Β’ Γυναίκα: «Στο σκοτεινό δωμάτιο ήσυχη η αναπνοή του καθρέφτη ανεπηρέαστη απ’ την έξω συμπαγή συνωμοσία του φεγγαριού και των δέντρων» (Γιάννης Ρίτσος, ‘Εντευκτήριο’).

Ο πάντα επίκαιρος Γιάννης Ρίτσος λειτούργησε και ως εν δυνάμει θεατρικός συγγραφέας. Σε αρκετές ποιητικές του συνθέσεις, η θεατρική δομή και το θεατρικό ύφος συγκροτούν τον ποιητικό λόγο και το ποιητικό «μήνυμα».

 Ο Γιάννης Ρίτσος αναπλάθει τους αρχαίους μύθους, προσδίδοντας τους την «χωροχρονική» διάσταση του καιρού του, ενώ, την ίδια στιγμή, και μέσα από κάθε λέξη και πράξη, ποιεί «θεατρικότητα». Η θεμελιώδης  θεατρικότητα του Γιάννη Ρίτσου συνθέτει και συγκροτεί μία νέα ενεργητική αντίληψη περί ποιητικής τέχνης, εκεί όπου οι ίδιες οι αποκρυσταλλώσεις του αρχαίου δράματος απηχούν τις ποιητικές επισημάνσεις του Γιάννη Ρίτσου. Οι θεατρικοί ήρωες του Γιάννη Ρίτσου είναι «πολλαπλοί» και καίριοι, «σιωπηλοί» και ενεργητικοί, αναζητώντας όχι απλά την υπέρβαση των κανόνων που διέπουν την ζωή τους, αλλά την ποιητική λέξη και πράξη που θα δικαιώσει, εις το διηνεκές, αυτή την υπέρβαση.

Ο ποιητής «εργαλειοποιεί» με έναν αριστοτεχνικό τρόπο τις θεατρικές συνηχήσεις της ποίησης, λειτουργώντας ως ένα «αντηχείο» που επιδιώκει να συμπυκνώσει σε «ρέον» λόγο την τραγικότητα των περιστάσεων και του καιρού του. Κι αυτό ακριβώς είναι το σημαίνον του ποιητή: δεν προλέγει απλώς την τραγικότητα, δεν την μεταπλάθει σε άφθαρτο ηρωισμό, αλλά κύρια την «εγκιβωτίζει» μέσα στη ρέουσα αφήγηση και συνθήκη της ζωής, «μορφοποιώντας» την στη μορφή του ανθρώπου που, μέσα από τις αντιφάσεις του, προχωρά ακατάπαυστα μπροστά.

Στο σπουδαίο του ποίημα Ρωμιοσύνη, το τοπίο που αρχικά παραπέμπει στη «γυμνή» σιωπή και στις εικόνες της φύσης, λειτουργεί ως προείκασμα μίας θεατρικής σκηνής, πάνω στην οποία θα πρωταγωνιστήσουν οι «ζώντες» ηθοποιοί που, κινούμενοι, συμβάλλουν στην αλλαγή νοηματοδότησης του ίδιου του κοινωνικού και πολιτικού γίγνεσθαι. στη Ρωμιοσύνη ο  σκηνοθέτης-ποιητής δίνει «χώρο» και λόγο στους ηθοποιούς του, δίνει χώρο στη «σιωπηρή» κίνηση και στην αλληλουχία των εικόνων. Η θεατρικότητα της Ρωμιοσύνης έγκειται σε αυτό που είμαστε και σε αυτό που μπορούμε να γίνουμε. Με αυτόν τον τρόπο, το ήδη διαμορφωμένο παρόν δεν προοικονομεί το μέλλον και την μέλλουσα ανθρώπινη συνθήκη και πράξη.

«Αυτό το χώμα που είναι το δικό τους και δικό μας» αντλεί στέρεο υλικό από την θεμελιώδη «χαρτογράφηση» των ανθρώπινων χαρακτήρων, βασικό συστατικό των οποίων είναι η κίνηση προς τα εμπρός. Ο Γιάννης Ρίτσος προσδίδει βάθος στους αφανείς (και μη αφανείς) δρώντες, με τον τρόπο που ο μεγάλος William Shakespeare προσδίδει βάθος και εύρος στους θεατρικούς του χαρακτήρες και στην ίδια την τραγικότητα της ζωής. Ο Γιάννης Ρίτσος δεν συγκροτεί τους χαρακτήρες του ηρωικά, αλλά καθημερινά. Και είναι ακριβώς αυτή η καθημερινότητα τους που τους καθιστά ικανούς για την  δομική μεταβολή των κοινωνικών συνθηκών.

Η ίδια η ποίηση του είναι βαθιά «γειωμένη» μέσα στη γη, ήτοι μέσα στο πεδίο της κοινωνικής ολότητας. Αυτή  η βαθιά «γειωμένη»  ποίηση μας αποκαλύπτει πρωτίστως το ήθος και το ύφος του ποιητή. Ο ποιητής Γιάννης Ρίτσος δεν αναιρεί καθόλου τον θεατρικό Γιάννη Ρίτσο. Στο ποιητικό του πράττειν ενυπάρχει και ενσωματώνεται οργανικά και αρμονικά η θεατρική διάσταση της «χαρτογράφησης» των ανθρώπινων χαρακτήρων και των κοινωνικών συνθηκών.

Η θεατρική συνθήκη αντλεί καθημερινή έμπνευση από τις «ρηγματώσεις» της ζωής. Ο ηθοποιός, χρησιμοποιώντας ως βασικό ερμηνευτικό εργαλείο το σώμα του, διαμορφώνει στάσεις, νοήματα και αξίες. Δεν μιμείται απλώς, αλλά διευρύνει τους ορίζοντες του πεπερασμένου κόσμου. Με αυτόν τον τρόπο λειτουργεί και η άμεση ή και έμμεση θεατρικότητα της ποίησης του Γιάννη Ρίτσου. Διευρύνει τους ορίζοντες του πεπερασμένου κόσμου ώστε ακριβώς να λειτουργεί ως εργαλείο ανάλυσης του κοινωνικά πολλαπλού που μας περιβάλλει. Το θέατρο είναι η επανεφεύρεση του κόσμου μας. Έτσι ακριβώς και η ποίηση δύναται να επανεγγράψει στο κοινωνικό φαντασιακό συστατικά όπως η στοχαστική αντίληψη και η εμβάθυνση.

Λέει η Α’ Γυναίκα στο ‘Εντευκτήριο’ του Γιάννη Ρίτσου: «Ω, πράγματα πολύτιμα που τα κρατάμε μές στη φούχτα μας και λείπουν. Στον τοίχο βλέπω κίτρινες κηλίδες όμοιες βουλιαγμένες χερσονήσους. Ένα στενόμακρο φεγγάρι είναι πιασμένο στο δίχτυ της αράχνης». Συμπληρώνει η Β’ Γυναίκα: «Έρχονται πάλι μεγάλες βροχές· γεμίζουν οι λακκούβες του δρόμου. Πλάτς, πλάτς, μες στη λάσπη λεωφορεία, ποδήλατα, ο πλανόδιος μουσικός με το βιολί του, οι μικροπωλητές με τα πανέρια τους, διαβάτες με σηκωμένα μπατζάκια, γυναίκες με ψώνια και ομπρέλες, πιεσμένες από ‘ναν χαμηλό ουρανό κι από την έγνοια τους μη και γλιστρήσουν. Κοιτάω απ’ τα τζάμια του παράθυρου. Ω, ανόητοι, λέω, τι προφυλάξεις μέσα στο απροφύλαχτο· κάλτσες, παπούτσια, ποδάρια μουσκεμένα,- αν αφεθείς μπορεί και να γίνεις νερό, να κυλήσεις ποτάμι, καθάριο νερό, σέρνοντας πίσω σου χιλιάδες ομπρέλες- οι πιότερες μαύρες- σέρνοντας και το Τρίτο Λουλούδι πάνω σ’ ένα άδειο πακέτο τσιγάρα, αυτό που επιπλέει χωρίς κατεύθυνση και λάμπει».[1]

Και οι δύο γυναίκες προσλαμβάνουν τα θεατρικά χαρακτηριστικά διήγησης των τετριμμένων της καθημερινότητας. Πραγματικά, ο Γιάννης Ρίτσος «στήνει», με έξοχο τρόπο τους ηθοποιούς τους της δική τους ποιητικής-θεατρικής παράστασης. Γυναίκες που μιλάνε, που κινούνται, που γίνονται «μεταφορείς» μύχιων πόθων και συναισθημάτων, που εμβαθύνουν στο ακέραιο και στην ακεραιότητα της ύπαρξης, που φορούν το «προσωπείο» της ύπαρξης, της ύπαρξης που «τονίζεται» μέσω της ομιλίας και του βαθέος αισθήματος. «Ω, πράγματα πολύτιμα που τα κρατάμε μες στη φούχτα μας και λείπουν». Αυτό θα μπορούσε να είναι το καθημερινό απόσταγμα της ποίησης, της θεατρικής ποίησης του Γιάννη Ρίτσου. Το κενό της απώλειας «γεμίζει» μέσω της ποίησης και της αλληλεπίδρασης δύο γυναικών που αναζητούν εκείνες τις πλέριες σημασιοδοτήσεις της ύπαρξης. Η κάθε λέξη, η κάθε επιτηδευμένη λέξη, στήνεται θεατρικά, θαρρείς και μία θεατρική παράσταση, που περιλαμβάνει πολύ κόσμο, περνά από μπροστά μας. Και μετά από την βροχή που «σκεπάζει» τα πάντα, αχνοφαίνεται ο απόηχος των λέξεων, των οικείων και των καθημερινών λέξεων που συντροφεύουν την ζωή αυτών των δύο γυναικών, όλων των γυναικών.

Η γυναίκα στην ποίηση του Γιάννη Ρίτσου στέκει ακέραια και έτοιμη, έτοιμη να αγαπήσει και να αγαπηθεί, να δώσει και να πάρει, να μας «ξεδιψάσει» με την δύναμη της πράξης της και της αγάπης της, με την πειθώ που επιβάλλουν τα νοήματα και οι μεγάλες αξίες. Ο Γιάννης Ρίτσος αποκαλύπτει τις πολλαπλές σημάνσεις της ποίησης του. Όρθιος και αγέρωχος, κάνει πράξη το αξίωμα του ποιητή: «πάντα ανοιχτά, πάντα άγρυπνα τα μάτια της ψυχής μου». Η ποίηση του «κανονικοποιείται» στον μακρινό ορίζοντα, στο γαλάζιο του ουρανού και της θάλασσας, στο βάθος του ουράνιου τόξου και στη θεατρική απόδοση της ανθρώπινης ύπαρξης.



[1] Βλ. σχετικά, Ρίτσος Γιάννης, ‘Εντευκτήριο’, Ποιήματα Η’, Εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα, 1999, σελ. 101.

Προηγούμενο άρθροΑνοιχτές πρόβες και σεμινάρια με τον Θανάση Πολυκανδριώτη στο ΙΜΚ
Επόμενο άρθροΗ Μαρία Κοτρότσου μαζί με το ορχηστρικό της σύνολο live στη Galerie Δημιουργών