O σχεδιασμός της νέας πρωτεύουσας

Η διαμόρφωση της πλατείας Συντάγματος συνδέεται στενά με την ιστορία του νεοσύστατου ελληνικού κράτους και την πολεοδομική εξέλιξη της Αθήνας. Μετά την απελευθέρωση παρουσιάστηκε έντονη η ανάγκη για διαμόρφωση μιας ενιαίας εθνικής ταυτότητας. Η θρησκεία, η γλώσσα και η αρχιτεκτονική χρησιμοποιήθηκαν ως καθολικά ενοποιητικά στοιχεία. Όλα μαζί θα δομούσαν έναν ιδεολογικό πυρήνα ικανό να προασπίσει τον σχηματισμό κράτους. Η επιταγή αυτή εκφράστηκε χωρικά με την υιοθέτηση του νεοκλασικισμού ως εθνικού ρυθμού.

Όταν το 1834 η πρωτεύουσα μεταφέρθηκε από το Ναύπλιο στην Αθήνα, οι κλασικές δομές της πόλης είχαν καταρρεύσει. Τα περισσότερα μνημεία είχαν καταστραφεί, ενώ είχαν αναδυθεί πολλά τουρκικά στοιχεία. Ήταν απαραίτητο, επομένως, να σχεδιαστεί εξαρχής.

Το πρώτο ρυμοτομικό σχέδιο παρουσιάστηκε από τους αρχιτέκτονες Κλεάνθη και Schaubert το 1833 καταργώντας την άναρχη οργανικότητα της πόλης. Για το λόγο αυτό, η πρόταση προκάλεσε τη ρήξη κράτους-πολιτών, με αποτέλεσμα να υποβληθεί σε πολλαπλές αναθεωρήσεις. Παρά τις τροποποιήσεις από τον Klenze και τον Gärtner, εφαρμόστηκε σε μεγάλο βαθμό η πολεοδομική οργάνωση του αρχικού σχεδίου.

Λεπτομέρεια του σχεδίου των Κλεάνθη και Schaubert
Λεπτομέρεια του σχεδίου των Κλεάνθη και Schaubert
Η αρχική μορφή της πλατείας Συντάγματος

Ο Friedrich von Gärtner, στα τέλη του 1835 ανέλαβε τον σχεδιασμό του βασιλικού παλατιού. Η περιοχή που πρότεινε για την ανέγερση του κτηρίου ήταν η συνέχεια της διασταύρωσης των οδών Σταδίου και Ερμού. Συγκεκριμένα, βρισκόταν πάνω στον αυχένα που σχηματίζεται μεταξύ των λόφων Λυκαβηττού και Ακρόπολης και οριοθετούσε το ανατολικότερο άκρο της τότε Αθήνας. Τα ανάκτορα και ο περιβάλλων χώρος τους κατασκευάστηκαν το διάστημα 1836-1847 ακολουθώντας τις αρχές του νεοκλασικισμού. Ακόμη, επιβλήθηκαν ομοιόμορφα μέτωπα προς το παλάτι.

Το 1837 δημιουργήθηκε μια μεγάλη πλατεία μπροστά από την πρόσοψη και την κύρια είσοδο του οικοδομήματος. Λόγω της θέσης της ονομάστηκε πλατεία Ανακτόρων και αποτελούσε το βασικό χώρο μετάβασης από την πόλη προς το παλάτι. Σε συνέχεια της πλατείας, ο γεωπόνος Smarat φύτευσε τον κήπο των Μουσών, ο οποίος ήταν μοναστηριακό κτήμα. Το 1842 η συνολική έκταση αναδιαρρυθμίστηκε ως μία συμμετρική γεωμετρική σύνθεση οργανωμένη στον άξονα των Ανακτόρων – οδού Ερμού. Στη συνέχεια, δημιουργήθηκε ένας ανθόκηπος με περίκεντρη δενδροφύτευση σύμφωνα με το πρότυπο των γαλλικών κήπων. Η μετονομασία σε πλατεία Συντάγματος καθιερώθηκε μετά την Επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου του 1843.

Αρχική διαμόρφωση της πλατείας Συντάγματος μπροστά από το βασιλικό ανάκτορο
Αρχική διαμόρφωση της πλατείας Συντάγματος
Η κατασκευή του μνημείου του Άγνωστου Στρατιώτη

Στο μεσοπόλεμο πραγματοποιήθηκαν σημαντικές αλλαγές που επηρέασαν την πολεοδομική εξέλιξη του κέντρου. Η νεοκλασική αρχιτεκτονική κατέρρευσε μαζί με τη Μεγάλη Ιδέα. Tο 1922 τα ανάκτορα χρησιμοποιήθηκαν ως κέντρο υποδοχής των προσφύγων της Μικρασιατικής Καταστροφής. Τα μέγαρα που χτίστηκαν επί βασιλείας Όθωνα κατεδαφίστηκαν με εξαίρεση το Μέγαρο Δημητρίου (ξενοδοχείο Μεγάλη Βρετάνια) και το Μέγαρο Πάλλη. Το 1929 η κυβέρνηση Βενιζέλου αποφάσισε τη μεταφορά του Ελληνικού Κοινοβουλίου στο ανάκτορο.

Κατά το διάστημα 1929-1932 πραγματοποιήθηκαν επεμβάσεις μεγάλης έκτασης στο κτήριο και τον περιβάλλοντα χώρο από τον Ανδρέα Κριεζή. Τον Απρίλιο του 1929 ξεκίνησαν οι εργασίες για την διαμόρφωση της πλατείας και την τοποθέτηση του μνημείου του Άγνωστου Στρατιώτη. Το φυσικό πρανές που εκτεινόταν μπροστά από το παλάτι υπέστη εκτεταμένη εκσκαφή. Η πλατεία έγινε σχεδόν επίπεδη, στην στάθμη του δρόμου της Λεωφόρου Βασιλίσσης Αμαλίας. Ένας αναλληματικός τοίχος σχήματος Π, λαξευτής λιθοδομής, περιέβαλε το χώρο. Η τελική διαφορά στάθμης μεταξύ του επιπέδου εισόδου στο κτήριο και του επιπέδου της πλατείας ήταν συνολικά σχεδόν 7 µέτρα. Στην πλευρά του σκάµµατος τοποθετήθηκε η ανάγλυφη παράσταση του Άγνωστου στρατιώτη. Στα πλευρικά τοιχία δυο συµµετρικές σκάλες συνέδεσαν τα δυο επίπεδα. Το έργο ολοκληρώθηκε το Μάρτιο του 1932.

Με τις επεμβάσεις αυτές, η φυσική τοπογραφία αλλοιώθηκε και η ενότητα του χώρου διασπάστηκε. Το κτήριο της Βουλής αποκόπηκε από την πλατεία Συντάγματος και έχασε την επαφή του με τη γη. Ταυτόχρονα, απέκτησε µια βάση που το κατέστησε έκθεμα και του προσέδωσε μνημειακό χαρακτήρα. Σε αυτό συνέβαλε η αναλογία των υψών. Η διαφορά που προέκυψε από την εκσκαφή αντιστοιχεί στο ύψος τυπικού ορόφου από την όψη της Λεωφόρου Βασιλίσσης Αμαλίας. Έτσι, η ανάγλυφη παράσταση και ο αναλληματικός τοίχος λειτουργούν οπτικά ως τμήμα του οικοδομήματος. Φέρουν, όμως, και ένα συμβολικό μήνυμα: οι αγώνες του ελληνικού έθνους αποτελούν τη βάση της δημοκρατίας.

Χωματουργικές εργασίες μπροστά από το Κοινοβούλιο
Χωματουργικές εργασίες μπροστά από το Κοινοβούλιο
Ο εκσυγχρονισμός του κέντρου

Ως τα μέσα του 20ου αιώνα, η πλατεία Συντάγματος αποτελούσε σημαντικό πυρήνα για την εξέλιξη της κοινωνικής ζωής. Κατακλυζόταν από καφενεία και ζαχαροπλαστεία που τοποθετούσαν στο πλακόστρωτο τα τραπεζοκαθίσματά τους. Στην πλατεία των Μουσών πραγματοποιούνταν προβολές σε πανί και κυριακάτικες γιορτές με μπάντες. Ο ιπποσιδηρόδρομος συνέδεε το κέντρο με το Φάληρο και η συγκέντρωση και μετακίνηση ανθρώπων ήταν έντονη.

Μεταπολεμικά, σύγχρονα πολυώροφα κτήρια γραφείων αντικατέστησαν τα νεοκλασικά που οριοθετούσαν τη Βουλή και η εικόνα του ιστορικού κέντρου άλλαξε. Ανάμεσα στο 1958 και το 1963 κατεδαφίστηκαν δέκα νεοκλασικά μέγαρα με όψη στην πλατεία. Ο νεοκλασικισμός εγκαταλείφθηκε ως ένα ευρωπαϊκό πρότυπο ξένο προς το ελληνικό περιβάλλον, το οποίο παραμόρφωνε το κέντρο της πρωτεύουσας. Παράλληλα, η χρήση γης άλλαξε με αποτέλεσμα να προκύψουν διαφορετικές καθημερινές δραστηριότητες, ανάγκες και ροές. Έτσι, η πλατεία έχασε σταδιακά τον αρχικό χαρακτήρα της.

Η πλατεία Συντάγματος το 1956
Η πλατεία Συντάγματος το 1956
Η σημερινή μορφή της πλατείας Συντάγματος

Εν όψει των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004, η ανάπλαση της πλατείας Συντάγματος εντάχθηκε στο ευρύτερο σχέδιο αναβάθμισης του ιστορικού κέντρου. Το Γραφείο για την Ενοποίηση των Αρχαιολογικών χώρων προκήρυξε διαγωνισμούς για τον επανασχεδιασμό των σημαντικότερων πλατειών στο κέντρο της πόλης. Από τις 53 μελέτες που κατατέθηκαν η επιτροπή επέλεξε την πρόταση των Μανίκα, Γεωργιάδη, Παπαδημητρίου. Ο σχεδιασμός στό­χευε στην ενοποίηση των τριών τμημάτων της πλατείας με λιτά υλικά και απλά αρχιτεκτο­νικά στοιχεία. Η πρόταση στηρίχθηκε στην υπάρχουσα τοπογραφία και στη σχέση με τον περιβάλλοντα χώρο και την κατασκευή του μετρό. Στόχος ήταν η διατήρηση του συμβολικού και μνημειακού χα­ρακτήρα του σημείου και ο σεβασμός προς τα στοιχεία του αρχικού σχεδιασμού.

Παράλληλα προστέθηκαν νέες κατασκευές. Κεντρικό στοιχείο αποτέλεσε ένα ελεγχόμενο σύστημα υδατοπιδάκων μεταβλητής διάταξης, συνοδευόμενο από ανάλογο οπτικοακουστικό σύστημα που εμπλουτίζει την εμπειρία του επισκέπτη. Η πλακόστρωση λειτούργησε ως συνδετική βάση για το διάλογο ανάμεσα στο προϋπάρχουν και το νέο. Η συνολική επιφάνεια της πλατείας προς την οδό Ερμού αυξήθηκε και ενισχύθηκε το πράσινο με δενδροφύτευση. Επιπλέον, προτάθηκαν δυο μικροί καταρράκτες, οι οποίοι ακολουθούν τις υψομετρικές διαφορές των δρόμων και επαναλειτούργησαν υπαίθρια καφέ. Οι χειρονομίες αυτές αποσκοπούσαν στην επανενεργοποίηση της πλατείας Συντάγματος ως τόπου κοινωνικής συνάντησης. Εξυπηρετούσαν, όμως, και τις αυξημένες λειτουργικές ανάγκες για την οργάνωση ενός διευρυμένου κυκλοφοριακού κόμβου.

Η πλατεία Συντάγματος σήμερα
Η πλατεία Συντάγματος σήμερα
Η νοηματοδότηση του δημόσιου χώρου

Οι μεταλλάξεις της πλατείας Συντάγματος αποτελούν τυπικό παράδειγμα της εγγραφής των κοινωνικοπολιτικών αλλαγών στον αστικό χώρο. Η εκάστοτε αρχή αντλούσε το κύρος της από τον χωρικό μετασχηματισμό και την αναίρεση των αποφάσεων του προηγούμενου καθεστώτος. Πέρα από τη διαμόρφωση του χώρου, όμως, στόχος ήταν η καλλιέργεια μιας διαφορετικής αντίληψη από τους πολίτες. Για το λόγο αυτό, κάθε σχέδιο και πολεοδομική αναθεώρηση προκαλούσαν πάντα αντικρουόμενες αντιδράσεις. Η πλατεία Συντάγματος, όπως κάθε αστική πλατεία, αποτέλεσε χώρο διαμάχης και αντιπαράθεσης.

Οι φάσεις που παρουσιάστηκαν αντιπροσωπεύουν σημαντικές ιστορικά στιγμές που καταδεικνύουν τη σχέση πολιτικής έκφρασης και δημόσιου χώρου. Η πλατεία, όμως, αλλάζει καθημερινά από τις διακυμάνσεις της πολιτικής ζωής και τις επιταγές της εκάστοτε εποχής. Προσλαμβάνει το παλλόμενο κοινωνικό σύνολο και παραμένει το ζωτικότερο κύτταρο της πόλης, το οποίο πρέπει να διαφυλάξουμε και να διεκδικήσουμε.

 

Βιβλιογραφία

Βοζάνη, Αριάδνη, Η Διαμόρφωση του Μνημείου του Άγνωστου Στρατιώτη επιμ.: Καρδαμίτση – Αδάμη, Μ., Αμπατζή, Ε., Βλασσοπούλου, Μ., Καραπάνου, Α, Το κτήριο της Βουλής των Ελλήνων, Έκδοση της Βουλής των Ελλήνων, Αθήνα, 2009

Καρδαμίτση-Αδάμη, Μ., Μπίρης, Μ., Νεοκλασική αρχιτεκτονική στην Ελλάδα, Εκδοτικός Οίκος Μέλισσα, Αθήνα, 2001

Μπαστέα, Ελένη, Αθήνα 1834-1896, Νεοκλασική Πολεοδομία & Ελληνική Εθνική Συνείδηση, Εκδόσεις Libro, Αθήνα, 2008

Διαδίκτυο

Καλλιβρετάκης, Λεωνίδας, Η Αθήνα τον 19ο αιώνα: Από επαρχιακή πόλη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, πρωτεύουσα του Ελληνικού Βασιλείου, Αρχαιολογία της πόλης των Αθηνών

επίσημος ιστότοπος: http://www.eie.gr/archaeologia/gr/

 

 

Προηγούμενο άρθροEnergy Athens 2017: Έκθεση στο Contemporary Space Athens
Επόμενο άρθροΤι να σου πω Σουλτάνα μου – Ο Γ. Καλατζόπουλος εξομολογείται στο Olvio