Ένα – ψηφιδωτών σχεδιασμάτων – σχόλιο περί των εσωτερικών διαδρομών στη «Μεταμοντέρνα Τέχνη, ή μια κατά μόνας αυθαίρετη περιδιάβαση στην χωρία του μεταφυσικού ανερμήνευτου της ύλης.

Η χρησιμότητα μιας εισαγωγής.

Το πώς και το γιατί «του ενδιαφέροντος» ενός βλέμματος για ένα δημιούργημα, αλλά και για τον ίδιο τον δημιουργό του, σαφέστατα δεν είναι κάτι από τα οποία μπορεί – με ευκολία – να εξηγηθεί, πολύ δε περισσότερο να ερμηνευτεί, καθιστώντας το – εν τέλει – απόλυτα κατανοητό από ένα άλλο υποκείμενο που θα μπορέσει και εκείνο με τη σειρά του να ακολουθήσει μιαν έτερη αλληλουχία σκέψεων, συμφωνώντας ή και διαφωνώντας απόλυτα με αυτόν που εκδηλώνει την κρίση-άποψη, πρώτος.

Η προσωπικότητα, οι γνώσεις, τα αισθητικά θέσφατα και η – ξεχωριστά στις λεπτομέρειες της – αντίληψη που εξ ορισμού διαθέτει κάθε άτομο, στη σύνθεσή τους και κατοικώντας στην αντι-πέρα όχθη της διαδραστικής εσωτερικότητάς της, γίνονται η ψυχή της τέχνης αφού – ανεξαρτήτως των ειδικών χαρακτηρισμών του υποκειμένου – μπορεί και συνεγείρει την ευαισθησία όλων, φυσικά σε διαφορετικό βαθμό και ποιότητα. Έτσι εξηγείται και η γοητεία των συγκρούσεων, πάντα μέσω των διαφορετικών απόψεων για ένα έργο, για έναν δημιουργό.

Στον χώρο της καταγραφής, της περιγραφής αλλά και της ερμηνείας και της κριτικής της τέχνης, έρχεται ενίοτε – κι από ένα μόνον έργο – το ερέθισμα, που σαν αφορμή εισχωρεί στον χώρο της σκέψης και των πολλών παραδοχών σου για έναν δημιουργό, για να τακτοποιήσει ακόμη και τις – επιμέρους -πλέον αντιφατικές σου βεβαιότητες, γεννώντας – παράλληλα – νέα ερωτήματα.

Το ερώτημα – λόγου χάρη – αν ένας καλλιτέχνης πραγματοποιεί πολλές δημιουργίες ή αν όλα τα διαφορετικά του έργα – στο βάθος της δημιουργίας του – τελικώς είναι «ένα εγώ», δεν το έχω απαντήσει. Γνωστό είναι πως σε θεωρητικό επίπεδο αυτή η άποψη – πως όλα «ένα» είναι – έχει καταγραφεί -από πολύ σοβαρούς ερμηνευτές κριτικούς- για αρκετούς από τους σκηνοθέτες του σινεμά, ειδικά του ευρωπαϊκού. Νομίζω όμως πως και σε μερικές περιπτώσεις ισχύει και για άλλους μετα-πλάστες των εικόνων, που βρίσκονται στην καθαρά και μονήρη εικαστική δημιουργία.

Τα φτερά της Όλγας Γουλανδρή
Όλγα Γουλανδρή Υλικα :Ψηφίδες απο μάρμαρο, σμάλτο, γυαλί, κεραμικό κομμένες στο χέρι. η ιδέα είναι ότι όταν πίνεις κρασί απελευθερώνεσαι εξ ου και ο τίτλος: In Vino Libertas
Όλγα Γουλανδρή. Έργο σε ιδιάζουσα κατάσταση «μετά-ψηφιδο-γραφίας».

«Στέκομαι» μπροστά στα δύο θέματα που επέλεξε η Όλγα Γουλανδρή για να μετατρέψει ένα βαρέλι και μία καρέκλα, από συνήθη αντικείμενα σε διαλεκτική προσπάθεια αναζήτησης των ορίων της Τέχνης και όσο σκέφτομαι τη ρήση του Edgar Degas (Εντγκάρ Ντεγκά 1834-1917, Γάλλος ζωγράφος & γλύπτης) που αναφέρει πως «Η Τέχνη δεν είναι αυτο που βλέπεις αλλά αυτο που κάνεις τους άλλους να δουν»… (άρα και να σκεφθούν). ταυτοχρόνως αναρωτιέμαι αν η επιλογή των δύο θεμάτων της, είχε αφορμή μια εσωτερική της ανάγκη που μπορεί να ταυτιστεί μ` ένα στίχο του Καρούζου «που λέει» πως «Στον ουρανό οι δυνατότητες είναι μόνο συναρπαστικές» (Από το βιβλίο Σχέση/Σχάση, εκδ. Γαβριηλίδης) κι αυτό γιατί το θέμα των απεικονίσεών της που «επικάθονται» στα δύο «αντικείμενα» είναι τα «Φτερά» και τα «Σύννεφα».

Όλγα Γουλανδρή Σύννεφο
Όλγα Γουλανδρή. Η μετάπλαση μιας καρέκλας.

Τα δύο αυτά έργα της (το ένα είναι ένα βαρέλι με τίτλο «In Vino Libertas» – ψηφιδωτό με μάρμαρο, σμάλτο & γυαλί – που το εξέθεσε στην ομαδική εικαστική έκθεση “Δρυός ανάγνωσμα: η Τέχνη στο βαρέλι” στο πλαίσιο της Έκθεσης «Οινόραμα» και το άλλο μια καρέκλα που τη μεταμόρφωσε – στο πλαίσιο του «MusiVarium Festival, 1st International Symposium of Contemporary Mosaic Italy» – σ` ένα εξαίρετο γλυπτό αφού επάνω στην καρέκλα εναπόθεσε ένα σύννεφο) μου έδώσαν την ισχυρή (υποκειμενική εκτίμηση) αφορμή να εγκύψω σε μια… ευφραντική αναζήτηση του νοήματος της ύλης, μιας κι αυτό είναι το κυρίαρχο πρωτογενές στοιχείο της Όλγας Γουλανδρή, πού όμως στην αισθητική της ανάπτυξη διέπεται – εντούτοις – από μια κοινή χαρακτηριστική, αναγκαία τρόπον τινά, οργανική πνευματική νομοτέλεια που αξίζει να παρατηρηθεί ενδελεχώς και στο σύνολο του έργου της. Έργο που εκτείνεται από τις απαρχές μιας γνήσιας ανεικονικότητας και αφαιρετικής κατάθεσης. έως τις «υπονομευόμενες» – από την ίδια – εικονικές παραστατικές της προσπάθειες.

Προϋποθέσεις για την ερμηνεία.

Η απουσία ενός κοινού λόγου από μια, σχεδόν κατά βάση, μεταμοντέρνα ή και απλώς αφαιρετική σύνθεση, (ακόμη κι όταν – μετά από μια μικρή χρονική στιγμή παρατήρησης – κατανοούμε το τι απεικονίζει) ή, μια σύνθεση που απλώς υπονοεί σχήμα και νόημα, δηλαδή η μη περιγραφή ενός γνωστικού και παραδεκτού αφηγηματικού – τω τρόπω – σαφούς, σε πρώτη αυτόματη αντίληψη του «νοήματος», ποτέ δεν υποβιβάζει ακαριαία ένα έργο σε μια, εξ ορισμού, «δυσμενή» θέση άλογης τυχαιότητας, αφού τα όσα με χρώματα, σχήμα και την μεταξύ τους συνθετική σχέση, ως πολλά συμβαίνουν και υπονοούνται σε μια συγκερασμένη αισθητική χωρία, αλλά, και, περισσότερα μπορεί να σημαίνει, όταν το συνολικό αποτέλεσμα προκαλεί, (όπως στο συγκεκριμένο συνολικό έργο), μιαν άρτια – σε πρώτη ματιά – εντύπωση, ενιαίας, τουλάχιστον, φόρμας.

Βέβαια, τίποτα δεν απαγορεύει στον, κάθε έναν, παρατηρητή-σχολιαστή, να βλέπει ό,τι αυτός θέλει, αλλά, πάντοτε, αυτό που «βλέπει», αυτόν χαρακτηρίζει και όχι απαραιτήτως το ίδιο το έργο. Αυτό, ως γνωστόν, συμβαίνει διότι, μέσα στην «τραγική μοναξιά της» η σύγχρονη Τέχνη και μη ξεχνώντας τα όποια φορμαλιστικά αδιέξοδα μας παρέδωσε για να διανοούμαστε αενάως, και περί πολλών άλλων, πέραν του πραγματικού, και, του φαντασιακού τούτου κόσμου, μας κατέδειξε την ψυχογραφική αξία της ερμηνείας και το πόσο τελικά αυτό – μπορεί λέω εγώ – που βλέπουμε να είμαστε εμείς και όχι το έργο… για πάρα – μα πάρα – πολλούς λόγους.

Το που «κατοικεί» η Τέχνη, ή το πώς με ασφάλεια ορίζεται το τι είναι Τέχνη, αν και έχουν χυθεί τόνοι μελανιού, ως απόρροια παρατήρησης και σκέψης αιώνων, ακόμη οι θεωρητικοί της το ψάχνουν… Το γιατί βεβαίως συμβαίνει κάτι τέτοιο είναι εύκολο να απαντηθεί. Η Τέχνη συνεχώς αλλάζει μορφή, περιεχόμενο και στόχευση. Εμπλουτίζεται και μεταλλάσσεται από την πρωτοτυπία ή απλώς, από τη διαφοροποίηση της ματιάς των δημιουργών.

Όλγα Γουλανδρή. Έργα υπό το καθεστώς «ειδικών συνθηκών»

Ερώτημα Α)

Αναρωτηθήκατε ποτέ σας πως, με ποιον τρόπο και σε ποια εσωτερική κατάσταση πρόκλησης  στέκεται ένας καλλιτέχνης μπροστά σε μια – υπό μία έννοια – «πρόσκληση συμμετοχής», με ελεύθερο θέμα, για να δημιουργήσει πάνω σε ετερόδοξη συγκεκριμένη επιφάνεια, και πως διαχειρίζεται τον χρόνο του; Τι να σκέφτεται άραγε πριν αρχίσει την εκτέλεση της δημιουργίας του; Ποιοι και πόσοι άραγε να είναι οι «περιορισμοί» και πως μπορεί να συνδεθεί ως συνολικό υποκείμενο σε μια αλληλουχία με τη γενική πορεία της αισθητικής του, έτσι ώστε να μην παρουσιαστεί το παραμικρό χάσμα μεταξύ της ελεύθερης δημιουργίας και της «πρόσκλησης»;

Ερώτημα Β)

Τι είναι αυτό που περικλείει, που προστατεύει, ενίοτε φυλάσσει και ταυτόχρονα μπορεί να συμβάλλει στην απογείωση προς μια -διαφορετικής διάστασης- υπερβατικότητα της έννοιας, η οποία μεταγραφομένη από τη σχέση κρυφού – φανερού, εγκιβωτίζεται, μάλλον από ασυνείδητη αιτία-πρόθεση, σε ένα – στα όρια μιας χωρίας του μεταιχμιακού ακατάτακτου – εικαστικό εγχείρημα;

Όλγα Γουλανδρή. Η ανύψωση ενός βαρελιού
Όλγα Γουλανδρή. Οι ώρες μιας αναζήτησης.

Μια διευκρίνιση.

Γνωρίζοντας πως «όλο αυτό» σαν -θεωρητικής κατεύθυνσης και άρα εξ ορισμού «δύστροπο- αίνιγμα ακούγεται, θα διευκρινίσω, υπερτονίζοντας, το πως μια νέα δημιουργία της μετα-ψηφιδογράφου κας Όλγας Γουλανδρή, ήταν η αφορμή που με εισήγαγε, με έναν αληθινά αινιγματικό τρόπο, σε μια τελεολογική πνευματική κατάσταση της ευφραντικής κρυφής ύλης που, «δημιουργώντας» μου το άνωθεν ερώτημα (το οποίο, παραθέτοντας φυσικά και τη διαλεκτική των στοιχείων του, θα επιχειρήσω να σας το καταθέσω σταδιακά και κάπως ετερόδοξα εκ νέου) μ` έκανε οφειλέτη μιας προσπάθειας ανάγνωσης που, εάν δεν θέλω να αυθαιρετήσω στις σκέψεις μου, οφείλω, σε νέα πεδία, να ορίσω εξ υπαρχής, «όρια και εντύπωση», προκληθέντα και τα δύο «γύρω από την προσωπική της ερμηνευτική της δημιουργίας». Όλα αυτά με αφορμή ένα βαρέλι που -ίσως – θέλει να το… «υψώσει» και ένα σύννεφο που -ίσως – θέλει να το ξεκουράσει σε μια καρέκλα που πετάει…

Έχοντας πάντοτε στο νου τα βασικά ερωτήματα που υποκρύπτουν και ενίοτε καλλιεργούν όλες τις αμφιβολίες, οι οποίες, πολλές φορές, μπορεί ακόμη και ενδεδυμένες να είναι με τη μορφή αισθητικών… βεβαιοτήτων, αφορούσες όλες μα όλες στο τι είναι Τέχνη και ποια η φιλοσοφία της που να μπορεί να ερμηνεύσει με μια σχετική «επιτυχία», στην ολότητά της, το φαινόμενό της, προσθέτω έναν επίσης προβληματισμό, ειδικών και μη, που αναφορά έχει -και περισπούδαστη ενασχόληση προκαλεί- στο ποια είναι τελικώς τα όρια μεταξύ της εφαρμοσμένης τέχνης, δηλαδή της σχεδιαστικής-δημιουργικής «καλλιέπειας» και αυτής που ονομάζουμε (κάπως αυθαίρετα) «Καθαρή Τέχνη».

Προχώρησα δε, στην «πρόσθεση» αυτή, έχοντας πρωτίστως κατά νου να σπεύσω σε μια θέση, δηλώνοντας, πως αυτού του είδους τα όρια είναι πολύ δύσκολο να οριστούν αυστηρά, όχι για τον λόγο μιας πρόταξης ενός καινού νοήματος για να πω απλώς χιλιοειπωμένα «πράγματα», αλλά γιατί το «κρινόμενον» του κειμένου ενδυναμώνει τέτοιου είδους σκέψεις, που αν κανείς δεν τις λάβει υπόψη του, θα βρεθεί στα άγρια βράχια μιας αυθαιρεσίας που ναι μεν μπορεί και γοητευτική να γίνει-είναι, αλλά που καμία σχέση δε θα έχει με μια προσπάθεια άρθρωσης κριτικού λόγου.

'Ολγα Γουλανδρή. Ένα φτερό.
Όλγα Γουλανδρή. Η αποτύπωση μιας ιδέας.

Η έννοια της μετάπλασης μιας φόρμας από «το είναι» στο επίπεδο του «τι μπορεί και να είναι» στο έργο της, ή της απόπειράς του να γίνει τέτοιο και μάλιστα προτάσσοντας λαμπρύνουσες αισθητικές παραδοχές, φαίνεται πως η Όλγα Γουλανδρή, την έχει ως κυτταρικό συστατικό της αναζήτησης ενός προσωπικού της -και ιδιωματικής υφής- ορισμού της τέχνης, αφού βλέποντας τα έργα της, πολλά από τα ερωτήματα που θα μπορούσαν να γεννηθούν, απαντώνται μόλις κάποιος απλώσει «αισθητικά» τη σκέψη του και συναντήσει στην – πίσω από τη δημιουργία – διαδικασία, (η οποία πολλά στηρίζει στην τεχνική και την εφαρμογή της σε μια δύσκολη επιφάνεια-χώρο που αν δεν τη χειριστεί σωστά κινδυνεύει να «πνίξει» ό,τι κι αν αποτυπωθεί επάνω της) ένα συνεχές αίτημα «πνευματικής και αισθητικής πλήρωσης του ορατού».

Είναι απλή υπόθεση – για έναν δημιουργό – η επιλογή ενός «θέματος»;

Επανερχόμενος και εστιάζοντας στα δύο έργα  της κας Όλγας Γουλανδρή, διαπιστώνω πως ο «Τρόπος» που μετέρχεται η δημιουργός είναι αυτό που – εν πολλοίς – καθορίζει το πώς ένα βαρέλι ή μια καρέκλα, παύουν να βρίσκονται στη «χώρα» του κοινόχρηστου τοπίου και μετατίθενται στον «Τόπο» της εικαστικής αναζήτησης, προκαλώντας – κατ` αρχάς – ένα έντονο ενδιαφέρον. Τα δύο θέματα που την απασχολούν, τα αναπτύσσει, στην εσωτερικότητα μιας συνολικής – καθαρά προσωπικής – εικαστικής πραγματικότητας, με μια ταξινομημένη μοναδιαία εκφραστική παρέμβαση, που αναδύει και ταυτόχρονα οδηγεί, τα «φτερά» και «τα σύννεφα», από μια χωρία πνευματικών απωθημένων και καταγραφών του ανθρώπινου φαντασιακού – που πραγματεύονται έννοιες με καθαρά θετικό πρόσημο όπως είναι, γενικώς, το «άνω», το «πέταγμα» και το «ύψος» – σε μια καθαρά νοηματική αισθητική κατάσταση.

Υψιπετής και αναζητούσα μια ζωή σε ένα υπερβατικό επίπεδο της ύλης φαίνεται να είναι η «γενική προβληματική» της Όλγας Γουλανδρή και μάλλον από όσα εγώ παρατήρησα, το κάνει χωρίς δογματική βεβαιότητα, προσδίδοντας γητευτικό άρωμα χρωμάτων, που πολλά και ξεχωριστά εννοούν μέσα από την προσωπική της αμφιβολία για το που θέλει να πάει ως ενιαίο ψυχοσωματικό «Δημιουργικό Είναι».

Κάθε ξεχωριστή ψηφίδα στην ένωσή της με μια άλλη ψηφίδα, αφηγείται ένα αισθητικό παραμύθι, παραπέμποντας σε ό,τι – ένας υποψιασμένος ανιχνευτής βαθύτερων αισθητικών ερεθισμάτων, άρα και ουσιαστικά φιλότεχνος – μπορεί ελεύθερα να εννοήσει…
Ειδικά η προσέγγιση και η ενασχόληση της δημιουργού με το βαρέλι, ένα μάλλον εντελώς χρηστικό αντικείμενο και μάλιστα με ένα όνομα – για μένα – μάλλον κακόηχο, θα μπορούσα να γράψω με μια αρκετά μεγάλη δόση προσωπικής αυθαιρεσίας, πως εμπερικλείει όλα όσα η ίδια η έννοιά του, η χρήση του αλλά και η φόρμα του, εύκολα ανασύρει, ή εν δυνάμει θα μπορούσε ν` ανασύρει (από εκείνες τις διανοητικές συνάψεις αλλά και αισθητικές μνήμες από το παρελθόν μας, από την αρχαία ελληνική τέχνη δηλαδή, που άφησε κληρονομιά στην ανθρωπότητα τα υπέροχα αγγεία που κι εκείνα χρηστικά αντικείμενα ήταν) αισθητικές και νοηματικές (τηρουμένων πάντοτε των αναλογιών) «συγκινήσεις».

Όλγα Γουλανδρή. Τα φτερά.
Όλγα Γουλανδρή. Ένα πέταγμα.

Η διάταξη των χρωμάτων, οι αποστάσεις, οι εντάσεις και η σύνδεση όλων των υλικών της, εμφανίζουν την απόλυτη συνοχή μιας αληθινά πνευματικής εικαστικής δημιουργίας, δίνοντας πέρα από το άρτιο αισθητικό αποτέλεσμα, μια πρωτογενή ιδιοσυστασία της εγκλωβισμένης γεμάτης φόρμας, στην απόλυτη σχέση με το σχήμα του χρηστικού αντικειμένου, όπου πάνω του αποτυπώνεται η «φανερή» δημιουργία της, αλλά ταυτόχρονα δεν μένει μόνον εκεί. Το εικαστικό συμβάν των «Φτερών» της Όλγας Γουλανδρή ( ίσως μια ιδέα εμπνευσμένη από ένα έργο του Albrecht Durer 1471-1528 «Wing of a Roller») εισχωρούν στο εσωτερικό του «αντικειμένου βαρελιού», δίνοντάς του τη σημειολογική του έννοια που δεν είναι άλλη από τη λυτρωτική διαδικασία της ευφραντικής αιωνιότητας και η υπερβατική θέαση του απόλυτου μυστικού της εκλεπτυσμένης γεύσης.

Βάσιμα θεωρώ και όχι αδίκως, πως η Όλγα Γουλανδρή έχοντας μια φυσική επιλογή – κυτταρικής διάστασης και μη ερμηνευομένη από την ίδια – των νοημάτων, εκπλήσσει πρώτα τον εαυτόν της από την σύλληψη της τελεολογικής ολότητας των εικόνων της, που φαίνεται πως, αφού πρώτα – σε ένα επίπεδο αγωνίας – τη στοιχειώνουν, σε δεύτερο χρόνο τις μετατρέπει όλες σε σχήμα, ελευθερία, χρώμα, σχόλιο και στο τέλος, σε μια πρόταση αυθεντικότητας. Με αυτόν τον τρόπο και σε όλα τα στάδια της δημιουργίας της, προσεγγίζει και εν τέλει οδηγεί – με τον δικό της τρόπο – το διαφορετικό και πρωτότυπο αισθητικό της μονοπάτι προς τη μεταφυσική υλικότητα ενός «πραγματικού νοήματος» που ίπταται της πεζότητας, του κοινού τόπου και της εύκολης ερμηνείας του «ήδη ειπωμένου».

Πέρα όμως από τα όρια της γενικής ερμηνείας των έργων της, η Όλγα Γουλανδρή καταθέτει και την άριστη τεχνική της στην χρήση των υλικών και του τρόπου παράθεσης της μανιέρας της. Γνωρίζει το πώς να κυριαρχεί έναντι του χώρου, βρίσκει με τεχνικό τρόπο αισθητικές λύσεις επάνω σε δύσκολες επιφάνειες, κοίλες ή αρχιτεκτονικά ασύμμετρες όπως αυτή ενός βαρελιού ή μιας καρέκλας. Εντυπωσιάζει δε, όταν ακόμη και όταν καλείται να εκτελέσει ένα έργο «ειδικών προδιαγραφών», όπως τα δύο προ-αναφερθέντα, το κάνει χωρίς – ούτε μια στιγμή – να χάνει τη διαλεκτική της σχέση με ό,τι μέχρι τώρα έχει δημιουργήσει. Εύκολα και ευανάγνωστα παρατηρούνται η σχεδιαστική αποτύπωση της καθαρότητας, με τη χρησιμοποίηση του φόντου ως λειτουργικού στοιχείου ανάδειξης – σε αγαστή συνεργασία μάλιστα – της κύριας πολύχρωμης φόρμας του ψηφιδωτού της με τις χρωματικές αναφλέξεις, στο εδώ του σχήματός της, που μαζί με την χωροταξική συνολική διάταξη, εμφανίζουν αρετές εξέχουσας ιδέας για το πώς αναπαράγεται το «ουσιαστικό» μιας -εν πολλοίς – αιρετικής εικαστικής σύνθεσης.

Σχεδόν σε όλα της τα έργα όπου συναντάται το εντυπωσιακά έντονο σχεδίασμα του θέματός της, πάντοτε ενυπάρχει με μια ιδέα υπονόμευσης του συγκεκριμένου που ανάγει σχήμα και χρώμα στη κατάσταση της απελεύθερης – από καταναγκαστικές προσεγγίσεις – κατάστασης, με αποτέλεσμα, η απόδοσή του να συνοδεύεται από, την διατακτικού τύπου, εσωτερική αρμονία της ελεγειακής αισθητικής κατάθεσης της γενικής άποψης της δημιουργού.

Μιας άποψης στην οποία κυριαρχούν οι σοφές τοποθετήσεις των αντιθετικών αποστάσεων της χρωματικής κλίμακας που καθιστά το έργο «κολορατίστικο» εξ αρχής, με αποτέλεσμα, αιχμαλωτίζοντας το βλέμμα του θεατή στο ερώτημα του, «τι βλέπω άραγε τώρα», να οξύνει την αισθητική του περιέργεια.
Μια περιέργεια που μπορεί να μεταμορφωθεί – ας πούμε στο έργο της στο βαρέλι – σε κριτικό εργαλείο και να κατανοήσει την όλη τοποθέτηση των παρεμβατικών μεταπλαστικών υλικών σε διάταξη που συνιστούν μια ισορροπημένη στέρεα καμπυλότητα, απολύτως εναρμονισμένη σε μουσικές τονικότητες με τη φόρμα της επιφάνειας του αντικειμένου, αναδεικνύοντας το έργο ως «αφορμή απογειωτικής μεταφυσικής ενσάρκωσης της ίδιας της ιδέας του πραγματιστικού».

Εκτείνοντας την παραπάνω σκέψη στα όρια του συμβολισμού, δεν είναι καθόλου απίθανο, η δημιουργός – και αφού έχει «τοποθετήσει» το έργο πλέον στην κατάσταση τέχνης μετά την παρέμβασή της – να περιστρέφεται γύρω από την δική του έννοια σε χορδές θεωρητικού βάθρου, τονίζοντας το περιεχόμενό του, που ενώ δεν βλέπεται, μπορεί να υπονοηθεί ως ένας δεύτερος κατακόκκινος διαφανής φόντος, ένας φόντος της ιδέας του κρασιού που θα φυλαχθεί όχι μόνον από το φως για την ωρίμανσή του, αλλά και από την ιδεαλιστική προστασία των φτερών που, σίγουρα, μπορούν να ερμηνευτούν κατά το δοκούν.

Τέλος, στο ψηφιδωτό της έργο που παρουσίασε η κα Όλγα Γουλανδρή στο Οινόραμα – και βλέποντας τη διάσταση του όλου «στησίματος» στην συνολική οργάνωση της κοίλης επιφάνειας – διακρίνονται δυνάμεις απελεύθερες σε μεταξύ τους χρωματικό εσωτερικό διάλογο, στηριγμένες σε διαδρομές συναισθηματικού βάθους που, αποτυπώνοντας χρωματικές συνθέσεις περιγραφικά έντονης διατύπωσης, σε καλούν να τις ερμηνεύσεις ακολουθώντας τα προστάγματα μιας φανταστικής οριοθέτησης μεταξύ του γνωστού πραγματικού και του κρυφού επέκεινα μιας «αρτιστίκ» μεταφυσικής θεώρησης, με απώτερο στόχο την ανίχνευση της σκληρότητας της ύλης, πού όμως, με διάταξη διασπαστικής ψηφιδο-θέτησης, αυτή – κοιτώντας με προσοχή το αισθητικό της πλέγμα – δεν «αντανακλά» στα μάτια «τη σκληρότητα» των υλικών του έργου.

Η μεταφυσική της ύλης, ή «το μυστικό τραγούδι του Υδρογόνου».

Η καρέκλα που – από τα χέρια της Όλγας Γουλανδρή – μεταμορφώθηκε σ` ένα γλυπτό από ψηφίδες στο “MusiVarium Festival, 1st International Symposium of Contemporary Mosaic Italy”, πετώντας στα σύννεφα, πολλά από την προθετικότητα του πυρήνα της δημιουργικής εσωτερικότητά της… αποκαλύπτει.

Το εικαστικό θέμα, μα και η σημασιολογική συνειδητή επιλογή του, στο έργο της, η δημιουργός, (με ένα γνωστό ενιαίο ύφος που αντλεί τη δύναμή του από τις γραμμικές επάλληλες αναπτύξεις – στρώσεις του υλικού της) το παραθέτει με μια ιδιαίτερη οπτικο-ποιητική άποψη που αποκαλύπτει, αλλά και ταυτόχρονα – προσεγγίζοντάς το με «ψυχαναλυτικούς όρους» – υποκρύπτει «το μισό» μιας – σε όλα τα στάδια-επίπεδα – δημιουργικής καθαρότητας, μιας εξ ορισμού πραγμάτωσης  της προσωπικής της διαδρομής, την οποία φτάνοντάς την έως το τελικό αποτέλεσμα της οριστικής διατύπωσης, αποκαλύπτει πως το έργο της δεν είναι μια αμελητέα υπολογιστική ποσότητα χρωμάτων, ούτε μια τυχαία συνισταμένη τους, αλλά βρίσκεται στην καρδιά της αλήθειας του όποιου αδιαφανούς επιπέδου ανάγνωσης του δημιουργήματός της και μάλιστα με έναν τρόπο που αμφιβάλλει – χωρίς τη δική του συνειδητότητα – στο έπακρο για την αξία των γνωστικών του λειτουργιών.

Ένα «θέμα» σε – εννοιολογικά -ψυχρό φόντο καθαρότητας είναι οι ετερο-προσδιορισμένες ψηφιδο-θεσίες της Όλγας Γουλανδρή, που παραπέμπει στο «πέταγμα» και την κατάργηση της έννοιας της (ψυχικής;) βαρύτητας, εγκιβωτίζοντας με την τεχνική αποτύπωσή του όλες τις αόρατες ψαύσεις του κατακερματισμένου «Κόσμου» και μιας ύλης που δεν έχει μορφή συγκεκριμένη από μόνη της, αλλά ορίζεται από το πώς, κάθε φακός του ειδέναι και της ειδικής εσώτερης οντολογικής φυσιολογίας του ματιού, σε ρόλο παρατηρητή, την αντιλαμβάνεται.

Όλγα Γουλανδρή.Όλγα Γουλανδρή. Η καρέκλα και το σύννεφο.
Όλγα Γουλανδρή. Λεπτομέρεια

Η επιλογή ενός σύννεφου, ως βασικό αίτιον για μια εικαστική – εν πορεία – αφήγηση από την όλγα Γουλανδρή, παρά το γεγονός μιας σημειολογικής ευκολίας – που παρουσιάζεται στην ανάγνωση του – στη βαθύτερη παρατήρησή του, είναι κάτι που δεν ανταποκρίνεται στην πρόθεση της δημιουργού, αφού, αυτή η «ευκολία» περιπλέκεται στην άρρητη συνθετότητα από την κρυμμένη δυναμική της πολλαπλής ερμηνείας, μιας και πρόκειται για εγκατεστημένη εικόνα στο μυαλό μας και μάλιστα από τα πρώτα μας χρόνια. Από εκεί δηλαδή που πρώτο-εγκαθίσταται η προσωπική «αυθαιρεσία» για την από-κωδικοποίηση των εικόνων.

Όταν δε αυτά τα σύννεφα, αποτυπώνονται με τον συγκεκριμένο τρόπο της Όλγας Γουλανδρή, τότε σίγουρα μπορεί να αναφυηθούν πολλαπλά κίνητρα, αλλά και διατεταγμένες μεταφυσικές ερμηνείες, που καταλήγουν όλες στον κατ` αρχάς διαπιστωμένο χώρο του υψηλού φρονήματος, σε κάτι που αντιστρατεύεται την ιδέα της ματαιότητας της ύλης μαζί με τον εξοβελισμό του μαύρου της ανυπαρξίας, άρα και τον εξαπονδρισμό των μικρών ζωντανών μας θανάτων.

Παρά ταύτα, το τι επακριβώς – εξ` αρχής- θέλει να μας πει με το έργο της μήτε, θεωρώ – αυθαίρετα εννοείται- πως κι ίδια το γνωρίζει εναργώς. Η σχέση ύλης – πνεύματος που προσπαθεί να «εγκαταστήσει» – με υψηλού ρίσκου αισθητική προθετικότητα – στα έργα της και ιδίως σ αυτό, το συγκεκριμένο, όπου, διαρρηγνύοντας τη φόρμα της ανεικονικότητά της, το έργο πλέον μπορεί να είναι ένα είδος κρυφής ασπίδας για την ίδια και επίσης μπορεί να είναι ένας προσωπικός άνισος αγώνας για την δική της μετουσίωση, από σώμα σε κάτι άλλο… που δεν ξέρει –όπως και κανείς άλλος – το τι είναι.

Οι ψηφίδες της Όλγας Γουλανδρή αντιστρατεύονται την ίδια την υλικότητά τους μέσω της αισθητικής ενός νοηματικά – επί της ουσίας – φυσικού συνόλου που υποστηρίζεται από την ακατάτακτα έντονα ήρεμη χρωματική του υπόσταση, ως ένα «Αυτό Είναι Μεταφυσικό». Όπως αντίστροφα έχει λεχθεί το «Αυτό δεν είναι μία πίπα».

Έργο που αποπνέει μια σκληρή μοντέρνα ποίηση, ή έργο μεταφυσικής ποιητικής «προβληματικής», τα σύννεφα της Όλγας, δεν ασχολούνται με το να δώσουν σαφείς κατευθυντικές «ξεκάθαρες» απαντήσεις σε ερωτήματα σχετικά με το τι είναι «ωραίο». Το ίδιο το σχέδιό της – κι αυτό που αποτυπώθηκε αλλά και το άλλο, το μυστικό της, που βρίσκεται στο απροσδιόριστο υπαρξιστικό υπόβαθρό της – θέτει ερωτήματα χωρίς συγκεκριμένο σκοπό, λες και απλώς θέλει να ανοίξει φανερό, διαρκή διάλογο με τα όσα πραγματεύεται από τις απαρχές της η «Αισθητική» (με την φιλοσοφική προσέγγιση του όρου) και ο «Συμβολισμός».

Στην ολιστική του αποτύπωση το έργο της – εκτός από τις ισορροπημένες αναπτύξεις, τόσο της πλαστικής γλυπτικής του φόρμας, όσο και μιας χρωματικής αφήγησης που διακατέχεται από μιαν ευγένεια της οικονομίας – αναφέρεται – και άρα μόνον έτσι μπορεί να προσεγγιστεί – σε μια «μετά-κατάσταση» που δημιουργεί και την «μετά-αισθητική» της πολυδιάστατης ύλης, η οποία, στα χέρια της Όλγας Γουλανδρή, μεταμορφώνεται σε – αχαρτογράφητης πνευματικής αφετηρίας – πολυδιάσπαση του χρώματος της ύλης. Η αναδημιουργία του ορατού – προϊόν – αοράτων συσχετισμών, μυστικών διαδρομών που μόνον ως επινόηση μπορούν να εικαστούν στο όλον ενός συμπαντικού θόλου, είναι η απόδειξη πως αυτό που «οράται» είναι ένα ελάχιστο μέρος του «Είναι»… Ενός «Είναι» δομημένου από τα υλικά ενός σύννεφου…

Όλγα Γουλανδρή. Μια αποσπασματική – εν τω συνόλω – εντύπωση.

Προσπαθώντας να βρω τη διαλεκτική συνέχεια των έργων της – ορίζοντας και τις βασικές έννοιες που διακατέχουν το συνολικό της έργο – διαπιστώνω μια διάθεση από την δημιουργό να «κινηθεί» σε συμπαντικούς δρόμους, κάτι που μάλλον το κατορθώνει μιας και όλα της τα έργα συνιστούν ένα προσωπικό πέτρινο «ΣΎΜΠΑΝ» από ψηφίδες. Υπό αυτήν την έννοια «Το πέτρινο σύμπαν της Όλγας Γουλανδρή», για μένα, κάλλιστα μπορεί να είναι μια μυστικιστικά αισθητική συμπύκνωση ενός πλήθους δικών της υπαρκτικών ερωτημάτων που, θέλοντας να ανιχνεύσουν την αρχική αιτία της ίδιας της δυναμικής της δημιουργίας και το μέχρι που μπορεί αυτή να φτάσει, την οδηγούν σε ανα-ψηλαφίσεις καθαρών εσωτερικών τοπίων ενός άγνωστου προτάγματος, με κατάληξη τις μορφές ιχνηλάτησης των σταδιακών – πρωτίστως – νοηματικών μεταμορφώσεων της σύγχρονης τέχνης.

Όλγα Γουλανδρή. Όλγα Γουλανδρή.. Η αναρώτηση μιας σφαίρας
Όλγα Γουλανδρή. Η σφαίρα και το φως.

Σε πολλά της έργα εμφανίζεται η αποτυπωματική της δεινότητα με μια φυσική δύναμη μέτρου και σοφίας της ίδιας της φύσης αφού, παρατηρώντας τα, διακρίνεις υπονοούμενες εικαστικές περιγραφές που ευθεία παραπέμπουν στο σμίλευμα από το αποτύπωμα του νερού, του αέρα, του ήλιου και του χρόνου των «αληθινών» βράχων και της κατάσπαρτης κοσμικής ύλης, μιας ύλης που δεν είναι άλλη από την τρομακτική ποσότητα της πέτρας που συνιστούν το ορατό πλέον από μας Σύμπαν. Στα έργα της διαφαίνεται όλο το μυστικό της ύλης που μας το ψιθυρίζει η κάθε ξεχωριστή ψηφίδα της και που δεν είναι άλλο από το πως «για να υπάρξετε εσείς – ως ζώσα πνευματική υπόσταση – εμένα πρέπει να αναγνωρίσετε ως μήτρα σας. Εκ της πέτρας (ανα) γεννώνται όλα λοιπόν; Αυτό θέλει να κοινωνήσει άραγε η δημιουργός;

Πάντως και ανεξάρτητα από το όποιο ερώτημα μπορεί εν δυνάμει να τεθεί, σε κάθε περίπτωση και σε κάθε έργο της κατορθώνει να αποκαλυφθεί ο πόθος για την ηδονή και την ομορφιά του νοήματος του κόσμου, συνταιριασμένα όλα σε φωτισμένες από μυστηριακό φως ψηφίδες, που ταράσσουν μνήμη και αίσθηση, μεταφέροντάς τα σε καταστάσεις – συντελούμενες από φως που εισέρχεται από βιτρώ προσωπικού ναού – πνευματικής ανύψωσης.

Αυτήν την διαλεκτική – έργου – εγκατάσταση που εμπερικλείει το αισθητικό με το νοηματικό, η τέχνη της Όλγας Γουλανδρή, μπορεί ακόμη, όταν κι ο πλέον αμήχανος, αλλά πάντα έμπλεος απορίας εμπλεκόμενος δέκτης του έργου της, να μην είναι σε γνωστική θέση να εκφράσει την ακριβή αιτία ενός συγκινησιακού ενδιαφέροντος στο οποίο εγκαταβυθίζεται – για δικούς της λόγους – νομοτελειακά η διαλεκτική του έργου, του υποβάλλει – αν και σε πρώτη ανάγνωση αναιτίως, μυστηριωδώς και ανεπαισθήτως – ολόκληρο το εικαστικό συλλογιστικό του «είναι» μιας πρωτογενούς δημιουργίας κρυμμένη πίσω από χρωματικά ψήγματα, εγκαθιστώντας του – παράλληλα – σε βάθος, μια ώριμη άκρατη υποκειμενικότητα που καταργεί «το ένα» συγκεκριμένο της αισθητικής κατάταξης, διαρρηγνύοντας έτσι καταλυτικά όλα τα στερεότυπα μιας τυπικής προσέγγισης.

Όλγα Γουλανδρή. Μια πλανητική σκέψη.
Όλγα Γουλανδρή. Η μνήμη μιας σφαίρας.

Γίνεται δε αυτό δυνατό εξ αφορμής (και όχι εξαιτίας) των επιλεγμένων – στην εκφραστική τους διάσταση – «υλικών» του έργου της, αλλά παραλλήλως συμβαίνει διότι το αποτέλεσμα του «τρόπου» της δημιουργού, μοιάζει να πραγματεύεται – με διαφορετικούς οπωσδήποτε όρους – και την διαλεκτική αντι-θετικότητα της αισθητικής αποτύπωσης όλων όσων παραθέτει ο Bergson στο «Ύλη και Μνήμη».

Το έργο της, έργο κατεξοχήν «βλέμματος», με έναν καθοριστικό ολιστικό τρόπο, «εξηγεί» την περίφημη διάκριση μεταξύ «των δύο μορφών μνήμης». Της μνήμης «συνήθεια», η οποία αναπαράγεται μηχανικά σε «μερικά επεισόδια» δημιουργίας του παρελθόντος του και της «μνήμης εικόνας», διατηρώντας – και στις δύο περιπτώσεις – τα μοναδικά ψηφιδωτά γεγονότα της παρατήρησης του παρόντος, η οποία είναι – σε τελική ανάλυση – «η μνήμη της επιλογής».

Στο βάθος του έργου της, αφήνοντας η Όλγα Γουλανδρή στην άκρη τη «συνήθεια» μνήμης, μας δείχνει πώς, η καθαρή μνήμη, η μνήμη της εικόνας και της αντίληψης, διασταυρώνονται στην ζώσα ροή της σκέψης της με την ίδια την έννοια μιας, δικής της, κυριαρχικής εικόνας.

Υποθέτω πως, η καθαρή μνήμη στη διαδικασία της συναρμογής του έργου, εκδηλώνεται μέσα από τις εικόνες του παρελθόντος που κάποιος συνεχίζει να τις κινητοποιεί εντός της, για να ερμηνεύσει αυτό που οι περισσότεροι αντιλαμβανόμαστε βλέποντας «καθαρή τέχνη». Στη συνέχεια, όμως, αν η τελευταία συνεχίζει να στοιχειώνει το παρόν μας, αυτή δεν γνωρίζει γιατί ενεργοποιείται η αδιάκοπη εργασία της (δικής της) μνήμης.

Το έργο της προκαλεί την προσοχή επί του παρόντος, η οποία προσοχή, είναι ο χρόνος ,το σώμα και η δράση που «δεν πειράζει την παρούσα στιγμή» της ανάμνησης του έργου.

Υπό αυτήν την έννοια (και την προϋπόθεση), παρατηρείται και μια πολυσύνθετη αναδρομή στις στέρεες μνήμες της ύλης, καθιστώντας το έργο της, έργο που δεν του πρέπει μια πρώτης ανάγνωσης περιγραφή αφού, τα όσα περιγράφει εμφανώς μιλούν στον θεατή «καθαρά». οδηγώντας τον όμως. στέρεα – όπως η πέτρα μόνον γνωρίζει και το μπορεί – σε έναν παράλληλο κόσμο, έναν απολύτως της νοητής ύλης κόσμο, έναν κόσμο που θέλει να ορίσει την έννοιά του μέσα από τις μορφές που χρίζουν – ούτως ή άλλως πάντοτε – μεγάλης προσοχής και επίμονα επίπονης εμβάθυνσης.

Η κύρια συνδετική – καθαρά εικαστική – συνισταμένη που διακρίνεται να την έχει εμφιλοχωρήσει, στο σύνολο του έργου της, η Όλγα Γουλανδρή, είναι η «μια διασπασμένη τοποθέτηση «Σειραϊκής διάταξης» αιωρούμενη νέα μορφή, ανάμεσα στο διάκενο του ερωτήματος για το εάν η ύλη προηγήθηκε του πνεύματος (με την απαραίτητη προϋπόθεση της αποδοχής της ύπαρξής του), ή αν το πνεύμα δημιούργησε την ύλη.

Όλγα Γουλανδρή. Η ύλη και το πνεύμα.
Όλγα Γουλανδρή. Μια εγκαταβύθιση στο ελάχιστο.

Αφήνοντας να αιωρείται το ερώτημα αυτό πάνω από τις μικρές πέτρες, οι ψηφίδες των έργων της – έχοντας πρώτα περάσει από τα χέρια της – γίνονται μέρος ενός μυστικού συνόλου που καταλήγουν σε προϋπάρχοντα «τελικά» αποτελέσματα ανεπαίσθητων εκπνοών, οι οποίες αντιμαχόμενες και αλληλοσυμπληρούμενες, προσπαθούν να συντεθούν σε νέο εικαστικό ποιητικό ψιθύρισμα ευρισκόμενο σε συνεχή ροή από στάλες γωνιασμένων πολύχρωμων αιμασσουσών μνημών μιας υλικής υπερβατικότητας, που με τη σειρά τους κι αυτές, ψάχνουν να βρουν μια αναίτια συνθετική δικαίωση απέναντι στο θεωρητικό σχήμα του – «και γιατί, άραγε, δεν είναι έτσι».

Το έργο της δεν κραυγάζει, παρά καλεί σε παρατήρηση της δικής της ευλαβικής επίκυψης εμπρός στο ελάχιστο, στο μικρό της ψηφίδας, με στόχο να αποκαλυφθεί το «μέγα» μυστικό του συμπαντικού «Όλου». Οι δυνάμεις του έργου της μοιάζουν να χρησιμοποιούν τη μέθοδο της φυσικής επιστήμης όπου, η παρατήρηση του υλικού «μικρόκοσμου» μας αποκάλυψε το πώς «λειτουργεί» Το Θαύμα του «Μεγάκοσμου».

Ψάχνω στο κάθε έργο της να βρω το βάθος, το τέλος του, μήπως κι εκεί κρύβεται το μυστικό της έκφρασης του άτμητου «γιατί της», κι όσο βυθίζομαι στην αναζήτηση, τόσο περισσότερο καταλαβαίνω πως, η δημιουργία της ‘Όλγας Γουλανδρή, δεν έχει ένα διακριτό τέλος. Αυτό που –εν τέλει- ανακαλύπτω – πάντοτε στην αενάως μεταβαλλόμενη στιγμιαία μου εντύπωση, δηλαδή του ότι έφτασα κάπου για να μείνω εκεί και να εντρυφήσω με κάποια βεβαιότητα – είναι πως, « το εκεί» δεν είναι παρά, το, ένα μόνον επίπεδο, το, ένα μόνον από τα πολλά στοιχεία, που μου δείχνει ότι από κάτω βρίσκεται κι ένας άλλος ερμηνευτικός «χώρος», ίσως σημαντικότερος με ένα εικαστικό γεγονός τελείως διαφορετικό από αυτό που παριστάνει, ένα γεγονός πολύ-ερμηνευόμενο ακόμη κι όταν φαίνεται πως κινείται – μόνον – στις παρυφές του συμβολισμού.

Σε όλα της τα έργα η Όλγα Γουλανδρή προτείνει το ανθρώπινο δικαίωμα στην επανατοποθέτηση – ως κυρίαρχη έννοια – ολόκληρου του υλικού κόσμου και της αιτίας των μορφών του. Η αισθητική ανάπλαση που επιχειρείται σ` αυτά, δεν αφορά, σχεδόν ποτέ, μόνον την τελική εικόνα τους, αλλά και τη διαδικασία της δημιουργίας τους. Χρησιμοποιεί τις αποσπασματικές πρωτογενείς εικονο-πλαστικές σκέψεις της πάντοτε σ` ένα χρωματικό σύμπαν αδιάλειπτης διαλεκτικής ροής «σημάτων» του ελάχιστου, που από μόνα τους εγείρουν ερεθίσματα μιας – περισσότερο συμπυκνωμένης ποιητικής – αίσθησης του νοητού κόσμου.

Το κάθε χρώμα και το κάθε συνταιριασμένο με το άλλο «κάθε» χρώμα, που εν δυνάμει – όσο δίπλα ή και μακριά από το πρώτο χρώμα κι` αν βρίσκεται, στη συνθετική του διάσταση, μπορεί, και, πολλά να σημαίνει, αλλά, κυρίως, σε ευαίσθητα μάτια, σίγουρα «προκαλεί» εκείνα τα – εκ των προτέρων – καταγεγραμμένα, από πολλές αιτίες, ερεθίσματα που αναφύονται από την προσωπική φαρέτρα «αισθητικών παραδοχών» του κάθε θεατή, ώστε, να προχωρήσει στην τελική – μόνον για τον ίδιο εννοείται – αποτίμηση, καταγραφή και εν-τέλει κατάταξη αυτού, ή, και του όποιου, εικαστικού συμβάντος (δηλαδή ακόμη και της τυχαίας τοποθέτησης ενός χρώματος σε μια θέση… την όποια θέση).

Συνομιλώντας – ψηφίδα την ψηφίδα – με την αγωνιώδη πορεία των βασικών ερωτημάτων που έθεσε η σύγχρονη τέχνη για τον συνολικό επαναπροσδιορισμό του βλέμματος, η Όλγα Γουλανδρή προσπαθεί – ανασύροντας και δικά της «αισθητικά ερωτήματα» – να μεταπλάσει (μ` ένα προσωπικό και μοναδικά λιτό ύφος) όλα όσα μπορούν να κλειστούν, στην αέναη διαδικασία του διαλόγου-νοήματος-φόρμας, σε μια προσωπική «πραγματικότητα», όπως είναι το ασαφές και περίεργα μεταφυσικό, όσο κι αν φαίνεται ακατόρθωτο κάτι τέτοιο.

Φαίνεται να γνωρίζει η Όλγα Γουλανδρή, το πώς, όπως στη ζωή, έτσι και στην τέχνη, αυτό που δεν ξέρουμε πως υπάρχει – αλλά υποψιαζόμενοι πως μπορεί και να υπάρχει – το επιθυμούμε διακαώς. Η επιθυμία αυτή γίνεται, και τελικά είναι ταυτόχρονα αιτία κι αφορμή για να κατευθυνθούμε προς μια συνάντηση, με οιονδήποτε όρους και μερικές φορές με κάθε τίμημα, με το ευτυχές απρόσμενο μιας νέας πραγματικότητας, ή και μιας άλλης ερμηνείας, μήπως και τελικώς, με τη μορφή μιας νέας φόρμας, κάτι – από την βαθύτερη αλήθεια αυτού του κόσμου – κατανοήσουμε.

Όλγα Γουλανδρή. Ένα στρατόπεδο
Όλγα Γουλανδρή. Μήπως η Ελευθερία;

Στην διαλεκτική δημιουργία στηρίζεται η Όλγα Γουλανδρή και ο διαφαινόμενος μονόδρομος της μίας και αδιαίρετης δημιουργίας που ακολουθεί, διακρίνεται από όρους ελευθερίας και όχι ενός αισθητικού καταναγκασμού. Τα χέρια της, απεργάζονται έναν κυρίαρχο όρο που δεν είναι άλλος από αυτόν – και εκείνης της τέχνης – που μόνον αυτή μας επιτρέπει – και για χάρη της – να «αυθαιρετήσουμε», με αντίτιμο, αντίδωρο μάλλον, ώστε με φυσικό τρόπο – τελικώς – να εισπράττεται μια αισθητική κατάθεση, ένα κάτι που πριν δεν υπήρχε ως μορφή που να εμπερικλείει συναίσθηση αλλά και συναίσθημα.

Στη συγκεκριμένη «περίπτωση» – όπου δηλαδή αναδύεται η νέα μορφή, η Όλγα Γουλανδρή εκπλήσσει και με την απλότητα – αλλά όχι με την πεζότητα – της «σκέψης» των υλικών της, παραθέτοντας χρωματικές αναπτύξεις λιτής μανιέρας και ταυτόχρονα αφανώς, ταυτο-ποιώντας έννοια και φόρμα, καταθέτει λαμπρό πεδίο ανάπτυξης μιας αυθύπαρκτης και εν τη γενέσει της προβληματικής που εμπερικλείει έναν προσωπικά δομημένο κόσμο.

Στο σύνολο της αισθητικής της πρωτεύει η ενδοσκόπηση και κατόπιν η απόδοση. Η τεχνική της καταργεί εικαστικές παραδοχές υπονομεύοντας το αναμενόμενο αποτέλεσμα με ευθείες προσωπικές «θέσεις» γύρω από το ερώτημά της, το οποίο διαθλαστικά ενδημεί στο έργο της, αφορώντας – στοχευόμενα – το τι τελικώς είναι… ωραίο.

Συμπληρωμένες, από μια προγονική καλλιτεχνική πληρότητα, οι απεικονίσεις της δραματικής διάστασης που κρύβει, ούτως η άλλως, κάθε εικόνα που δεν έχουμε ξαναδεί και μας παρουσιάζεται για πρώτη φορά από έναν δημιουργό, προχωρά τις ψηφιδο-ποιήσεις της σε μια ανάπτυξη εναρμόνισης της χρωματικής παλέτας της, εισάγοντάς μας με έναν τρόπο ενιαίο στα ουσιαστικότερα ζητήματα που έθεσε η σκέψη της αισθητικής – πάντα με μια φιλοσοφική προσέγγιση – και μάλιστα στο εισαγωγικό της στάδιο.

Οι Αισθητικές διασαφηνίσεις του υλικού μέρους της προσωπικής της εκφραστικής πορείας προς την αποτύπωση της εντύπωσής της για το δικό της πραγματολογικό αίσθημα, θέτουν την ύλη και τα μυστικά της σε παραθέσεις μικρών αλλεπάλληλων εικαστικών σχολίων, αποκαλύπτοντας πως αυτό που την απασχολεί – πολύ πριν αυτό γίνει η εμφανής παράθεση μιας αλληλουχίας συναισθημάτων τόσο πλούσιων όσο και οι πολλές χρωματιστές ψηφίδες της – είναι η αποκάλυψη των ορίων της συμπυκνωμένης αλήθειας, πριν αυτή εκραγεί σε άπειρα τμήματα και «χαθεί» στην πολυμορφία του φυσικού κόσμου. Ίσως εκεί εγώ διακρίνω και το γιατί τα έργα της είναι εξαιρετικά πολύτιμα… Υπάρχουν τόσες συνθέσεις του άγνωστες εντός της σύνθεσης γεμάτες ευφυΐα, εφευρετικότητα και μυστήριο που εάν κανείς με αυτόν τον τρόπο τα εννοήσει, δικαίως καταλήγει στον θαυμασμό τους!…

Όλγα Γουλανδρή. Το όλον.
Όλγα Γουλανδρή. Αναζητώντας την πλήρωση.

Θεωρώντας τη βάση της υποκειμενικότητας της δημιουργού ως το αφετηριακό σημείο των αναζητήσεών της και δη στα όρια της υπαρξιακής της σχέσης με τον υλικό κόσμο, γίνεται εφικτή και η αποκωδικοποίηση της αισθητικής της «αγωνίας» για την μετάπλαση της εμπλουτισμένης έννοιας του χρώματος, από κάτι συγκεκριμένο, σε ελεύθερη φόρμα που δεν ασχολείται με την πιστή διαδραστική αποτύπωση του «φαίνεσθαι». αλλά την ενδιαφέρει να φανεί η πορεία των δικών της ερωτημάτων στις ανερμήνευτες πηγαίες προθέσεις της.

Έχοντας με επιτυχία ενσωματώσει αυτήν την διαδικασία στο τελικό έργο της, η Όλγα Γουλανδρή, ακολουθώντας μάλιστα μια υπονομευτική πορεία του πρώτου επιπέδου ανάγνωσής του (την οποία «περνά» και στον θεατή ως διαδικασία μύησής του στην δική της προβληματική, καταληκτικά αλλά ποτέ εμφαντικά), προχωρά στην παρουσίασης ενός κόσμου που η ίδια επανατοποθετεί στην «συνολική ιδέα» του με διαφορετικούς μεν, σαφείς δε. όρους.

Αν κάποιος ήθελε – περισσότερο εξειδικευμένα – να αναφερθεί εν συντομία σε έναν κυρίαρχο και πρωτογενή αδιαπραγμάτευτο όρο του συνολικού της έργου, θα έλεγε πως αυτό, διαθέτοντας στοιχεία μορφολογικής έκπληξης στην διαλεκτική ολοκλήρωσή του, αποκαλύπτει τις οραματικές δυνατότητες που κρύβει εντός της η δημιουργός αφού, η αισθητική της άποψη υπερβαίνει τα όρια της καλλιέπειας, εισερχόμενο σε άριστες ισορροπίες αποκάλυψης της έννοιά της για το δικό της ιδιότυπο αισθητικό πρόταγμα.

Τι περισσότερη σημασία έχει, το έργο ή ο δημιουργός του;

Είναι παγκοίνως γνωστό – και απολύτως παραδεκτό – πως, αυτό που βλέπουμε και εν τέλει εννοούμε – ως υποκείμενα – κατά βάση στηρίζεται σε μια – πολλές φορές – αθέατη επιλογή σταθερής θέσης ( αυτό που στην κοινή γλώσσα αποκαλούμε γωνία ή πλευρά)

Η δική μου θέση για να παρατηρηθεί το έργο της κας Όλγας Γουλανδρή είναι, πως από όποια θέση θελήσει κάποιος (άρα κι εγώ) να το πράξει, στη διάρκεια αυτής της διαδικασίας θα ευρεθεί στη θέση… να αλλάξει θέση…

Όλγα Γουλανδρή. Δημιουργώντας.
Όλγα Γουλανδρή. Μια προσωπική διαδικασία.

Θεωρώντας πως αυτή η διαρκής μετατόπιση μπροστά στο έργο της μετα-ψηφιδογράφου Όλγας Γουλανδρή, μπορεί να εννοηθεί πολλαπλώς και παραλλήλως να εξηγήσει και το «ολίγον αποσπασματικό» του κειμένου, θα επιχειρήσω, εν κατακλείδι, να συμπληρώσω και τούτο, που για μένα ιδιαίτερη σημασία έχει, γιατί – ίσως – συνδέει το έργο με την δημιουργό της.

Στα έργα της Όλγας Γουλανδρή – με προσοχή διακρίνω – ένα εκτατικά δυναμικό εύρος της ερμηνείας του που οδηγό έχει τη λαμπρότητα των χρωματικών συνθέσεών του, πράγμα που με ασφάλεια με κάνει να σκεφθώ πως η ίδια δεν φοβάται τα «γκρίζα» μυστικά της ύλης, ούτε φυσικά την ανησυχεί η σιωπή της. Η δική της υλικότητα δε, είναι η φωνή μιας ψυχής που η ίδια εμφυσεί στο μυστήριο της ύπαρξης την αιτία της γενέσεως όλου του ορατού υλικού κόσμου. Τα έργα της αυτονομούνται και μιλούν τη γλώσσας τους, αλλά κάπου στο βάθος τους, υπάρχει κωδικοποιημένος και ο δικός της λόγος εντός του λόγου της ύλης.

Το κάθε χρώμα λαμπρύνεται στα χέρια της Όλγας Γουλανδρή, βρίσκοντας τη σωστή συνδυαστική του σειρά στην επαναλαμβανόμενη πολύχρωμη σύνθεση των ψηφίδων της, αποδεικνύει κάθε στιγμή πως γνωρίζει το νόημά τους. Ένα νόημα που κυριαρχεί στο αφαιρετικό διάστημα πριν κατακτήσει την οριστική μορφή της «νέας» υπόστασης της ουσίας της ύλης. Με μορφή διαπρύσια το έργο της αφορά στη μόνη δική της αληθινή ηθική, στην ηθική του κόσμου της πραγμάτωσης από ύλη σε σκέψη, από πέτρα σε συναίσθηση. Οι πέτρες της εγκλωβίζοντας τα συναισθήματα τα μετατρέπουν, από την ασταθή αβεβαιότητα της ύπαρξής τους, σε μια ισχυρή αναλλοίωτη πραγματικότητα που θ `αντέξει στον χρόνο, θα εγκατασταθεί αιώνια στη μνήμη των υλικών της και κυρίως των χρωμάτων τους.

Αποκάλυψη ή μια διαρκής μάχη, μνήμη ή λήθη; Στο υποθετικό αυτό ερώτημα των έργων της που εγώ «διαβάζω», θεωρώ πως τα πάντα είναι μνήμη στο έργο της, αλλά μια μνήμη που αλλάζει συνεχώς θέση και που στο βάθος της διακρίνεται ολόκληρη η μεταφυσική αγωνία της για μια επιλογή θέσης που θα αφορά στην δική της «πραγμάτωση» εντός της μυστικής υπέρτατης επιθυμίας της. Σίγουρα κανείς εκτός από την ίδια δε θα μπορέσει να πει με βεβαιότητα πως κατάλαβε το τι – έως τώρα -προσπαθεί να μας φανερώσει, ή και να κρύψει από τον ίδιο της τον εαυτό.
Η επανοργάνωση του χαοτικού κενού με νέους όρους προσωπικής αυθαίρετης αισθητικής που συνταιριάζει τα μεταξύ τους κρυμμένα μυστικά μιας άνωθεν εντολής, σαν μια συνέχεια της δημιουργίας από το θείο στα ανθρώπινα χέρια, στην περίπτωση της Όλγας Γουλανδρή, δεν θα μπορούσε να μείνει χωρίς έναν υποθετικό λόγο που ναι μεν δεν εκφέρεται από την ίδια, αλλά που θα μπορούσε να τον είχε γράψει η ίδια. Αναλαμβάνοντας το ρίσκο φαντάζομαι αυτόν τον λόγο της και τον παραθέτω, αφού και όλα τα παραπάνω σε μια «αυθαίρετη εντύπωση» ενός τρίτου προσώπου στηρίζονται…

– Την αλλεπάλληλη στρώση από μνήμες συναισθημάτων και -τις ξανά και πάλι από πάνω- ξανά σκέψεις, για το κάθε ίδιο γεγονός που είδα και έζησα, κάθε φορά που σαν όραμα και συνάμα εφιάλτης αναδυόταν μπροστά στα μάτια μου για να αποκτήσει και μιαν άλλη σημασία η χρωματισμένη- σε αποχρώσεις συγγενών εντάσεων- πορεία μυστικών πέτρινων ροών, εγώ, πολύ αγάπησα κι ας μην το είχαν καταλάβει ποτέ τους.

Ότι ένοιωσα, κάθε στιγμή που μ` έκανε «ταξιδιώτισσα νομάδα» στην αναζήτηση μιας προσωπικής έκφρασης, τώρα, εδώ που βρίσκομαι, ξέρω πως έγιναν στέρεα αναφορά ενός δυνατού, στην ασταθή του ισορροπία, καινούργιου κόσμου, πάντα όμως, μέσα στις μνήμες από τον δικό μου κόσμο που δε μοιάζει με κανέναν άλλον.

Σκληρές και γυαλισμένες είναι οι ψηφίδες της επιθυμίας μου για τη λύτρωση της ύπαρξής μου, κι ας μην έγινε σημαία κανενός – μήτε δική μου -αυτό που, τόσο φαίνεται ψυχρό και ίσως κουραστικό και συνεχώς στιγμιαία μεταβαλλόμενο μέσα στους κυματοειδείς παλμούς της αγωνίας μου.

Όλγα Γουλανδρή. Σύννεφο
Όλγα Γουλανδρή. Συνθέτοντας.

Τώρα σίγουρα μπορώ να το πω. Την πιο υπέροχη μουσική, εγώ, την άκουσα κοιτώντας το «εσωτερικό» που κρύβεται στις πέτρες. Γι αυτό και συνταιριάζοντάς τες, τις… χαϊδεύω.

Σαν Υ.Γ. Πολύ εγκεφαλικά και εξαιρετικά σύνθετα θα πείτε όλα αυτά, αλλά ακριβώς έτσι -και μόνον έτσι- προσεγγίζεται ερμηνεύεται –από τα έργα της που δεσμεύονται από μια οδηγία κρυμμένη σε μια «πρόσκληση», έως τις ελεύθερες πλανητικές της σφαίρες- και αξιολογείται εν τέλει ολόκληρο το εικαστικό εγχείρημα της Όλγας Γουλανδρή και μάλιστα, μπορεί, και παρά τη θέλησή της.

Άραγε ισχύουν όλα αυτά; Μπορεί ναι, ίσως και όχι. Εξάλλου ό,τι κι αν ισχύει, αυτό που έχει σημασία είναι το ότι, το κάθε ξεχωριστό βλέμμα πάνω σ` ένα έργο, η κάθε ξεχωριστή κρίση, γίνεται η μοναδική υποκειμενική προσέγγιση που αποδεικνύει το πόσα πολυσύνθετα ερεθίσματα μας δίνει η Τέχνη. Εκείνο, δηλαδή, που μπορούμε να θεωρήσουμε αδιαμφισβήτητο, είναι ο πλούτος των εννοιών, άρα και των σκέψεων-ερμηνειών που κρύβει ένα έργο και που απελευθερωμένο από τη μια πρόθεση -στις άπειρες εκδοχές του- μπορεί και συναντά την κάθε μία μοναδική ξεχωριστή προσέγγιση…

Θα πείτε -και δικαίως- δηλαδή, υπάρχει περίπτωση να προβάλλουμε το «είναι» μας επάνω στα έργα τέχνης;

*σημείωση: Οι λεζάντες των φωτογραφιών του κειμένου είναι του συντάκτη.

Προηγούμενο άρθροΤζέλα, Λέλα, Κόρνας και ο Κλεομένης από τη Συντεχνία του Γέλιου στο Santorini Arts Factory
Επόμενο άρθρο«Έφυγε» ο Ανταίος Χρυσοστομίδης