«Το κείμενο αφιερώνεται σε όλους όσοι  με «λιονταριού προβιά» ζυγώνουν την μεγάλη αλήθεια της ζωής. 

«Ο χρόνος ον αγέννητο Η ποίηση τουλάχιστον ζυγός Ακορντεόν νοσταλγίας Πέτρα που πίσω έριξες Και είσαι εσύ Η ποίηση πικρή στη χάρη Γλυκό κουταλιού στην αυλή Η ποίηση τουλάχιστον Βάλτος του μέλλοντος Δίχως κουνούπια». (Ηλίας Τσέχος, ‘Γλυκό κουταλιού. Βαθιά το μαχαίρι στη γλώσσα’, 2011).

Ο σπουδαίος Αλεξανδρινός ποιητής Κωνσταντίνος Καβάφης δημιούργησε ένα ποιητικό έργο πολλαπλών διαστάσεων και «εικόνων». Πάντα βαθιά ερωτικός και «πολιτικός, πάντα αμφίσημος και δημιουργικός. Με το πολύπλευρο ποιητικό του έργο «άγγιξε» τις «χορδές» της ανθρώπινης ζωής και πράξης. Η Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου μετασχηματίζεται σε ποιητικό «τόπο» όπου «φιλτράρονται» ιστορίες και μνήμες, «υπόκωφοι» έρωτες και χάδια. Εκκινώντας από την Αλεξάνδρεια, «ανάγεται» στον κόσμο, χαράζοντας με την ποιητική του δημιουργία έναν πλέριο και «ολικό» τύπο ανθρώπου, ενός ανθρώπου της «έμμεσης» καταγγελίας και του νυχτερινού ερωτικού αγγίγματος.  Ο Κωνσταντίνος Καβάφης είναι το απόλυτο ποιητικό «ον». Έζησε, βίωσε, «άγγιξε», αισθάνθηκε και ερωτεύτηκε σαν ποιητής, σαν ποιητής του σώματος και της νοερής μνήμης.

Κωνσταντίνος Καβάφης

«Τιμή σ’ εκείνους όπου στην ζωή των ώρισαν και φυλάγουν Θερμοπύλες. Ποτέ από το χρέος μη κινούντες. Δίκαιοι κ’ ίσιοι σ’ όλες των τες πράξεις, αλλά με λύπη κιόλας κ’ ευσπλαχνία. Γενναίοι οσάκις είναι πλούσιοι, κι όταν είναι πτωχοί, πάλ’ εις μικρόν γενναίοι, πάλι συντρέχοντες όσο μπορούνε. Πάντοτε την αλήθεια ομιλούντες, πλην χωρίς μίσος για τους ψευδομένους. Και περισσότερη τιμή τους πρέπει όταν προβλέπουν (και πολλοί προβλέπουν) πως ο Εφιάλτης θα φανεί στο τέλος, κ’ οι Μήδοι επι τέλους θα διαβούνε».[1]

Και οι άνθρωποι που «όρισαν» και «φυλάγουν Θερμοπύλες» στέκουν όρθιοι και δυνατοί μέχρι το τέλος. Η δική τους πράξη συνθέτει το πλαίσιο μίας ζωής που κινείται πέρα και πάνω από τις νόρμες της συμβατικότητας και της «κανονικότητας». «Πλούσιοι» ψυχικά, υπερβαίνουν εκείνες τις αξίες που ορίζουν και προσδιορίζουν την μορφή της «σιγανής» ζωής», ήτοι της ζωής που δεν «εμπλουτίζεται» από το βασικό και κινητήριο πάθος της αλλαγής.

Κι ο ποιητής, με το δικό του φανάρι αναζητεί την οδό του πάθους και της αλήθειας, αναζητεί εκείνους που «φυλάγουν» τις Θερμοπύλες, τις Θερμοπύλες που «περιλαμβάνουν» την μορφή του ακέραιου ανθρώπου. Και μπορεί οι Μήδοι να πλησιάζουν επικίνδυνα, αλλά οι ακέραιοι άνθρωποι είναι πάντα εκεί, φυλάττουν την μνήμη, το πρωταρχικό φιλί και το φως της «ολικής» ζωής, της ζωής που ενσωματώνει τον πάντα ασυμβίβαστο άνθρωπο. Το ποίημα αυτό λειτουργεί και ως «οδοδείκτης» που κάθε φορά, πέρα και πάνω από το «σκοτάδι» που μας περιβάλλει και μας «κυκλώνει» δείχνει τον δρόμο. Τον δρόμο της «παρούσας» ποίησης, εκεί όπου η ποίηση «εμπλουτίζει» και προσδίδει έρμα στην ανθρώπινη ζωή.

Η ποίηση χαράζει τα ίχνη του ανθρώπου, νοηματοδοτεί τα «βήματα» του στον «χώρο» και στον «χρόνο», του παρέχει τα εχέγγυα του φωτός. Ο πλέριος ποιητής δείχνει τον δρόμο, τον δρόμο που πρέπει να διαβεί ο ακέραιος άνθρωπος, τον δρόμο που πρέπει να χαράξει. Και όπως έγραψε ο Antonio Machado: «Διαβάτη, τα ίχνη σου είναι μόνο ο δρόμος και τίποτε άλλο Διαβάτη, δεν υπάρχει δρόμος, ο δρόμος γίνεται βαδίζοντας…[2]

Η ποιητική γραφή του Κωνσταντίνου Καβάφη ορίζει τα «βήματα» του ανθρώπου πάνω στη γη. Γιατί ο δρόμος «γίνεται βαδίζοντας» όρθιος, φυλάσσοντας τις Θερμοπύλες του λόγου και της καίριας πράξης, της μνήμης και του βαθέως έρωτα, του πάντα ολοκληρωμένου και του πάντα ατελούς.

«Επέστρεφε συχνά και παίρνε με, αγαπημένη αίσθησις επέστρεφε και παίρνε με- όταν ξυπνά του σώματος η μνήμη, κ’ επιθυμία παλιά  ξαναπερνά στο αίμα, όταν τα χείλη και το δέρμα ενθυμούνται, κ’ αισθάνονται τα χέρια σ’ να αγγίζουν πάλι. Επέστρεφε συχνά και παίρνε με την νύχτα, όταν τα χείλη και το δέρμα ενθυμούνται…[3]

Ο έρωτας επιστρέφει και «εγγίζει» την ζωή και την ποίηση του Κωνσταντίνου Καβάφη. Του χαρίζει φως και τον «δένει» ακόμη περισσότερο με την Αλεξάνδρεια. Και η πόλη του Καβάφη σε κάθε άκρη της, σε κάθε γωνιά της  «γεννά» τον «υπόκωφο» και «κρυμμένο» έρωτα που αφενός μεν εγχαράζει το «χάδι» και το άγγιγμα στο σώμα, αφετέρου δε «εγχαράζει» την ίδια την λέξη και τον πόθο στο χαρτί. Ο έρωτας στον Καβάφη νοείται και ορίζεται ως βαθιά ανθρώπινη πράξη η οποία, πέρα και πάνω από την «απλή» ένωση των σωμάτων, υπερβαίνει τον «ατομικό» εαυτό, ενώνει τον άνθρωπο και εραστή με το ίδιο το γήινο σύμπαν.

Ο Κωνσταντίνος Καβάφης
Ο Κωνσταντίνος Καβάφης

Ο δικός του έρωτας, ο έρωτας του «κρυμμένου» φιλιού και του βλέμματος που ανάγεται σε ερωτικό «όλον» καταργεί τις φανερές κινήσεις και νόρμες της επίπεδης και «επιφανειακής» ζωής. Γίνεται εύρος και πολιτική καταγγελία. Η ποιητική πράξη του Καβάφη συγκροτεί το ανθρώπινο «όλον» το οποίο περιλαμβάνει την εμπροσθοβαρή κίνηση και την αρετή, την ηδονή και το πάθος.

Η δική του ζωή, «εμβαπτισμένη» στα νάματα του ενός εργασιακού «καθωσπρεπισμού» παράγει τις αποκρυσταλλώσεις ενός «υπόγειου» ποιητικού «βήματος» το οποίο ενσωματώνει όλα εκείνα τα στοιχεία που καθιστούν ολοκληρωμένο τον άνθρωπο. Και αν η ζωή δεν νοείται χωρίς καθημερινό αγώνα και έρωτα, δεν νοείται και χωρίς «βιωματική» ποίηση. Και αυτό ακριβώς είναι το κύριο σημαίνον της ποίησης του πάντα σπουδαίου και «ολικού» Κωνσταντίνου Καβάφη, τον ποιητή που «περιμένοντας τους δικούς του Βάρβαρους» έπλασε τα ανθρώπινα πάθη με «όπλα» του την μνήμη, τα «αρώματα» και το φως της κάμαρας του, βλέποντας και παρατηρώντας το «όλον» της μνήμης και του κόσμου.

«Κι αν πτωχική την βρεις, η Ιθάκη δεν σε γέλασε. Έτσι σοφός που έγινες με τόση πείρα, ήδη θα το κατάλαβες οι Ιθάκες τι σημαίνουν».[4] Η Ιθάκη ως συμβολικός τόπος σηματοδοτεί το αφετηριακό «ύψος» της ποιητικής μορφής που λέγεται Κωνσταντίνος Καβάφης. Δεν γράφει απλώς ποίηση, γίνεται ο ίδιος έμφορτος της καίριας και εμπράγματης ποιητικής «ολότητας» και πράξης. Η ίδια του η ζωή συμφύεται οργανικά με την αποκρυπτογράφηση και την «συγκρότηση» του ποιητικού  ονείρου.

Και όντας «ολικός» λειτούργησε σαν κατεξοχήν «αντισυστημικός» ποιητής που διείδε στο υπόδειγμα του ακέραιου ανθρώπου, στο αιώνιο ταξίδι του ανθρώπου και στον έρωτα τις αποκρυσταλλώσεις μίας «έμφορτης» ζωής.

Αυτός ο «χαρτογράφος» του καιρού του προσέδωσε όγκο και ποιητική «ύλη» στα πράγματα και στις αξίες. Μετασχηματίστηκε ο ίδιος σε πολιτική πράξη που υπερέβη την εποχή και τον «καιρό» του.


[1] Βλ.σχετικά, Καβάφης Κωνσταντίνος, ‘Θερμοπύλες’, Τα Ποιήματα (1897-1933), Εκδοτική Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη, 2008, σελ. 35.

[2] Βλ.σχετικά, Machado Antonio, ‘Cantares’, Ποιείν, www.poiein.gr

[3] Βλ.σχετικά, Καβάφης Κωνσταντίνος, ‘Επέστρεφε’…ό.π, σελ. 63.

[4] Βλ.σχετικά, Καβάφης Κωνσταντίνος, ‘Ιθάκη’…ό.π, σελ. 57.

Προηγούμενο άρθροΜεγάλοι Ερμηνευτές της κλασικής μουσικής: Lang Lang
Επόμενο άρθροΣτέλλα Μαρή : Η Θυσία – Παρουσίαση ποιητικής συλλογής