορφών, η εξάντληση όλων των δυνατοτήτων που του προσφέρει η γλώσσα,για να εκφραστεί» Γι αυτό και οι δημιουργοί σαν τον Παπαδιαμάντη δεν στεγάζονται εύκολα κάτω από ταμπέλες γλωσσικές (δημοτική ή καθαρεύουσα, πολιτικές,παραταξιακές,κτλ. Ο Παπαδιαμάντης θραύει αυτούς τους φραγμούς, υπερβαίνει τους περιορισμούς αυτού του είδους και συλλαμβάνει συνολικά τη ζωή και τη γλώσσα. Έτσι χρησιμοποιεί όλες τις γλώσσες που του προσφέρει η γλώσσα ανάλογα με τις συνθήκες επικοινωνίας και έκφρασης. Γι αυτό είναι δημοτικιστής, χωρίς να υποτάσσεται στο δημοτικισμό. Τον υπερβαίνει, είναι καθαρολόγος, χωρίς να υποτάσσεται στον καθαρολογισμό. Τον υπερβαίνει, είναι ψηλότερος, από τα μπόγια τους,πλατύτερος από τα στέγαστρα τους. Ανήκει στη γλώσσα διαχρονικά και συγχρονικά. Γι αυτό και όλοι τον αποδέχονται. Κανένας όμως δεν τον αισθάνεται δικό του. Κανένας. Μόνο η σύνολη γλώσσα.. Ανήκει στη γλώσσα,στην τέχνη , στο λαό του, στην πατρίδα του,στην παιδεία του και γι αυτό στην οικουμένη και στην αθανασία. Γράφει:

 «Με τη λογική αυτή του ψευδονεωτερισμού,του δημοσιογραφισμού και του ψευδαττικισμού κατήντησε όλη η σχεδόν η γλώσσα νόθον και κίβδηλον κατασκεύασμα, άκομψον και κακόζηλον και τεχνητόν και κατα συνθήκην…Αλλά η γλώσσα η ελληνική έπρεπε να βλέπει μακράν, ως φάρον παμφαή, την λαμπράν ταίγλην της αρχαίας,χωρίς να έχε τέρμα τον φάρον αυτόν. Ο φάρος οδηγεί προς το λιμένα δεν είναι αυτός  λιμήν…ο λαός είναι ο δημιουργός και κυρίαρχός…».

 Αυτά σημαίνουν ότι ο Παπαδιαμάντης είναι μοντέρνος. Κάτω από τις γραμμές αυτές, εκείνος που ξέρει ανάγνωση διαβάζει τις θέσεις της νεώτερης γλωσσολογίας για τη γλώσσα.

Σκιάθος
Σκιάθος

 Ήταν την 3η Ιανουαρίου του 1911 που η Σκιάθος θρήνησε για την απώλεια ενός ποιητή του «πεζού λόγου». Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης,γεννημένος και ανδρωμένος στο σποραδίτικο νησί με το θάνατό του άφησε παρακαταθήκη στα ελληνικά γράμματα διηγήματα,νουβέλες και μυθιστορήματα μεγάλης αξίας, καίτοι ο ίδιος δεν πρόλαβε να τα δει τυπωμένα.

 Αναγνωρίζοντας μετέπειτα οι καλλιτεχνικοί και μη κύκλοι, την προσφορά του κοσμοκαλόγερου,όπως ονόμασαν το λογοτέχνη εξαιτίας της μονήρους προσωπικότητας του ,που τον ωθούσε στην απομόνωση,φτάνουμε στο 2011 και το επετειακό έτος των 100 χρόνων απουσίας του. Στο μεσοδιάστημα ωστόσο όχι ευάριθμες υπήρξαν οι απόπειρες να μεταφερθούν τα έργα του στη σκηνή ή την οθόνη του κινηματογράφου.

 Σημαντικά έργα που καθιέρωσαν το συγγραφέα


Το μοιρολόγι της Φώκιας
Το μοιρολόγι της Φώκιας

Η πρώτη του δειλή λογοτεχνική προσπάθεια πραγματώνεται με το μυθιστόρημα μετανάστις. Είναι ένα έργο του ξενιτεμένου ελληνισμού. Επικρίνει τον εκμοντερνισμό των μεταναστών που κατα αυτόν ξέχασαν τις γνήσιες ελληνικές παραδόσεις και χάλασαν την ψυχή τους. Με ηρωίδα την ελληνίδα Μαρίνα Βεργίνη(μετανάστρια και η ίδια) που κρατάει την Ελλάδα αχάλαστη μέσα της, με πίστη στις εθνικές αρετές ,με αφοσίωση στο μνηστήρα της και μετά την εγκατάλειψη της,πληγωμένη στη λεπτή ευαισθησία της και στην ευγένεια της ψυχής της οδηγείται με άδολη αγάπη και καρτερικότητα προς όλους στον τάφο. Ο συγγραφέας ξετυλίγει τα χτυπήματα της μοίρας με τέτοια δύναμη που υψώνει την ηρωίδα του με τέτοιο τρόπο στο επίπεδο μορφής της αρχαίας τραγωδίας και μέσα από το δικό της τραγικό μεγαλείο βρίσκει την ευκαιρία να ξεγυμνώσει και να καυτηριάσει τη διαφθορά του περίγυρου και την κακία της κοινωνίας.

 Στο δεύτερο μυθιστόρημα του οι έμποροι των εθνών ξεπερνάει την πρώτη του προσπάθεια και παρουσιάζει ένα έργο το οποίο δεν στάθηκε μόνο σημαντική προσφορά στην εποχή του αλλά και σήμερα μπορεί να σταθεί δίπλα στα καλύτερα ιστορικά και ρομαντικά ελληνικά μυθιστορήματα. Μια πληθωρική φαντασία με ένα μεγάλο συγγραφικό ταλέντο έδωσε ένα έργο πραγματικής καλλιτεχνικής δημιουργίας. Ξαναζωντανεύει την πρώτη της εξόρμηση στη νησιωτική βενετοκρατία για την κατάκτηση των κυκλάδων και περιγράφει με δαντικές εικόνες την αγριότητα των γενοβέζων και των βενετών που είχαν ως μόνο νόμο την ωμή ιδιοτέλεια και αυθαιρεσία. Αυτοί είναι οι έμποροι των εθνών που η απληστία τους, τους μεταβάλει σε λύκους και φονιάδες των ήσυχων ανθρώπων των απλών νησιών.

 Το τρίτο μυθιστόρημα του Παπαδιαμάντη, Η Γυφτοπούλα, είναι ένα συγγραφικό τόλμημα, και στη σύλληψη, και στη σύνθεση, και στη μορφή. Δημοσιευμένη σε συνέχειες, μήνες ολόκληρους στην Ακρόπολη του Γαβριηλίδη, είχε τόση επιτυχία στο αναγνωστικό κοινό και γενικά στους λογοτεχνικούς κύκλους, που δημιούργησε γύρω του τον θρύλο τού μάγου και του υπεράνθρωπου, καθώς ο συγγραφέας κρυβόταν στην αφάνεια και στην ανωνυμία. Η Γυφτοπούλα είναι ένα μυθιστόρημα για την Άλωση, ένας θρήνος για την Πόλη, από ένα μεγαλοϊδεάτη και Βυζαντινό, τον περίφημο φιλόσοφο Γεώργιο Γεμιστό Πλήθωνα. Για τον Παπαδιαμάντη ο Πλήθωνας είναι ένα σύμβολο, θετικό και αρνητικό. Τον θαυμάζει για την αρχαιολατρία του, τον αποδοκιμάζει για τη θρησκευτική του πλάνη και την άγονη προσπάθειά του να αναβιώσει τη θρησκεία της αρχαίας Ελλάδας. Το ανακάτωμα των Γύφτων στην ιστορία δίνει ένα ιδιαίτερο θέλγητρο στην πλοκή, με αναπάντεχες συμπτώσεις που κάνουν το μυθιστόρημα ένα απέραντο περιβόλι δολοπλοκιών, με ολοκληρωμένους ήρωες τον Πλήθωνα και την άτυχη κόρη του, με τον ακόμα πιο άτυχο ερωτά της με τον Γύφτο Μάχτο (στην αυγή της ευτυχίας τους σκοτώνονται και οι δυο κάτω από τα συντρίμμια των αγαλμάτων, που πέφτουν ξαφνικά από σεισμό την παραμονή της Άλωσης της Πόλης)

 Με τον Χρήστο Μηλιόνη ο Παπαδιαμάντης ξαναζωντανεύει τα ηρωικά χρόνια της Κλεφτουριάς, της εθνικής αντίστασης. Εκεί, κατά τον συγγραφέα, η λαϊκή ψυχή, παρατημένη από την ηγεσία της, πήρε στα χέρια της την τύχη του Έθνους. Είναι ένα προανάκρουσμα της παρουσίασης της νεοελληνικής ζωής, που ετοιμαζόταν να συνθέσει με τα διηγήματά του. Ο Παπαδιαμάντης πιστεύει πως η Επαναστάση δεν δικαιώθηκε. Ο λαός, που πολέμησε για να βρει την ελευθερία του, «απλώς και μόνον μετήλλαξεν τυράννους». Κατά τον συγγραφέα, οι τύραννοι αυτοί είναι ξενόδουλοι, λογιότατοι γραμματοσοφιστές, που με τις νόθες εκλογές κάθονταν στην πλάτη του φτωχού λαού, που τον περιφρονούσαν κιόλας. Την άθλια αυτήν  μετεπαναστατική κοινωνία  θέλησε  να στηλιτεύσει με το έργο του αυτό. Ο Χρήστος Μηλιόνης είναι ένα ιστορικό λογοτέχνημα, ίσως το καλύτερο που έχει δώσει ως σήμερα η νεοελληνική γραμματεία. Ο πυρήνας του έργου προέρχεται από το γνωστό δημοτικό τραγούδι για τον ηρωικό θάνατο τού Χρήστου Μηλιόνη. Το έργο αυτό δίνει την εικόνα μιας Κλεφτουριάς με αγνό ηρωισμό και ασίγαστη πίστη στην ελευθερία.

 Η Φόνισσα είναι η δεύτερη νουβέλα του Παπαδιαμάντη και θεωρείται, από τους περισσότερους, το αριστούργημά του. Ανήκει στα έργα της προχωρημένης ωριμότητάς του, της ρεαλιστικής περιόδου, και κλείνει μέσα του τα πιο γόνιμα στοιχεία της τέχνης του. Σύλληψη, σύνθεση, μορφή, περιεχόμενο και μύθος σχηματίζουν ένα σημαντικό έργο τέχνης. Είναι βγαλμένο από τα βάθη της ψυχής του συγγραφέα, από την τραγωδία του σπιτιού του, από τη μιζέρια του νησιού του, από τη μεγάλη δυστυχία των φτωχών ανθρώπων του λαού. Η σύνθεση του έργου είναι αριστοτεχνική και η ενότητα αδιάσπαστη. Η αφήγηση είναι γοργή, ρωμαλέα, συγκλονιστική, και παίρνει συμβολικό χαρακτήρα. Η τεχνική του Παπαδιαμάντη φτάνει στο κορύφωμά της, όταν το έγκλημα αναδύεται βουβό μέσα από τις τύψεις της φόνισσας, που η ίδια το καταδικάζει, ενώ, παράλληλα, την εξανθρωπίζει το, στο βάθος του, ανθρωπιστικό ιδανικό της.

Η φόνισσα
Η φόνισσα

 Τα Ρόδινα Ακρογιάλια, με υπότιτλο Κοινωνικόν μυθιστόρημα, είναι έργο που δείχνει την παρακμή και τα γηρατειά του συγγραφέα. Είναι ένα αφήγημα συμποσιακού τύπου, όπου οι συγκεντρωμένοι φιλοσοφούν ή διηγούνται ιστορίες. Οι δύο ήρωες του έργου, ο ναυτικός Διαμαντής ο Αγάλλος και ο βοσκός Πατσοστάθης, διηγούνται την ιστορία τους στον τρίτο ήρωα, τον αφηγητή, στον οποίο υποκρύπτεται ο Παπαδιαμάντης. Ο Αγάλλος, αλαφροΐσκιωτος από γενιά, έλειψε χρόνια στα βόρεια της Γαλλίας κι έχει γυρίσει τώρα, γεροντοπαλίκαρο, στο νησί του, ενώ ο Πατσοστάθης, αγροίκος βοσκός ή άπραγο αγρίμι, μένει για έντεκα χρόνια αρραβωνιασμένος επειδή του έχουν κάνει μάγια, αλλά και με μάγια παντρεύεται. Η νουβέλα μάς δίνει ανάγλυφη την εικόνα της ζωής στην ελληνική επαρχία του 19ου αιώνα και των ηθών στην ελληνική ύπαιθρο της εποχής όσον αφορά τον γάμο και τις προσωπικές σχέσεις γενικότερα, αναδεικνύοντας -με τον μοναδικό τρόπο και την υψηλή ψυχογραφική δεινότητα του Παπαδιαμάντη- τα ανθρώπινα πάθη και τις ανθρώπινες αδυναμίες. Τις πολύ αξιόλογες περιγραφές του έργου αυτού θαύμαζε ιδιαίτερα ο Καβάφης.

 Εν κατακλείδει«Με τέτοιον τρόπο χαμηλόφωνο ,καθημερινό μετέχουν τα φυσικά στοιχεία στο ανθρώπινο δράμα. Και τα υπερφυσικά και εκείνα χωρίς ποτέ να χάνουν τα μέτρα που μπορούν να κινηθεί η αληθοφάνεια, η προσληπτικότητα του απλού ανθρώπου :κάτι φωσάκια μες στη νύχτα που άμα τα σιμώσεις, χάνονται. Μια φώκια που μοιρολογάει κάποιο αδικοχαμένο κοριτσάκι. Ένας ναυτικός που τα κύματα τον αποθέτουν απαλά στην είσοδο της αιώνιας κατοικίας του.

 Βρισκόμαστε μακριά από τους μύθους του Γκρααλ κι από τους ιέρακες των μεξικανικών γενέσεων, όμως το ίδιο κοντά στο άγνωστο σε κάθετι που ξεπερνάει τις διαστάσεις της καθημερινής ζωής. Μέσα από την αναπόφευκτη ρητορική(που δεν είναι άλλωστε για να την καταδικάζει πάντοτε κανένας) του Παπαδιαμάντη διακρίνεται πάντοτε καθαρά το σχέδιο με τις λίγες γραμμές που ορίζει και τα κτίσματα και την ψυχή και τη φύση του Έλληνα. Εαν αυτό έχει σημασία, εναπόκειται σε αυτούς που προσκυνούν έναν Παρθενώνα ενω αντιπαρέρχονται μια κρήνη να το αμφισβητήσουν. Η μεγάλη τέχνη βρίσκεται οπουδήποτε ο άνθρωπος κατορθώνει να αναγνωρίζει τον εαυτό του».

 Απολογισμός για τον συγγραφέα


 Ο Παπαδιαμάντης , έναν σχεδόν αιώνα μετά το θάνατό του, παραμένει, από τη δημιουργία του νέου ελληνικού κράτους, ο πιο συζητημένος συγγραφέας. Δεν υπήρξε στον τόπο μας καλλιεργημένος άνθρωπος που να μην αναρωτήθηκε για την κρυφή γοητεία του παπαδιαμαντικού έργου. Δεν υπήρξε γενιά που να αγνόησε την καλλιτεχνική του αξία. Και δεν υπήρξε ιστορική περίοδος που να μην διχάστηκε ως προς την εμβέλεια του. Ο λόγος είναι απλούστατος. Ο Παπαδιαμάντης έγραψε, έραψε θα λέγαμε, το έργο του με όλους τους κόμπους (πολιτισμικούς, ιστορικούς, γλωσσικούς,ψυχικούς και μεταφυσικούς) που μας συνθέτουν ως λαό. Φυσικό είναι λοιπόν να μας ταλανίζει και να μας χωρίζει. Το γεγονός δε ότι πολλές φορές η διάσπαση των απόψεων φτάνει μέχρι την πόλωση αποδεικνύει πως το έργο του Παπαδιαμάντη ζει και μας ακολουθεί μέχρι σήμερα σε όλες τις θεμελιακές επιλογές μας.

 Καλλιτεχνική παραγωγή κατά την περίοδο εορτών


Διηγήματα των Χριστουγέννων
Διηγήματα των Χριστουγέννων

 Είναι σημαντικό να σημειωθεί η πλούσια βιβλιογραφία του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη κατά την περίοδο των Χριστουγέννων και Πρωτοχρονιάς.

Μερικά από αυτά ,ευχάριστα αναγνώσματα, είναι τα εξής:

 «Στο Χριστό, στο Κάστρο», 1851-1911

 Ο παπα Φραγκούλης είναι ένας γενναίος και αγαπητός σε όλους παπάς. Αποφασίζει παρόλη την κακοκαιρία να λειτουργήσει την παραμονή των χριστουγέννων την εκκλησία του Χριστού πάνω στο Κάστρο. Μια εκκλησία που δεν λειτουργείται πιο συχνά.

 Φέτος , όμως , χάρη στον τολμηρό ιερέα θα ξανακουστεί η καμπάνα της. Τόσο για να εκπληρώσει ένα τάμα του ο παπα Φραγκούλης όσο και ίσως περισσότερογι αυτό για να βοηθήσει δύο συντοπίτες του που είχαν αποκλειστεί εκεί από τον χιονιά.
«Τα λιμανάκια», 1907

                                                                  «Παπαδιαμάντης και χριστόψωμο», 1887

Βιβλιογραφία
1. Περιοδικό Φιλόλογος 144 (Τριμηνιαία έκδοση του συλλόγου αποφοίτων της φιλοσοφικής σχολής του πανεπιστημίου θεσσαλονίκης)

2. Ο Παπαδιαμάντης και η Δύση, Λάκης Προγκίδης, εκδόσεις Εστία

3.  Wikipedia

 

 

 

Προηγούμενο άρθροΗ Ηλιοδώρα Μαργέλλου στη Γκαλερί Αντωνοπούλου
Επόμενο άρθροΡεσιτάλ με Μαρινέλλα και Χατζή στο Παλλάς