Ο Πωλ Γκωγκέν (1848-1903) αποτελεί μια ιδιαίτερη και ξεχωριστή προσωπικότητα στην ιστορία της τέχνης. Ο μεγάλος μετα-ιμπρεσιονιστής, συμβολιστής ζωγράφος υπήρξε ένας πρωτοπόρος καλλιτέχνης με δημιουργίες οι οποίες έχουν τεράστια καλλιτεχνική αξία. Παράλληλα με την τέχνη του,  ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει και η περιπετειώδης ζωή του. Μια ζωή την οποία χαρακτηρίζει η άρνηση των συμβάσεων, η φυγή, το ταξίδι για την αναζήτηση του αγνού, του άφθαρτου, του αμόλυντου από τον ευρωπαϊκό πολιτισμό.

 Ο Γκωγκέν γεννήθηκε στο Παρίσι το καλοκαίρι του 1848. Η μητέρα του, Αλίν Μαρί Σασάλ κατάγονταν από ευγενή γενιά Ισπανού αξιωματούχου εγκατεστημένου στο Περού. Ο πατέρας του, Κλοβίς Γκωγκέν ήταν δημοσιογράφος με φιλελεύθερες απόψεις. Ο Γκωγκέν θα  πραγματοποιήσει το πρώτο ταξίδι του σε ηλικία ενός έτος, όταν ο πατέρας του αναγκάζεται να εγκαταλείψει την Γαλλία λόγω των αντιμοναρχικών του πεποιθήσεων. Κατά τη διάρκεια του τετράμηνου ταξιδιού για τη Λίμα του Περού, ο Κλοβίς πεθαίνει. Στη Λίμα η οικογένεια Γκωγκέν ( η Αλίν, ο Πωλ και η μεγαλύτερη αδελφή του Μαρί) θα ζήσει τέσσερα χρόνια. Η απρόθυμη φιλοξενία τους από τον θείο της Αλίν, Δον Πιο Τριστάν θα αναγκάσει την οικογένεια Γκωγκέν να επιστρέψει στη Γαλλία, όπου φιλοξενείται από τον πατέρα του Κλοβίς τον Γκιγιώμ Γκωγκέν. Η οικονομική κατάσταση της οικογένειας γίνεται ιδιαίτερα δυσχερής μετά τον θάνατο του Γκιγιώμ, ο οποίος συνέβη λίγους μόνο μήνες μετά από την επιστροφή τους. Το 1859 ο Γκωγκέν  μπαίνει εσωτερικός σε κολέγιο της Ορλεάνης. Το 1865 μετά από την αποτυχία του στις εισαγωγικές εξετάσεις της Ναυτικής Ακαδημίας κατατάσσεται ως δόκιμος αξιωματικός του εμπορικού ναυτικού και αρχίζει τα ταξίδια του σε μια σειρά χώρες μεταξύ των οποίων το Περού και η Ινδία. Το 1871 ο Γκωγκέν απολύεται από το γαλλικό ναυτικό όπου υπηρέτησε την τριετή θητεία του και επιστρέφει στο Παρίσι.

Στη γαλλική πρωτεύουσα ο Γκωγκέν θα κάνει τις πρώτες του επαφές με τον κόσμο της τέχνης. Σημαντικό ρόλο στην καλλιτεχνική του εκπαίδευση διαδραμάτισε ο σύντροφος της μητέρας του Gustave Arosa, πλούσιος επιχειρηματίας ισπανικής καταγωγής, τον οποίο η μητέρα του Πωλ όρισε κηδεμόνα του λίγο πριν πεθάνει το 1867. Ο Arosa είναι παθιασμένος φωτογράφος και συλλέκτης έργων ζωγραφικής (η συλλογή του περιλαμβάνει έργα των Ντελακρουά, Πισσάρο, Κουρμπέ), παράλληλα διατηρεί σχέσεις με τον κόσμο της χρηματαγοράς. Χάρη στις παραπάνω σχέσεις ο Γκωγκέν προσλαμβάνεται σε χρηματιστηριακή εταιρεία, θέση ικανή να προσφέρει υψηλό επίπεδο διαβίωσης σ’ εκείνον και την οικογένεια που εν τω μεταξύ είχε δημιουργήσει( το 1873 παντρεύτηκε τη Δανέζα Mette Gad και απέκτησαν πέντε παιδιά).

 Ο Γκωγκέν και οι ιμπρεσιονιστές


Πωλ Γκωγκέν,"Μαργαρίτες και Πεόνιες σε μπλε βάζο", 1876Ο Γκωγκέν αρχικά ασχολείται ερασιτεχνικά με τη ζωγραφική, από το 1874 αρχίζει μια πιο επίμονη ενασχόληση. Το 1876 παρουσιάζει μια σειρά τοπίων στην ετήσια μεγάλη έκθεση του Σαλονιού (κριτική επιτροπή που χαίρει κρατικής εποπτείας και χρηματοδότησης). Μετά το 1876 το όνομα του Γκωγκέν απουσιάζει από τους καταλόγους του Σαλονιού γεγονός που σημαίνει είτε ότι το έργο του απορρίπτονταν, είτε ότι ο ίδιος έπαψε να συμμετέχει. Σε κάθε περίπτωση, φαίνεται ότι ο Γκωγκέν σταδιακά αποστασιοποιείται από τις συντηρητικές απόψεις τις επιτροπής του Σαλονιού καθώς αρχίζει να συλλέγει έργα ιμπρεσιονιστών που εκείνη την εποχή θεωρούνται επαναστάτες. Στη συλλογή του περιλαμβάνονται έργα των Σεζάν, Σισλέ, Μονέ, Πισσάρο. Ο τελευταίος θα εισάγει τον Γκωγκέν στην τέχνη του ιμπρεσιονισμού. Θα του διδάξει την αποστροφή για κάθε μορφή ακαδημαϊσμού, την πεποίθηση ότι η αξία του καλλιτέχνη δεν συναρτάται απολύτως με την επιτυχία του. Παράλληλα και παράδοξα θα ενσταλάξει στον ζωγράφο την αντίληψη ότι η παρατήρηση της φύσης θα πρέπει να οδηγεί στην ανάπλαση της και όχι στην πιστή απεικόνισή της. Η παραπάνω αντίληψη θα συμβάλει στην απομάκρυνση του Γκωγκέν τόσο από τον Πισσάρο, όσο και από τον ιμπρεσιονισμό γενικότερα και θα τον οδηγήσει στην υιοθέτηση του Συμβολισμού.

Ο Ντεγκά, στη συνέχεια, θα αποτελέσει διαρκές σημείο αναφοράς για το Γκωγκέν. Σ’ αυτόν θα στραφεί μετά από την απομάκρυνση του από τον  Πισσάρο, θαυμάζοντας όχι μόνο την τέχνη άλλα και την προσωπικότητά του, το ανεξάρτητο και ασυμβίβαστο πνεύμα του που δεν διστάζει να αντιτίθεται στο κατεστημένο. Ο Ντεγκά αντιτίθεται έντονα στην εναρμόνιση ορισμένων ζωγράφων, όπως ο Σισλέ και ο Μονέ με τα κελεύσματα του επίσημου Σαλονιού, πράξη που κατά την άποψη του αποτελούσε προδοσία. Το αντισυμβατικό πνεύμα του Ντεγκά είναι το κοινό συνδετικό στοιχείο της κοσμοθεωρίας του τελευταίου και του Γκωγκέν.

Πωλ Γκωγκέν, "Ανθισμένες Μηλιές", 1879Ο Γκωγκέν χάρη της γνωριμίας του με τον Πισσάρο συμμετέχει για πρώτη φορά στην τέταρτη έκθεση των ιμπρεσιονιστών (1879), με μια μαρμάρινη προτομή που απεικόνιζε το γιό του Εμίλ. Το 1880 παρουσιάζει επτά πίνακες και μια προτομή στην πέμπτη έκθεση των ιμπρεσιονιστών τα οποία γίνονται δεκτά με ενθουσιασμό και αυξάνουν την εκτίμηση του από τα μέλη της ομάδας. Όμως, το 1882 στην επομένη έκθεση οι δώδεκα πίνακες του Γκωγκέν δεν απολαμβάνουν την ίδια ενθουσιώδη υποδοχή, αντίθετα θεωρούνται λιγότερο νεοτερικοί. Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι, τα έργα του Γκωγκέν κινούνται σε δύο σχεδόν αντιθετικές κατευθύνσεις την τοπιογραφία ή τη νεκρή φύση. Στην πρώτη περίπτωση περιλαμβάνονται χιονισμένα τοπία, δασύλλια με εμφανή την επιρροή του Πισσάρο, ενώ οι νεκρές φύσεις εσωτερικοί χώροι και οι προσωπογραφίες φανερώνουν τις διδαχές του Ντεγκά.

Το 1886 ο Γκωγκέν συμμετέχει στην  όγδοη και τελευταία έκθεση των ιμπρεσιονιστών με τοπιογραφίες που προσεγγίζουν το ύφος του Πισσάρο. Στην έκθεση αυτή, με την οποία ουσιαστικά ολοκληρώνεται το κίνημα του ιμπρεσιονισμού, ο Γκωγκέν παρουσιάζεται ως ανανεωτής. Εντούτοις, οι νεοτερισμοί του αντιμετωπίζονται ως λιγότερο ριζικοί σε σχέση με εκείνες του Σερρά, ο οποίος χρησιμοποιεί μικρές κουκίδες ενιαίου χρώματος για να αποδώσει τη μορφή και το σχήμα, όπως ένα ψηφιδωτό. Ο Γκωγκέν διαφωνεί με την παραπάνω νεοιμπρεσιονιστική τάση και απομακρύνεται από το ρεύμα του ιμπρεσιονισμού.

 Ζωγραφικές και ταξιδιωτικές αναζητήσεις


 Το 1883, εν μέσω ιμπρεσιονιστικής επιρροής, συμβαίνει ένα γεγονός που σηματοδοτεί  και επηρεάζει καθοριστικά την εξέλιξη της ζωής του Γκωγκέν. Ο τελευταίος χάνει την θέση του στη χρηματιστηριακή εταιρεία και αποφασίζει να αφοσιωθεί αποκλειστικά στην ζωγραφική. Το πάθος του για την τέχνη θα υπερκεράσει τις οποίες αντιρρήσεις και ενστάσεις ακόμα και τις υποχρεώσεις του απέναντι στην εξαμελή οικογένεια του. Η γυναίκα του απογοητευμένη από την αδυναμία του συζύγου της να τις εξασφαλίσει μια αξιοπρεπή διαβίωση θα επιστρέψει με τα πέντε παιδιά της στο πατρικό της σπίτι στην Κοπεγχάγη, εκεί θα εργαστεί ως καθηγήτρια και μεταφράστρια γαλλικών. Η εγωιστική  απόφαση του Γκωγκέν θα είναι οδυνηρή και για τον ίδιο, αφού θα την πληρώσει με χρόνια ανέχειας και θλίψης. Όμως θα ακολουθήσει το δρόμο του πεπρωμένου του, στο έξης θα ζει για να ζωγραφίζει.

Πωλ Γκωγκέν," Όραμα μετά το κήρυγμα", 1888Η απόφαση να αφοσιωθεί αποκλειστικά στη ζωγραφική, υπήρξε η αφορμή μιας σειράς διαρκών μετακινήσεων. Θα περιπλανηθεί στη Διέπη, στη Ρουέν, στην Κοπεγχάγη. Το 1886, έπειτα από ένα πολύ δύσκολο χειμώνα στο Παρίσι, όπου δούλευε ως αφισοκολλητής για να κερδίσει τα προς το ζην, ο Γκωγκέν πηγαίνει στη Βρετάνη αναζητώντας μια λιγότερο δαπανηρή διαβίωση. Εκεί η τέχνη του Γκωγκέν μπαίνει στη φάση της ωριμότητας. Εγκαταλείποντας τον ιμπρεσιονισμό υιοθετεί μια προσωπική του πλέον τεχνοτροπία που την περιγράφει ως έξης: «Δεν μ’ ενδιαφέρει η χρωματική απομίμηση της φύσης… Δεν υπάρχει υπερβολή στην τέχνη. Πιστεύω ότι η σωτήρια στην τέχνη βρίσκεται μόνο στην ακρότητα…». Σ΄ αυτήν την περίοδο ανάγονται πίνακες όπως: Η Αυλόπορτα, Τοπίο της Βρετάνης με κοπάδι χοίρων, Όραμα μετά το κήρυγμα, Κίτρινος Χριστός, κ.α.

Τα έργα του Γκωγκέν προκαλούν αρκετή εντύπωση και συζητιούνται, άλλα δεν πωλούνται. Πικραμένος και απογοητευμένος θα εγκαταλείψει τη Γαλλία τον Απρίλιο του 1887. Θα ταξιδέψει στον Παναμά όπου ευελπιστεί ότι θα τον βοηθήσει ο κουνιάδος του Juan Uribe. Όμως οι ελπίδες του σύντομα διαψεύδονται καθώς βρίσκεται σε ένα εχθρικό περιβάλλον. Αναγκάζεται να εργαστεί ως σκαφτιάς στις εργασίες διάνοιξης της Διώρυγας του Παναμά και στις αρχές Ιουνίου αναχωρεί για τη γαλλική αποικία της Μαρτινίκας, νήσου των Μικρών Αντιλλών.
Αρχικά νιώθει ότι βρίσκεται επιτέλους στον παράδεισο που είχε ονειρευτεί. Όμως τον Ιούλιο του 1887 ο Γκωγκέν προσβάλλεται από ελονοσία και παρουσιάζει σοβαρές επιπλοκές που τον αναγκάζουν να επιστρέψει στη Γαλλία, τον Νοέμβριο του ίδιου έτους. Στο Παρίσι φιλοξενείται στο σπίτι του φίλου του Schuffenecker.

Εκεί γνωρίζει τον Βίνσεντ βαν Γκογκ καθώς και τον αδελφό του Τεό, ο οποίος ήταν έμπορος έργων τέχνης, ο πρώτος που ενδιαφέρθηκε πραγματικά για τα έργα του Γκωγκέν. Αναθαρρημένος από την πώληση μερικών πινάκων του από τον Τεό, ο Γκωγκέν  επιστρέφει στο Ποντ-Αβέν το 1888. Εκεί μαζί με τον Εμίλ Μπερνάρ, νεαρός ταλαντούχος ζωγράφος που συνδέονταν στενά με τον φιλοσοφικό και ιδεαλιστικό κύκλο του παρισινού Συμβολισμό, θα τελειοποιήσει το ζωγραφικό του ύφος που θα γίνει γνωστός ως Συνθετισμός (επειδή παρουσιάζει μια εκδοχή της πραγματικότητας μέσω της μνήμης, και όχι της εκ του φυσικού απόδοσης του θέματος). Ο καλλιτέχνης δεν είναι πλέον υποχρεωμένος να σέβεται τη φόρμα και το χρώμα του αντικείμενου· έχει την ελευθερία να δημιουργεί πρωτότυπες συνθέσεις, οι οποίες εκφράζουν κυρίως τα συναισθήματα του. Το Φεβρουάριο του 1888 ο βαν Γκογκ  εγκαθίσταται στην Αρλ, στην Προβηγκία και προσκαλεί τον Γκωγκέν να τον ακολουθήσει. Ο τελευταίος αποδέχεται την πρόταση. Οι δυο καλλιτέχνες συγκατοικούν και δουλεύουν μαζί για εννέα εβδομάδες. Σύντομα, λόγω της διαφορετικότητας των χαρακτήρων τους, δημιουργείται μια φορτισμένη ατμόσφαιρα, η οποία τους απομακρύνει. Ο βαν Γκογκ φοβάται μη μείνει μόνος και τυραννά το Γκωγκέν με υστερικές σκηνές ζηλοτυπίας. Σε μια στιγμή έντονης έντασης ο βαν Γκογκ κόβει το λοβό του αφτιού του. Ο Γκωγκέν θα εγκαταλείψει την Αρλ μην αντέχοντας την συγκατοίκηση.

Πωλ Γκωγκέν, "Γλυκές Φαντασιώσεις", 1891Η ταραχώδης διαμονή του Γκωγκέν στην Αρλ και το οικονομικό του αδιέξοδο θα τον οδηγήσουν στην απόφαση  να εγκαταλείψει την Ευρώπη. Έτσι, το 1891 φεύγει για τη μακρινή Γαλλική Πολυνησία, συγκεκριμένα την Ταϊτή, προκειμένου να βρει την χαμένη αθωότητα του Ευρωπαϊκού πολιτισμού. Ενός πολιτισμού την αξία του οποίου ο Γκωγκέν αμφισβητεί έντονα. Γράφει: «Φεύγω για να βρω τη γαλήνη, για ν’ απαλλαγώ από την επιρροή του πολιτισμού.» Η πλειονότητα των Ευρωπαίων  θεωρούσε ότι οι ιθαγενείς των χώρων τις οποίες είχε κατακτήσει είναι πρωτόγονοι και βάρβαροι, ανίκανοι να αυτοδιοικηθούν, γι αυτό το λόγο είχαν την ιερή αποστολή να τους
μεταδώσουν τον ευρωπαϊκό τρόπο ζωής. Ο Γκωγκέν  σε αντίθεση, γοητεύεται από τα ήθη και τα έθιμα των κατοίκων της Ταϊτής καθώς και από την ελευθερία που διέπει τις ανθρώπινες σχέσεις και την έλλειψη εκμετάλλευση του ανθρώπου από τους συνανθρώπους τους. Βέβαια ούτε εκεί η ζωή του θα είναι στρωμένη με ροδοπέταλα. Η αποικιοκρατία έχει ήδη εκφυλίσει τον παραδοσιακό τρόπο ζωής. Ο Γκωγκέν  απογοητευμένος αναγκάζεται να μετοικήσει στο εσωτερικό του νησιού, όμως τα χρήματα του τελειώνουν και είναι ανίκανος να εργαστεί όπως οι ιθαγενείς για να κερδίσει τα προς το ζειν. Τελικά αποφασίζει να γυρίσει στην Γαλλία.

Επιστρέφοντας από την Ταϊτή ο  Γκωγκέν θα φέρει μια σειρά από έργα, τα οποία θα φέρουν κάτι νέο στην τέχνη ανοίγοντας τον δρόμο στον μοντερνισμό. Τα έργα του είναι όλα εμπνευσμένα από την ζωή των ιθαγενών μεταφέροντας την ατμόσφαιρα του εξωτικού τρόπου ζωής. Η τέχνη όμως την οποία οραματίζεται ο Γκωγκέν δεν περιορίζεται στην εξωτική θεματολογία, αλλά επιδιώκει να μπει στην ψυχολογία των ιθαγενών  και να δει τον κόσμο όπως εκείνοι. Μελετάει γι’ αυτό την τεχνική των ντόπιων τεχνιτών απλοποιεί τα περιγράμματα και δίνει ιδιαίτερη βαρύτητα στο χρώμα. Επιλέγει να χρησιμοποιήσει έντονα χρώματα τα οποία, θα μπορούσαμε να πούμε ότι τα  απλώνει σε ένα επίπεδο χωρίς  σχέδιο διαμορφώνοντας όμως ένα αρμονικό αποτέλεσμα. Οι ομοεθνείς του θα βρουν τα έργα του «βάρβαρα» και «πρωτόγονα», όμως εκείνος αυτό ακριβώς επιδιώκει να μεταφέρει, την αγνότητα της φύσης που δεν έχει πληγεί από τον πολιτισμό.

Πωλ Γκωγκέν, "Ea H aere Ai oe", 1893Οι εκθέσεις που θα πραγματοποιήσει ο Γκωγκέν στη Γαλλία το 1893 και το 1895 δεν σημαδεύονται από επιτυχία, πουλάει μόνο έντεκα από τους σαράντα τέσσερις πίνακες που εκθέτει στην πρώτη έκθεση και η δεύτερη του αποφέρει λίγες εκατοντάδες φράγκα. Η παραπάνω επιτυχία θα τον οδηγήσει στην απόφαση να εγκαταλείψει και πάλι τη Γαλλία. Το Μάρτιο του 1985 θα αποβιβαστεί στο πλοίο για την Ταϊτή. Η δεύτερη παραμονή του Γκωγκέν στην Ταϊτή δεν  θα είναι ευτυχέστερη από την πρώτη. Η ανέχεια γίνεται μόνιμος συνοδός του και μάλιστα συνοδεύεται από χρόνια προβλήματα υγείας. Το ποτήρι ξεχειλίζει όταν πληροφορείται το θάνατο της κόρης του με αποτέλεσμα να κάνει απόπειρα αυτοκτονίας το Φεβρουάριο του 1898. Το 1901 ο Γκωγκέν αποφασίζει, ύστερα από μια παροδική βελτίωση της υγείας του, αφού είχε προηγηθεί ένας χρόνος αλλεπάλληλών εισαγωγών στο νοσοκομείο, να κάνει το τελευταίο του ταξίδι σε ένα ακόμα πιο πρωτόγονο περιβάλλον, στις Μαρκησίες νήσους. Όμως ούτε αυτός ο τόπος θα καταστεί γη της επαγγελίας. Τον Απρίλιο του 1903 καταδικάζεται σε τρίμηνη φυλάκιση επειδή επιτέθηκε βίαια στην αποικιοκρατική πολιτική απέναντι στους ιθαγενείς. Η υγεία του επιδεινώνεται και στις 8 Μαΐου του 1903 θα αφήσει την τελευταία του πνοή και θα περάσει στο πάνθεον των αθάνατων δημιουργών.

Ο Γκωγκέν θα εγκαταλείψει τα εγκόσμια στην καμπή μια νέας εποχής για την ιστορία της τέχνης. Το έργο του θα αποτελέσει το έναυσμα για μια νέα πορεία. Θα γίνει ο θεμελιωτής του πριμιτιβισμού και θα ανοίξει το δρόμο για τον γερμανικό Εξπρεσιονισμό. Παράλληλα οι πεποιθήσεις και η φιλοσοφία του, όπως εκφράστηκαν μέσα από το έργο του άλλα και τη στάση ζωής του, χαρακτηρίζονται από μια διαρκή διαμαρτυρία εναντία στα δείνα της βιομηχανικής καπιταλιστικής κοινωνίας της Ευρώπης. Επίσης, ανήκει στους πρωτοπόρους που εναντιώθηκαν στο αίσθημα ανωτερότητας των Ευρωπαίων απέναντι στους ιθαγενείς, τους οποίους  θεωρούσαν βάρβαρους και τους οποίους επιδίωκαν με κάθε τρόπο να εκπολιτίσουν. Ο Γκωγκέν σέβεται και εξυμνεί τα ήθη και τα έθιμα μιας κοινωνία στην οποία δεν υπάρχει η εκμετάλλευση του ανθρώπου από τον συνάνθρωπο του και οι ανθρώπινες σχέσεις διέπονται από την αρχή της ελευθερίας.

Προηγούμενο άρθροΟ Michael Arndt σεναριογράφος στο “Star Wars: Episode VII”
Επόμενο άρθροΟι παρενέργειες της ταινίας ξεκινούν…