Οι φόνισσες και οι θλιμμένες. Μερικές πουτάνες της σύγχρονης λατινοαμερικάνικης λογοτεχνίας. (Μέρος δεύτερο) Η νουβέλα του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες Οι θλιμμένες πουτάνες της ζωής μου, στην οποία βασίστηκε και η ταινία του Henning Carlsen Memoria de mis putas tristes (2011· βλ. παρακάτω αφίσα και trailer), είναι διαιρεμένη σε πέντε μέρη και η ελληνική της έκδοση συνοδεύεται από ένα επίμετρο της μεταφράστριας, Κλαίτης Σωτηριάδου, που αφορά τον συγγραφέα, ίσως όμως εν μέρει και τον αφηγητή της ιστορίας. Είναι πιθανό ο αναγνώστης του βιβλίου να έχει την τάση να ταυτίσει τον άντρα που αφηγείται την ιστορία με τον Μάρκες. Σε αυτό συνηγορούν, σε μικρό ή μεγαλύτερο βαθμό, η πρωτοπρόσωπη αφήγηση, η κοινή τους ενασχόληση με τη δημοσιογραφία, η μεγάλη ηλικία του ήρωα και αφηγητή (όταν κυκλοφόρησε το βιβλίο ο Μάρκες πλησίαζε τα ογδόντα), κυρίως όμως το παρακάτω τέχνασμα του συγγραφέα: «Κάποια στιγμή σκέφτηκα πως εκείνες οι ιστορίες κρεβατιών θα ήταν καλό υλικό για να διηγηθώ τις δυστυχίες της παραστρατημένης μου ζωής κι ο τίτλος μού έπεσε από τον ουρανό: Οι Θλιμμένες Πουτάνες της Ζωής μου» (σ. 25).
Ας θυμηθούμε όμως, καταρχάς, την ιστορία.

Οι θλιμμένες πουτάνες της ζωής μου, Γκ. Γκ. Μάρκες


Στο κατώφλι των ενενήντα του χρόνων, ο αφηγητής θέλει να προσφέρει στον εαυτό του μια νύχτα με μια νεαρή παρθένα. Με το σύνθημα «Σήμερα, ναι» και συνένοχο τη Ρόζα Καμπάρκας, ιδιοκτήτρια ενός οίκου ανοχής, γνωρίζει ένα δεκατετράχρονο κορίτσι και το ερωτεύεται για πάντα στον ξύπνιο ή τον ύπνο του, στην πραγματικότητα ή τη φαντασία του: «Απίστευτο: βλέποντάς την και αγγίζοντάς τη με σάρκα και οστά, μου φαινόταν λιγότερο αληθινή απ’ ό,τι στις αναμνήσεις μου», «Κάθε σκιά αμφιβολίας εξαφανίστηκε τότε από την ψυχή μου: την προτιμούσα κοιμισμένη», «Τότε κατάλαβα πως δε θα μπορούσα να αναγνωρίσω την Ντελγαδίνα ξύπνια και ντυμένη, ούτε κι αυτή μπορούσε να ξέρει ποιος είμαι εγώ αφού ποτέ δε με είχε δει» (σ. 100, 124, 137). Μολονότι θα περίμενε κανείς οι πιθανότητες να μην είναι με το μέρος του, ο έρωτας αυτός δεν είναι μονόπλευρος ούτε καταδικασμένος. Ελάχιστα πριν το κλείσιμο του βιβλίου γινόμαστε μάρτυρες του λόγου της ίδιας της Ρόζα Καμπάρκας: «Αυτό το καημένο το πλάσμα έχει ξετρελαθεί μαζί σου» (σ. 179).

Όμορφα κορίτσια που κοιμούνται: Γ. Καβαμπάτα και Γκ. Γκ. Μάρκες


Η προμετωπίδα του Μάρκες φανερώνει από πολύ νωρίς τη συγγένεια του έργου του με τη νουβέλα «Το σπίτι των κοιμισμένων κοριτσιών» του, νομπελίστα επίσης, Γιασουνάρι Καβαμπάτα: «Η γυναίκα που υποδέχτηκε τον Εγκούτσι στο πανδοχείο τον προειδοποίησε ότι δεν επιτρεπόταν να κάνει τίποτα που να μη συμφωνεί με τους κανόνες της αισθητικής. Δεν επιτρεπόταν να βάλει το δάχτυλό του μέσα στο στόμα της κοιμισμένης κοπέλας ή να επιχειρήσει κάτι παρόμοιο». Ο Καβαμπάτα γράφει για έναν οίκο ανοχής στον οποίο ηλικιωμένοι περνάνε νύχτες με ναρκωμένες παρθένες. Ο Μάρκες φέρνει την ιστορία στα μέτρα του: Πριν την πρώτη συνάντηση της δεκατετράχρονης με τον αφηγητή, η Ρόζα Καμπάρκας της δίνει «ένα ποτό με βρωμιούχο άλας και βαλεριάνα» (σ. 41). Κουρασμένη εκείνη από την εξαντλητική δουλειά της ημέρας (το ράψιμο των κουμπιών), και τρομοκρατημένη στην ιδέα της επαφής της με έναν άντρα, βυθίζεται σε έναν παρατεταμένο ύπνο, τον οποίο ο επισκέπτης της αποφασίζει να μη διακόψει. Σταδιακά, ο ύπνος καθίσταται το κλειδί της ιδιαιτερότητας της σχέσης τους: Καταλήγουν να κοιμούνται εναλλάξ, δεν συναντιούνται ποτέ ξυπνητοί· όταν ο ένας κοιμάται, ο άλλος παρατηρεί και γνωρίζει. Τελικά ερωτεύονται. Ο αφηγητής δείχνει τόσο γεμάτος ζωή που η μεγάλη του ηλικία μας διαφεύγει κατά διαστήματα. Ο θάνατος, ωστόσο, είναι διαρκώς παρών, με τα αναμφίβολα προμηνύματα του τέλους, την προειδοποίηση του σοφέρ «Πρόσεξε, δάσκαλε, σ’ εκείνο το σπίτι σκοτώνουν» (που αποτελεί και στοιχείο προοικονομίας αφού ακολουθεί η δολοφονία ενός πελάτη στη σ. 126), στην οποία ο αφηγητής αποκρίνεται με σθένος «Αν είναι από έρωτα, δε με νοιάζει» (σ. 99), με τον απίθανο χρησμό «Κάνε ό,τι είναι να κάνεις, γιατί φέτος ή σε εκατό χρόνια θα πεθάνεις για πάντα» (σ. 169), και με ποικίλους άλλους τρόπους.

Ο αφηγητής και ο πληρωμένος έρωτας


Οι θλιμμένες πουτάνες της ζωής μου-ΕξώφυλλοΤο όνομα του αφηγητή δεν το μαθαίνουμε ποτέ. Γνωρίζουμε ωστόσο τις συνήθειές του, τη μουσική που προτιμά, πώς πίνει τον καφέ του, και πολλά άλλα πράγματα γι’ αυτόν, στα οποία συγκαταλέγονται και οι σεξουαλικές του εμπειρίες: «Ποτέ δεν πλάγιασα με γυναίκα χωρίς να την πληρώσω και τις λίγες που δεν ήταν του επαγγέλματος τις έπειθα με τη λογική ή με το ζόρι να δεχτούν τα χρήματα ακόμα κι αν τα πετούσαν έπειτα στα σκουπίδια. Από τα είκοσι χρόνια μου άρχισα να κρατάω έναν κατάλογο με το όνομα, την ηλικία, τον τόπο και μια σύντομη υπενθύμιση για τις περιστάσεις και το στιλ. Μέχρι τα πενήντα μετρούσα πεντακόσιες δεκατέσσερις γυναίκες με τις οποίες είχα συνευρεθεί τουλάχιστον μία φορά» (σ. 23). Μας παρουσιάζεται ως ένας «άσχημος, συνεσταλμένος και παλιομοδίτης» (σ. 13) δάσκαλος ισπανικών και λατινικών, ένας ασήμαντος δημοσιογράφος που γράφει ακόμα άρθρα για την κυριακάτικη εφημερίδα, ένας άνθρωπος που πέρασε τη ζωή του στους οίκους ανοχής («Κοιμόμουν στην κινέζικη συνοικία δύο ή τρεις φορές την εβδομάδα και με τόσο διαφορετική συντροφιά, που δύο φορές με ανακήρυξαν πελάτη της χρονιάς», σ. 28) και θεωρεί πως «κάθε μπορντέλο το ξημέρωμα, [είναι] ό,τι πιο κοντινό υπάρχει στον παράδεισο» (σ. 49). Τι θέλει να μας αφηγηθεί εκτός από το ουράνιο θέαμα των γυναικών που πουλούσαν το κορμί τους το βράδυ και, έπειτα, το πρωί «τριγυρνούσαν σ’ όλο το σπίτι τσίτσιδες κάνοντας τις οικιακές τους εργασίες, ενώ συζητούσαν μεγαλόφωνα για τις νυχτερινές περιπέτειές τους» (σ. 172); Ποιο είναι το κεντρικό του θέμα, η ζωή στους οίκους ανοχής ή ο πρώτος έρωτας; Τι του προσφέρει μεγαλύτερη απόλαυση, μια ζωή αναμνήσεων πληρωμένου έρωτα ή οι αγνές στιγμές που μοιράζεται στα ενενήντα του με μια δεκατετράχρονη; Αρκούν τα ψευτοδιλήμματα: Τα μπουρδέλα του πρόσφεραν το κορίτσι που ζήτησε, και ο πρώτος του έρωτας είναι πληρωμένος και αυτός· πολύ ακριβά μάλιστα.

Η απουσία των ονομάτων


Memoria de mis putas tristes-ΕξώφυλλοΕκτός από τον αφηγητή, όνομα δεν έχει ούτε η μικρή με την οποία ερωτεύεται (αποκαλείται επίσης πλάσμα και κορίτσι), τη βαφτίζουμε ωστόσο κατόπιν δικής του παρότρυνσης «Ντελγαδίνα», επιλογή που είναι σύμφωνη και με την αρχική του αίσθηση «πως η μικρή είχε μεγάλο όνομα, όπως Φιλομένα, Σατουρνίνα ή Νικολάσα» (σ. 89). Το γεγονός ότι κανείς από τους δύο δεν φανερώνει το όνομά του (σεβαστή η επιθυμία του έρωτα για ανωνυμία), προκαλεί ίσως μεγαλύτερη εντύπωση αν προσέξει κανείς πόσα ονόματα παρελαύνουν από τις σελίδες του Μάρκες. Περιγραφικός και λεπτομερής, ο συγγραφέας επιστρατεύει ονόματα όλων των ειδών: οδών (π.χ. οδός Άντσα, οδός Σαν Μπλας), εφημερίδων (Ελ Διάριο ντε λα Πας, Λα Πρένσα), βιβλίων (LaLozanaAndaluza, Το Μαγικό Βουνό), ηρώων ή αγαλμάτων (το άγαλμα του Χριστόφορου Κολόμβου, το «ρημαγμένο άγαλμα του Σιμόν Μπολίβαρ»), συνθετών (Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ, Μπραμς), συγγραφέων (Ρομέν Ρολάν, Περό). Για να μείνουμε στα πρόσωπα που αφορούν την ιστορία μας, το όνομα που επαναλαμβάνεται τις συντριπτικά περισσότερες φορές (άνω των πενήντα), και αναφέρεται μάλιστα από την πρώτη κιόλας σελίδα του βιβλίου, είναι της Ρόζα Καμπάρκας. Γενικά, τα περισσότερα ονόματα που συναντάμε στο βιβλίο είναι σαφώς γυναικεία. Η Φλορίνα Ντε Διός Καργαμάντος που παρουσιάζεται ως «διαπρεπή[ς] ερμηνεύτρια του Μότσαρτ, πολύγλωσση και οπαδό[ς] του Γκαριμπάλντι», ως η «ωραιότερη και πιο ταλαντούχα γυναίκα που υπήρξε ποτέ στην πόλη» (σ. 14), ήταν η μητέρα του αφηγητή (ο πατέρας του αναφέρεται, αλλά δεν κατονομάζεται). Η πιστή Νταμιάνα δούλευε στο σπίτι του· αφού της επιτέθηκε σεξουαλικά, αύξησε τον μισθό της «υπολογίζοντας ένα καβαλίκεμα το μήνα» (σ. 25). Η Χιμένα Ορτίς έφερε κοντά στον γάμο έναν άνθρωπο που «με τις πουτάνες δεν [τ]ου έμεινε χρόνος για να παντρευτ[εί]» (σ. 64)· την αρραβωνιάστηκε, κατόπιν όμως την άφησε δειλιασμένος και την έχασε για χρόνια ώσπου τη συνάντησε ξανά σε μεγάλη ηλικία, όμως αυτή (έκανε πως) δεν τον αναγνώρισε (σ. 167-169). Η Κασίλδα Αρμέντα ήταν «ένας παλιός έρωτας των τρεις με πέντε που [τον] είχε ανεχτεί ως τακτικό πελάτη από τότε που ήταν αγέρωχη έφηβη» (σ. 154), και η Καστορίνα βασίλισσα ενός «σπιτιού»: η πρώτη που τον έριξε στο κρεβάτι, παιδί ακόμα. Αναφέρονται, επίσης, η Ντίβα Σαχιμπί, που διαβάζει τις γραμμές των χεριών, και η, δεκαεξαετής και άνευ επαγγέλματος, τραυματισμένη ποδηλάτισσα Ροζάλμπα Ρίος. Οι άντρες τώρα που κατονομάζονται (ή σχεδόν) είναι οι εξής: ο διευθυντής Μάρκο Τούλιο ο τρίτος, ο Μάρκος Πέρες, «η φωνή που ακουγόταν περισσότερο στο ραδιόφωνο από νωρίς το πρωί» (σ.107), ο καθηγητής Καμάτσο ι Κάνο, ο δολοφονημένος Χ.Μ.Μ., ο δημόσιος λογοκριτής δον Χερόνιμο Ορτέγα (ο Αποτρόπαιος Άνθρωπος των Εννιά), και ο τελευταίος μόνιμος γκόμενος της Καστορίνας, ο Ιωνάς ο βαρκάρης. Στους περισσότερος όμως δεν αφιερώνονται παρά λίγες λέξεις. Μοναδική ισχυρή αντρική παρουσία στη νουβέλα είναι ο αφηγητής.

Πουτάνες. Θλιμμένες;


Με αφορμή τα ονόματά τους, γνωρίσαμε παραπάνω τις πουτάνες του βιβλίου (putas· λέγονται επίσης «γυναίκες ελευθερίων ηθών» [σ. 23, mujeres libres], «πεταλουδίτσες της νύχτας» [σ. 29, pajaritas de la noche], «πουτανίτσες» [σ. 35, putitas], ενώ άπαξ χρησιμοποιείται και η λέξη τσούλα [σ. 58, guaricha]). Πιθανό ερώτημα: Η ωραία, καθαρή, καλοαναθρεμμένη, μελαχρινή, δροσερή και με μελένιο δέρμα «Ντελγαδίνα», το δυνατό σημείο της οποίας είναι «τα μεγάλα πόδια της, πλασμένα για φευγαλέα βήματα, με μακριά κι ευαίσθητα δάχτυλα, σαν άλλα χέρια» (σ. 40 και 43), συγκαταλέγεται σε αυτές; Για να απαντήσουμε, χρειάζεται να λάβουμε υπόψιν, συν τοις άλλοις, τα δύο παρακάτω περιστατικά. Κάποια στιγμή τα ίχνη της μικρής χάθηκαν και αυτό προκάλεσε τρομερή αναστάτωση στον αφηγητή. Όταν την ξαναβρήκε, μετά από ένα διάστημα, και του φάνηκε διαφορετική και μεγαλωμένη, στη σκέψη και μόνο πως στο ενδιάμεσο είχε δοθεί σε κάποιον άλλο, την αποκάλεσε με πάθος «πουτάνα», και ύστερα «πουτάνες» αυτή και τη Ρόζα Καμπάρκας, σπάζοντας στο μεταξύ κάθε εύθραυστο αντικείμενο του δωματίου (σ. 144-149). Αργότερα, όταν η Ρόζα Καμπάρκας τον πληροφόρησε πως η μικρή βρήκε κάποια ικανοποιητική δουλειά (καλύτερη από το ράψιμο των κουμπιών), της αποκρίθηκε αφοπλιστικά: «Μόνο πουτάνα μπορεί να έγινε» (σ. 161)· δεν ήταν βέβαια αυτή η δουλειά της μικρής, ούτε ο αφηγητής τη θεωρούσε όντως πουτάνα. Είναι δύσκολο να αποδεχτούμε πως μιλώντας για πουτάνες εννοεί ένα σύνολο γυναικών στο οποίο ανήκει και η «Ντελγαδίνα»· αυτό θα συνεπαγόταν μια εξίσωση που ο έρωτας δεν θα επέτρεπε. Ασφαλές είναι, από την άλλη, να θεωρήσουμε πουτάνες όλες αυτές με τις οποίες συνευρέθηκε ο αφηγητής στη ζωή του –διαφυλάσσουμε έτσι τη θέση της μικρής. Για ποιο λόγο όμως είναι θλιμμένες; Είναι, πρώτα απ’ όλα, θλιμμένες; Βρίσκω πολύ ενδιαφέρον το γεγονός πως ο συγκεκριμένος χαρακτηρισμός (θλιμμένος-triste) δεν μοιάζει, στην πραγματικότητα, να αφορά καμιά γυναίκα του βιβλίου. Αντίθετα, τις περισσότερες φορές δεν προσδιορίζει άλλον από τον αφηγητή· τρεις φορές τον αποκαλεί έτσι η Ρόζα Καμπάρκας (σ. 12, 160, 179). Θλιμμένος, μέσα στη μοναξιά του, είναι λοιπόν ο αφηγητής, και ακόμα περισσότερο θλιμμένες είναι οι δυστυχίες της παραστρατημένης ζωής του. Αυτές (οι δυστυχίες-las miserias) είναι οι πραγματικές πουτάνες της ζωής του.

Ζωή, θάνατος, έρωτας, και πάλι ζωή


Memoria de mis putas tristes-Αφίσα
Memoria de mis putas tristes-Αφίσα

 

Στο μεταίχμιο ζωής και θανάτου, ο αφηγητής ανακαλύπτει τον έρωτα και κερδίζει (μια) επιπλέον ζωή, όπως ο πολύ γερασμένος γάτος που του χάρισαν στα γενέθλιά του (ένα είδος alter ego;), που έφτασε μέχρι το χείλος της ευθανασίας όχι απλώς για να πάρει παράταση, αλλά για να κερδίσει την προσωπική του ανάσταση, χάρη στην έγνοια του φίλου του. Ο Μάρκες γράφει για τον έρωτα («Ανακάλυψα, τελικά, πως ο έρωτας δεν είναι μια ψυχική κατάσταση, αλλά ένα ζώδιο στο ζωδιακό κύκλο», σ. 104), τον θάνατο (ο αφηγητής λέει στον γιατρό που τον εξετάζει «Το μόνο σίγουρο είναι ο θάνατος» και εκείνος του απαντά: «Ναι, […] αλλά δεν είναι εύκολο να φτάσετε εκεί στην τόσο καλή κατάσταση στην οποία βρίσκεστε. Στ’ αλήθεια λυπάμαι που δεν μπορώ να σας ευχαριστήσω», σ. 176), και φυσικά για τη ζωή: «όταν ξύπνησα ζωντανός το πρώτο πρωινό των ενενήντα χρόνων μου στο ευτυχισμένο κρεβάτι της Ντελγαδίνα, μου πέρασε από το μυαλό η απολαυστική σκέψη πως η ζωή δεν είναι κάτι που περνάει σαν το ορμητικό ποτάμι του Ηράκλειτου, αλλά μια μοναδική ευκαιρία να γυρίσουμε πάνω στη σχάρα και να συνεχίσουμε να ψηνόμαστε από την άλλη πλευρά για άλλα ενενήντα χρόνια» (σ. 170). Στις σελίδες του βιβλίου του υπάρχει διάχυτη μια αίσθηση μυστηρίου και θαύματος (μολονότι εμφανώς σε μικρότερο βαθμό συγκριτικά με τα προηγούμενα έργα του): Ενώ ο αφηγητής κοιμάται, κάποιος γράφει στον καθρέφτη «Ο τίγρης δεν τρώει μακριά από τη φωλιά του» (σ. 91). Καθώς η «Ντελγαδίνα» δεν ξέρει γραφή και ανάγνωση, ο ίδιος το εκλαμβάνει ως δώρο του διαβόλου και η Ρόζα Καμπάρκας λέει πως «[μ]πορεί να ήταν κανένας που πέθανε στο δωμάτιο» (σ. 109). Ενώ η «Ντελγαδίνα» κοιμάται, κάποιος την κυριεύει: «Η φωνή της [στον ύπνο της] είχε μια λαϊκή χροιά, σαν να μην ήταν δική της, αλλά κάποιου ξένου που βρισκόταν μέσα της» (σ. 123)· απλή μεταφορά θα πει κανείς. Υπάρχουν όμως τέτοιες στον κόσμο του μαέστρου του μαγικού ρεαλισμού; Τέλος, ο δάσκαλος παύει να νιώθει μόνος στο σπίτι: «Η μοναδική εξήγηση ήταν ότι, όπως τα πραγματικά γεγονότα ξεχνιούνται, έτσι και μερικά που δεν έγιναν ποτέ μπορεί να βρίσκονται στις αναμνήσεις σαν να είχαν συμβεί. Γιατί, όταν θυμόμουν την αναστάτωση της καταιγίδας, δεν έβλεπα τον εαυτό μου μόνο στο σπίτι παρά πάντα με τη συντροφιά της Ντελγαδίνα» (σ. 95). Παραίσθηση; Όχι. «[Έ]να ακόμα θαύμα του πρώτου έρωτα της ζωής [τ]ου» (σ. 97).

Μικρή μου, είμαστε μόνοι στον κόσμο


Στοτελευταίο του βιβλίο, ο Μάρκες μας ταξιδεύει σε οίκους ανοχής και παλιά ξενοδοχεία εφήμερου έρωτα. Από πάνω μας περνάν απειλητικές σκιές θανάτου, αλλά στο βάθος περιμένει πάντα η ζωή. Καθώς περιπλανόμαστε στον κόσμο του, έχουμε την ευχέρεια να επιλέξουμε την αγαπημένη μας πουτάνα, να μπούμε ξανά και ξανά στα ίδια δωμάτια ή να δοκιμάσουμε να ανοίξουμε καινούργιες πόρτες, να δώσουμε τη δική μας ερμηνεία στα μηνύματα του καθρέφτη, και να αφήσουμε πίσω τα δικά μας μηνύματα για τους επόμενους επισκέπτες: «Σήμερα, ναι» ή «Οι γυναίκες είναι πουτάνες φόνισσες… Μαξ».

 Από τις φόνισσες στις θλιμμένες


Ένα διήγημα και μια νουβέλα με δυο άντρες και πολλές πουτάνες (γυναίκες, δυστυχίες, φόνισσες, θλιμμένες): Μια κοινή απειλή, ένας θάνατος που συνεχώς αναβάλλεται. Εξήγησα εξ αρχής πως δεν σκοπεύω να χτίσω μια σχέση ανάμεσα στα δύο έργα, ούτε θα προβώ σε μια αναλυτική σύγκρισή τους. Υπάρχουν σαφείς διαφορές μεταξύ τους. Κλείνοντας κανείς το βιβλίο του Μάρκες μένει με μια ήρεμη αίσθηση, μπορεί κάλλιστα να το αφήσει δίπλα του και να αποκοιμηθεί. Στον ύπνο του μπορεί να ονειρευτεί τη «Ντελγαδίνα». Το διήγημα του Μπολάνιο αφήνει τον αναγνώστη αναστατωμένο και αναποφάσιστο: να συνεχίσει διαβάζοντας το επόμενο ή να γυρίσει πίσω στην αρχή του ίδιου; Οι διαφορές δεν σταματάν φυσικά εδώ, υπάρχουν ωστόσο και κοινά σημεία. Το ζήτημα του χρόνου τίθεται με ιδιαίτερο τρόπο σε αμφότερα τα κείμενα. Η δεύτερη, άλλη διάσταση του διηγήματος του Μπολάνιο αντιστοιχεί, κατά κάποιον τρόπο, στο στοιχείο μυστηρίου (και στο θαύμα) της νουβέλας του Μάρκες. Η ακινησία και η πλήρης σιωπή του δεμένου «Μαξ» έχει κάποια αναλογία με τη νάρκωση και τον βαθύ ύπνο της «Ντελγαδίνα». Τα ψεύτικα αυτά ονόματα που αυθαίρετα έδωσαν οι δύο αφηγητές στους «εραστές» τους, για να το θέσω σε ένα πολύ γενικό πλαίσιο έτσι, αποτελούν μάλλον τον κεντρικό κοινό άξονα των δύο κειμένων: Δίνουμε ένα δικό μας όνομα  σε κάποιον όταν δεν θέλουμε να δεθούμε μαζί του, τον κάνουμε να μοιάζει με κάτι άλλο από αυτό που είναι, βλέπουμε σ’ αυτόν ό,τι θέλουμε εμείς να δούμε, ό,τι έχουμε ανάγκη, ακόμα και αν η ανάγκη μας είναι να βρούμε το τέλειο θύμα. Δίνουμε ψεύτικο όνομα όταν φοβόμαστε το αληθινό ή όταν θέλουμε να ξαναζωντανέψουμε κάτι παλιό, όταν θέλουμε να φέρουμε κάτι στα μέτρα μας ή/και στην κατοχή μας.

Διαβάζοντας προσεκτικά τα δυο βιβλία μπορεί να εντοπίσει κανείς και πιο λεπτομερείς ομοιότητες. Μια από αυτές είναι η παρουσία και ο ρόλος των πινάκων ζωγραφικής στα δύο έργα, κάτι πολύ ενδιαφέρον που απλώς θίγω εδώ δίνοντας δυο χαρακτηριστικά αποσπάσματα, το πρώτο από τον Μπολάνιο, το επόμενο απ’ τον Μάρκες: «Σου αρέσει το σπίτι μου. Σου αρέσουν οι πίνακές μου. Με ρωτάς για τις μορφές που απεικονίζονται σ’ αυτούς. Ο πρίγκιπας και η πριγκίπισσα, σου απαντώ. Μοιάζουν με τους Καθολικούς βασιλιάδες, λες. Ναι, κάποτε και μένα μου πέρασε αυτή η ιδέα από το μυαλό» (σ. 163-164), «Υπάρχει ένας πίνακας στον απέναντι τοίχο […]. Θα το αφήσω εδώ, για να είναι το πρώτο πράγμα που θα δεις όταν ξυπνήσεις» (σ. 100-101). Μένοντας στις λεπτομέρειες για λίγο ακόμα, επισημαίνω την παρουσία του Πάμπλο Νερούδα στη νουβέλα του Μάρκες «έγραψα ένα άρθρο την Κυριακή μ’ έναν τίτλο δανεισμένο από τον Νερούδα. “Είναι η γάτα ένας μικρός τίγρης του σαλονιού;”» (σ. 125). Ο χιλιανός ποιητής δεν αναφέρεται στις «Πουτάνες φόνισσες», αξίζει όμως να κοιτάξει κανείς πόσες φορές μνημονεύεται στο δωδέκατο διήγημα του ομώνυμου βιβλίου «Λίστα χορού» (“Carnet de baile”): «Το ομολογώ: Δεν μπορώ να διαβάσω τα απομνημονεύματα του Νερούδα χωρίς να νιώσω άσχημα, χάλια. Τι συσσώρευση αντιφάσεων. Πόσες προσπάθειες να κρύψει και να ωραιοποιήσει το γεγονός πως το πρόσωπό του είναι παραμορφωμένο. Τι έλλειψη γενναιοδωρίας και πόσο λίγη αίσθηση του χιούμορ» (σ. 294), «Ερωτήσεις πριν κοιμηθώ: Γιατί του Νερούδα δεν του άρεσε ο Κάφκα; Γιατί του Νερούδα δεν του άρεσε ο Ρίλκε; Γιατί του Νερούδα δεν του άρεσε ο Ντε Ρόκα;» (σ. 296· βλ. και σ. 285, 286, 288, 289, 291, 295, 297).

Από τη βίαιη περιπλάνηση σε έναν κόσμο πάθους που προσφέρει ο Μπολάνιο, στη γαλήνη στην οποία καταλήγει μετά από πολύ ερωτική αναζήτηση ο Μάρκες, ο δρόμος είναι μακρύς. Μπορεί να βάλει όμως κανείς σημάδια, στον πίνακα με τους πρίγκιπες ίσως ή στους καθρέφτες του «σπιτιού» της Ρόζα Καμπάρκας, και να μην χαθεί ποτέ.

Memoria de mis putas tristes (trailer)


 

 

 

Προηγούμενο άρθροΤο «Παλληκάρι-Ο Λούης Τίκας και η Σφαγή του Λάντλοου»
Επόμενο άρθροΈνα ταξίδι φαντασίας με «Το Αγόρι» στον «Κόσμο»