Το έργο Ό,τι απομένει (All there is) του Ιρλανδού συγγραφέα Jonathan Bailie παρουσιάζεται στο Θέατρο ΜΠΙΠ σε σκηνοθεσία Μάριου Παϊρατάρη. Το έργο γράφτηκε το 2012 και πρόκειται για την παρθενική του παρουσίαση στην ελληνική σκηνή. Μια κοινή ιστορία μέσα από τις αφηγήσεις τριών προσώπων μας δίνει την ευκαιρία να αναρωτηθούμε για το δίκαιο και το άδικο του καθενός. Για τις αξίες της κοινωνίας μας σήμερα και το πόσο έχουν αμβλυνθεί. Ο συγγραφέας παρατηρεί και αφηγείται μέσα από τα μάτια των ηρώων του τη ζωή και τα διλήμματα, τις ατυχίες και τις πτώσεις- συναισθηματικές και κοινωνικές- των ανθρώπων.

Οι ηθοποιοί Γιάννης Βλάχος, Χριστιάνα Πανοπούλου, Γιώργος Τσιάλος μιλούν στο Artic για τη φύση του έργου του Bailie, τη δυναμική που αναπτύσσει ο κάθε χαρακτήρας σε σχέση με τους υπόλοιπους, τη διαχείριση της μοναξιάς, αλλά και την έκδηλη σύγχρονη πτώση των αξιών, ψάχνοντας αυτό που τελικά τους «απομένει»…

Γιάννης Βλάχος


Λυδία: – Τι πραγματεύεται, με λίγα λόγια, το έργο «Ό,τι απομένει» του Ιρλανδού συγγραφέα Jonathan Bailie;

Γιάννης Βλάχος: – Το έργο του Jonathan Bailie πραγματεύεται τα ψυχολογικά και κοινωνικά διλλήματα τριών σύγχρονων ηρώων. Οι οποίοι γίνονται έρμαια των φόβων τους που όσο μεγαλώνουν γίνονται ένα με αυτόν. Οι άνθρωποι μπορούν να δούνε μέσα από σχισμές αλλά είναι σκοτάδι όπου κι αν βρίσκονται. Το ερώτημα είναι εμείς τι αφήνουμε να μπει μέσα από το παράθυρο μας και πώς ένα συμβάν μπορεί να αλλάξει τον άνθρωπο. Ο φόβος, η μοναξιά καθως και ο χρόνος οδηγούν τους ήρωες σε αδιέξοδο.

Γιάννης Βλάχος, Χριστιάνα Πανοπούλου, Γιώργος Τσιάλος
Οι Γιάννης Βλάχος, Χριστιάνα Πανοπούλου, Γιώργος Τσιάλος μιλούν στο Artic.gr για την παράσταση «Ό,τι απομένει» του Jonathan Bailie

Λυδία: – Πώς σχολιάζεται μέσα από το έργο η πτώση των αξιών που είναι ευδιάκριτη γύρω μας;

Γιάννης Βλάχος: – Μέσα από μονολόγους τριών διαφορετικών ανθρώπων ο συγγραφέας σχολιάζει  πόσο εύκολα οι άνθρωποι χάνουν τις αξίες τους και εγκλωβίζονται σε μία προβληματική κοινωνία. Η έλλειψη επικοινωνίας, συναισθημάτων και μη είναι διάχυτη στην πορεία του έργου σε σημείο που ενώ βοηθάς κάποιον, βρίσκεσαι μπλεγμένος στο αστυνομικό τμήμα.

Λυδία: – Πώς ήταν η συνεργασία σου με το σκηνοθέτη, Μάριο Παϊτάρη και τους συμπρωταγωνιστές σου;

Γιάννης Βλάχος: – Όπως πάντα για μένα, όταν τέσσερις διαφορετικοί άνθρωποι συναντιούνται πολλά ενδιαφέροντα πράγματα προκύπτουν.

Χριστιάνα Πανοπούλου


Λυδία: – Ο συγγραφέας παρατηρεί και αφηγείται μέσα από τα μάτια των ηρώων του τη ζωή και τα διλήμματα, τις ατυχίες και τις πτώσεις- συναισθηματικές και κοινωνικές- των ανθρώπων.Τι είναι αυτό που πυροδοτεί τα συγκεκιμένα συναισθήματα στους ήρωες;

Χριστιάνα Πανοπούλου: – Η καθημερινότητα υποθέτω, σε συνάρτηση πάντα με το παρελθόν που έχει ο κάθε ήρωας. Ένα συμβάν, μια λάθος απόφαση ή απλά να βρίσκεσαι στο λάθος μέρος την λάθος στιγμή φτάνει για να αλλάξει η ζωή σου. Φτάνει για να δοκιμαστούν τα όρια σου και να συνειδητοποιήσεις ότι η πραγματικότητα δεν είναι μία. Είναι πολλές και ο καθένας έχει την δικιά του. Όταν αυτές συναντιούνται σίγουρα τα αποτελέσματα δεν είναι θεμιτά για όλους. Ίσως και για κανέναν.

Λυδία: – Το έργο παρουσιάζεται σε πανελλήνια πρώτη. Ποιες δυσκολίες συνεπάγεται αυτό για το υποκριτικό σας κομμάτι, αλλά και το σκηνοθετικό, του Μάριου Παϊτάρη;

Χριστιάνα Πανοπούλου: – Οι δυσκολίες θα ήταν οι ίδιες ακόμα κι αν το έργο είχε ξαναπαιχτεί στην Ελλάδα. Είναι ένα απαιτητικό κείμενο που αναφέρεται στο σήμερα. Έχει να κάνει με την σύγχρονη κοινωνία και όλα της τα προβλήματα μαζί με την μοναξιά που βιώνουμε καθημερινά και τις ολοένα και λιγότερες επιλογές που έχουμε ως προς την ζωή.

Πώς θα «μετέφραζες» τον τίτλο του έργου;

Χριστιάνα Πανοπούλου: – «Ό,τι απομένει,» το θέμα είναι ότι κι αν απομένει απο εμάς κατά την διάρκεια της ζωής μας, μας φτάνει για να την ζούμε;

Γιώργος Τσιάλος


Λυδία: – Κοινά σημεία και των τριών χαρακτήρων είναι η μοναξιά, ο φόβος και η ανάγκη να αγαπήσουν και να αγαπηθούν. Πώς βιώνει, αλλά και πώς διεκδικεί τα στοιχεία αυτά ο δικός σου χαρακτήρας;

Γιώργος Τσιάλος: – Από ότι φαίνεται και στο έργο αλλά και στη ζωή, η μοναξιά είναι ένα σπορ για πολύ λίγους, πολύ συγκεκριμένους ανθρώπους. Οι άνθρωποι συνήθως δεν αντιδρούν καλά στην μοναξιά, ως γνωστόν ο άνθρωπος είναι ένα κοινωνικό ζώο. Αυτοί οι λίγοι λοιπόν που αντιδρούν καλά στη μοναξιά, είναι συνήθως άνθρωποι που έχουν κάποια αποστολή, κάποιο πνευματικό ταξίδι, εσωτερικό ή εξωτερικό, π.χ. οι περιπατητές. Στην περίπτωση του Bailie, σε ένα σκοτεινό στα όρια του noir περιβάλλον, οι ήρωες δεν είναι μοναχικοί κατ’ επιλογήν, αλλά λόγω των συγκυριών της ζωής τους.

Στον δικό μου ήρωα, η μοναξιά φαντάζει ίσως σαν τον μεγαλύτερο εφιάλτη του. Είναι αλληλένδετη με τις φοβίες του, ίσως η μοναξιά είναι και η μεγαλύτερή του φοβία. Ενώ η αγάπη (η δική του διεστραμμένη μετάφρασή της) είναι το ύψιστο αξίωμα/αγαθό, όπως στους περισσότερους ανθρώπους άλλωστε. Για αυτό, στο σκεπτικό του είναι λογικό να κάνει τα πάντα για να διεκδικήσει την αγάπη και την επαφή και να διώξει τη μοναξιά από τη ζωή του. Γι’ αυτό ίσως οδηγείται και σε αυτήν.

Οι ηθοποιοί της παράστασης Ό,τι απομένει
Γιώργος Τσιάλος: «Στην περίπτωση του Bailie, σε ένα σκοτεινό στα όρια του noir περιβάλλον, οι ήρωες δεν είναι μοναχικοί κατ’ επιλογήν, αλλά λόγω των συγκυριών της ζωής τους.»

Λυδία: – Τι είναι αυτό «που απομένει» τελικά στον χαρακτήρα που υποδύεσαι;

Γιώργος Τσιάλος: – Αυτή είναι η δυσκολοτερη των ερωτήσεων επειδή στην πορεία του έργου όλα καταλύονται, αφήνοντας ελάχιστα. Στην μέχρι τώρα γνωριμία με τον χαρακτήρα μου (δεν αποκλείεται να ανακαλύψω και κάτι άλλο στην πορεία) έχω καταλάβει τα έξης. Πιστεύω πως απομένει μόνο ένα μεγάλο “γιατί” ως νέμεση. Και μια ανάγκη για επανεφεύρεση εαυτού. Σίγουρα με καλύτερα φρένα.

Λυδία: – Τι σε ενέπνευσε και σου κέντρισε το ενδιαφέρον στη γραφή του Ιρλανδού συγγραφέα Jonathan Bailie;

Γιώργος Τσιάλος: – Το κείμενο αυτό είναι βαθιά αστικό, με την έννοια όμως του urban, αλλά και της αποξένωσης. Και βρώμικα αστικό θα προσέθετα. Θα μπορούσαν ας πούμε τα συμβάντα αυτά να πραγματωθούν στο Σικάγο, στο NYC, αλλα κάλλιστα και στην Αθήνα. Ο χαρακτήρας μου π.χ. βωμολοχεί τόσο πολύ, που στην αρχή μειδιούσα απο αμηχανία στο τραπέζι, δεν σου κρύβω ότι είναι η πρώτη φορά που βρίζω τόσο πολύ μπροστά σε κοινό. Ευτυχώς ξεπέρασα το άγχος αυτό πια. Είναι το ακριβώς αντίθετο του Άλμπυ, που σε αντίστοιχα τοπία καταφέρνει χωρίς ούτε μια βρισιά να σου περάσει όλη τη βία που βιώνουν οι χαρακτήρες του.

Ο Bailie θέλει το κοινό να απολαύσει το συστατικό αυτό. Ίσως τώρα πια το απολαμβάνω κι εγώ λίγο, μάλλον γιατί δεν πιστεύω να μου ξανατύχει κάτι τέτοιο στο θέατρο, ίσως μόνο στο σινεμά. Στο κείμενο αυτό βλέπεις γενικά μια κινηματογραφική αισθητική και επίσης έχει μια υποβόσκουσα πρό(σ)κληση σε devised, όπως και κάποιες σαφείς pop culture επιρροές, τις οποίες ο Bailie σοφά τοποθέτησε με μέτρο. Αυτά τα στοιχεία στο σύνολό τους “δένουν” σε ένα συμπαγές κείμενο, με εναλλαγές εικόνων, κορυφώσεις, όλα αυτά είναι που μου κέντρισαν το ενδιαφέρον. Είναι ένα πολυεπίπεδο σύγχρονο έργο.

Πληροφορίες παράστασης Ό,τι απομένει

 

Προηγούμενο άρθροΟ Τσέχωφ βωβός, για το παράλογο στην εποχή της κρίσης
Επόμενο άρθροΓυναίκες της Γαλάτειας Καζαντζάκη – Παράταση παραστάσεων στο Βαφείο
Λυδία Τριγώνη
Γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Ηράκλειο Κρήτης. Απόφοιτη του τμήματος Αγγλικής Γλώσσας και Φιλολογίας του Παν/μίου Αθηνών και του μεταπτυχιακού προγράμματος «Λογοτεχνία, Πολιτισμός και Ιδεολογία», με ειδίκευση στο θέατρο. Ασχολείται με τη μετάφραση θεατρικών έργων, εργάζεται ως βοηθός σκηνοθέτη και αρθρογραφεί στο Artic.gr από το 2012.