To πάλαι ποτέ Δημοτικό Θέατρο της ΑθήναςΗ Αθήνα είναι μια σύγχρονη μητρόπολη τεσσάρων εκατομμυρίων κατοίκων. Φυσικό είναι να αντιμετωπίζει προβλήματα που ταλανίζουν πλήθος άλλων μεγαλουπόλεων ανά τον κόσμο, όπως το κυκλοφοριακό χάος, το νέφος, η φωτορύπανση, ο υπερπληθυσμός. Η ελληνική πρωτεύουσα όμως βρίσκεται αντιμέτωπη και με πλείστα άλλα ζητήματα, συνώνυμα της νεοελληνικής απληστίας και ανευθυνότητας. Οι κάτοικοι του κλεινού άστεως υποφέρουν από την έλλειψη πρασίνου και ζωτικού χώρου, την ηχορύπανση και την οπτική φασαρία,  χάρη στην πλήρη απουσία πολεοδομικού σχεδιασμού, υποδομών και οργάνωσης γενικότερα.

Η χαοτική Αθήνα είναι μια άναρχη και αφιλόξενη πόλη – τέρας, με απογοητευμένους κατοίκους και κυρίαρχο καθεστώς ημι-ανομίας. Μάλιστα, τώρα με την πρωτοφανή οικονομική και όχι μόνο κρίση, το κέντρο της ιστορικής πόλης έχει μεταλλαχθεί σε επικίνδυνο και ανθυγιεινό γκέτο, με φανερή την αίσθηση της απόλυτης εγκατάλειψης. Μια άνευ προηγουμένου υποβάθμιση, που – αισθητικά τουλάχιστον- έχει την αφετηρία της, δεκαετίες πριν. Ήταν άραγε πάντα η Αθήνα, προσφιλές αντικείμενο βανδαλισμών, αντιμετώπιζε μήπως ανέκαθεν την αδιαφορία των πολιτών της και την περιφρόνηση των τουριστών, που απεγνωσμένοι αναζητούν στο τσιμέντο κατά τους καυτούς θερινούς μήνες, οάσεις αρχαιολογικής καλαισθησίας; Η απάντηση είναι, ασφαλώς και όχι. Πολύ πριν η Αθήνα γίνει το αντικείμενο της διεθνούς αρνητικής επικαιρότητας, η πόλη της Παλλάδας ήταν όμορφη και λειτουργική , φτωχότερη μεν, περισσότερο ανθρώπινη και “ευρωπαϊκή”  δε.

 

Η Αθήνα κάποτε


 Το μέγαρο ΠεσματζόγλουΤο 1834 η Αθήνα γίνεται από χωριό, πρωτεύουσα του νεοϊδρυθέντος ελληνικού κράτους. Παρά την μη πραγματοποίηση των μεγαλεπήβολων αρχικών πολεοδομικών σχεδίων των Βαυαρών, η πόλη συνέχισε να εξαπλώνεται, στεγάζοντας τις ελπίδες και την υπερηφάνεια και αποτελώντας το κέντρο των εξελίξεων του νεαρού έθνους.  Στις αρχές του 20ου αιώνα παρέμενε ακόμα μικρή και γραφική, κάτι που έμελλε να αλλάξει δραματικά. Τη δεκαετία του 1920, με τη μικρασιατική καταστροφή και την υποχρεωτική ανταλλαγή των πληθυσμών, οι Αθηναίοι είδαν την πόλη τους να γιγαντώνεται και να διπλασιάζει τον πληθυσμό της, σε λίγα μόλις χρόνια, φτάνοντας να αριθμεί το 1940, περί τους 1.200.000 κατοίκους. Ακόμα και τότε όμως, οι πολίτες των Αθηνών μπορούσαν να καυχιόνται για το κυρίαρχο νεοκλασικό ύφος της πόλης, όπου σε συνδυασμό με την αρχιτεκτονική ποικιλία και τις νέες αισθητικές τάσεις, εισηγμένες κατά τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα, έδιναν στην Αθήνα αέρα αστικής κοσμοπολίτισσας. Τη δεκαετία του 1930, η Αθήνα κοσμείται ακόμα με κομψές Bauhaus πολυκατοικίες και πολυώροφα art deco μέγαρα. Αυτά βέβαια προπολεμικά. Διότι μεταπολεμικά αρχίζει η συστηματική εξάλειψη της Ιστορίας και του καλού γούστου.

 

Το παρόν κατεδαφίζεται


 

Το μέγαρο Μουρούζη (αρχείο Κ. Μπίρη)Από το 1950, χιλιάδες ανθρώπων από την ρημαγμένη εκ του εμφυλίου ελληνική επαρχία  κατακλύζουν την πρωτεύουσα, προς αναζήτηση μιας καλύτερης ζωής. Η Αθήνα διπλασιάζει τον πληθυσμό της για ακόμα μια φορά. Οι οικισμοί πέριξ του αθηναϊκού κέντρου γιγαντώνονται και πνίγονται στις πολυκατοικίες. Η βιασύνη δε, η προχειρότητα και οι αλλαγές στους πολεοδομικούς κανονισμούς,  συντελούν στο να αλλάξει επί τα χείρω η εικόνα της πόλης και η ποιότητα ζωής των κατοίκων της. Το καρκίνωμα της αντιπαροχής υφίστατο ήδη από το μεσοπόλεμο, με τη διαφορά ότι  τότε δε χτιζόταν ο,τι να’ ναι, όπου να’ ναι. Τις δεκαετίες του ’50 και κυρίως του ’60 και του ’70, η Αθήνα γεμίζει απρόσωπα μεγαθήρια, αποτρόπαιης συχνά αισθητικής, ακόμα και στην ιστορική περιοχή της Πλάκας. Οι ιθύνοντες όχι μόνο δεν επεμβαίνουν, αλλά ενισχύουν το καθεστώς της μικροιδιοκτησίας και της αντιπαροχής. Ο αρχιτεκτονικός πλούτος της Αθήνας βρίσκεται στο έρμαιο των εκάστοτε εργολάβων, ενώ ολόκληρα οικοδομικά τετράγωνα ξεθεμελιώνονται εν μια νυκτί.  Ήταν ο κατακερματισμός του ιστορικού κέντρου αναγκαίο κακό; Πώς αντιμετώπισαν άλλες χώρες το φαινόμενο της εσωτερικής μετανάστευσης, χωρίς να προβούν σε μαζικές κατεδαφίσεις, όπως συνέβη σε όλες σχεδόν τις ελληνικές πόλεις;

Το μέγαρο Παπούδωφ (αρχείο Γ. Μπακούρου)Είναι προφανές ότι η εξάπλωση της Αθήνας υπήρξε αναγκαίο κακό. Γιατί όμως έπρεπε να κατεδαφιστούν κτήρια μεγάλης ιστορικής και αρχιτεκτονικής αξίας και να αντικατασταθούν από άλλα, συχνά παρόμοιας χωρητικότητας, αλλά ανύπαρκτης αισθητικής; Γιατί δε κτίστηκαν τα περί ων ο λόγος κτήρια γραφείων εκτός του ιστορικού κέντρου, γιατί δεν υπήρξε, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων,  καθ’ ύψος επέκταση ή ανακαίνιση και επανάχρηση των παλαιών; Την ώρα που σε μεγάλες πόλεις του εξωτερικού γίνεται προσπάθεια να δοθεί ξανά ο απολεσθείς, από τον τελευταίο πόλεμο χαρακτήρας, τουλάχιστον των προσόψεων των παλαιών κτηρίων, στην Ελλάδα, αρχιτέκτονες και μηχανικοί “χτυπούν” τον ξένο προς την εγχώρια αισθητική κλασικισμό και εκλεκτικισμό και αντικαθιστούν τα κτήρια της παλιάς Αθήνας, με νέες, πολυτελέστερες μεν, άχαρες δε γιγάντιες κατασκευές, ακόμα πιο ξένες, κακέκτυπα οι περισσότερες του κυρίαρχου τότε διεθνούς στυλ. Πρόκειται για καταχρηστικό “εκμοντερνισμό” μιας στερημένης κοινωνίας που διψά για ευημερία και “πρόοδο”, μια τάση που δυστυχώς συνεχίζεται αμείωτα ως τις μέρες μας, με ελάχιστες φωνές αντίστασης ή διαμαρτυρίας. Σε αντίθεση με τις περισσότερες ευρωπαϊκές πόλεις, στην Αθήνα, η ανοικοδόμηση γίνεται ερήμην κρατικού μηχανισμού ή σχεδιασμού και προβάλλεται από τα μέσα της εποχής ως εκσυγχρονιστικό κατόρθωμα άξιο επαίνων.

 

Η Αθήνα σήμερα


 

Μέγαρο Σαμαρά (αρχείο Ε.Μ.Π.)Γινόμαστε λοιπόν σήμερα μάρτυρες μιας μουντής και άχαρης πόλης, η αισθητική κατρακύλα της οποίας δεν ανακόπηκε παρά μόλις τη δεκαετία του 1980 με τις γνωστές παρεμβάσεις της αείμνηστης Μελίνας Μερκούρη. Και που βέβαια τείνει να αναιρεθεί, με την πλειοψηφία των διατηρητέων κτηρίων της Αθήνας να χάσκουν εγκαταλελειμμένα, περιμένοντας το τελειωτικό χτύπημα από το χρόνο. Τα τελευταία 50 χρόνια, γειτονιές αλλοιώθηκαν, πλατείες ερήμωσαν, γλυπτά ξεθεμελιώθηκαν, ποτάμια μπαζώθηκαν, στο όνομα του δήθεν εκσυγχρονισμού και των ακατάληπτων μικροπολιτικών συμφερόντων, που επέβαλλαν στην πόλη της Αθήνας ένα μη – πρόσωπο. Πολλά (ή έστω) κάποια ιστορικά κτήρια ασφαλώς και έπρεπε και μπορούσαν να είχαν διασωθεί. Κεντρικοί δρόμοι και πλατείες όφειλαν να διατηρήσουν τον χαρακτήρα τους, όπως συμβαίνει παντού στον κόσμο. Και αν η ξεθεμελίωση του ιστορικού κέντρου ήταν πράγματι τόσο αναπόφευκτη, όσο την ευαγγελίζονται οι “ιθύνοντες”, μπορούσαν κάλλιστα να αντικαταστήσουν τα παλιά κτήρια -πολλά εκ των οποίων ήταν όντως απαραίτητο να κατεδαφιστούν-  με νέα, προσεγμένα όμως και σε συνδιαλλαγή με τα γύρω οικήματα και την αρχιτεκτονική ταυτότητα της Αθήνας. Δυστυχώς όμως και οι όποιες άτονες προσπάθειες αντιστροφής του κλίματος, των τελευταίων πριν την κρίση ετών,  απλά δεν αρκούν, με τα οικόπεδα πολλών εκ των κατεστραμμένων κτηρίων, να έχουν μετατραπεί από το δήμο σε αλάνες και μάντρες αυτοκινήτων. Παρακάτω ακολουθεί ένας σύντομος, ενδεικτικός κατάλογος με κατεδαφισμένα αρχιτεκτονικά στολίδια του κέντρου της Αθήνας, στολίδια που μόνο να φανταστούμε μπορούμε τη συμβολή τους στην εικόνα της κατακρεουργημένης πόλης μας…

 

Χαμένοι αρχιτεκτονικοί θησαυροί της Αθήνας


 

Η βίλλα "Μαργαρίτα"Εκτός από το Εθνικό Θέατρο στην Αγίου Κωνσταντίνου, την Αθήνα κοσμούσε κάποτε και το Δημοτικό Θέατρο στην πλατεία Δημαρχείου. Έργο του μεγάλου δημιουργού  και φιλέλληνα ErnstZiller, υπέστη φθορές κατά την παραχώρησή του για τη στέγαση των Μικρασιατών προσφύγων και εντέλει κατεδαφίστηκε επί Μεταξά στα 1939. Δύο από τα όψιμα αριστουργήματα πάλι του Ziller – έργα του οποίου εκτός από την Αθήνα, κοσμούν και άλλες πόλεις, όπως η Ερμούπολη και η Πάτρα – ήταν το μέγαρο Παπούδωφ στη συμβολή των οδών Πανεπιστημίου και Βασιλίσσης Σοφίας, καθώς και το μέγαρο Πεσματζόγλου, στη συμβολή των οδών Βασιλίσσης Σοφίας και Ηρώδου Αττικού. Επρόκειτο για εξαίσια αρχοντικά μέγαρα, πολυώροφα και σε απευθείας συνομιλία με τα περί αυτών κτήρια. Αμφότερα κατεδαφίστηκαν, εκτός από τμήμα του μεγάρου Πεσματζόγλου (που αποτελεί και μια από τις πρώτες Αθηναϊκές πολυκατοικίες), το οποίο περιέργως διασώζεται ως σήμερα. Ακόμα μια άξια λόγου προ-μοντέρνα πολυκατοικία μεγάλης κλίμακας, είναι το μέγαρο Κ. Σαμαρά, επί της 3ης Σεπτεμβρίου. Το εντυπωσιακό κτήριο, με τον εξαίσιο εξωτερικό και εσωτερικό γλυπτικό διάκοσμο, κατεδαφίστηκε το 1975, μόλις 51 χρόνια από την ανέγερσή του. Της προσοχής μας δε θα πρέπει να διαφύγουν και κτήρια μικρότερης κλίμακας,  εξίσου όμως αξιόλογα, μιλώντας πάντα για το κέντρο της Αθήνας. Ενδεικτικά αναφέρω το μέγαρο Μουρούζη στην αρχή της οδού Πειραιώς, χτισμένο το 1868, εμβληματικό παράδειγμα της αστικής νεοκλασικής αρχιτεκτονικής, ή το μέγαρο Πρωίας, στη θέση του οποίου σήμερα βρίσκεται το απαράδεκτο κτήριο που στεγάζει τη στοά Πεσματζόγλου. Για το τέλος αφήνω την πολύ ιδιαίτερη βίλλα “Μαργαρίτα”, στους Αμπελοκήπους, πλησίον του πύργου της Αθήνας, εκεί που σήμερα στέκει ένα ακόμα αδιάφορο κτήριο γραφείων.

 

  Άποψη της οδού Σταδίου τη δεκαετία του 1920      Άποψη της πλατείας Ομονοίας, αρχές του 20ου αιώνα

 

 

Προηγούμενο άρθρο“After Lucia” από 8 Νοεμβρίου
Επόμενο άρθροΔιεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Σεβίλλης με έντονη ελληνική παρουσία