Ο διευρυμένος κινηματογράφος (expanded cinema) ερευνά τα όρια της κινηματογραφικής διαδικασίας στο σύνολό της. Βασική παράμετρος σε αυτήν την περίπτωση είναι η στάση των θεατών, οι οποίοι αποκτούν ενεργό συμμετοχή, μέσω πλήθους διαφορετικών δράσεων. Ο επαναπροσδιορισμός του κοινού με το μέσον είναι το στοιχείο εκείνο που σκιαγραφεί το διευρυμένο κινηματογράφο, με ενδεχόμενη τη χρήση και άλλων (οπτικών) τεχνών-μέσων, ή ακόμα και αισθήσεων, πέραν προφανώς της ακοής και της όρασης. Η παραλληλόγραμμη, δισδιάστατη οθόνη αναιρείται, ομοίως και η ίδια η κινηματογραφική αίθουσα, τόσο συμβολικά, όσο και αρχιτεκτονικά.
Σύμφωνα δε με τον Eisenstein, έναν από τους σημαντικότερους δασκάλους της τέχνης του κινηματογράφου, η ίδια η αρχιτεκτονική συνδέεται άμεσα με το σινεμά (με διαφορετικό τρόπο βέβαια απ’ ότι συνδέεται με το θέατρο).
Ο ίδιος διακρίνει δύο περιπτώσεις χωρικής αντίληψης: Την “κινηματογραφική”, όπου ο θεατής, ακίνητος παρακολουθεί μία φανταστική ακολουθία στιγμών και χώρων, όπου διαφορετικού τύπου εντυπώσεις τον κυριεύουν και την “αρχιτεκτονική”, όπου ο θεατής κινείται μεταξύ μίας σειράς προσεκτικά συντεθειμένων συνθηκών που προσλαμβάνει. Η σχέση της αρχιτεκτονικής με τον κινηματογράφο είναι μία σχέση μεταξύ δυο εκφραστικών συστημάτων, που αναφέρονται σε ένα κοινό πεδίο: Στο χώρο.

Τι γίνεται όμως αν ο κινηματογράφος “κλέψει” από την αρχιτεκτονική την ανάπτυξη στις τρεις διαστάσεις; Αν κινηματογραφική πράξη και αρχιτεκτονική συνδυαστούν; Αν ο περιβάλλων χώρος αποκτήσει ξεχωριστή σημασία, ή αν οι θεατές απλά πάψουν να είναι ακίνητοι;

Προς μία νέα χωρική αντίληψη


Ο θεατής του κινηματογράφου είναι εξοικειωμένος με τα στοιχεία που απαρτίζουν την κινηματογραφική αίθουσα: Σειρές διατεταγμένων καθισμάτων, ορθογώνια οθόνη, σκοτάδι, ακουστική μόνωση. Στο πέρασμα ωστόσο της κινηματογραφίας, διακρίνεται μια τάση αποδέσμευσης του φιλμικού γεγονότος από το κέλυφος της αίθουσας. Αμφισβήτηση, που προκύπτει αφενός από την ανάγκη μιας νέας μηχανικής του χώρου, μιας ανακατανομής των στοιχείων της αίθουσας και αφετέρου, από τη δημιουργική ανάγκη διεύρυνσης κι απελευθέρωσης της κινηματογραφικής εμπειρίας. Από την απαρχή του, ο κινηματογράφος εμποτίζεται με τις δομικές παραμέτρους της θεατρικής τέχνης και τον αρχιτεκτονικό τύπο διαρρύθμισης της θεατρικής αίθουσας: Μορφική βάση για τον κινηματογράφο όμως, θα μπορούσε να είναι η ζωγραφική, η γλυπτική ή η μουσική.

Δρώμενο βασισμένο στις αρχές του expanded cinema και της μίξης των μέσωνΟι περισσότερες προσπάθειες ανάπτυξης του κινηματογράφου έχουν ακολουθήσει το μοντέλο που στηρίζεται στις αρχές της αρχιτεκτονικής, του θεάτρου και του μυθιστορήματος. Αυτή η κυριαρχία εξελίχθηκε σε κανόνα που επεβλήθη πλατιά. Για το ευρύ κοινό δεν υπάρχει εναλλακτική λύση. Ήδη όμως, από τις αρχές της δεκαετίας του ’30 συζητιέται η απελευθέρωση του κινηματογράφου από την καθιερωμένη διάταξη, δεδομένου ότι το ορθογώνιο της οθόνης δεν είναι τελικά παρά το ορθογώνιο του καβαλέτου στη ζωγραφική. Πόσο μάλλον, όταν ο κινηματογράφος θα μπορούσε να αναπτυχθεί κυκλικά, συγκλίνοντας στη φυσική ροή του φωτός: Στέλνοντας μια φωτεινή δέσμη μέσα από ένα τετράγωνο, κύκλο ή τρίγωνο, το αποτέλεσμα δίνει πάντοτε μια κυκλική εικόνα. Δεν πρέπει ασφαλώς να ξεχνούμε το γεγονός, ότι η ίδια η προϊστορία του κινηματογράφου μαρτυρά την κυκλικότητα των πρώτων οπτικών κατασκευών, όπως ο “μαγικός φανός”, ή το “θαυματοτρόπιο”.

Στο Line Describing a Cone (1973) του Anthony McCall, διαγράφεται αργά η περίμετρος ενός κύκλου στην οθόνη, με αποτέλεσμα τη σταδιακή δημιουργία ενός τρισδιάστατου φωτεινού κώνου στο χώρο, με βάση τον κύκλο και κορυφή το φακό της μηχανής προβολής. Ο φωτεινός κώνος ορίζει το χώρο στον οποίο πρέπει να περιπλανηθεί ο θεατής, ακόμη και να σταθεί με την πλάτη γυρισμένη στην οθόνη, εστιάζοντας στην κωνική ανάπτυξη της φωτεινής δέσμης, προκειμένου να βιώσει το κινηματογραφικό γεγονός στην ακεραιότητά του. Στην περίπτωση αυτή, ο χώρος που δημιουργεί η ταινία ταυτίζεται με το χώρο θέασης της ίδιας της ταινίας. Άλλοι πάλι κινηματογραφιστές εγκαταλείπουν την οθόνη και την κινηματογραφική αίθουσα και μέσα από τις καινοτομίες τους οδηγούν τα έργα τους αναπόφευκτα εκτός αυτής.

Προηγούμενο άρθρο«Μετέωρο πάθος», της Μαργκερίτ Ντυράς
Επόμενο άρθροΟ Χώρος στο Διευρυμένο Κινηματογράφο (Μέρος Β’)