Ένας μεγάλος καλλιτέχνης, ίσως από τους σπουδαιότερους σύγχρονους ζωγράφους νεκρών φύσεων, ο Paul Cezanne γεννιέται το 1839 στην Aix-en-Provence της Γαλλίας. Το πάθος του για τη ζωγραφική θα του κόστιζε τη ζωή καθώς μια μέρα καθώς ζωγράφιζε στην εξοχή ξέσπασε καταιγίδα, ωστόσο ο Cezanne συνέχιζε να ζωγραφίζει για ώρες στη βροχή με αποτέλεσμα λίγες μέρες αργότερα, στις 22 Οκτωβρίου του 1906 να πεθάνει από πνευμονία. Στη ζωή του ζωγράφισε περισσότερα από 170 έργα νεκρής φύσης.

  Ο Σεζάν επηρεάστηκε αρκετά από τους ιμπρεσιονιστές ζωγράφους, ωστόσο πρόσθεσε και προσωπικά χαρακτηριστικά στους πίνακες του. Σύμφωνα με τον ίδιο, ήθελε να μετατρέψει τον ιμπρεσιονισμό «σε κάτι στέρεο που διαρκεί όσο και η τέχνη που εκτίθεται στα μουσεία»Η μεγαλύτερη συνεισφορά του στον ιμπρεσιονισμό θεωρείται η πρόσθεση καθαρών γεωμετρικών στοιχείων που αργότερα επηρέασαν και το κίνημα του κυβισμού. Το ενδιαφέρον του δεν ήταν η αναπαράσταση των αντικειμένων, αλλά η χρησιμοποίησή τους ως μέσων πειραματισμού με το σχήμα, το φως και το χρώμα.

    Αξίζει να αναφέρουμε κάποια βιογραφικά στοιχεία για τη ζωή του καλλιτέχνη: ο Cezanne ήταν γιος ενός αυτοδημιούργητου ανθρώπου ο οποίος ήταν ιδιοκτήτης καπελάδικου και αργότερα έγινε τραπεζίτης. Σε αντίθεση με τον πατέρα του που δεν ήθελε ο γιος του να γίνει ζωγράφος, η μητέρα του ήταν το μόνο του στήριγμα με τον θαυμασμό της για τη ζωγραφική του.  Τρομερά απογοητευμένος από τον Cezanne ο πατέρας του, καθώς δεν θέλησε να γίνει δικηγόρος και να εργαστεί στις επιχειρήσεις του, ποτέ δεν νοιάστηκε για τη ζωγραφική του γιου του. Για αυτό του έδινε μόνο τα απαραίτητα ώστε να συντηρηθεί ο ίδιος, η γυναίκα και το παιδί του και να αγοράζει μερικά χρώματα. Τα τελευταία 20 χρόνια της ζωής του λέγεται πως ο ζωγράφος ζούσε απομονωμένος αφιερώνοντας το χρόνο του μόνο στη ζωγραφική.

  Εκατοντάδες ώρες δουλειάς χρειάζονταν προκειμένου να ζωγραφίσει μια νεκρή φύση.  Ό,τι ονομάζουμε ως έργο του δεν αποτελούσε γι’ αυτόν παρά μια προσπάθεια να προσεγγίσει τη ζωγραφική του. Μελετούσε πάντα από το φυσικό και η ζωγραφική ήταν ο κόσμος του και ο τρόπος του να υπάρχει.

  Άλλαξε την πορεία της ιστορίας της ζωγραφικής και μπορούμε να πούμε ότι τα πειράματά του οδήγησαν κατευθείαν στην ανάπτυξη των κυβιστικών νεκρών φύσεων στον 20ό αιώνα. Γι’ αυτόν στη φύση όλα σχηματίζονταν με βάση τη σφαίρα, τον κύλινδρο και τον κώνο.         

  Απέρριψε στα έργα του τα παραδοσιακά μοτίβα, τη αυστηρότητα της θεωρίας της τέχνης, τη σωστή προοπτική στην απόδοση των χώρων, τον ορθολογικό ρεαλισμό. Ζωγράφιζε ό,τι έβλεπε και ό,τι αισθανόταν. Χρησιμοποιούσε, συχνά, αντιθετικά χρώματα για να περιγράψει το παιχνίδι του φωτός και όπως εξηγούσε με δικά του λόγια: «Προσπαθώ να δείξω την εσωτερική δομή των σχημάτων».

  Τα μήλα ήταν το αγαπημένο θέμα του Cezanne. Τα ζωγράφιζε με απλότητα και λεπτές τονικές αρμονίες. Είναι άμεσα αναγνωρίσιμα, αλλά όχι πιστά στη φυσική τους εικόνα. Του άρεσε πολύ να κάνει συνηθισμένα αντικείμενα, όπως μερικά μήλα, ένα βάζο ή ένα μπολ, να μοιάζουν άγνωστα. Αυτό είναι που κάνει τις νεκρές φύσεις του Cezanne τόσο παραδοσιακές και ταυτόχρονα τόσο πρωτοποριακές.  

Νεκρή φύση με ύφασμα, Cezanne

  Σύμφωνα με τον ζωγράφο και κριτικό Emile Bernard, ο οποίος κατέγραψε το σκεπτικό του Cezanne για την τέχνη, διαβεβαίωνε ότι δεν υπάρχουν ούτε γραμμές ούτε σχήματα. Υπάρχουν μόνο αντιθέσεις. Το σχήμα δημιουργείται από μια ακριβή συσχέτιση τόνων και αν αυτοί παρατίθενται αρμονικά, τότε το ζωγραφικό έργο αποκτά υπόσταση. Ο Cezanne υποστηρίζει: «όσο πλουσιότερο είναι το χρώμα τόσο η μορφή φτάνει στην πληρότητά της».

   Ο Cezanne δεν δεχόταν καμιά παραδοσιακή μέθοδο ζωγραφικής. Είχε αποφασίσει να αρχίσει από την αρχή, σαν να μην υπήρχε ζωγραφική πριν από αυτόν. Τον ενδιέφερε η ζυγιασμένη σύνθεση γι’ αυτό βλέπουμε σε κάποια έργα του σκόπιμες προεκτάσεις τμημάτων των αντικειμένων και ήταν διατεθειμένος να θυσιάσει το «σωστό» περίγραμμα για να επιτύχει το επιθυμητό αποτέλεσμα. Σχετικά με τις νεκρές φύσεις του Cezanne, χαρακτηριστικά είναι τα λόγια της συγγραφέως Virginia Woolf η οποία τις χαρακτήριζε ως εξαιρετικά απλές και συνάμα ιδιαίτερα πολύπλοκες. Τις θεωρούσε αριστουργήματα: «Και τι δεν θα μπορούσαν να είναι έξι μήλα; Υπάρχει μία συνάφεια ανάμεσα σε καθένα από αυτά και στο χρώμα καθώς και τον όγκο. Όσο περισσότερο τα κοιτάς τόσο φαίνονται να γίνονται πιο κόκκινα και πιο στρογγυλά, πιο πράσινα και πιο βαριά. Το χρώμα το ίδιο μοιάζει να μας προκαλεί, να αγγίζει κάποιο νεύρο μέσα μας, διεγείρει, ενθουσιάζει, ξυπνά μέσα μας λέξεις που δεν ξέραμε καν πως υπάρχουν, υπαινίσσεται την παρουσία μορφών εκεί που πριν δεν βλέπαμε παρά το κενό». Τα σχόλιά της αναφερόταν σε μία έκθεση που διοργανώθηκε στο Λονδίνο από τον Ρότζερ Φράι, η οποία περιελάμβανε είκοσι ένα πίνακες του Cezanne. Οι νεκρές φύσεις του, στην πραγματικότητα καθόλου απλές, ήταν άμεσες αναπαραστάσεις άψυχων αντικειμένων, με τα μήλα να μοιάζουν να κυλούν προς τον θεατή, έτοιμα από στιγμή σε στιγμή να ξεπηδήσουν από τον πίνακα.

     φρούτα, CezanneΣυμπληρωματικά ο Wassily Kandinsky έχει πει για τον Cezanne: « Ο Cezanne έβγαζε τα προς το ζην με μια κούπα τσαγιού ή, καλύτερα, συνειδητοποίησε ότι υπάρχει ζωή, ακόμη και σε μια κούπα τσαγιού. Εξέλιξε τη νεκρή φύση σε τέτοιο βαθμό που έπαψε πια να είναι άψυχη. Ζωγράφισε τα αντικείμενα αυτά σαν να ήταν ανθρώπινα πλάσματα, γιατί ήταν προικισμένος με το χάρισμα να μαντεύει τη ζωή που κρύβει μέσα του το καθετί. Το χρώμα και η γραμμή του ταιριάζουν πανομοιότυπα με την πνευματική αρμονία. Ένας άνθρωπος, ένα δέντρο, ένα μήλο- όλα αυτά, ο Cezanne τα χρησιμοποίησε για να δημιουργήσει κάτι που αποκαλείται «εικόνα» και το οποίο αποτελεί έργο αληθινής, πνευματικής και καλλιτεχνικής αρμονίας».

   Τα αντικείμενά του μετέδιδαν μια ασυνήθιστη αίσθηση στερεότητας, ενώ παράλληλα παραβίαζαν όλα τα παραδοσιακά συστήματα ιλουζιονιστικής απόδοσης, εξηγούσαν και πληροφορούσαν χωρίς να «εξαπατούν». Οι στάμνες, οι φρουτιέρες και τα μήλα του Cezanne είναι σχεδόν απτά, δεν παύουν ωστόσο να παραμένουν σαφώς «ζωγραφισμένα» και εξετάζοντάς τα προσεκτικά, διαπιστώνουμε σχεδόν πάντοτε ότι έχουν αποδοθεί με έντονη παραμόρφωση ή αφαίρεση. Θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι ο Cezanne απέδωσε αφαιρετικά τη φόρμα, στον ίδιο βαθμό που ο Van Gogh και ο Gauguin είχαν αποδώσει αφαιρετικά το χρώμα και τον χώρο. Στη συνέχεια, η επιθυμία του να εξηγήσει περισσότερο τις φόρμες τον ώθησε να τις αποδώσει έτσι ώστε να εξασφαλίζονται οι περισσότερες δυνατές πληροφορίες γι’ αυτές. Αποδίδοντας ένα αντικείμενο έτσι ώστε να γέρνει προς το μέρος του θεατή, μας πληροφορεί για την εικόνα που αυτό παρουσιάζει τόσο από πάνω όσο και από εμπρός- μερικές φορές, δίνοντάς του την κατάλληλη θέση, και από το πλάι. Γνωρίζουμε ότι ο Cezanne επανερχόταν πολλές φορές στο ίδιο θέμα. Είναι λοιπόν πολύ πιθανό ότι η εμμονή του σε ορισμένα αντικείμενα τον οδηγούσε ασυνείδητα να τα προσεγγίζει μετακινούμενος ελαφρώς από τη θέση του κάθε φορά που τα ζωγράφιζε. Αυτός είναι ο λόγος που σε ορισμένες περιπτώσεις συναντούμε σε έργα του το ίδιο είδος οπτικής σύνθεσης. Επιπλέον, το γεγονός ότι ο Cezanne δείχνει πολύ συχνά να παρατηρεί από ψηλά το αντικείμενο που αποδίδει έχει ως συνέπεια τον περιορισμό του βάθους και την πίεση του ζωγραφικού χώρου στο επίπεδο της επιφάνειας του πίνακα.

     Αυτοπροσωπογραφία του Σεζάν Γενικά θα λέγαμε ότι τον Cezanne τον γοήτευε η σχέση του χρώματος με το πλάσιμο των σωμάτων. Προσπαθούσε να πετύχει μία αίσθηση του βάθους χωρίς να θυσιάσει τη λαμπρότητα των χρωμάτων και να πετύχει μία τακτική διάταξη.  Ο Cezanne τα τελευταία χρόνια της ζωής του απομονώθηκε, έζησε με την μοναξιά, χωρίς φίλους, ζώντας με επικριτικά σχόλια για τον ίδιο και τα έργα του, δίχως αναγνώριση από το περιβάλλον του και την κοινωνία, ωστόσο ήταν ο μόνος που κατάφερε να προσεγγίσει με τόση ευαισθησία και εσωτερικότητα τις νεκρές φύσεις και να μας κάνει να τις δούμε σαν ζωντανά πλάσματα. Ιδιαίτερο, μοναδικό στυλ, αναγνωρίζουμε αμέσως την πινελιά του, τα χρώματά του, τις νεκρές φύσεις του όπως μόνο εκείνος μπορούσε να τις αντιληφθεί. Δεν μεταφέρει στον καμβά αυτό που βλέπει αλλά αυτό που αντιλαμβάνεται με τις αισθήσεις και έτσι ανοίγει τις πόρτες της μοντέρνας τέχνης.

«Αυτό που προσπαθώ να σας μεταφέρω είναι ακόμα πιο μυστηριώδες, μπλέκεται μέσα στις ίδιες τις ρίζες του είναι, στην ανέγγιχτη πηγή των αισθήσεων»

J. Gasquet, Cezanne

Βιβλιογραφία:


 Μώρις Μέπλω-Πόντυ, Η αμφιβολία του Σεζάν, Το μάτι και το πνεύμα. Βιβλιοθήκη της Τέχνης, Εκδόσεις Νεφέλη.

Άλκης Χαραλαμπίδης, Η τέχνη του 20ου αιώνα– τόμος Ι (1880-1920), University studio press

E. H. Gombrich, Το χρονικό της τέχνης, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, β΄ ελληνική έκδοση

Προηγούμενο άρθρο«Το Ταξίδι» , Έκθεση Ζωγραφικής της Ελένης Πολυχρονάτου
Επόμενο άρθροΟ Don Rosa στην Αθήνα!!!