Στο μυαλό ή στην ψυχή (τελικώς κανείς δεν ξέρει), η «εντύπωση» που εγκαθίσταται από το έργο της (κατά την άποψή μου) μετα-ψηφιδογράφου κας  Όλγας Γουλανδρή, δεν αφορά αποκλειστικά και μόνον στην αισθητική προσέγγιση του «αφετηριακά αυτονομημένου υπαρκτού» των μορφών του «εν γένει» κόσμου, αλλά – κυρίως – στην  αισθητική ελευθερία μιας προσωπικής – με όρους Αληθινής Τέχνης – θέασής του.

Η μετα-δημιουργική ανάπλαση του αισθητού

 Οι ψηφίδες της κας Όλγας Γουλανδρή, στάθηκαν η αφορμή για μια βραδινή επίσκεψη σε γκαλερί του Κολωνακίου (Genesis Gallery, Χάρητος 35), στην έκθεση με τίτλο «Tesserae». Τα έργα της  δεν σου άφηναν επίγευση αστικής (μήπως και μεγαλοαστικής;) «χλιαρής» περιδιάβασης στη χώρα του «μία από τα ίδια δήθεν», αλλά αποτελούσε αφορμή να ανα-στοχαστείς όχι μονάχα για την ίδια την αισθητική πορεία μιας εικαστικής εμπειρίας, αλλά και για τους κώδικες μιας εις βάθους ανάπτυξης προβληματικής των θεμελιωδών ερωτημάτων σχετικά με το τι είναι η «εντύπωσή μας», όταν αυτή συναντάται με την υποκειμενικότητα (ως κύρια συνιστώσα του κάθε «Είναι») όλων όσων βλέπουμε τριγύρω μας και που εν δυνάμει μπορούν να «μεταμορφωθούν» σε εικαστική Τέχνη.

Μετά από ένα ικανό χρονικό διάστημα που επιτρέπει (στον καθένα, άρα και σ‘ εμένα) τον «ανα-στοχασμό» σε πολλούς προσωπικούς εσωτερικούς κριτικούς τόπους, ακόμη-ακόμη και αυτούς της αμηχανίας και της προσωπικής αμφιβολίας για το «τι είδα», αυτή η έκθεση ήταν εν τέλει μια «επαφή» με έργο που θέλει και μπορεί να σου «γεννήσει» πλήθος εικαστικών σκέψεων – σε μορφή ερωτημάτων – οι οποίες – στη διερεύνηση των πιθανών απαντήσεών τους – μπορούν έως και να κλονίσουν μηχανιστικά παρελθοντολογικά στερεότυπα, ανοίγοντας  ταυτοχρόνως δρόμους απελευθερωτικούς για τη συνάντηση του «ονειρικού»  με τη στέρεα ύλη.

Μια, αυτής της διάταξης, ιδιάζουσα συνάντηση αντιθέτων σε εικαστικό έργο, με τόση μεγάλη και εκρηκτική δυναμική, σίγουρα θα πρέπει να εδράζεται τόσο στη σοφή καλλιτεχνικά χρήση του υλικού, όσο και στην υψηλού επιπέδου αισθητική διόρθωση του τελικού αποτελέσματος (που αφορά στη συγκροτημένη, ολοκληρωμένα τελική του μορφή), συμπεριλαμβάνοντας επιπλέον (πώς θα μπορούσε νά `ναι διαφορετικά;) τη χρωματική ανα- και μετα-στοχαστική αποτύπωση ενός «νέου οράματος».  Ένα αποτέλεσμα που – απαραιτήτως – χρήζει γενναίας  υποστήριξης από πολλές και διαφορετικές εικαστικές, αυθύπαρκτες νοηματικές μορφές δημιουργίας, έτσι ώστε να συγκροτήσει μια ενιαία συγχρονική βάση για την επικοινωνία μεταξύ γενεσιουργής ιδέας-μεταμορφωτικής ύλης, έργου-θέασής του.

Αν και νομίζω πως τα προαναφερθέντα ενυπάρχουν (έστω και με μικρές παρεκκλίσεις) στα έργα της κας Όλγας Γουλανδρή, η ουσία της μορφής τους βρίσκεται εγκιβωτισμένη σε ένα εκ των προτέρων συμβολοποιημένο (με εντελώς προσωπικούς «εις την σπάνιν» δικούς της όρους) βαθύ εσωτερικό εικαστικό τοπίο, το οποίο απαραιτήτως θα πρέπει να ανασυρθεί για να αποκαλυφθούν οι μυστικές προθέσεις της δημιουργού.

Εν τούτοις και παρ` όλα (τα σύνθετα) αυτά, δεν μπορεί κανείς να μείνει ασυγκίνητος και να μην εντυπωσιαστεί και από το πρώτο επίπεδο προσέγγισης της ανάγνωσης του… πραγματιστικού αποτυπώματός της που αφορά στα υλικά, στην τεχνική, στα σχήματα και στο χρώμα που «φέρουν» ενιαία στο σύνολό τους τα δημιουργήματά της. Όλα στην Τέχνη της, στην τελική αισθητική συνάντησή τους, παραπέμπουν – συνιστούν δημιουργία, γίνονται – από την πρώτη ματιά που θα αιχμαλωτίσουν – ένας νέος ορισμός αυτού που λέμε ωραίο, πνευματικό, ολοκληρωμένο, συνεχές, χρωματικά διαλεκτικό, ενδιαφέρον μέσα στην ίδια τη μοναδικότητά του – κοντολογίς, έργο άξιο προσοχής και μελέτης, σε συνδυασμό – εξυπακούεται – με την απόλαυση που προκαλεί στον οποιονδήποτε (ανεξαρτήτως της εικαστικής του παιδείας) θεατή του.

Είναι εντυπωσιακό (για μένα που έχω μιαν άποψη κάπως αιρετική για την εποχή μας και αφορά στην «εξαφάνιση» της υφισταμένης διαφοράς μεταξύ των δημιουργών των δύο φύλων) το πώς γυναικεία – άρα και ευαίσθητα – χέρια αναμετρώνται με τόση δύναμη και επάρκεια με ένα από τα πιο «σκληρά» υλικά της τέχνης, όπως είναι η πέτρα–ψηφίδα. Εξυπακούεται πως δεν εννοώ, μόνον, τη σκληρότητα στη φυσική της υπόσταση, πράγμα – άλλωστε – που δεν μας αφορά, αλλά και τη «σκληρότητα» της δημιουργικής εικαστικής διαδικασίας που πρέπει να ακολουθηθεί, έως ότου πάρει αισθητική μορφή κάθε της σύνθεση.
Η ιδιαιτερότητα της «σκληρότητας» – σκεφθείτε – συνίσταται στο ότι η πέτρα–ψηφίδα, ακόμη και όταν επεξεργάζεται μέσα σε περιβάλλον Τέχνης , στην υλική εσωτερικότητά της, παραμένει άκαμπτη στην έννοια της εντύπωσής της, υποχρεώνοντας τον δημιουργό που θέλει να την τιθασεύσει για να την χρησιμοποιήσει ως αποκλειστικό υλικό για το προσωπικό εικαστικό του όραμα, να μετέρχεται συνεχώς – συνδυαστικά τω τρόπω – μυστικούς κώδικες σύνθεσης, σχήματος και διάρκειας χρωματικής αλληλουχίας, με τους οποίους μόνον αν είναι εμπνευσμένος καλλιτεχνικά μπορεί να παράγει – έστω και μόνον – «ωραίο» αποτέλεσμα.
Η κα Όλγα Γουλανδρή (σαν να εντέλλεται από μεταφυσικής προέλευσης δύναμη!) φαντάζει να μπορεί να το πράξει αυτό, αφού στο έργο της, όχι μόνον είναι εξαφανισμένη η «περιοριστική δυστοκία» του υλικού που χρησιμοποιεί, αλλά – παραλλήλως – καταφέρνει να απελευθερώνει το εν λόγω υλικό, εγκαθιστώντας επάνω του – μέσω ενός διαλόγου μαζί του – την πλέον ανάλαφρη αύρα που μας οδηγεί σε μια εύπλαστη αίσθησή του.  Έτσι – και μόνον έτσι – εξηγείται το πώς τα έργα της έχουν αυτήν την επάρκεια του «πάλλεσθαι» τόσο στα σχήματά τους, όσο και στις χρωματικές τους συνθέσεις˙ όλα οδηγούμενα από το «χέρι» της σε μια αέναα κινούμενη αναζήτηση (νοηματικών, πολλαπλών και επικοινωνούντων) σημείων του «αναπλάσθαι» αισθητικώς.

olga-goulandri-1Τα χρώματα του κώδικά της, σε σταθερές και απολύτως εννοιολογημένες αναφορές του εικαστικού οράματός της, δίνουν από μόνα τους προοπτικές  διάρκειας της ροής του συμπαντικού φευγαλέου που όμως καταφέρνει (με την αισθητική λαμπρή σύνθεσή τους) να το «αιχμαλωτίσει» την στιγμή που μπορεί – αυτό – να γίνει ορατό. Τα εικαστικά «Αυτά» – όμως – που συναντά ένας θεατής με το βλέμμα του στο πρώτο επίπεδο ανάγνωσης της προσωπικής του εντύπωσης και που είναι το “Τι βλέπω”, θα μπορούσαμε να πούμε πως είναι τα λιγότερο σπουδαία στο έργο της κας Όλγας Γουλανδρή.

Οι μορφολογικές κατακτήσεις της δεν αφορούν – κυρίως – στο «έξω» εικαστικό αποτέλεσμα, μα στην  αποκάλυψη της δημιουργικής της αγωνίας, μέσω μιας αποκρυπτογράφησης της κατάστασης «φανερού-κρυφού» που διέπει ολόκληρο (στην έννοιά του) κάθε τι που είναι Φανερό-0ρατό, ίσως-ίσως και του ιδίου  Κρυφού-«Είναι» της.

Οι κύριες αναζητήσεις που διακρίνονται στα έργα της ακολουθούν τις μορφές του χώρου-χρόνου σε πολλές και διαφορετικές κατευθύνσεις του πριν-κάπου, του τώρα-εδώ και του μετά-επέκεινα, ανιχνεύουν τις πρωταρχικές αιτίες της ανάγκης για την μετάπλασή τους σε ένα ακόμη φανταστικό ενδεχόμενο της (σκεπτόμενης) γήινης υλικής «πραγματικότητας». Τα όσα, στην πορεία τους και στην κατάληξή τους, βρίσκουν αυτές οι αναζητήσεις της, γίνονται αφορμές και αιτίες ώστε να ανοίξει η ίδια (με ξεχωριστή αίσθηση μιας νέας διαχείρισης πρωταρχικών και θεμελιωδών παραδοχών του εικαστικού γίγνεσθαι), ευδαιμονικούς δρόμους της μη ερμηνευομένης σημασιολογικής σχέσης μεταξύ φόρμας-ύλης-έννοιας του «Καθολικού Είναι» των μορφών του Κόσμου και ταυτοχρόνως, και, του ιδίου της του έργου.

Σε αρκετά έργα της κυριαρχεί σε αδιόρατα συγκλονιστικές, υποφώσκουσες μεταβαλλόμενες συνθετικές εντάσεις, είναι ο «πνευματισμός» στην Τέχνη (όχι μόνον, απαραιτήτως, κατά προσέγγιση Wassily Kandinsky).
Τα απολύτως προσωπικά και ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που συναντώνται στην τελική συνάρτηση της έκθεσης, αλλά και των υπόλοιπων – μη εκτεθειμένων – έργων (στην εποχή του διαδικτύου όλα μπροστά σου είναι και, μάλιστα, εκ του μακρόθεν), ενέχουν αυτοφυή σπέρματα ενοραματικής και διεγερτικής εικαστικής σκέψης που ξεκινά όχι βέβαια από το πώς είναι ο κόσμος, αλλά από το πώς θα έπρεπε, κατά την εικαστική άποψη της δημιουργού, να είναι στην αισθητική-πνευματική ερμηνεία του.

Λίγοι είναι οι δημιουργοί στις μέρες μας που μπορούν να κινηθούν με επάρκεια – κυρίως στοχαστική – σ’ αυτήν την κατεύθυνση, διότι – πολύ απλά – αυτό ξεπερνά το (όποιας ποιότητας) «métier» τους και αφορά σ’ εκείνο που όλοι αναζητούμε στην Τέχνη και που δεν είναι άλλο από την ίδια την ψυχή της, γεγονός που καθιστά περισσότερο σημαντικό το εικαστικό αποτέλεσμα της αναζήτησης αυτής, παρά το – όποιο – αισθητικό πρόταγμα της φόρμας των έργων (χωρίς, φυσικά, κανένας να υποβαθμίζει τη φόρμα).
Στο έργο της κας Όλγας Γουλανδρή τελεολογικά και με σαφήνεια είναι εγκατεστημένα, επίσης σε αρμονική συμφωνία, μέτρο, ρυθμός, αρχιτεκτονημένος ιδεαλισμός εσωτερικών διαδραστικών συναισθημάτων μεταξύ των στοιχείων ενός, αποκλειστικά, καθαρά εικαστικού χωροχρόνου, που στην σύνθεσή τους τελικώς «ζωντανεύουν» τα «εν κρυφώ σπέρματα» μιας δημιουργικής – στην εξέλιξή της – συμπυκνωμένης αναφοράς σ‘ ένα στέρεο πρότυπο πρωτότυπου ιδεατού «μορφολογικού εικάζειν», που, φτάνοντάς το έως και στην αμφισβήτηση των ορίων του νοητού «πεπερασμένου», το εκτινάσσει και εξελίσσει τις εντυπώσεις μιας «ερμηνευτικής της αιωνιότητας», διαμέσου σχεδόν πάντοτε, άρτιων χωροπλαστικών εκφράσεων ιδιαίτερου ενδιαφέροντος, που τις καταλήγει σε ευγενικά ευδαιμονικές διαπιστώσεις του «αφαιρετικού».

Νομίζω πως θα ‘χω δίκιο αν πω (και ως διευκρίνιση απλώς) πως τούτο το «μικρό» κείμενο, δεν μπορεί παρά μόνον να αναφέρεται σε μια γενική προσέγγιση, σωστότερα μιας αίσθησης, που αφορά στο έργο της κας Όλγας Γουλανδρή και πως η ενδελεχής παρουσίασή του, μαζί με μια περισσότερο κριτική (με τους γνωστούς όρους) αποτίμησή του σίγουρα θα αφορά σε μια μονογραφία του, όπου θα υπάρχει και ο χρόνος και ο κατάλληλος χώρος για την πλήρη κριτική καταγραφή του. Τα έργα τέχνης ενός δημιουργού όμως, ως γνωστόν, μπορούν να προσεγγιστούν με πολλούς τρόπους (ως περιγραφή, ως αίσθηση, ως εμβάθυνση και φυσικά ένα-ένα ξεχωριστά η στο σύνολό τους) και να γεννήσουν πολλαπλά διαφορετικό «ερμηνευτικό» λόγο.

olga-goulandri-2      Στο τελικό–τελικό σημείο μιας κριτικής εντύπωσης, πάντοτε ελλοχεύει ένα είδος «αμαρτήματος» που έχει σχέση με τον υποκειμενισμό του κριτικού και που δεν είναι άλλο από τη γνωσιολογική του πορεία και τις κατακτήσεις των δικών του εργαλείων, που – σίγουρα – δεν μπορεί να αφορά στο «Όλον», ειδικά στο «Όλον» της τόσο δύσκολα αποτιμωμένης και ερμηνευομένης εικαστικής «Σύγχρονης» Τέχνης (όπως είθισται ν’ αποκαλείται).

Μπροστά – όμως – στα έργα της μετα-ψηφιδογράφου κας Όλγας Γουλανδρή, κανένας κριτικός δεν κινδυνεύει από το παραπάνω αμάρτημα, καθώς το έργο της είναι σαφές ότι κινείται στη σφαίρα μιας ιδεατής εικαστικής προβληματικής που σε οδηγεί στο να το «υιοθετήσεις» ολόκληρο, σα μια νέα, αποκαλυπτική εμπειρία ή – γιατί όχι – και στο να το προσπεράσεις κατατάσσοντάς το στην χωρία του «αισθητικά ωραίου». Αρκεί να μπορείς να «επιλέξεις» σωστά… την «κατευθυντικότητά σου».

 Σαν Υ.Γ: Αίσθηση και συναίσθημα «εγκλωβίζονται» πάντοτε «αλλιώς», σε νέες μορφές, σ’ ολόκληρο το φάσμα της Τέχνης, για να σε οδηγήσουν στη βαθύτερη κατανόησή τους. Για την απελευθέρωσή τους και την μετάβασή τους στον χώρο της γενικής έννοιάς τους, αναζητήστε τον «κώδικα»… Αυτός είναι ο Εικαστικός… Μίτος της Αριάδνης!

Προηγούμενο άρθρο«Αισθηματική ηλικία», του Δημήτρη Μαραμή
Επόμενο άρθρο«Από τον Αϊνστάιν στον Πελέ. Η ιστορία του Μουντιάλ», του Θεολόγου Αλεξανδράτου