Ο Μάρτιν Σκορσέζε αποτελεί μια μοναδική περίπτωση σκηνοθέτη καθώς καθόρισε σε μεγάλο βαθμό το μοντέρνο αμερικάνικο σινεμά των δεκαετιών του ’70  και του ’80, χωρίς ποτέ να κρύβει τις επιρροές του, είτε αυτές προέρχονται από το κλασικό Χόλιγουντ είτε το γαλλικό Νέο Κύμα, είτε από τον κινηματογράφο οποιασδήποτε άλλης χώρας. Στις μέρες μας, συνεχίζει ακάθεκτος την επιτυχημένη πορεία του διατηρώντας στις ταινίες του πολλά από τα θέματα που τον καθιέρωσαν.

H ζωή και οι ταινίες του Μάρτιν Σκορσέζε

Τα πρώτα χρόνια: Ο Μάρτιν Σκορσέζε γεννήθηκε στις 17 Νοεμβρίου του 1942 στο Κουίνς της Νέας Υόρκης. Ήταν το δεύτερο παιδί της οικογένειας. Ο «Μάρτι», όπως είναι το «χαϊδευτικό» του, είχε άσθμα όταν ήταν μικρός και δεν μπορούσε να συμμετέχει στο μάθημα της γυμναστικής στο σχολείο. Τις ώρες, λοιπόν, που δεν εκγύμναζε το σώμα του, ασκούσε το ταλέντο που υπήρχε μέσα του παρακολουθώντας ταινίες. Ιδιαίτερη αδυναμία είχε στο έργο του Άγγλου σκηνοθέτη Μάικλ Πάουελ.

O Σκορσέζε μεγάλωσε σε ένα Καθολικό περιβάλλον και προοριζόταν να γίνει ιερέας. Ξέφυγε, όμως, από το δρόμο του Θεού και φοίτησε στο τμήμα κινηματογράφου του πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης. Ήδη, στα φοιτητικά του χρόνια έκανε τις πρώτες του σκηνοθετικές απόπειρες: το 1963, το εννιάλεπτο “What a Girl Like You Does on A Place Like This?”, το 1964 το 15λεπτο “It’s not you Murray!” και το 1967 το 6λεπτο “The Big Shave”.

ΜάρτινΜάρτιν Σκορσέζε, Ρομπερτ ΝτεΝίρο και Χάρβει Καιτέλ
Μάρτιν Σκορσέζε, Ρόμπερτ ΝτεΝίρο και Χάρβει Καιτέλ στα γυρίσματα της ταινίας «Κακόφημοι Δρόμοι»

Δεκαετία του 1970: To 1969, ο Σκορσέζε σκηνοθετεί την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του, το “Who’s that knocking at my door?”με πρωταγωνιστή τον Χάρβει Καιτέλ, έναν ηθοποιό με τον οποίο θα συνεργαστεί αρκετές φορές τα επόμενα χρόνια. Όπως στο ντοκιμαντέρ του 1970 “Street Scenes” το οποίο επικεντρώνεται στις διαδηλώσεις που έγιναν τον Μάιο της ίδιας χρονιάς εναντίον του πολέμου στο Βιετνάμ. Όλες οι προηγούμενες ταινίες του Σκορσέζε έγιναν στη Νέα Υόρκη, την πόλη που μεγάλωσε και θα είναι η πρωταγωνίστρια σε πολλές από τις ταινίες του. Στις αρχές του ’70, όμως, αποφάσισε να μετακομίσει στο Χόλιγουντ όπου αρχικά δούλεψε ως μοντέρ.

Το  1972 ήρθε η ταινία “Boxcar Bertha” με την Μπάρμπαρα Χέρσει και τον Ντέιβιντ Κάρανταιν να πρωταγωνιστούν σε μια ιστορία που πηγαίνει πίσω στην δεκαετία του 1930 και της Μεγάλης Ύφεσης. Η ταινία είχε ιδιαίτερα χαμηλό προϋπολογισμό και από τότε ο Σκορσέζε έμαθε να γυρίζει ταινίες με όσο λιγότερα λεφτά μπορούσε! Την επόμενη χρονιά το φιλμ “Mean Streets” («Κακόφημοι Δρόμοι») αρχίζει να τον τοποθετεί στην λίστα με τους ταλαντούχους σκηνοθέτες. Η ταινία αποτελεί την πρώτη συνεργασία του Σκορσέζε με τον Ρόμπερτ ΝτεΝίρο. Ο τελευταίος μαζί με τον Χάρβει Καιτέλ υποδύονται τους μικροαπατεώνες που προσπαθούν να επιβιώσουν στο συντηρητικό περιβάλλον της συνοικίας «Μικρή Ιταλία» της Νέας Υόρκης.

Ο Ρόμπερτ ΝτεΝίρο στον «Ταξιτζή» με επιβάτη τον Μάρτιν Σκορσέζε
Ο Ρόμπερτ ΝτεΝίρο στον «Ταξιτζή» με επιβάτη τον Μάρτιν Σκορσέζε

To 1974, η Έλεν Μπέρστιν κερδίζει το Όσκαρ Καλύτερης Ερμηνείας για το “Alice Doesn’t Live Here Anymore” («Η Αλίκη δεν μένει πια εδώ») και ο Σκορσέζε απαντά στις κριτικές που τον ήθελαν να μην μπορεί να γυρίσει μια ταινία με αμιγώς «γυναικείο» θέμα. Την ίδια χρονιά, γυρίζει το αυτοβιογραφικό ντοκιμαντέρ “ItalianAmerican” με τους γονείς του, Κάθριν και Τσαρλς, να πρωταγωνιστούν και να αφηγούνται την ζωή τους στην Αμερική και την οικογενειακή τους ιστορία στην Ιταλία. Δύο χρόνια αργότερα, το 1976, ο Ρόμπερτ ΝτεΝίρο ως Τράβις Μπικλ στο “Taxi Driver” («O Ταξιτζής») είναι ο ψυχολογικά ασταθής βετεράνος του Βιετνάμ που δουλεύει ως ταξιτζής τη νύχτα στους δρόμους της Νέας Υόρκης και θέλει να αλλάξει τον κόσμο. Η ταινία ήταν υποψήφια για τέσσερα Όσκαρ, ανάμεσα στα οποία αυτά της Καλύτερης Ταινίας και του Α’Ανδρικού Ρόλου ενώ έλαβε τον Χρυσό Φοίνικα στο φεστιβάλ των Καννών.

Μετά τον «τρελό» Μπικλ, ο ΝτεΝίρο συνεργάζεται με τον Σκορσέζε στο μιούζικαλ “New York, New York” του 1977, με συμπρωταγωνίστρια την Λάιζα Μινέλι. Αν και ο Σκορσέζε ήθελε να αποτίσει φόρο τιμής στη Νέα Υόρκη, η ταινία θεωρήθηκε αποτυχία και οδήγησε τον Μάρτι στην κατάθλιψη και στην εξάρτηση από τα ναρκωτικά. Το 1978 ακολουθεί ένα ακόμη ντοκιμαντέρ. Το “The Last Waltz” παρακολουθεί την τελευταία συναυλία του συγκροτήματος “The Band” με γκεστ εμφανίσεις από καλλιτέχνες όπως οι Μπομπ Ντίλαν και Βαν Μόρισον.

Ο Ρόμπερτ ΝτεΝίρο ως «Οργισμένο είδωλο»
Ο Ρόμπερτ ΝτεΝίρο ως «Οργισμένο είδωλο» στο ρινγκ με τον Μάρτιν Σκορσέζε

Δεκαετία του 1980: “Raging Bull” ή αλλιώς «Οργισμένο Είδωλο» είναι ο Ρόμπερτ ΝτεΝίρο στο ασπρόμαυρο φιλμ του 1979 που αποτελεί βιογραφία του μποξέρ Τζέικ Λα Μότα. Ο ΝτεΝίρο ως αυτοκαταστροφικός μποξέρ κέρδισε Όσκαρ ερμηνείας και η ταινία θεωρήθηκε από πολλούς κριτικούς ως η καλύτερη της δεκαετίας του ’80. Το 1983, ο σταθερός συνεργάτης πλέον του Σκορσέζε, Ρόμπερτ ΝτεΝίρο είναι «Βασιλιάς για μια νύχτα» (“The King of Comedy”). Το φιλμ, στο οποίο εμφανίζεται και ο αληθινός βασιλιάς της κωμωδίας Τζέρι Λιούις, αποτελεί μια σάτιρα για την δόξα και την διασημότητα. Από εκείνη την χρονιά και έπειτα, στο μυαλό του Σκορσέζε «σφηνώνεται» η ιδέα να γυρίσει τον «Τελευταίο Πειρασμό» (“The Last Temptation of Christ”), μια ταινία που βασίζεται στο ομώνυμο βιβλίο του Νίκου Καζαντζάκη. Η πρώτη προσπάθεια για την πραγματοποίηση της ταινίας απέτυχε λόγω ελλιπούς χρηματοδότησης και από εκείνη τη στιγμή και έπειτα ο Σκορσέζε γύρισε ταινίες για να αποκτήσει τα απαραίτητα χρήματα. Όπως το “After Hours” («Μετά τα Μεσάνυχτα») το 1985 και το “The Color of Money” («Το Χρώμα του Χρήματος») το 1986 με τους Πολ Νιούμαν και Τομ Κρουζ ως έναν παλαίμαχο πρωταθλητή του μπιλιάρδου και τον νεαρό μαθητευόμενό του αντίστοιχα. Το 1988 ο Σκορσέζε κατάφερε να γυρίσει επιτέλους τον «Τελευταίο Πειρασμό» με τον Γουίλιαμ Νταφόε στον ρόλο του Χριστού και τον Χάρβει Καιτέλ στον ρόλο του Ιούδα. Η ταινία θεωρήθηκε βλάσφημη καθώς παρακολουθεί τις προσπάθειες του Χριστού να αποφύγει τους ανθρώπινους πειρασμούς.

Τα Καλά Παιδιά
«Τα Καλά Παιδιά» Ρόμπερτ ΝτεΝίρο, Τζο Πέσι και Ρέι Λιότα

Δεκαετίες 1990-2000+: Η δεκαετία του ’90 ξεκινά με «Τα Καλά Παιδιά»  (“Goodfellas”) του υποκόσμου Ρόμπερτ ΝτεΝίρο, Τζο Πέσι και Ρέι Λιότα, ένα φιλμ που θεωρείται μια από τις καλύτερες ταινίες του Σκορσέζε. Και η συνεργασία με τον ΝτεΝίρο φαίνεται να μην τελειώνει καθώς το 1991 ο ηθοποιός είναι στο “Cape Fear” («Το Ακρωτήρι του Φόβου») ένας ψυχοπαθής βιαστής που απειλεί την οικογένεια του πρώην δικηγόρου του τον οποίο θεωρεί υπεύθυνο για την φυλάκισή του. Τα επόμενα χρόνια ακολουθούν το ρομαντικό δράμα εποχής “The Age of Innocense” («Τα χρόνια της αθωότητας») με τους Ντάνιελ Ντέι Λιούις, Μισέλ Φάιφερ και Γουινόνα Ράιντερ, το “Casino” (1995) με ΝτεΝίρο, Πέσι και Σάρον Στόουν, το 1997 το “Kundun” για τον 14ο Δαλάι Λάμα. Την ίδια χρονιά, ο Σκορσέζε λαμβάνει και το Lifetime Achievement Award για την προσφορά του στον κινηματογράφο. Το 1999, ο Νίκολας Κέιτζ είναι γιατρός σε ασθενόφορο που δεν μπορεί να βλέπει ασθενείς να πεθαίνουν στο “Bringing out the Dead” («Σταυροδρόμια της Ψυχής»).

Από το 2002 ξεκινά η συνεργασία του Σκορσέζε με τον Λεονάρντο ΝτιΚάπριο στις «Συμμορίες της Νέας Υόρκης» (“Gangs of New York”), το 2004 στο “The Aviator” («Ιπτάμενος Κροίσος») όπου ο Leo υποδύεται τον ψυχωτικό μεγιστάνα Χάουαρντ Χιουζ, το 2006 στο “The Departed” («Ο Πληροφοριοδότης») για το οποίο ο Σκορσέζε κέρδισε Όσκαρ Σκηνοθεσίας, το 2010 στο σκοτεινό “Shutter Island” («Το νησί των καταραμένων») και το 2013 στο “The Wolf of Wall Street” («Ο Λύκος της Γουόλ Στριτ») που είναι η αληθινή ιστορία του χρηματιστή Τζόρνταν Μπέλφοντ.

Ενδιάμεσα, ο Σκορσέζε έκανε ένα ντοκιμαντέρ για τους Ρόλινγκ Στόουνς, το “Shine a Light” (2008) ενώ τίμησε με τον τρόπο του και την ιστορία του κινηματογράφου στην ταινία “Hugo” (2011) (την πρώτη τρισδιάστατη ταινία που γύρισε) καθώς ο ηθοποιός Μπεν Κίνγκσλει υποδύεται τον Γάλλο κινηματογραφιστή και καινοτόμο του σινεμά, Ζωρζ Μελιές. Για το 2016, ο Σκορσέζε αναμένεται να γυρίσει την ταινία εποχής “Silence” με πρωταγωνιστή τον Λίαμ Νίσον ενώ έχει ανακοινωθεί και η συμμετοχή του στην μεταφορά στην μεγάλη οθόνη της ζωής του διάσημου τραγουδιστή Φρανκ Σινάτρα.

Ο Λεονάρντο ΝτιΚάπριο στον «Ιπτάμενο Κροίσο» ("The Aviator")
Ο Λεονάρντο ΝτιΚάπριο ως ο μεγιστάνας Χάουαρντ Χιουζ στον «Ιπτάμενο Κροίσο» (“The Aviator”)
Ταινίες του Σκορσέζε που ξεχώρισαν

Mean Streets («Κακόφημοι δρόμοι»): Πρόκειται για μία από τις πρώτες μεγάλες δημιουργίες του Σκορσέζε, ο οποίος δεν ξεχνά το παρελθόν του και τοποθετεί το φιλμ στην περιοχή που μεγάλωσε και ο ίδιος: την συνοικία “Little Italy” (Μικρή Ιταλία) της Νέας Υόρκης. Εδώ, αρχίζουν να εμφανίζονται θέματα που θα απασχολήσουν και στο μέλλον τον σκηνοθέτη όπως οι αντι-ήρωες, οι αναφορές στην θρησκεία ενώ δίνει μεγάλη σημασία στην χρήση της μουσικής και χρησιμοποιεί  ασυνήθιστες τεχνικές στην κινηματογράφηση και στο μοντάζ.

Taxi Driver («Ο Ταξιτζής»): Μέσα από το φιλμ αυτό, ο Σκορσέζε παρουσίασε τις πολλές εκφάνσεις που έχει η βία στην αμερικάνικη κοινωνία: από τη μία, η βία του πολέμου και από την άλλη, η βία στην οποία οδηγείται ο άνθρωπος ώστε να αλλάξει τον (βίαιο) κόσμο που τον περιτριγυρίζει. Ο ΝτεΝίρο δίνει μια από τις καλύτερες ερμηνείες του και για να γνωρίσει σε βάθος τον χαρακτήρα του οδηγούσε ταξί και διάβασε πολύ γύρω από τις ψυχικές ασθένειες. Η δωδεκάχρονη πόρνη που θέλει να σώσει ο Μπικλ είναι η επίσης δωδεκάχρονη Τζόντι Φόστερ. Ο Σκορσέζε χρησιμοποιεί κινηματογραφικά μέσα για να δείξει την ψυχική κατάσταση του Μπικλ όπως εξπρεσσιονιστικό φωτισμό και αργές λήψεις (slow motion) ενώ δημιουργεί έναν αμφιλεγόμενο χαρακτήρα που το κοινό είτε συμπαθεί λόγω της κατάστασης του είτε αντιπαθεί λόγω της βιαιότητάς του. Φημολογείται ότι ο χαρακτήρας του Μπικλ οδήγησε τον Τζον Χίνκλει στην απόπειρα δολοφονίας του Αμερικανού προέδρου Ρόναλτ Ρίγκαν, ώστε να μπορέσει να εντυπωσιάσει την Τζόντι Φόστερ. Αξίζει να σημειωθεί πως η διάσημη σκηνή με τον ΝτεΝίρο να μιλά μπροστά στον καθρέπτη ήταν αποτέλεσμα αυτοσχεδιασμού του ηθοποιού.

Raging Bull («Οργισμένο είδωλο»): Την περίοδο πριν τα γυρίσματα της ταινίας, ο Σκορσέζε ήταν εθισμένος στα ναρκωτικά σε μεγάλο βαθμό και παραλίγο να χάσει την ζωή του από υπερβολική δόση. Ο ΝτεΝίρο τον έπεισε να γυρίσει την ταινία για να ξεφύγει από τον «εφιάλτη» των ουσιών. Το ασπρόμαυρο φιλμ έλαβε ορισμένες αρνητικές κριτικές γιατί ήταν υπερβολικά βίαιο σε πολλές στιγμές. Πάντως, έλαβε και οκτώ υποψηφιότητες για Όσκαρ ανάμεσα στις οποίες καλύτερης ταινίας και σκηνοθεσίας ενώ ο «οργισμένος» ΝτεΝίρο κέρδισε το Όσκαρ Ερμηνείας. Αξίζει να αναφερθεί ότι ο ΝτεΝίρο έκανε σκληρή προπόνηση για να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις του ρόλου ενώ πήρε μέρος και σε πραγματικούς αγώνες μποξ, κερδίζοντας δύο από αυτούς.

Λεονάρντο ΝτιΚάπριο και Μάρτιν Σκορσέζε
Λεονάρντο ΝτιΚάπριο και Μάρτιν Σκορσέζε στο «Νησί των Καταραμένων» (“Shutter Island”)
Κινηματογραφικό στυλ

-Ο Σκορσέζε, παρά το γεγονός ότι αποτελεί μια μοναδική κινηματογραφική μορφή, έχει και ο ίδιος επηρεαστεί από παλαιότερους σκηνοθέτες, μερικοί από τους οποίους είναι οι Μάικλ Πάουελ, Άλφρεντ Χίτσκοκ, Τζον Φορντ, Όρσον Ουέλς, Στάνλει Κιούμπρικ, Ρομπέρτο Ροσελίνι, Φεντερίκο Φελίνι, Φραντζέσκο Ρόσι, Φρανσουά Τρυφό, Ζαν Ρενουάρ, Κένζι Μιζογκούτσι.

-Ο Σκορσέζε χρησιμοποιεί στις ταινίες του μέρος του δικού του παρελθόντος. Δεν είναι λίγες οι φορές που «πρωταγωνίστρια» των ταινιών είναι η πόλη που μεγάλωσε, η Νέα Υόρκη και συγκεκριμένα η συνοικία “Little Italy” στην οποία πέρασε τα παιδικά του χρόνια.

-Πολλές φορές, οι ήρωες του είναι Ιταλοαμερικάνοι όπως είναι και ο ίδιος, αλλά και οι γονείς του. Σημαντικό ρόλο στην ζωή τους παίζει η θρησκεία, όπως έπαιξε και στην δική του ζωή μιας και ανατράφηκε σε καθολικό περιβάλλον. Συνήθως οι ήρωες του αντιμετωπίζουν πολλά προβλήματα, βιώνουν ποικίλα συναισθήματα και η πλοκή της ταινίας περιστρέφεται γύρω από την προσπάθεια τους να γνωρίσουν βαθύτερα τον εαυτό τους και να βρουν την ισορροπία.

-Από τις τεχνικές που χρησιμοποιεί ξεχωρίζουν: το freeze frame, δηλαδή, το «πάγωμα» της σκηνής, που εξυπηρετεί σκοπούς της αφήγησης, δείχνοντας στο κοινό τι ή ποιον πρέπει να προσέξει. Επίσης, ο Σκορσέζε «παίζει» με την «ταχύτητα». Υπάρχουν σκηνές στις οποίες οι ηθοποιοί κάνουν κάτι που παρουσιάζεται με μεγάλη ταχύτητα ώστε να σοκαριστεί ο θεατής (για παράδειγμα, οι εν ψυχρώ δολοφονίες στο “Goodfellas”) ενώ συχνό είναι και το slow-motion. Πάλι στο “Goodfellas” αλλά και στο “Raging Bull” το πέρασμα του χρόνου σηματοδοτείται μέσα από ένα γρήγορο μοντάζ φωτογραφιών ή σκηνών. Επίσης, στις ταινίες του ο Σκορσέζε συνηθίζει να κάνει κοντινά πλάνα, τις λήψεις “point of view”, ώστε να φαίνεται το πρόσωπο και οι εκφράσεις των ηρώων με στόχο να δείξει τι συμβαίνει στο μυαλό τους ή πως αισθάνονται για μια συγκεκριμένη κατάσταση. Αρκετές φορές «κλείνει» μια σκηνή έχοντας τονίσει το στοιχείο που εμφανίζεται στο κλείσιμο επειδή θα είναι σημαντικό στην εξέλιξη της πλοκής. Ο Σκορσέζε κάνει χρήση λήψεων με μεγάλη διάρκεια, οι οποίες εξυπηρετούν ένα συγκεκριμένο σκοπό κάθε φορά. Για παράδειγμα, στην ταινία “Goodfellas” ο Χένρι (Ρέι Λιότα) βγαίνει ραντεβού με την Κάρεν (Λορέιν Μπράκο) στο πολυτελές κλαμπ Copacabana και με την μεγάλη σε διάρκεια λήψη ο Σκορσέζε θέλει να δείξει τον ενθουσιασμό της Κάρεν (και του κοινού) που πηγαίνει για πρώτη φορά σε ένα τέτοιο μέρος.

-Ο Σκορσέζε συνηθίζει να έχει την ίδια συμπεριφορά σε όλους τους ηθοποιούς, είτε είναι καταξιωμένοι και βραβευμένοι, είτε πρωτοεμφανιζόμενοι.

-Μπαίνει και ο ίδιος στην κατάσταση που θέλει να κινηματογραφήσει. Για παράδειγμα, στο “Bringing out the dead” πήγε μια διαδρομή με ασθενοφόρο ώστε να μπορέσει να κατανοήσει καλύτερα τι βλέπουν οι γιατροί όταν κάθονται στο ασθενοφόρο.

-Θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο Σκορσέζε χρησιμοποιεί στις ταινίες του ένα μείγμα από μη-ρεαλιστικές κινηματογραφικές τεχνικές όπως η αλλαγή στην ταχύτητα που περιγράψαμε παραπάνω και τις συνδυάζει με τον ρεαλισμό που πηγάζει από τις ερμηνείες των ηθοποιών. Μην ξεχνάμε ότι ο σταθερός συνεργάτης του σκηνοθέτη, Ρόμπερτ ΝτεΝίρο, για παράδειγμα, είναι «απόφοιτος» της σχολής υποκριτικής Method Acting που υποστήριζε τον ρεαλισμό.

The Film Foundation

Πρόκειται για μια μη-κυβερνητική οργάνωση η οποία ιδρύθηκε το 1990 από τον Μάρτιν Σκορσέζε και άλλους σκηνοθέτες όπως ο Στίβεν Σπίλμπεργκ, ο Τζoρτζ Λούκας, ο Φράνσις Φορντ Κόπολα και έχει ως στόχο την διατήρηση και την προστασία των ταινιών. Μέχρι τώρα, μέσω του Film Foundation έχουν αποκατασταθεί περίπου 700 αμερικάνικες ταινίες και 26 ταινίες από 19 διαφορετικές χώρες. Επίσης, η οργάνωση έχει δημιουργήσει ένα  εκπαιδευτικό πρόγραμμα με τίτλο “The Story of Movies” στόχος του οποίου είναι να διδάξει τους μαθητές την ιστορία του κινηματογράφου και την ιδιαίτερη «γλώσσα» των ταινιών.

Ο Μπεν Κίνγκσλει ως Ζωρζ Μελιές
Ο Μπεν Κίνγκσλει ως ο πρωτοπόρος του κινηματογράφου Ζωρζ Μελιές στην ταινία ”Hugo”
Φιλμογραφία του Μάρτιν Σκορσέζε
  • 1963: What’s a Nice Girl Like You Doing in a Place Like This?
  • 1964: It’s Not Just You, Murray!
  • 1967: The Big Shave, Who’s That Knocking at My Door
  • 1970: Πανικός στους Δρόμους (Street Scenes)
  • 1972: Boxcar Bertha
  • 1973: Κακόφημοι Δρόμοι (Mean Streets)
  • 1974: Italianamerican, Η Αλίκη δε Μένει πια Εδώ (Alice Doesn’t Live Here Anymore)
  • 1976: Ο Ταξιτζής (Taxi Driver)
  • 1977: Νέα Υόρκη, Νέα Υόρκη (New York, New York)
  • 1978: Ραντεβού με τ’ αστέρια της ποπ (The Last Waltz)
  • 1980: Οργισμένο Είδωλο (Raging Bull)
  • 1983: Ο Βασιλιάς της Κωμωδίας (The King of Comedy)
  • 1985: Μετά τα Μεσάνυχτα (After Hours)
  • 1986: Το Χρώμα του Χρήματος (The Color of Money)
  • 1988: Ο Τελευταίος Πειρασμός (The Last Temptation of Christ)
  • 1989: Ιστορίες της Νέας Υόρκης (New York Stories)
  • 1990: Τα Kαλά Παιδιά (Goodfellas)
  • 1991: Το Ακρωτήρι του Φόβου (Cape Fear)
  • 1993: Τα Χρόνια της Αθωότητας (The Age of Innocence)
  • 1995: Καζίνο (Casino)
  • 1997: Kundun
  • 1999: Σταυροδρόμια της Ψυχής (Bringing Out the Dead)
  • 2002: Συμμορίες της Νέας Υόρκης (Gangs of New York)
  • 2004: Ιπτάμενος Κροίσος (The Aviator)
  • 2005: No Direction Home: Bob Dylan
  • 2006: Ο Πληροφοριοδότης (The Departed)
  • 2008: Shine a Light
  • 2010:Το νησί των καταραμένων (Shutter Island)
  • 2011: Hugo
  • 2013: Ο Λύκος της Wall Street (The Wolf of Wall Street)
  • 2015: The Audition (ταινία μικρού μήκους)

 

 Ο Martin Scorsese στο IMDB

Προηγούμενο άρθροΑκρόαση για την παράσταση Ρωμαίος και Ιουλιέτα του Δημήτρη Λιγνάδη
Επόμενο άρθρο«Grand Detour» του Ευριπίδη Αλτιντζόγλου