Ο διάσημος ψυχίατρος Irvin D. Yalom επινοεί στο μυθιστόρημα αυτό τη συνάντηση δύο ιστορικών προσώπων στη μητρόπολη των διανοητικών ζυμώσεων του 19ου αιώνα, τη Βιέννη, δίνοντας μια ερμηνευτική εκδοχή της γέννησης της ψυχοθεραπείας και της σχέσης με την υπαρξιακή φιλοσοφία. Η ψυχοθεραπευτική περιπέτεια που ξετυλίγεται κόβει την ανάσα καθώς αποκαλύπτει βήμα βήμα την ιαματική δύναμη της αληθινής σχέσης.

Μέσα από μια σειρά μυστικών συμφωνιών, ο μεγάλος Γερμανός φιλόσοφος Φρήντριχ Νίτσε και ο Αυστριακός Γιόζεφ Μπρόϊερ , ένας από τους πατέρες της ψυχανάλυσης, συναντιούνται στη Βιέννη του 19ου αιώνα σε μια εμπνευσμένη διαδικασία διπλής ψυχοθεραπείας. Σ΄αυτή την περιπέτεια υπαρξιακής αναζήτησης δύο μοναδικών ανθρώπων, εμπλέκονται ένας ειδικευμένος γιατρός ονόματι Ζιγκμουντ Φροϋντ, μια θυελλώδης γυναίκα -ίνδαλμα ποιητών και ψυχιάτρων-, η Λου Σαλομε, και μια σαγηνευτική ασθενής η Άννα Ο. που στοιχειώνει την ψυχή του γιατρού της.

 Οι αντιστάσεις του Νίτσε


Γράφοντας για πρώτη φορά μυθιστόρημα, το “Όταν Έκλαψε ο Νίτσε”, ο Γιάλομ απευθυνόταν στην ψυχοθεραπευτική κοινότητα ως αναγνωστικό κοινό. Ήθελε, όπως αναφέρει στο δοκίμιο “On writing a teaching novel: When Nietzsche Wept¨, να εισαγάγει τον σπουδαστή της ψυχοθεραπείας στις βασικές αρχές της υπαρξιακής θεωρίας με ένα νέο εκπαιδευτικό εργαλείο, το διδακτικό μυθιστόρημα. Προφανώς κατόρθωσε πολύ περισσότερα από αυτό. Το βιβλίο κέρδισε το χρυσό μετάλλιο της Κοινοπολιτείας ως το καλύτερο μυθιστόρημα του 1993, μεταφράστηκε σε 16 γλώσσες και έγινε μπεστ σέλερ σε πολλές χώρες.
Ο Γιάλομ όμως αναφέρει ότι με αυτό το μυθιστόρημα επεδίωκε επίσης να διερευνήσει τα παρακάτω ζητήματα: πρώτον την ανθρώπινη σχέση που αναπτύσσεται στην ψυχοθεραπεία ανάμεσα στον θεραπευτή και στο θεραπευόμενο, δύο ανθρώπους που ο καθένας έχει τις δικές του ανάγκες. Δεύτερον τη σχέση της φιλοσοφίας του Νίτσε με τις αρχές της ψυχοθεραπείας. Με το βιβλίο αυτό ο Γιάλομ θέλησε να ενισχύσει το επιχείρημα του ότι ο Νίτσε αποτελεί φιλοσοφικό προπάτορα της σύγχρονης ψυχοθεραπείας.

σελ. 147:

-Αν έχω όφελος απ’ αυτήν την αθλιότητα; Εσείς λέτε ότι οι κρίσεις προκαλούνται από την ψυχική πίεση, αλλά καμιά φορά ισχύει το αντίθετο- οι κρίσεις διώχνουν την πίεση. Η δουλειά μου προκαλεί μεγάλη ψυχική επιβάρυνση. Απαιτεί να έρχομαι πρόσωπο με πρόσωπο με τη σκοτεινή πλευρά της ύπαρξης, και η κρίση της ημικρανίας, όσο φρικτή κι αν είναι, μπορεί να είναι ένας καθαρτικός σπασμός, που μου επιτρέπει να συνεχίσω.

(…)Έχω όφελος από τη κακή μου όραση. Εδώ και χρόνια δε μπορώ να διαβάσω τις σκέψεις άλλων διανοητών. Γράφω με αίμα, κι η καλύτερη αλήθεια είναι η αιματηρή αλήθεια!

Η αρρώστια μου μ’ έφερε επίσης πρόσωπο με πρόσωπο με την πραγματικότητα του θανάτου. Το φάσμα του επερχόμενου θανάτου ήταν μεγάλο κέρδος: δούλευα χωρίς ανάπαυση γιατί φοβόμουν ότι θα πέθαινα πριν τελειώσω αυτά που πρέπει να γράψω. Η γεύση του θανάτου στο στόμα μου μου έδινε προοπτική και θάρρος. Το θάρρος να είμαι ο εαυτός μου, αυτό είναι το σημαντικό.

(…) Θα έπρεπε να ευλογώ την αρρώστια μου, να την ευλογώ πραγματικά. (…) Θυμάστε την Τετάρτη, τη γρανιτένια μου πρόταση: «Γίνε αυτός που είσαι;» σήμερα θα σας πω τη δεύτερη γρανιτένια μου πρόταση: «Ό, τι δε με σκοτώνει με κάνει πιο δυνατό». Γι’ αυτό, το ξαναλέω, «Η αρρώστια μου είναι ευλογία».                                                                          

Πάθος για την αλήθεια


χαρακτήρες Είναι βέβαιο ότι ο Νίτσε δε γνώριζε το έργο του Φρόϋντ. Το 1889, όταν οι πνευματικές δυνάμεις του Νίτσε κατέρρευσαν από την άνοια (έντεκα πριν από το σωματικό του θάνατο), ο Φρόϋντ δεν είχε δημοσιεύσει τίποτε ακόμη. Το πρώτο του άρθρο δημοσιεύτηκε το 1893 και το πρώτο του βιβλίο (γραμμένο μαζί με τον Γιόζεφ Μπρόϊερ) ,”Οι Μελέτες για την υστερία” το 1895.
Στο μυθιστόρημα του Γιάλομ δεν παραλείπεται φυσικά η αναφορά στην ανάπτυξη του αντισημιτισμού στην Αυστρία και τη Γερμανία του 1882. Ο Νίτσε χαρακτήριζε την ίδια του την αδελφή «αντισημίτισσα κότα». Πράγματι η Ελίζαμπετ, που η σκιά της βαραίνει ασφυκτικά στο μυθιστόρημα πάνω από το Νίτσε, ήταν φανατική εθνικίστρια και ρατσίστρια, και παρά τον αποτροπιασμό του αδελφού της, παντρεύτηκε το 1885 έναν επαγγελματία αντισημίτη, τον Bernchard Foster . Μετανάστευσαν στην Παραγουάη για να ιδρύσουν την Nueva Germania, μια αντισημιτική αποικία στο έδαφος, όπως έλεγαν «παρθένο από την παρουσία των Εβραίων». Εξαιτίας της ανικανότητας και της μεγαλομανίας του, ο Φόρστερ κατηγορήθηκε τελικά για κατάχρηση και αυτοκτόνησε. Η Ελίζαμπετ επέστρεψε στη Γερμανία, όταν πια ο αδελφός της ήταν αμετάκλητα άρρωστος, ανέλαβε την περιουσία του και προσπαθώντας να ανέλθει πολιτικά άρχισε να διεστρεβλώνει τα γραπτά του, προκειμένου να στηρίξει τις δικές της ιδέες.

Σελ. 120:

(Μπρόιερ): Και με τι τόλμη έλεγε ο Νίτσε κάποια πράγματα! Φαντάσου! Να λέει ότι η ελπίδα είναι το μεγαλύτερο κακό! Ότι ο Θεός πέθανε! Ότι η αλήθεια είναι ένα σφάλμα, χωρίς το οποίο δεν μπορούμε να ζήσουμε! Ότι ο εχθρός της αλήθειας δεν είναι το ψέμα αλλά η πεποίθηση! Ότι η τελική ανταμοιβή των νεκρών είναι ότι δε θα ξαναπεθάνουν! Ότι οι γιατροί δεν έχουν το δικαίωμα να στερούν από έναν άνθρωπο τον ίδιο του το θάνατο! Αμαρτωλές σκέψεις!

Είχε αντικρούσει σε όλες το Νίτσε. Στα ψέματα όμως: βαθιά μέσα του ήξερε ότι ο Νίτσε είχε δίκιο.

Έτσι κάνει τα αδύνατα δυνατά για να μη χαθεί η επαφή. Όταν ο Νίτσε προβάλλει οικονομικές δυσκολίες, προσφέρει δωρεάν θεραπεία? όμως ο Νίτσε αρνείται φυσικά και αποδεικνύει ότι είναι …σκληρό καρύδι:

-Επιτρέψτε μου να σας θέσω μια ευθεία ερώτηση, δόκτωρ Μπρόιερ. Ποιο είναι το δικό σας κίνητρο στο θεραπευτικό αυτό εγχείρημα;

Αυτή η τελευταία δήλωση, αυτή η φαντασίωση, ότι επιθυμώ να σας αποδυναμώσω, ότι η δύναμή μου τρέφεται από τη δική σας, είναι τελείως ανόητη!/κρίνοντας από τα ατυχή προβλήματα που είχατε στις φιλίες σας, κάνετε αλλόκοτα λάθη!/δε μπορείτε να δείτε καθαρά,

(…) Το μουρμουρητό του συνεχιζόταν, λίγο πιο δυνατό, λίγο πιο καθαρό. Ξανά ο Μπρόιερ έσκυψε το αυτί του κοντά στα χείλη του Νίτσε. Τώρα μπορούσε να ξεχωρίσει τα λόγια, αν και στην αρχή δεν πίστευε στα αυτιά του. Ο Νίτσε έλεγε: «Βοήθα με, βόηθα με, βόηθα με, βόηθα με!». Παρόλο όμως που το περιστατικό τους ξανάφερε κοντά, πάλι ο Νίτσε αρνείται σθεναρά τη θεραπεία που του προσφέρει δελεαστικά ο Μπρόιερ.

 Αντιστροφή ρόλων


 Η αρχική πρόθεση του Γιάλομ ήταν να γράψει ένα μυθιστόρημα που να εκτυλίσσεται ανάμεσα στον Φρόϋντ και τον Νίτσε. Αυτό όμως ιστορικά ήταν αδύνατο. Η πιο αξιοποιήσιμη περίοδος της ζωής του Νίτσε για τον Γιάλομ ήταν το 1882 όταν, όπως αποκαλύπτεται από τις επιστολές του, ο φιλόσοφος βρισκόταν σε βαθιά απόγνωση, ύστερα από το χωρισμό του με τη Ρωσίδα Λου Σαλομέ και σκεφτόταν συχνά την αυτοκτονία. Αυτή η περίοδος αναστράφηκε λίγους μήνες μετά απότομα, την άνοιξη του 1883, όταν ο Νίτσε άρχισε μια εκπληκτική ενεργητικότητα, να γράφει το ”Τάδε έφη Ζαρατούστρα”, του οποίου τα τρία μόλις μέρη ολοκληρώθηκαν σε δέκα μέρες. Από την άποψη της μυθοπλασίας, γράφει ο Γιάλομ στο δοκίμιο του, θα μπορούσε να επινοήσει κανείς μια «επιτυχημένη ψυχοθεραπεία» μέσα σε εκείνη την περίοδο λίγων μηνών. Ο Φρόϋντ όμως ήταν μόνο εικοσιεπτά ετών και δεν είχε στραφεί ακόμη στην ψυχιατρική. Για να χρησιμοποιήσει τις ψυχαναλυτικές θεωρίες του Φρόϋντ, ο Γιάλομ θα έπρεπε να τοποθετήσει το μυθιστόρημά του δέκα χρόνια αργότερα. Τότε όμως ο Νίτσε υπέφερε ήδη από άνοια εξαιτίας της προϊούσας γενικής παράλυσης. Έτσι ο Γιάλομ επέλεξε για το ρόλο του θεραπευόμενου-θεραπευτή τον Γιόζεφ Μπρόϊερ, φίλο και μέντορα του Φρόϋντ, που πρώτος διατύπωσε και χρησιμοποίησε ψυχοδυναμική θεωρία και ψυχοδυναμικές μεθόδους το 1881, επιχειρώντας να θεραπεύσει τον ασθενή του Βέρθα Πάππενχάιμ. Το περιστατικό αυτό δημοσίευσε ο Μπρόιερ μαζί με τον Φρόϋντ στο κοινό του σύγγραμα Μελέτες για την Υστερία το 1893, δίνοντας στην ασθενή το πασίγνωστο πλέον ψευδώνυμο «Άννα .Ο.». Ο Φρόϋντ όμως δεν λείπει από το βιβλίο. Η παρουσία του ως μαθητή και φίλο του Μπρόϊερ δίνει τη δυνατότητα στο συγγραφέα να διαγράψει σε γενικές γραμμές το χαρακτήρα του και ιδίως την εξαιρετική του ευφυϊα και διορατικότητα.

Πρέπει να τον πείσω ότι με βοηθάει-

ενώ εγώ, αργά και ανεπαίσθητα, θα ανταλλάσσω ρόλο μαζί του,

ώσπου να γίνει αυτός ο ασθενής

– (Μ) Σας ζητώ να με θεραπεύσετε από την απόγνωση.

– (Ν)Τι είδους απόγνωση; Δε βλέπω καμιά απόγνωση.

(Μπρόιερ: Θέλω να με συμβουλεύσετε. Θέλω να μου δείξετε πώς να υπομένω μια ζωή απόγνωσης. (…) Σώστε εμένα λοιπόν! Κάντε το πείραμα πάνω μου! Είμαι το τέλειο υποκείμενο. Έχω σκοτώσει το θεό. Δεν πιστεύω στο υπερφυσικό και πνίγομαι στο μηδενισμό. Δεν ξέρω γιατί να ζω. Δεν ξέρω πώς να ζω!)

– Η Βέρθα είναι ο κίνδυνος. Πριν απ’ αυτή ζούσα μέσα στα πλαίσια. Σήμερα με γοητεύουν τα όρια αυτών των πλαισίων. Σκέφτομαι ν’ απορρίψω τη μέχρι τώρα ζωή μου, να θυσιάσω την καριέρα μου, να μοιχεύσω, να χάσω την οικογένειά μου, να μεταναστεύσω, να ξαναρχίσω τη ζωή μου με τη Βέρθα.

– Κάτι σε δελεάζει σ’ αυτή την επικίνδυνη σχοινοβασία στην κόψη του ξυραφιού;

– Δε μπορώ ν’ απαντήσω σ’ αυτό. Δε μ’ αρέσει ο κίνδυνος!

– Ίσως, Γιόζεφ, να είναι επικίνδυνο να ζεις με ασφάλεια. Επικίνδυνο και θανάσιμα ανιαρό.

  • Αυτό είναι επομένως το νόημα της Βέρθας; Να ξεφύγω από μια επικίνδυνα ανιαρή ζωή; Μήπως η Βέρθα είναι η επιθυμία μου για ελευθερία – η απόδρασή μου απ’ την παγίδα του χρόνου;

  • Εσύ το ξέρεις, Γιόζεφ! Ο σωστός εχθρός είναι η σημασία που βρίσκεται πίσω από την εμμονή σου.

Κάθαρση


πως να ζειςΤο μυθιστόρημα ,”Όταν έκλαψε ο Νίτσε”, στηρίζεται ως ένα βαθμό σε διάφορες πηγές: στις επιστολές του Νίτσε, στο συγγραφικό έργο του ίδιου, αλλά και του Μπρόϊερ, και σε μελέτες πάνω στα δύο αυτά ιστορικά πρόσωπα. Το πραγματικό υλικό έχει ενταχθεί σε μια μυθοπλασία, που αναδεικνύει τα ψυχολογικά χαρακτηριστικά των προσώπων, παρέχοντας συγχρόνως το έδαφος για να αναπτυχθεί με πολύ επιδέξιο τρόπο, ο προβληματισμός της ψυχοθεραπευτικής υπαρξιακής σχολής. Με λογοτεχνική μαεστρία εισάγονται και γίνονται αντικείμενο επεξεργασίας σε τέσσερα μεγάλα υπαρξιακά ζητήματα: Θάνατος, Ελευθερία, Απομονώση, Ανάγκη Νοήματος, τα οποία η υπαρξιακή σχολή τοποθετεί στο κέντρο της ανθρώπινης ύπαρξης- σε αντίθεση με την ψυχαναλυτική σχολή, που αποδίδει το ρόλο αυτό στο ένστικτο.
Οι ολοζώντανοι χαρακτήρες, η περιγραφή της ζωής στη Βιέννη το 1882, οι ανατροπές στη δράση, η αγωνία αν και πώς θα λυθεί το μυστήριο της μοναχικής, απόλυτης, περήφανης ψυχής του Νίτσε κρατούν τον αναγνώστη σε διαρκή εγρήγορση. Η διαδικασία της προσέγγισης και κατανόησης της ανθρώπινης ψυχής έχει όλα τα χαρακτηριστικά μιας αστυνομικής ιστορίας: αναζήτηση στοιχείων, απρόβλεπτες εξελίξεις, εμφάνιση σχεδόν ανυπέρβλητων εμποδίων, ακόμη και κίνδυνο θανάτου.

Να πεθαίνεις τη σωστή στιγμή!

Ζήσε όταν ζεις! Ο θάνατος χάνει τη φρίκη του αν κάποιος πεθαίνει έχοντας εξαντλήσεις τη ζωή του! Αν ο άνθρωπος δε ζει τη σωστή στιγμή, τότε δε μπορεί να πεθάνει τη σωστή στιγμή.

Ακόμα, Γιόζεφ, αποφεύγεις την ερώτησή μου. Έζησες τη ζωή σου; Ή σε έζησε εκείνη;\την επέλεξες; Ή σε επέλεξε εκείνη; Την αγάπησες; Ή μετάνιωσες γι’ αυτήν; Την κατανάλωσες; Μήπως στέκεσαι εκεί πέρα αβοήθητος πενθώντας τη ζωή που ποτέ δεν έζησες;

Ο συγγραφέας, ο Γιάλομ, βρίσκει την κατάλληλη ευκαιρία για να ξεδιπλώσει ο Νίτσε τη θεωρία του περί αιώνιας επανάληψης:

– Η αιώνια επανάληψη σημαίνει ότι κάθε φορά που επιλέγεις μια πράξη θα την επιλέγεις αιώνια. Και όλη η αβίωτη ζωή θα μένει να φουσκώνει μέσα σου, αβίωτη για όλη την αιωνιότητα. Κι η αδιόρατη φωνή της συνείδησής σου θα σου διαμαρτύρεται αιώνια.(…) Αυτή η στιγμή υπάρχει για πάντα και συ, μονάχος σου, είσαι το μόνο σου ακροατήριο. Αυτή η ιδέα σ’ αρέσει ή τη σιχαίνεσαι;

– Τη σιχαίνομαι! Σχεδόν ούρλιαξε ο Μπρόιερ. Να ζω για πάντα με την αίσθηση ότι δεν έχω ζήσει, δεν έχω γευτεί την ελευθερία- αυτή η ιδέα με γεμίζει τρόμο.

  • Τότε, πίεσε ο Νίτσε, ζήσε με τέτοιο τρόπο που να σου αρέσει η ιδέα

Είναι η κορύφωση της πνευματικής συν-πόρευσης των δύο ηρώων. «Ασθενής» είναι πλέον ο Μπρόιερ ο οποίος, έχει πια βάλει στην άκρη το ρόλο του ως γιατρού και ακολουθώντας τις υποδείξεις του Νίτσε αποτολμά μια κατάδυση στον εαυτό του, στις εμμονές, τα πάθη και τις αδυναμίες του μ’ έναν εξαιρετικά πρωτότυπο τρόπο. Βρήκε έναν τρόπο να ζήσει μια αμετάκλητη απόφαση χωρίς να την κάνει αμετάκλητη. Ο αναγνώστης βιώνει μια τεράστια έκπληξη αρκετών σελίδων για να παρακολουθήσει, μετά από δυο μέρες τον Μπρόιερ να επισκέπτεται, λυτρωμένος πια, τον Νίτσε ανακοινώνοντας ότι έχει συνέλθει εντελώς.
Ο Νίτσε με τη σειρά του εκπλήσσεται και ζητά επίμονα το μηχανισμό με τον οποίο επιτεύχθηκε αυτό. Μέσα του πνίγονται τα δικά του πάθη που δεν είχε την τόλμη να φανερώσει, κι αντίστοιχα, θαυμάζει τον Μπρόιερ. Η απογύμνωση του τελευταίου βοηθά στο να εκθέσει κι ο Νίτσε τις δικές του προσωπικές εμμονές, αλλά αυτό που σπάει τελείως τη συναισθηματική πανοπλία του είναι η αποκάλυψη- επιτέλους- του Μπρόιερ ότι η συνάντησή τους ήταν προσχεδιασμένη. Ότι γνωρίζει τη Λου, ότι έχει διαβάσει τις επιστολές του. Ένταση, οργή, απόγνωση διαδέχονται η μια την άλλη. Μιλούν μετατρέποντας το συναίσθημα σε λόγο, μιλούν για την ανάγκη της εμμονής σε μια γυναίκα-ιδέα, για τις ιδιωτικές σημασίες που έχουν προσάψει στα πρόσωπα. Ανακαλύπτουν μαζί ότι όσο τους «χρησιμοποίησαν» οι άλλοι, άλλο τόσο τους «χρησιμοποίησαν» και αυτοί οι ίδιοι. Και όλοι είναι ανίκανοι να δουν την αλήθεια του άλλου.

Είναι παράξενο, αλλά ακριβώς τη στιγμή που, για πρώτη φορά στη ζωή μου, αποκαλύπτω τη μοναξιά μου σε όλο της το βάθος, σε όλη της την απόγνωση- την ίδια ακριβώς στιγμή, η μοναξιά διαλύεται! Τη στιγμή που σου είπα ότι ποτέ δε μ’ έχουν αγγίξει, ήταν η πρώτη στιγμή που επέτρεπα στον εαυτό μου να τον αγγίξουν. Τη μια εκπληκτική στιγμή, σαν κάποιο γιγάντιο εσωτερικό παγόβουνο να ράγισε ξαφνικά και να’ γινε κομμάτια.

Ήταν τότε που έκλαψε ο Νίτσε…

Το βιβλίο έχει μεταφερθεί ως ταινία στον κινηματογράφο και ως παράσταση στο θέατρο με μεγάλη επιτυχία.

Λίγα λόγια για τον συγγραφέα


Irvin D. Yalom
Irvin D. Yalom

Ο Irvin D. Yalom (1931-) είναι ομότιμος καθηγητής της ψυχιατρικής στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Στανφορντ των ΗΠΑ. Μαθητής και συνεργάτης τοτ Rollo May, θεωρείται έναν από τους σημαντικότερους, εν ζωή εκπροσώπους της υπαρξιακής σχολής στην ψυχιατρική και είναι συγγραφέας του εγκυρότερου και πληρέστερου εγχειριδίου υπαρξιακής ψυχοθεραπείας ( Existential Psychotherapy) . Στον επιστημονικό χώρο είναι ιδιαίτερα γνωστό το κλινικό και ερευνητικό έργο του στην ομαδική ψυχοθεραπεία.
Το πρώτο του βιβλίο, που το 2006 κυκλοφόρησε η νέα αναθεωρημένη και επαυξημένη του έκδοση, Theory and Practice of Group Psychotherapy (Θεωρία και πράξη της ψυχοθεραπείας, Άγρα, 2006) έχει μεταφραστεί σε 14 γλώσσες και αποτελεί βασικό διδακτικό εγχειρίδιο σε πολλές σχολές ψυχιατρικής και ψυχοθεραπείας. Ο Γιαλομ έχει γράψει πολλά ακόμη επιστημονικά βιβλία και άρθρα.
Το λογοτεχνικό του έργο αρχίζει όψιμα και περιλαμβάνει δύο συλλογές διηγημάτων ( ”Ο δήμιος του έρωτα και η μάνα” και ”Το νόημα της ζωής”) και τρία μυθιστορήματα ( ”Όταν έκλαψε ο Νίτσε”, ”Στο ντιβάνι” και ”Η θεραπεία του Σοπενχάουερ”) που έχουν γίνει μπεστ σέλερ σε πολλές χώρες. Όλα του τα λογοτεχνικά βιβλία αποτελούν ιστορίες ψυχοθεραπείας και ο ίδιος τα θεωρεί προέκταση του διδακτικού του έργου, το οποίο όπως λέει, βρίθει ούτως ή άλλως ιστοριών και διηγήσεων.
Στις εκδόσεις Άγρα κυκλοφορούν τα βιβλία του ”Στο ντιβάνι”, ”Ο δήμιος του έρωτα”, ”Θρησκεία και ψυχιατρική”, ”Το δώρο της ψυχοθεραπείας” και ”Μάνα και το νόημα της ζωής”, ενώ ετοιμάζονται τα βιβλία ”Κάθε μέρα πιο κοντά”, ”Υπαρξιακή ψυχοθεραπεία” και ”Ενδονοσοκομειακή ομαδική ψυχοθεραπεία”.

Προηγούμενο άρθροJohn Huston: Η διαχρονικότητα ενός ασυμβίβαστου καλλιτέχνη…
Επόμενο άρθροΤο Artic προτείνει για τον Σεπτέμβριο 5 ολιγοσέλιδα βιβλία