Οι Παγανιστικές δοξασίες της θεσσαλικής επαρχίας είναι το τολμηρό ντεμπούτο του Χρυσόστομου Τσαπραΐλη σε μία (ως είθισται) εξαιρετικά επιμελημένη έκδοση από τις εκδόσεις Αντίποδες. Οι ιπτάμενες μαγισσες του William Holbrook φιγουράρουν στο εξώφυλλο και η λαογραφία καθαυτή ελάχιστο ρόλο παίζει στη συλλογή διηγημάτων, η οποία εάν πρέπει να κατηγοριοποιηθεί ειδολογικά με αυστηρότητα θα εντασσόταν στο είδος του folk horror (υποείδος της λογοτεχνίας τρόμου). Η γραφή του Τσαπραΐλη, όπως θα δούμε, έχει επιρροές από την λογοτεχνία του φανταστικού αλλά κυρίως από την metal κουλτούρα (στην κατασκευή ατμόσφαιρας και χαρακτήρων) και φροντίζει να μην κόβει τον ομφάλιο λώρο που τη συνδέει με το λαϊκό παραμυθι.

Το αποτέλεσμα που προκύπτει από αυτή την ειδολογική μείξη είναι κατ εμέ πολύ επιτυχές. Οι φολκ ιστορίες τρόμου του Τσαπραΐλη φέρνουν κάτι από τις ζοφερές Αντατριχίλες, και την μουντή και υποβλητική ατμόσφαιρα του Games of Thrones στη Θεσσαλική ύπαιθρο. Αυτή κατά πως φαίνεται διαφεντεύεται από χθόνιες θεότητες και μάγισσες, φτερωτούς άγγελους του Θανάτου και νεραϊδόπαιδα, καλικάτζαρους, καταραμένα χωριά και ανθρώπους, χωμάτινα είδωλα των ζωντανών, αλλά και μορφές όπως η Πανούκλα, η Μόρα και η τρίμορφη Εκάτη. Ένα είναι το μόνο σίγουρο: όλες αυτές οι υπερφυσικές οντότητες δεν έχουν (σχεδόν) ποτέ αγαθές προθέσεις για τους αν μη τι άλλο υποψιασμένους Θεσσαλούς. Ο Τσαπραΐλης είναι γλαφυρά εφευρετικός στην περιγραφή φρικιαστικών τελετουργικών (χωρίς να γίνεται απαραίτητα σπλάτερ) και στην κατασκευή του αλλόκοτου με κάποια στοιχεία ευαισθησίας — βλ. τα αγέννητα παιδιά που μακάρια παίζουν αιώνια φορτωμένα με τα δάκρυα των γονιών τους, και τα «πνεύματα τόσο πρησμένα από την επιθυμία για ζωή που δεν κατάφεραν να περάσουν μέσα [από την κλειδωνιά] για να πάνε στον άλλο κόσμο».

Αισθάνομαι πως με τις Παγανιστικές δοξασίες ο Τσαπραΐλης επανεφευρίσκει την παράδοση του τόπου, κατασκευάζοντας μια αφήγηση που αναδιαμορφώνει τον ανθρωπογεωγραφικό χάρτη της περιφέρειας—οι Παγανιστικές δοξασίες είναι τοπικά χωρισμένες και διαβάζοντας τις ιστορίες κάνουμε αναπόφευκτα ένα νοητό ταξίδι στη Θεσσαλική επαρχία. Στη συλλογή αισθητοποιείται μια κοινωνική οργάνωση και ένα συνονθύλευμα ανθρώπινων τύπων του 19ου και κυρίως του 20ου αιώνα: ο αγροτικός γιατρός, ο μπακάλης, ο τρελός του χωριού, η αγροτική οικονομία και δραστηριότητες που πραγματοποιούνται με μεγάλες οδοιπορίες από τόπο σε τόπο. Μιλώντας μας για γνώση χαμένη από τη θεσσαλία, για εποχές φθαρμένες και ιστορίες που λέγαν «οι παλιοί», ο Τσαπραΐλης διακατέχεται από μια νοσταλγία για την θεσσαλική ύπαιθρο (φανερή στο ύφος, τη γλώσσα, και τις αισθητικές του επιλογές). Εντούτοις, και εδώ είναι το ενδιαφέρον στο έργο του, με τη γραφή του δεν καθρεφτίζει την επαρχία, αλλά υποσκάπτει την αυθεντικότητα του φολκλορ και επαναπροσδιορίζει το παραδοσιακό υπόβαθρο από το οποίο (ως ένα βαθμό) εμπνέεται.

Κάποια από τα μοτίβα που ενεργοποιούνται στις Παγανιστικές δοξασίες  προέρχονται από την λαϊκές αφηγήσεις, όπως λόγου χάρη ιστορίες που αιτιολογούν τα καιρικά φαινόμενα (εναλλαγή μέρας-νύχτας, αντίξοες καιρικές συνθήκες, περίοδοι σποράς). Ακόμη είναι διάχυτος ένας αντιθρησκευτισμός και η παγανιστική αντίληψη της σύμπραξης ανθρώπων και λοιπών άψυχων ή έμψυχων οντοτήτων σε δίκτυα αρμονικής ή δυσαρμονικής συνύπαρξης. Έτσι οι χωρικοί βρίσκονται να τραπεζώνουν τα σκιάχτρα, ο χαζο-Λεφτέρης ημερεύει το Κακό Σκαλί, κι ο τοίχος χρωστάει χάρη στην κόρη του σπιτιού. Σ΄αυτό το πλαίσιο δίνονται λόγοι, άγραφες συμφωνίες συνάπτονται κι αν αθετηθούν ή λησμονηθούν (εσκεμμένα ή μη) επισυρούν βαρύτατες ποινές. Βέβαια, η λογική αυτή της υπέρβασης/παράβασης προκαλούσας ανταλλακτική τιμωρία δεν λειτουργεί πάντα, καθώς όπως είπα παραπάνω, αν κάτι χαρακτηρίζει την σκοτεινή γραφή του Τσαπραΐλη αυτή είναι η ποιητική του κακού, του απόκρυφου, και του δαιμονικού.

Μεσαιωνικός χάρτης Θεσσαλίας
«Με πρωτολάτη έναν αρματωμένο άρχοντα, τέσσερις καβαλάρηδες οδήγησαν με αυστηρό χέρι τα φτερωτά τους άλογα από τις ακτές του Παγασητικού στα Τέμπη, κι από εκεί κατά μήκος του Πηνειού ως την οροσειρά των Αγράφων. […] Αιώνες αργότερα οι Θεσαλλοί βρήκαν τι τέσσερις στρούγκες κι έφτιαξαν γύρω τους χωριουδάκια και οικισμούς που με το πέρασμα των χρόνων πύκνωσαν και έγιναν πόλεις: η Καρδίτσα, τα Τρίκαλα, η Λάρισα, και ο Βόλος»
Ενδεχομένως η αισθητική του λαϊκού παραμυθιού/θρύλου να είναι το μοναδικό στοιχείο που παραμένει σχετικά πιστός, διατηρώντας την ζωντάνια του προφορικού λόγου με εναρκτήριες φράσεις του τύπου «σαν πας…», «όποιος τύχει και…», «πηγαίνοντας…», «στο δρόμο προς…», «ήταν μια φορά…». Η αφήγηση βρίσκει έναν ρυθμό που προκύπτει από την μορφοσυντακτική δομή του λόγου (με το επίθετο να έπεται του ουσιαστικού, τις μακροσκελείς παρομοιώσεις, και την επαναληπτική χρήση του «και» ως αρχικού συνδέσμου). Κάποιες φορές η γλώσσα δίνει όντως την αίσθηση του βαρυφορτωμένου—άλλοτε λίγο ενοχλητικά άλλοτε παραπέμποντας στην μπαρόκ αισθητική που διαποτίζει τη συλλογή. Οι συχνά κρυπτικές μικροαφηγήσεις του, με τις ανερμήνευτες φράσεις τους (ποιο να ήταν το τρομερό μυστικό του δασκάλου που μόλις το ομολόγησε λαμπάδιασε μεμιάς;) αποτελούν συστατικό στοιχείο της συγγραφικής του.

Αυτό που εσκεμμένα δεν έθιξα ακόμη, είναι η flash fiction φόρμα της συλλογής που ακολουθείται δυναμικά από σύγχρονους διηγηματογράφους (βλ. Γ. Παλαβός, Το Αστείο και Ου. Φωσκόλου, Το κήτος). Σύντομα σαν αναρτήσεις στο facebook (μέσα από το οποίο αρχικώς κοινοποιήθηκαν και κατέστη δημοφιλή), οι μικροαφηγήσεις του Τσαπραΐλη είναι κατ’ αρχήν εξαιρετικά πυκνογραμμένες. Κι όμως, η τελευταία ιστορία, «Αργιθέα» αποτελεί μια εκτενέστερη αφηγηματική σύνθεση (15 σελ), την αρτιότερη κατ εμέ στη συλλογή. Εκεί ακούμε καθαρά τη προσωπική φωνή του Τσαπραΐλη να αναπτύσσει με άνεση την αφήγηση τριών νεαρών που αναζητούν να λυτρωθούν από την κατάρα της Εκάτης εμπλεκόμενοι σε ένα περιπετειώδες οδοιπορικό στα βουνά της Αργιθέας. Η εν λόγω αφηγηματική σύνθεση (αν και εσωτερικώς διαμελισμένη σε μικρο-ενότητες του τύπου post σε κοινωνικό δίκτυο) παρουσιάζει σαφέστερα μεγαλύτερο βαθμό συνοχής και ολοκλήρωσης, κι έτσι το εύλογο ερώτημα που ανακύπτει είναι: πόσο αισιόδοξες διαγράφονται οι προοπτικές του γράφοντος σε μεγαλύτερη, ενιαία φόρμα (πχ νουβέλα);

Πληροφορίες: Παγανιστικές δοξασίες της θεσσαλικής επαρχίας

Τίτλος: Παγανιστικές δοξασίες της θεσσαλικής επαρχίας 
Συγγραφέας:
Χρυσόστομος Τσαπραΐλης
ISBN:
13 9786185267032
Εκδότης: ΑΝΤΙΠΟΔΕΣ
Χρονολογία Έκδοσης: Ιούνιος 2017
Αριθμός σελίδων: 160
Διαστάσεις: 20×13
Επιμέλεια: Γαβριηλόγλου Παναγιώτης

Διαβάστε περισσότερες Κριτικές βιβλίου εδώ

 

Προηγούμενο άρθροΤέσσερις νέες κυκλοφορίες βιβλίων από τις εκδόσεις Πατάκη
Επόμενο άρθροΗ Καλλιόπη Βέτα και ο Χάικ Γιαζιτζιάν στο Half Note Jazz Club!
Βασιλική Καϊσίδου
Η Βασιλική Καϊσίδου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1992. Είναι απόφοιτος του τμήματος Φιλολογίας (ΜΝΕΦ) του Πανεπιστημίου Αθηνών, και κάτοχος μεταπτυχιακού διπλώματος στις Νεοελληνικές Σπουδές από το πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Ζει στο Birmingham, όπου εκπονεί ως υπότροφος του ιδρύματος Ωνάση τη διδακτορική της διατριβή με θέμα την επαναδιαπραγμάτευση της μνήμης του ελληνικού Εμφυλίου στη νεοελληνική πεζογραφία (1975-2015). Παράλληλα, αρθρογραφεί συστηματικά σε διάφορους διαδικτυακούς ιστότοπους. // How many cities have revealed themselves to me in the marches I undertook in the pursuit of books. ― W. Benjamin. Email επικοινωνίας: kaisidou.vas@gmail.com