Με δυο μέρες θεατρικής «ζωής» να απομένουν στο καλλιτεχνικό τέκνο της σκηνοθετικής άποψης του Γιάννη Χουβαρδά πάνω στη μοναδική σωζόμενη αρχαία τριλογία, την Ορέστεια, γράφονται από την υποφαινόμενη αυτές οι γραμμές, προς κατάθεση της δικής της πρόσληψης πάνω σε μια ιδιαίτερη ανάγνωση του Αισχύλου. Η αυλαία «πέφτει» μεγαλοπρεπώς στο Ωδείο Ηρώδου του Αττικού, ωστόσο η «χρησιμότητα» μνείας σε μεγαλεπήβολα θεατρικά εγχειρήματα, με «δομικό υλικό» τους αρχαίους τραγικούς και σημαντικές μεταφράσεις, όπως αυτή του Δημήτρη Δημητριάδη (ή του Κ. Χ. Μύρη, πάλι περί Ορέστειας ο λόγος), ανεξαρτήτως της θεατρικής τύχης αυτών, δε χάνεται με το κατέβασμα της κουίντας.

Αναγνώσιμο «υλικό» αποτέλεσε, λοιπόν, για το Γιάννη Χουβαρδά η μοίρα της γενιάς των Ατρειδών, όπως εγγράφεται από τον Αισχύλο στις θεματικά συνεχόμενες τραγωδίες Αγαμέμνων, Χοηφόροι και Ευμενίδες, που συνιστούν την Ορέστεια. Ο Αγαμέμνων «αφηγείται» το νόστο του νικητή βασιλιά Αγαμέμνονα και τη δολοπλοκία της γυναίκας του, Κλυταιμνήστρας, που τον δολοφονεί από κοινού με τον ξάδελφό του και εραστή της, Αίγισθο, οι Χοηφόροι (ή Χοηφόρες) έχουν ως θέμα την εκδίκηση για το φόνο του πατέρα από το γιο του Αγαμέμνονα, Ορέστη, και οι Ευμενίδες κλείνουν τον κύκλο του κακού με τη δίκη και την αθώωση του Ορέστη, μετά την παρέμβαση της θεάς Αθηνάς υπέρ του.

Ορέστεια - Σκηνή από την παράσταση
Ορέστεια – Αυλαία στο Ωδείο Ηρώδου Αττικού στις 7 Σεπτεμβρίου

Τα παραπάνω λαμβάνουν τις εξής διαστάσεις στα «χέρια» του Χουβαρδά: εκκινώντας επιτυχώς από τη μεγάλη σημασία που αποδίδει ο Αισχύλος στο «σκηνικό οικοδόμημα» και την ενσωμάτωσή του στο σκηνικό χώρο (παλάτι Ατρειδών, ναός της Αθηνάς) «περιχαρακώνει» τη δράση σε συγκεκριμένες χωροχρονικές διαστάσεις ήτοι την περίοδο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και του Ελληνικού Εμφυλίου, όπως αυτή βιώνεται σε ένα «σπίτι» από μία οικογένεια ή ομάδα ανθρώπων που σχετίζονται μεταξύ τους, εν γένει. Η νοηματοδότηση αυτής της κίνησης υποδηλώνει δυνητικά το καθολικό των νόμων που κινούν την ανθρώπινη ύπαρξη: σε κάθε εποχή, κάθε σπίτι, κάθε κοινωνική τάξη τα ίδια πάθη προκαλούν τα ίδια δράματα, οι ίδιες αιτίες, τις ίδιες τραγικές συνέπειες, με το ερώτημα να παραμένει (προ)αιώνιο, ο παθός γίνεται μαθός;

«Σκότωσες αυτόν που δεν έπρεπε, πάθε ό,τι δεν πρέπει»

Τα φιλοσοφικά ζητήματα που ανακύπτουν για το θεατή και το μελετητή της Ορέστειας παραμένουν διαχρονικά πολλά και βαθιά: οργή, παραβίαση των ανθρωπίνων μέτρων, εκδίκηση, θέση της γυναίκας, θέση του θείου στην ανθρώπινη ζωή, πέρασμα από το κοινωνικό σύστημα της μητριαρχίας στην πατριαρχία (εξουσία Κλυταιμνήστρας  αντιπαραβολικά με την εξουσία των αρσενικών γόνων) μέσω μιας νέας τάξης πραγμάτων που παγιώνει η εξουσία των νεοεισαχθέντων θεών (Αθηνά, Απόλλωνας και συνολικά το δωδεκάθεο -η «νέα» θρησκεία μετά την αρχαϊκή εποχή), σχηματίζοντας άλλο ένα αντιθετικό σχήμα με τις παλιές χθόνιες θεότητες (Ερινύες και κατόπιν Ευμενίδες),  αδικία / δικαιοσύνη κ. ά.

Ο θίασος που τα ζωντανεύει επί σκηνής, σημαντικός και σωστά ασκημένος, προκειμένου να αντεπεξέλθει σ’ αυτόν τον όχι ευκαταφρόνητο «δυομισάωρο» θεατρικό μαραθώνιο επί τριών τραγωδιών: Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης, Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, Νίκος Κουρής, Στεφανία Γουλιώτη, Νίκος Ψαρράς, Άλκηστις Πουλοπούλου, Δημήτρης Παπανικολάου, Ιερώνυμος Καλετσάνος, Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης, Σύρμω Κεκέ, Χριστίνα Μαξούρη, Πολύδωρος Βογιατζής. Ξεχωριστές οι ερμηνείες της Στεφανίας Γουλιώτη, ως (τριτή της καριέρας της) Ηλέκτρα και Αθηνά. Η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, πάντα επιβλητική και έντονη στη θεατρική της παρουσία που αξίζει να την έχει δει κανείς τουλάχιστον μία φορά, χωρίς, ωστόσο, να αναδείξει κάτι πιο δυσδιάκριτο για το μέσο «μάτι» στο ρόλο της Κλυταιμνήστρας.

Για τις ερμηνείες των Κωνσταντίνου Μαρκουλάκη ως Ορέστη, Νίκου Κουρή ως Αγαμέμνονα και Τροφού, Νίκου Ψαρρά ως Απόλλωνα και Πυλάδη και της Άλκηστης Πουλοπούλου ως Κασσάνδρα και Πυθία, ο λόγος αφορά κατά βάση στην αισθητική άποψη που αποφάσισε να κομίσει στη δραματουργία της Ορέστειας ο Γιάννης Χουβαρδάς. Όλοι οι παραπάνω ρόλοι υποστηρίχθηκαν από τους ερμηνευτές τους κατά τρόπο έξω από τα παραδεδομένα, με πρόδηλα στοιχεία της δεξαμενής του μεταμοντέρνου, χωρίς, ωστόσο, να λείψει ο σεβασμός στο κείμενο. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι η σκηνοθεσία τους ως πρόταση καθ’ εαυτόν κρίνεται επιτυχημένη, ως πρόταση επί του Αισχύλου, μάλλον θα δείξει ο χρόνος, πώς θα κριθεί.

Το αίσθημα της παροδικής ανοικείωσης δεν είναι βέβαιο, αν αφήνει νηφάλιες κρίσεις να διεξαχθούν. Ο κατακερματισμός της πρωτότυπης συνοχής που μοιραία προκαλείται από κατοπινές καινοτομίες, όταν το καλούν οι συνθήκες να εξεταστεί ως υπόθεση εργασίας που υπηρετεί κάτι υψηλότερο και προϋπάρχον (ένα κλασικό κείμενο της παγκόσμιας γραμματείας), δυσχεραίνει το έργο του εξετάζοντος.

Ορέστεια του Αισχύλου δια χειρός Γ. Χουβαρδά
Ορέστεια – Η τριλογία του Αισχύλου σε περιοδεία σε όλη την χώρα

Στα ενδιαφέροντα στοιχεία της παράστασης, πλην των ερμηνειών, ξεχωρίζουν τα σκηνοθετικά εύρηματα του παραλληλισμού σε διάφορα επίπεδα με την ιστορική περίοδο του ’40 στην Ελλάδα, της σύνδεσης των παγανιστικών θεοτήτων Ερινύων με τα σκοτεινά στοιχεία του ορθόδοξου κλήρου κ. ά. Συνεκτικό στοιχείο αποτελεί η κόλαση, τόσο η εσωτερική όσο και η βιβλική, και οι δαίμονες που τη διαμορφώνουν, η φύση των οποίων σε αρχετυπικό επίπεδο δεν παραλλάζει πολύ ανά τα χρόνια και ανά τις θρησκείες.

Ακόμη, ιδιαίτερο τόνο προσδίδουν το γραμμόφωνο που εξυπηρετεί  τη μουσική πρόταση του Σταύρου Γασπαράτου και τα κουστούμια εποχής της Ιωάννας Τσάμη. Το σκηνογραφικό αποτέλεσμα της δουλειάς της Εύας Μανιδάκη υπηρετεί πιστά και λειτουργικά τις σκηνοθετικές ορίζουσες, αλλά αφήνει κάποια ερωτηματικά ως προς την αισθητική πρόταση, συνδυάζοντας ανομοιογενή στοιχεία (πρβλ. παλάτι Ατρειδών – σκηνικό αστικού σπιτιού εποχής ’40).

Συμπερασματικά, η Ορέστεια του Γιάννη Χουβαρδά κρίνεται ως μία από τις παραστάσεις που έπρεπε να δει κανείς το φετινό φεστιβαλικό καλοκαίρι και, αν δεν το έχει κάνει ήδη, η τελευταία ευκαιρία δίνεται στο Ωδείο Ηρώδου Αττικού. Οι λόγοι έχουν διάφορες διαστάσεις, με σημαντικότερη αυτή του εμπλουτισμού της θεατρικής οπτικής επί των κλασικών έργων και της επαφής με τη δουλειά σημαντικών σκηνοθετών, όπως ο Γιάννης Χουβαρδάς, και ηθοποιών μεγάλου εκτοπίσματος. Τα ερωτήματα που γεννά η Ορέστεια είναι πιο σημαντικά από τις απαντήσεις που δίνει -στοιχείο που πρέπει να χαρακτηρίζει κάθε σημαντικό έργο τέχνης- και απαιτεί μεγάλο θάρρος τόσο η ενασχόληση μαζί της από το πόστο του σκηνοθέτη και του ηθοποιού όσο και η διαδικασία της προσπέλασής της από το πόστο του θεατή.

Ορέστεια | Trailer
Ορέστεια | Πληροφορίες παράστασης

Συντελεστές

  • Μετάφραση: Δημήτρης Δημητριάδης
  • Διασκευή, σκηνοθεσία: Γιάννης Χουβαρδάς
  • Σκηνικά: Εύα Μανιδάκη
  • Κοστούμια: Ιωάννα Τσάμη
  • Μουσική: Σταύρος Γασπαράτος
  • Κίνηση: Σταυρούλα Σιάμου
  • Φωτισμοί: Λευτέρης Παυλόπουλος
  • Μακιγιάζ: Άννα Μπαλτζή
  • Κομμώσεις: Θοδωρής Χριστοδούλου
  • Φωτογραφίες: Έφη Γούση
  • Video trailer: Μιχάλης Κλουκίνας
  • Βοηθοί σκηνοθέτη: Σύλβια Λιούλιου, Νικολέτα Φιλόσογλου
  • Βοηθός σκηνογράφου: Θάλεια Μέλισσα
  • Βοηθός παραγωγής: Αλεξάνδρα Μουζακίτη
  • Διεύθυνση παραγωγής: Κατερίνα Μπερδέκα
  • Παραγωγός: Γιώργος Λυκιαρδόπουλος (www.lykofos.org)
  • Διανομή: Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης (Ορέστης), Καρυοφυλλιά Καραμπέτη (Κλυταιμνήστρα), Νίκος Κουρής (Αγαμέμνων, Τροφός), Στεφανία  Γουλιώτη (Ηλέκτρα, Αθηνά), Νίκος Ψαρράς (Απόλλων, Πυλάδης), Άλκηστις Πουλοπούλου (Κασσάνδρα, Πυθία), Δημήτρης Παπανικολάου (Αίγισθος), Ιερώνυμος Καλετσάνος (Κήρυκας), Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης (Φύλακας), Σύρμω Κεκέ (Κορυφαία), Χριστίνα Μαξούρη (Κορυφαία, Δούλα), Πολύδωρος Βογιατζής (Κορυφαίος)
  • Ημέρα και ώρα παράστασης: Τετάρτη 7 Σεπτεμβρίου στις 21.15
  • Διάρκεια παράστασης: 2 ώρες και 30 λεπτά

Πληροφορίες θεάτρου

Προηγούμενο άρθροΕλεύθερη είσοδος σε πολιτιστικούς χώρους: πότε και για ποιους
Επόμενο άρθροΟι 3 Χάριτες στην Αποβάθρα του Τρένου στο Ρουφ, Τετάρτη 7 Σετεμβρίου