Το Ωδείο Αθηνών, είναι ένα εμβληματικό κτίριο, στο κέντρο της Αθήνας, στην «γωνιά» που σχηματίζουν οι λεωφόροι Βασιλέως Γεωργίου Β’, Βασιλέως Κωνσταντίνου και η οδός Ρηγίλλης. Σχεδιάζεται απο τον αρχιτέκτονα Ιωάννη Δεσποτόπουλο το 1959, και κτίζεται περίπου μια δεκαετία αργότερα. Εντάσσεται στην εκτενή μελέτη του ίδιου, στα πλαίσια του διαγωνισμού για το Πνευματικό Κέντρο Αθηνών, της Υπηρεσίας Οικισμού του Υπουργείου Δημοσίων Έργων.

Ωδείο Αθηνών: 'Oψη από τον νότο, τριγωνικός κήπος, στο βάθος ο λόφος Λυκαβηττού
Ωδείο Αθηνών: ‘Oψη από τον νότο, τριγωνικός κήπος, στο βάθος ο λόφος Λυκαβηττού.
Το Ωδείο Αθηνών ως τμήμα πρότασης του Δεσποτόπουλου για το Πνευματικό Κέντρο Αθηνών

Ο διαγωνισμός για το ΠΚΑ απέβλεπε στον σχεδιασμό ενός πυρήνα πολιτιστικών δραστηριοτήτων σε ένα κεντρικό σημείο της πόλης (συγκεκριμένα, στο πεδίο που περικλύεται απο τις λεωφόρους Βας. Γεωργίου Β’, Βας. Σοφίας, Βας. Κωνσταντίνου και από τις οδούς Ρηγίλλης και Ριζάρη). Ένας τέτοιου είδους δημόσιος χώρος ήταν πρωτοφανής για την αθηναϊκή πρωτεύουσα. Η πρόταση του Δεσποτόπουλου περιελάμβανε: Κρατικό Θέατρο, Κτίριο Συναυλιών, Χοροδράματος και Συνεδρίων, Υπαίθριο Θέατρο, Βιβλιοθήκη, Κρατική Ακαδημία Μουσικής ( Ωδείο Αθηνών), Πλατεία, Μουσειακό Συγκρότημα, Μουσείο Πινακοθήκη, Κτίριο Επιστημονικών Οργανισμών, Κτίριο Μορφωτικών Οργανώσεων, Αίθουσα Εκθέσεων και λοιπούς βοηθητικούς χώρους.

Το Ωδείο Αθηνών είναι το μόνο υλοποιημένο τμήμα του συγκροτήματος. Κτίστηκε περίπου το 1970 στην θέση όπου είχε σχεδιαστεί. Το κτίριο αυτό παίζει έναν πολύ διακρητικό αλλά δυναμικό ρόλο στην σύνθεση του ΠΚΑ. Είναι αυτό που «συγκρατεί» την  διάταξη του συνόλου, η οποία είναι σύμφωνη με την διέυθυνση της λεωφόρου Βας. Σοφίας,  ώντας παράλληλο σε αυτή.  Εξού και η λοξή του τοποθέτηση ως προς τις λεωφόρους Βας. Γεωργίου Β΄ και Βας. Κωνσταντίνου, οι οποίες δημιουργούν έναν τριγωνικό κήπο μπροστά του, στον νότο. Τίποτα όμως δεν είναι αντιληπτό, αφού στέκει μόνο του σε ένα τεράστιο πεδίο, στο οποίο έγιναν διάφορες προσθήκες και τοπιακές επεξεργασίες ανά τα χρόνια. Αξίζει όμως να τονιστεί η σημασία και η μοναδικότητα που έχει προσδώσει η τοποθέτησή του και μόνο, στον τρόπο με τον οποίο κανείς βιώνει το κτίριο αυτό.

Πνευματικό Κέντρο Αθηνών: Πρόταση Ιωάννη Δεσποτόπουλου,πρόπλασμα. Το Ωδείο Αθηνών συγκρατεί την σύνθεση.
Πνευματικό Κέντρο Αθηνών: Πρόταση Ιωάννη Δεσποτόπουλου,πρόπλασμα. Το Ωδείο Αθηνών συγκρατεί την σύνθεση.
Προσεγγίζοντας το Ωδείο Αθηνών

Ερχόμενος κάποιος είτε από την λεωφόρο Βας. Γεωργίου Β’ είτε από την Βας. Κωνσταντίνου, βρίσκεται σε μία θέση που του επιτρέπει να δεί το κτίριο σχεδόν σε όλο του το μήκος πίσω από τα δέντρα του κήπου. Επιτυγχάνεται, έτσι, μια αμφίσημη εντύπωση. Η θέαση ενός οικοδομήματος μήκους 130 μέτρων μπορεί να κάνει τον επισκέπτη να νιώσει άβολα, όταν όμως αυτή γίνεται προοπτικά και όχι κατα μέτωπο, το φέρνει πιό κοντά στα ανθρώπινα μέτρα, σε συνδιασμό και με τον κήπο μπροστά του. Θα ήταν τελείως διαφορετικά τα στάδια αντίληψης του χώρου εάν κάποιος εισερχόταν στην ισόγεια στοά του παράλληλα στον δρόμο, έχοντας όλο το μήκος της αξονικά μπροστά του. Το Ωδείο Αθηνών ασκεί γοητεία στην πόλη, ακόμα και αποσπασμένο από το σύνολο μέσα στο οποίο είχε δημιουργηθεί. Φτιάχνει, αντικατοπτρίζει και προωθεί μία σχέση κτιρίου-πόλης-κίνησης στο αθηναϊκό κέντρο. Σχέση που μοιάζει πάντα να αναζητάται, μοιάζει πάντα νέα.

Ωδείο Αθηνών: 'Οψη, σε πρώτο επίπεδο ο τριγωνικός κήπος. (photos by Μίνα Ψυχογιού)

Είναι ένα ορθογώνιο πρισματικό κτίριο, όπου ο κύριος όγκος στηρίζεται περιμετρικά πάνω σε μία ισόγεια στοά. Εκείνη περιβάλει έναν κλειστό χώρο στο κέντρο και δύο αίθρια, ένα εκ των οποίων είναι πλήρως φυτεμένο. Προχωρώντας λοιπόν πίο κοντά και διασχίζοντας τον κήπο, εισέρχεται κανείς στην στοά. Οι μεγάλες διαστάσεις της δεν την καθιστούν εκτός ανθρώπινης κλίμακας. Αντιθέτως, οι λευκές μαρμάρνινες φωτεινές επιφάνειές της και οι θέες του φυσικού τοπίου μέσα από αυτήν (το κτίριο περιβάλλεται κατά μεγάλο ποσοστό από πράσινο και σχετικά ψηλά δέντρα, που αφήνουν σε δεύτερο επίπεδο την πολύβουη πόλη) την καθιστούν έναν όμορφο χώρο, πέρα από μία απλή ζώνη κίνησης. Είναι λοιπόν η δεύτερη χωρική ενότητα του κτιρίου (πρώτη, ο κήπος), αυτή που θα παραλάβει και θα οδηγήσει τον επισκέπτη στον όροφο. Εκεί λαμβάνουν χώρα οι κυρίαρχες λειτουργίες ως Ωδείο Αθηνών. Μπορεί όμως κανείς και να μην ανέβει επάνω, όπως οι διάφοροι πιτσιρικάδες, performers και χορευτές του δρόμου οι οποίοι έχουν πλήρως οικειοποιηθεί τον χώρο της στοάς -κάτι τέτοιο επιβεβαιώνει την ευστοχία του ως δημόσιο κτίριο, αλληλέπιδρώντας κάθε στιγμή με την ζωή που εξελίσσεται. Θα έχει ήδη δεχτεί πλούτο ερεθισμάτων και συναισθημάτων, προερχόμενα από την αλληλοδιείσδυσή της με την φύση, τον αέρα, το φως..

Ωδείο Αθηνών: Performer με κορίνες στην στοά. (photos by Μίνα Ψυχογιού)

Στο νότιο τμήμα της περιμετρικής στοάς (αυτό που βρίσκεται σε επαφή με τον τριγωνικό κήπο), δύο περίοπτες και σαφείς σκάλες από το ίδιο λευκό μάρμαρο, μοιάζουν να ρίχνονται σαν πύλες για να οδηγήσουν τον επισκέπτη από τον κόσμο του θορύβου στον κόσμο της μουσικής.. Ανεβαίνοντας, τα όρια μεταξύ της ημιυπαίθριας στοάς και του ορόφου παραμένουν ρευστά, προσφέροντας μια εμπειρία μετάβασης που αξίζει να βιωθεί.

 

 

 

 

 

 

Ωδείο Αθηνών: Σκάλα στην στοά. (photos by Μίνα Ψυχογιού)

 

Ωδείο Αθηνών: Σκάλα στην στοά. (photos by Μίνα Ψυχογιού)

Στο τέλος της σκάλας, γίνεται αντιληπτό πως κι εδώ, σχεδόν τα ίδια στοιχεία θα σκηνοθετήσουν τον χώρο. Διάδρομοι με σημεία άπλετου φυσικού φωτός οδηγούν στις αίθουσες διδασκαλίας που παρατίθενται περιμετρικά. Η εναλλαγή φωτεινού-σκοτεινού σε αυτούς λειτουργεί κάθε στιγμή καθοδηγητικά, απαλάσσοντας από την ασφυκτική αίσθηση του μεγάλου μήκους τους. Κατά τόπους απαντώνται χώροι στάσης-αναμονής, λουσμένοι στο φως είτε από τα περιμετρικά παράθυρα είτε από ανοίγματα στα αιθρία. Κάποιοι χώροι παίρνουν τον ήλιο απο φεγγίτες στις τριγωνικές απολήξεις της επίπεδης οροφής. Η ποικιλία υψών που προκύπτει, σηματοδοτεί λειτουργίες και προσδίδει νέες ποιότητες. Συνεχίζοντας το περπάτημα, οι δειλες νότες που ακούγονται μέσα από τις αίθουσες συμπληρώνουν και εξυψώνουν την όλη αίσθηση. Εδώ δεν βλέπεις μόνο το κτίριο, αλλά και το ακούς. Οι ήχοι αυτοί καταδεικνύουν την ζωή μέσα σε αυτό, τον λόγο δηλαδή και την αναγκαία συνθήκη ύπαρξης του.

 

Ωδείο Αθηνών: Ανάβαση στον όροφο. (photos by Μίνα Ψυχογιού)

Το Ωδείο Αθηνών ζει μέσα από τους ανθρώπους που περπατούν και δημιουργούν στην στοά του, που διασχίζουν τον κήπο του, που μαθαίνουν και διδάσκουν μουσική στις αίθουσες του. Παρά την εξωτερική του μνημειακότητα, καταφέρνει να είναι μοναδικά φιλόξενο για τον άνθρωπο. Μόνιμοι κάτοικοί του το φως και ο αέρας που ελεύθερα διαχέονται μέσα του. Με τα χρόνια το κτίριο έχει δημιουργήσει το δικό του νοητό μικροκλίμα, τον δικό του τόπο, θα λέγαμε, μέσα στην πόλη, απο τον οποίο δεν μπορεί να διασπαστεί. Παραμένει όμως σήμερα άγνωστο για πολλούς από τους βιαστικούς κατοίκους της Αθήνας.

Στην πραγματικότητα, το Ωδείο Αθηνών δεν ολοκληρώθηκε ποτέ,οι δύο υπόγειες στάθμες του χτίστηκαν στα στοιχειώδη και παραμένουν κλειδωμένες, σημερα, στο έλεος του χρόνου και της φθοράς του. Η απούσα κρατική μέριμνα έχει αφήσει σε υπολειτουργία διάφορα υπέργεια τμήματα, άλλα τα έχει παραμελήσει εντελώς (πχ. το ένα από τα δυο αιθρια έχει καταντήσει σκουπιδότοπος) και δεν έχει σε καμια περίπτωση αναδείξει το εμβληματικό αυτό έργο του Δεσποτόπουλου.

Ο Διαγωνισμός του ’59

Ο διαγωνισμός του 1959, ήταν ο πρώτος που έγινε ποτέ για το Πνευματικό Κέντρο Αθηνών. Μια παρθενική προσπάθεια για την δημιουργία ενός τέτοιου είδους χώρου-πυρήνα στο κέντρο της πόλης. Όπως σημειώνει η Ελένη Φεσσά-Εμμανουήλ στο εκτεταμένο άρθρο της για το ΠΚΑ ( «Το Χρονικό του Πνευματικού Κέντρου της Αθήνας», Θέματα Χώρου + Τεχνών,1981), ο διαγωνισμός είναι η έκφραση μιας έκδηλης κοινωνικά και πολιτικά αγωνίας για έναν εξωραϊσμό στα πρότυπα του μοντέρνου σε πρώτο επίπεδο, και κατ’επέκταση του κυρίαρχου μοντέλου της δυτικοευρωπαϊκής πρωτεύουσας. Συνεχίζει τονίζοντας τις δύο κυρίαρχες αιτίες της αποτυχίας εφραρμογής του μοντέλου αυτού στην Αθήνα:«δύο χρόνια προβλήματα της δημόσιας αρχιτεκτονικής και πολεοδομίας στον τόπο μας: την έλλειψη ενός ντόπιου δημιουργικού διαλόγου και την παντοδύναμη παρουσία της γραφειοκρατικής χοάνης».

Η μελέτη του Δεσποτόπουλου

Με την πρότασή του ο Δεσποτόπουλος, τοποθετείται τόσο αρχιτεκτονικά όσο και πολεοδομικά. Ασχολείται με την μελέτη αυτή στο τέλος περίπου μιας περιόδου κατά την οποία σχεδίασε Πνευματικά Κέντρα σε πόλεις –λιγότερων βέβαια κατοίκων- στην Σουηδία, όπου έμενε και δούλευε κατά την περίοδο 1947-1961. Στο αρχείο του βρέθηκαν περίπου 2.500 σχέδια  για το ΠΚΑ στα οποία παρατηρείται πως τα κτίρια-μονάδες βρίσκουν σύντομα την μορφή τους. Όμως, δουλεύονται ξανά και ξανά διαφορετικές περιπτώσεις διατάξεών τους μέσα στο πεδίο. Κατά την εικοσάχρονη αυτή διαδικασία, ο αρχιτέκτονας αλλάζει απόψεις για την διατήρηση ή όχι του Βυζαντινού και Χριστιανικού Μουσείου που ήταν ήδη κτισμένο στο οικόπεδο. Η μετακίνηση του, που προτάθηκε σε κάποια φάση της επεξεργασίας του θέματος, συνάντησε έντονες αντιδράσεις, σε μία εποχή επαναπροσδιορισμού της σημασίας των νεοκλασσικών κτιρίων στην Αθήνα.

Μοιάζει λοιπόν, να καταπιάνεται αρκετά με τον πολεοδομικό χαρακτήρα της μελέτης του, και κατα συνέπεια με την ίδια την αθηναϊκή πόλη. Ο ίδιος την έιχει χαρακτηρίσει ένα χρόνο πριν την προκύρηξη του διαγωνισμού (σε επιστολές του στον Νίκο Κιτσίκη) ως «χαώδη ανασχηματισμό», «αποθήκη ανθρώπων», και ως αιτία παραθέτει την «τέλεια άγνοια πολεοδομίας (…) από τους εκάστοτε και πάντοτε αρμόδιους». Προσπαθεί με τις αλλεπάλληλες διαφορετικές διατάξεις να φανταστεί έναν νέο τρόπο βίωσης της κοινωνικής και πολιτιστικής ζωής μέσα σε αυτόν τον ιδιαίτερο δημόσιο χώρο-πόλο. Στο κείμενό του για το ΠΚΑ ( «Το Πνευματικό Κέντρο της Αθήνας», Νέες Μορφές, Ιαν-Φεβ 1962) τονίζει πως «η σύγχρονη πολεοδομία ξανασυνθέτει τα κέντρα των πόλεων ως σύμβολα της έντασης της κοινωνικής ζωής». Δεν ενδιαφερεται τόσο για την σχέση του έργου του με την πόλη, όσο για την ζωή που θα λάμβανε χώρα μέσα σε αυτό, στο ίδιο κείμενο: «κατά την συνθετική εξέταση του θέματος επιδιώχτηκε η δημιουργία εσωτερικού περιβάλλοντος του συγκρότηματος και όχι μόνο εξωτερικού, με τις προσόψεις στραμμένες κατά παράταξη προς την λεωφόρο Κηφισίας (σημερινή Βας. Σοφίας). Η σύνθεση έχει κυρίως εσωτερική όψη».

Αρχιτεκτονικά, η πρόταση χαρακτηρίζεται από έντονη πλαστικότητα και παιχνίδια όγκων βασικών γεωμετρικών σχημάτων. Ιδιαίτερα τολμηρή είναι η στατική επίλυση ορισμένων τμημάτων πχ. Κτίριο Συναυλιών και Χοροδράματος. Οι κινήσεις ανάμεσα στις κτιριακές μονάδες είναι ελεύθερες, κατά κύριο λόγο υπαίθριες ή ημιυπαίθριες. Το συγκρότημα στο σύνολό του χαρακτηρίζεται από καθαρότητα τόσο σε επίπεδο χαράξεων όσο και σε μορφολογικό επίπεδο.

 

 Ωδείο Αθηνών: Σχέδιο όψης ως μέρος του Πνευματικού Κέντρου

Το Ωδείο Αθηνών, έχει από πολλούς γίνει αποδεκτό πως συνδιάζει με δεξιοτεχνικό τρόπο το κλασσικό και το μοντέρνο, δύο ρεύματα που απασχόλησαν τόσο την Ελλάδα όσο και την Ευρώπη. Καθαρές γραμμές και επιφάνειες, έντονη γεωμετρία, προσεκτικά μελετημένες αναλογίες και ρυθμοι. Ταυτόχρονα όμως, έχει κατηγορηθεί για εφαρμογή σκληρών κανόνων Bauhaus (απλούστευση όγκων, απουσία εξπρεσσιονιστικών στοιχείων, καθαρότητα στα όρια του ψυχρου), καθώς και για παραγκωνισμό της λειτουργικότητας στον βωμό ορισμένων μορφολογικών θεσφάτων. Λίγοι όμως θα αμφισβητήσουν  τελικά το Ωδείου 45 χρόνια μετά την ανέγερσή του. Ένα κτίριο σύμβολο, του οποίου οι χώροι γοητεύουν και ηρεμούν. Και πάντα στο βάθος οι πρώτες προσπάθειες των μικρών και μεγάλων μουσικών..

Λίγα λόγια για τον Ιωάννη Δεσποτόπουλο

Ιωάννης Δεσποτόπουλος: αρχιτέκτονας του κτιρίου Ωδείο Αθηνών

Ο Ιωάννης Δεσποτόπουλος (1903-1992) ήταν αρχιτέκτονας, καθηγητής, θεωρητικός και εικαστικός. Μαθητεύει στο Bauhaus Βαϊμάρης. Την δεκαετία του ’30 ασχολείται κυρίως με νοσοκομειακά συγκροτήματα. Διδάσκει στην σχολή Αρχιτεκτόνων του ΕΜΠ κατά την περίοδο 1943-1946, οπότε και απομακρύνεται για πολιτικούς λόγους. Την ακόλουθη περίοδο 1947-1961 διδάσκει και και δουλεύει ως αρχιτέκτονας σε δίαφορες πόλεις της Σουηδίας. Ασχολείται τόσο με νοσοκομειακά όσο και με κοινωνικοπολιτιστικά κέντρα στην Σουηδία και την Ελλάδα. Το ’61 επιστρέφει και επανεκλέγεται καθηγητής στην σχολή Αρχιτεκτόνων ως το 1960. Σημαντικό είναι το θεωρητικότου έργο Η ιδεολογική δομή των πόλεων. Ο Δεσποτόπουλος ταξινομεί σχολαστικά το αρχιτεκτονικότου έργο αλλά δεν το δημοσιεύει. Σήμερα, βρίσκεται στα Αρχεία Νεοελληνικής Αρχιτεκτονικής του Μουσείου Μπενάκη και περιλαμβάνει γύρω στα 15.000 αρχιτεκτονικά σχέδια, εικαστικό έργο και πλήθος σημειώσεων και κειμένων. Είναι από τους αρχιτέκτονες που παρά την συμβολή τους σε ευρωπαϊκό επίπεδο, έχουν μελετηθεί ελάχιστα.

Κάποιες παραπάνω φωτογραφίες του Ωδείου Αθηνών, τραβηγμένες ένα απόγευμα του Φεβρουαρίου. Αν και καμία εικόνα δεν συγκρίνεται με με μια επίσκεψη…

 

Ωδείο Αθηνών: Νότιο τμήμα στοάς, είσοδος. (photos by Μίνα Ψυχογιού)

 

Ωδείο Αθηνών: χώροι στάσης στον όροφο. (photos by Μίνα Ψυχογιού)

 

Ωδείο Αθηνών: χώροι στάσης στον όροφο. (photos by Μίνα Ψυχογιού)

 

Ωδείο Αθηνών: Διάδρομος στον όροφο. (photos by Μίνα Ψυχογιού)

 

Ωδείο Αθηνών: Κύριος χώρος εισόδου-αναμονής στον όροφο, θέα προς το αίθριο. (photos by Μίνα Ψυχογιού)

 

Το Ωδείο Αθηνών από την οδό Ρηγίλλης, σε πρώτοε πίπεδο ο χώρος ανασκαφών του Λυκείου του Αριστοτέλη. (photos by Μίνα Ψυχογιού)

Πληροφορίες:

Διεύθυνση: Ρηγίλλης & Βας. Γεωργίου Β΄ 17-19, Αθήνα, 106 75  (στάση μετρό Ευαγγελισμός)

Ηλ. Διεύθυνση: info@athensconservatoire.gr

Πληροφορίες: 210 – 72 40 673 (καθημερινές 11πμ – 7μμ)

Επίσημος ιστότοπος Ωδείου Αθηνών 

 

 

Βιβλιογραφία

Βιβλίο: Ιωάννης Δεσποτόπουλος-Ωδείο Αθηνών, Μουσείο Μπενάκη ISBN: 978-618-81686-0-2

Άρθρα:

Ελένη Φεσσά-Εμμανουήλ, «Το Χρονικό του Πνευματικού Κέντρου της Αθήνας», Θέματα Χώρου + Τεχνών,1981

Ιωάννης Δεσποτόπουλος, «Το Πνευματικό Κέντρο της Αθήνας», Νέες Μορφές, Ιαν-Φεβ 1962

Τηλέμαχος Ανδριανόπουλος, «In situ ωδή», ιστότοπος archisearch.gr

 

 

Προηγούμενο άρθροΦελίξ και Μέιρα – Μια μοναδική ματιά στην αγάπη!
Επόμενο άρθροΚαλό ταξίδι στην μοντέζ Γιάννα Σπυροπούλου