Έχουμε διαβάσει ένα σωρό ιστορίες όπου δύο αδέρφια ή δύο αδερφικούς φίλους τους χωρίζει ο εμφύλιος πόλεμος, ενώ έχουμε δει και αρκετές ταινίες με το ίδιο θέμα. Ε, λοιπόν, όσες φορές και αν έρθω αντιμέτωπη με μια αντίστοιχη ιστορία με συγκλονίζει και με συγκινεί βαθύτατα. Στην προκειμένη περίπτωση, ο Γιώργος Ακρίτας και ο Στέργιος Αλεξανδρής είναι οι φίλοι που ήταν αχώριστοι μέχρι που ήρθε ο πόλεμος και στον έναν κόλλησαν την ταμπέλα του αριστερού και στον άλλον του δεξιού, ενώ στην πραγματικότητα εκείνοι ήταν απλώς Έλληνες που το μόνο που ήθελαν ήταν να ζήσουν ελεύθεροι. Ο Γιώργος σπούδαζε στη Νομική και ο Στέργιος είχε φτιάξει την οικογένειά του και περίμενε το πρώτο του παιδί.

Μέσα από τα γράμματα του Γιώργου ξεδιπλώνεται όλη η φρίκη του πολέμου. Τρία χρόνια, από τον Μάρτη του 1946 έως τον Αύγουστο του 1949, πέρασαν σα μια αιωνιότητα.  Τρία χρόνια φόβου, πείνας, τρέλας. Το αποκορύφωμα της φρίκης όμως, ήταν η «Επιχείρηση Σωτηρίας». Μάζεψαν τα παιδιά από τα χωριά για να τα στείλουν στις χώρες που είχαν κομμουνιστικό καθεστώς με την υπόσχεση ότι θα σπουδάσουν και δεν θα πεινάνε. Τα πήραν μέσα από τα χέρια των μανάδων τους, “οι γυναίκες να μην θέλουν να χωριστούν από τα παιδιά τους, οι αντάρτες να ρίχνουν στον αέρα για να τις φοβερίξουν, να τραβούν τα παιδιά από τις αγκαλιές τους, να τις κλωτσούν κι εκείνες να αντιστέκονται”. Κάποιοι γονείς ή και παππούδες τα έκρυβαν για να μην τους τα πάρουν. Από την πλευρά των δεξιών, υπήρχαν τα παιδομαζώματα της Φρειδερίκης. Και κάπως έτσι άδειασε η Ελλάδα από παιδιά. Και κάπως έτσι ξεπούλησαν το μέλλον της χώρας.

Χρησιμοποιώντας με πετυχημένο τρόπο το τέχνασμα των γραμμάτων, ο Δημήτρης Μπατσιούλας μας περνά από την αφήγηση του Γιώργου στην αφήγηση του Στέργιου, καταφέρνοντας να μάθουμε τον τρόπο που βίωσαν την ιστορία και οι δύο πλευρές. Διαβάζουμε τις σκέψεις τους και τα συναισθήματα τους, που δε διέφεραν ιδιαιτέρως: φόβος για τη ζωή τους, άγχος για να μην βρεθούν αντιμέτωποι και φοβερή ανυπομονησία για να τελειώσει αυτός ο εφιάλτης. Επίσης, με αυτή την τεχνική δεν ήταν λίγες οι φορές που η αγωνία μου κορυφωνόταν και ήθελα να μην αφήσω το βιβλίο από τα χέρια μου.

Αυτό που με προβλημάτισε στο τέλος της ανάγνωσης του βιβλίου ήταν ο τίτλος. Γιατί ο συγγραφέας επέλεξε να το ονομάσει «Καπετάν Παραλής»; Αυτός ήταν ο πιο διεφθαρμένος ήρωας του βιβλίου. Ένας άνθρωπος που σου προκαλούσε αηδία. Εκμεταλλευόμενος τις συνθήκες πολέμου πατούσε επί πτωμάτων για να επιβιώσει και κυρίως για να πλουτίσει. Μόνο ένα καλό έκανε, που έδωσε τα γράμματα στον πραγματικό παραλήπτη τους.  Ίσως γι’ αυτό να έλαβε το όνομα του το βιβλίο … γιατί ήταν ο συνδετικός κρίκος των δύο φίλων.

Στις μέρες μας υπάρχουν άνθρωποι, σαν τον Καπετάν Παραλή, που νοσταλγούν την εποχή του εμφυλίου και προσπαθούν να τον προκαλέσουν, πράγμα που με θλίβει βαθύτατα. Θέλω να πιστέψω ότι η άγνοια είναι που τους οδηγεί σ’ αυτό το σημείο. Διαβάστε το βιβλίο, μορφωθείτε και πηγαίνετε κόντρα σε ότι θέλει να πάει πίσω την πατρίδα μας.

Αποσπάσματα από το βιβλίο


«Πέρσι το Νοέμβριο που κατέβηκα στη Θεσσαλονίκη για να συνεχίσω τις σπουδές μου, τα πάντα ήταν κάτω από τον έλεγχο του ΕΛΑΣ. Δεν μπορούσες να κάνεις τίποτα χωρίς τον ΕΛΑΣ. Τόσο καλά οργανωμένοι και, προπαντός δασκαλεμένοι ήταν. Δεν μας άφηναν να δρασκελίσουμε την πόρτα του πανεπιστημίου εάν δεν γινόμασταν μέλη του ΕΛΑΣ. Τότε οι πιο πολλοί πήγαμε και γραφήκαμε στην οργάνωσή τους και μας έβγαλαν και ειδικές ταυτότητες, ότι ήμασταν μέλη του ΕΛΑΣ. Έτσι όπως το συζητούσα με πολλούς σαν εμένα, που κι αυτοί έβγαλαν ταυτότητες χωρίς κι αυτοί να είναι αριστεροί, καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι αν επικρατούσε ο ΕΛΑΣ, εμείς θα ήμασταν σε προνομιακή θέση. Αν όμως έχανε, τότε θα υποστηρίζαμε, όπως εξάλλου είναι και η αλήθεια, ότι μας εξανάγκασαν να βγάλουμε κείνες τις κωλοταυτότητες, οπότε ούτε γάτα ούτε ζημιά. (…) Δύο μόλις μέρες ύστερα από τη συμφωνία της Βάρκιζας και χωρίς καλά-καλά να μαθευτεί τι σκατά ήταν εκείνη η συμφωνία, βγήκαν οι δεξιοί στους δρόμους και άρχισαν να κυνηγούν τους Ελασίτες. Πήγαινα στο πανεπιστήμιο μεσ’ την καλή χαρά, ότι αρχίνησαν να ξεκαθαρίζουν τα πράγματα κι ότι θα μπορούσαμε να τελειώσουμε, ελεύθεροι πια, τις σπουδές μας. Με σταμάτησαν πέντε-έξι. Με περικύκλωσαν και σπρώχνοντάς με, μία από δω μία από κει, με ρωτούσαν αν ήμουνα οργανωμένος στον ΕΛΑΣ. Κι εδώ θέλω σκότωμα, δεν κατέστρεψα την ταυτότητα του ΕΛΑΣ, τη βρήκαν απάνω μου και με σακάτεψαν στο ξύλο.»

«Ως εκείνη την ώρα δεν είχα συνειδητοποιήσει ότι απέναντί μου, μπορεί να είχε βρεθεί ο Γιώργος. Οι αποστολές του σχετικά με την εκπαίδευση, μαζί με εκείνον τον καθηγητή, με είχαν δημιουργήσει την αίσθηση ότι ήταν κάπου μακριά όσο εμείς ήμασταν στην Κόνιτσα. Οι θύμησές μου μεγάλωναν την αγωνία μου για να διαβάσω τη συνέχεια. Αισθάνθηκα την καρδιά μου να χτυπάει δυνατά, όμως αμέσως μετά σκέφτηκα πως ο φίλος μου θα είχε γλυτώσει τότε, αλλιώς πώς θα είχα εγώ τα γραφούμενά του στα χέρια μου; Όχι, δεν τον είχα σκοτώσει…»

«- Τι θάλεγες γιαγιά αν μας έδινες, στο κόμμα εννοώ, τα εγγόνια σου, να τα πάμε σε άλλο κράτος, εκεί που δεν έχουν πόλεμο, να τα ντύνουμε, να τα ταΐζουμε κανονικά και να τα σπουδάσουμε  να γίνουν δάσκαλοι, γιατροί, ν’ αλλάξει η ζωή τους, να κοιτάξουν και σένα στα γεράματα;

–  Εγώ σας το’ πα, ό, τι ήταν να δώκω, το’ δωκα. Δεν έχω άλλο να δώκω.

–  Μια χαρά τα λες αλλά απ’ ό, τι βλέπω τα εγγόνια σου είναι πολύ αδύνατα. Μήπως δεν έχουν να φάνε;

–  Πώς να’ χουν αφού μας τα μαζώξατε όλα για τον αγώνα; Δώστε τα με πίσω και θα διείς πως θάχουν να φάνε και να προκόψουν.

–  Θα γίνει κι αυτό μια μέρα, αλλά μπορεί να αργήσει. Γι’ αυτό μέχρι τότε, δώσε μας τα εγγόνια σου, για να καλοπεράσουν. Σήμερα, λόγου χάρη, που γύρισαν από το σχολείο, τι έχεις να τα δώσεις να φάνε;

– Όξω από το σπίτι μου, κακάπλυτοι παλιολογγούρηδες, μην αρπάξω τη βασταγαριά και σας τσακίσω τα ξερά σας. Τα ποδάρια μου θα βράζω μα θα τα τρανέψω τα αγγόνια μ’. Όξω από δω.»

Οπισθόφυλλο του βιβλίου


Η συμφωνία της Βάρκιζας τον Φεβρουάριο του 1945. Ο αφοπλισμός του ΕΛΑΣ. Κι αμέσως μετά η τρομοκρατία που αρχικά εξαπέλυσαν οι παρακρατικές οργανώσεις της δεξιάς εναντίον των κομμουνιστών, για να εξελιχθεί σε επίσημη κρατική πολιτική με την ψήφιση του Γ΄ ψηφίσματος.
Ο εμφύλιος πόλεμος ήταν θέμα χρόνου. Δύο παιδικοί φίλοι, μαζί στα κάτεργα της Βουλγαρίας κατά την κατοχή, βρέθηκαν αντίπαλοι στον πόλεμο εκείνο. Ο ένας, θύμα της τρομοκρατίας της δεξιάς, αναγκάστηκε να βγει στο βουνό. Ο άλλος επιστρατεύτηκε στον ελληνικό στρατό. Ο πρώτος, τεταρτοετής φοιτητής της νομικής, επιλέχθηκε για την εφαρμογή ειδικών προγραμμάτων του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδος και της Προσωρινής Κυβέρνησης του Βουνού: τη λειτουργία των σχολείων στη σλαβομακεδονική γλώσσα στο κράτος της “Ελεύθερης Ελλάδας” και τη μεταφορά των μικρών παιδιών από αυτές τις περιοχές στα κομμουνιστικά κράτη. Ο δεύτερος, αγρότης και έφεδρος επιλοχίας ολμιστής του ελληνικού στρατού, να σπαράζει η καρδιά του κάθε φορά που έριχνε με τον όλμο του, φοβούμενος ότι σκότωσε αγνάδια του τον παιδικό του φίλο. Μετά τα “Ντουρντουβάκια” και τον “Διστιχηζμένο Κομονιστή” το νέο ιστορικό μυθιστόρημα του Δημήτρη Μπατσιούλα φωτίζει “άγνωστες” πτυχές της δημιουργίας του κράτους των Σκοπίων και του παιδομαζώματος.

Δημήτρης Μπατσιούλας


Δημήτρης ΜπατσιούλαςΟ Δημήτρης Μπατσιούλας γεννήθηκε το 1946 στο Χρυσό Σερρών από γονείς καπνοπαραγωγούς, όπου τελείωσε και το εξατάξιο Γυμνάσιο. Σπούδασε στην Αθήνα, στην Ανωτάτη Σχολή Οικονομικών και Εμπορικών Επιστημών (ΑΣΟΕΕ και τώρα Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών), εργαζόμενος παράλληλα σε διάφορες δουλειές για να καλύψει τα έξοδα σπουδών και διαμονής του στην Αθήνα. Το 1971 και ενώ υπηρετούσε την στρατιωτική του θητεία στην Πολεμική Αεροπορία, πήρε μέρος στις εξετάσεις της Σχολής Ναυτικών Δοκίμων όπου πέτυχε ως Οικονομικός Αξιωματικός του Πολεμικού Ναυτικού. Κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας του στο Πολεμικό Ναυτικό υπηρέτησε σε διάφορες θέσεις, πολεμικά πλοία, κέντρο εφοδιασμού Ναυτικού, Οικονομική Επιθεώρηση Πολεμικού Ναυτικού, κλπ. Το 1981, κατόπιν επιτυχών εξετάσεων στην αρμόδια υπηρεσία του Πολεμικού Ναυτικού των ΗΠΑ, μετέβη στην ανωτέρω χώρα για εκπαίδευση στο εφοδιαστικό σύστημα των Ενόπλων Δυνάμεων του ΝΑΤΟ. Το 1991 τοποθετήθηκε στο Γραφείο του Ναυτικού Ακολούθου στην πρώην πρωτεύουσα της Γερμανίας, Βόννη, ως οικονομικός Αξιωματικός, για δύο χρόνια και το 1998 υπέβαλε την παραίτηση του και αποστρατεύτηκε με το βαθμό του Αρχιπλοιάρχου. Από τότε απασχολείται σε εταιρεία του κλάδου του αυτοκινήτου σε διευθυντική θέση. Είναι παντρεμένος με την Ελένη, υπάλληλο του Υπουργείου Οικονομικών και έχουν δύο γιους, το Στέργιο και το Νίκο, που έχουν σπουδάσει πληροφορική και διατηρούν εκδοτικό οίκο. Το πρώτο του βιβλίο “Τα Ντουρντουβάκια” εκδόθηκε το 2006 και αναφέρεται τόσο στην κουλτούρα του τόπου καταγωγής του όσο και στη Βουλγαρική κατοχή στην Ανατολική Μακεδονία και Θράκη από το 1941 μέχρι το 1944. Η συλλογή και διασταύρωση στοιχείων για το έργο αυτό είχε ξεκινήσει από τα φοιτητικά του χρόνια. Το δεύτερό του βιβλίο που φέρει τον ανορθόγραφο τίτλο “Ο Διστιχηζμένος Κομονιστής” εκδόθηκε το 2007 και αναφέρεται στις καταγεγραμμένες σκέψεις και απόψεις ενός απλού μαχητή του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας και συγκεκριμένα του αδελφού της γιαγιάς του από τη μεριά της μάνας του. Το 2011 εξέδωσε το τρίτο του βιβλίο το “Ο Καπετάν Παραλής”.

 

Προηγούμενο άρθρο“Το μυστικό της Κυρίας Έλεν” για δεύτερη χρονιά στο Μικρό Παλλάς
Επόμενο άρθρο“Λάχανα και Χάχανα The Musical” στο Θέατρο Κάππα