«Ο σύγχρονος Μποτιτσέλι, καμένος από τη φωτιά του πνεύματος,  που κάνει τα πλάσματά του αδύναμα, σχεδόν άυλα, ώστε να διακρίνεται καλύτερα το στοχαστικό και ευγενικά μελαγχολικό πνεύμα.» M. Sarfatti, Storia della pittura moderna,1930
Ο Αμαντέο Μοντιλιάνι (1884-1920) είναι μια ξεχωριστή προσωπικότητα στην ιστορία της τέχνης. Οι ιδιαιτερότητες της ζωής και της προσωπικότητας του τον ενέταξαν στον κύκλο των «καταραμένων» καλλιτεχνών. Ο χαρακτηρισμός αυτός αποδόθηκε σε πολλούς καλλιτέχνες, από τα μέσα του 19ου και συνήθως αναφέρεται σε μια πορεία ζωής η οποία δε συνάδει με τα κοινωνικά πρότυπα της εκάστοτε εποχής, κυρίως χαρακτηρίζεται από την κατάχρηση ναρκωτικών ουσιών και αλκοόλ, την παρανοϊκή συμπεριφορά, το έγκλημα, τη βία.
Ο Μοντιλιάνι έμελε να μείνει γνωστός ως ο τελευταίος εκπρόσωπος της παραπάνω κατηγορίας καλλιτεχνών. Τιτλοφορείται, όμως και ως ένας εκ των πάτερων της ζωγραφικής του 20
ου αιώνα, που πάρα τις προφανείς επιρροές του από την παράδοση κατάφερε να δημιουργήσει ένα προσωπικό-μοναδικό στυλ.

 Η ταραχώδης ζωή του


Μοντιλιάνι:Καρυάτιδα 1911-12Στην πόλη Λιβόρνο της Τοσκάνης, στις 12 Ιουλίου του 1884, η Εουτζένια έφερνε στον κόσμο το τέταρτο παιδί της, τον Αμαντέο Μοντιλιάνι. Κατά τη διάρκεια του τοκετού, ενώ ο δικαστικός επιμελητής στέκονταν στην πόρτα, οι συγγενείς της γυναίκας προσπαθούσαν
να στοιβάξουν κάτω από το κρεβάτι τα πολυτιμότερα αντικείμενα της οικογένειας, προκειμένου να τα σώσουν, εκμεταλλευόμενοι τον νόμο σύμφωνα με τον οποίο απαγορευόταν να κατασχεθεί ότι βρισκόταν κάτω από το κρεβάτι μιας ετοιμόγεννης.
Ο Μοντιλιάνι έρχεται στον κόσμο σε μια στιγμή που η οικογένεια του βρίσκεται σε δυσχερή οικονομική θέση λόγω της πτώχευσης της επιχείρησης με καυσόξυλα και κάρβουνα, την όποια διατηρούσε ο πατέρας του Φλαμίνιο στη Σαρδηνία.
Η Εουτζένια κατάγονταν, επίσης από εβραϊκή οικογένεια, λιγότερο όμως συντηρητική και περισσότερο καλλιεργημένη από τους Μοντιλιάνι, μεγαλωμένη από αγγλίδα προτεστάντισσα γκουβερνάντα και φοιτώντας σε γαλλικό καθολικό σχολείο.
Μετά την οικονομική κατάρρευση της επιχείρησης του συζύγου της άρχισε να εργάζεται ως μεταφράστρια, κριτικός λογοτεχνίας και δασκάλα σε ιδιαίτερα μαθήματα. Η Εουτζένια έτρεφε μεγάλη αδυναμία στο μικρότερο γιο της και το 1897, ύστερα από πολλές πιέσεις του Αμαντέο επέτρεψε στον τελευταίο να παρακολουθήσει μαθήματα σχεδίου αφού πρώτα είχε ολοκληρώσει με όχι μεγάλη επιτυχία τις εξετάσεις του γυμνασίου.
Ένα χρόνο αργότερα ο Αμαντέο αρρώστησε από τυφοειδή πυρετό, ο οποίος θα προκαλέσει σοβαρή βλάβη στους πνεύμονές του και από τότε θα ζει με εύθραυστη υγεία.
Σύμφωνα με πληροφορίες που δεν επιβεβαιώνονται και αγγίζουν τα όρια του μύθου στο παραλήρημα του πυρετού απέσπασε από τη μητέρα του την άδεια να εγκαταλείψει οριστικά τις σπουδές του και να αφοσιωθεί ολοκληρωτικά στη ζωγραφική.
Από τότε άρχισε να παρακολουθεί τα μαθήματα του  ζωγράφου Guglielmo Micheli. Παράλληλα η αδερφή της μητέρας του η Λόρα τον μυεί στην φιλοσοφία του Νίτσε, διδάσκοντας του πως « ο άνθρωπος είναι μία τεντωμένη χορδή ανάμεσα στο κτήνος και τον Υπεράνθρωπο».
Η θεία Λόρα αντιμετώπιζε ψυχολογικά προβλήματα καθώς έπασχε από μανία καταδίωξης, νόσος που θα επιβάλει, δέκα χρόνια αργότερα, την εισαγωγή της σε κλινική στην Νορμανδία. Για τον Μοντιλιάνι θα παρέμενε πάντα ένα «υπέροχο μυαλό», ο καθοδηγητής του όχι μόνο στην σκέψη του Νίτσε, άλλα και στην προσέγγιση των νέων φιλοσοφικών θεωριών του Αρνί Μπεργκσόν σχετικά με την έννοια του χρόνου, οι οποίες θα πυροδοτούσαν αργότερα τους λογοτεχνικούς πειραματισμούς του Μαρσέλ Προύστ και του Τζείμς Τζόις.

Στο εργαστήριο του Guglielmo Micheli, ο Μοντιλιάνι αφοσιώνεται με πάθος στην ζωγραφική. Η μητέρα του, στο ημερολόγιο της στις 10 Απριλίου του 1899 γράφει: « Ο Ντέντο […] δεν κάνει τίποτε άλλο από το  να ζωγραφίζει, αλλά το κάνει όλη μέρα, κάθε μέρα, μ’ ένα πάθος που με ξαφνιάζει και με μαγεύει […]. Ο καθηγητής του είναι πολύ ευχαριστημένος μαζί του.» Σύμφωνα με μαρτυρίες ο Αμαντέο ήταν ένας μαθητής γεμάτος σεβασμό προς τον δάσκαλο του και πρόθυμος να συνδιαλέγει με άλλους ντόπιους νεαρούς ζωγράφους, μερικοί από τους οποίους, όπως ο Oscar Ghiglia ή ο Renato Natali, θα αποκτήσουν αργότερα σημαντική φήμη.

Στα τέλη του 1900, αρρωσταίνει με φυματίωση και ύστερα από σοβαρή υποτροπή το χειμώνα του 1901, η μητέρα του αποφασίζει να ταξιδέψει με το γιο της στο νότο. Επισκέπτονται τη Νεάπολη, το Κάπρι, το Αμάλφι και αργότερα τη Ρώμη και τη Φλωρεντία. Κατά τη διάρκεια της εκεί παραμονής τους επισκέπτονται μουσεία εκκλησίες και πινακοθήκες. Ο Μοντιλιάνι επιδίδεται με ιδιαίτερη θέρμη στην αντιγραφή έργων και συνειδητοποιεί το άνοιγμα νέων οριζόντων μπροστά του. Σε επιστολές προς το φίλο του  Oscar Ghiglia γράφει ότι: «συνέλεξε […] αλήθειες για την τέχνη και τη ζωή» αφού κατανόησε «τις ομορφιές της Ρώμης» και ότι βρίσκεται στο κατώφλι της «ταραχής που προηγείται της χαράς, την οποία θα διαδεχτεί η αδιάκοπη, ιλιγγιώδης δραστηριότητα του πνεύματος […]. Τώρα είμαι γεμάτος γόνιμες ιδέες, έχω ανάγκη να δημιουργήσω».   Ο Μοντιλιάνι ταυτόχρονα συνειδητοποιεί ότι προκειμένου να ικανοποιήσει αυτή του την ανάγκη πρέπει να έλθει σε επαφή με τον μοντερνισμό, που αρχίζει τα βήματα του την εποχή που και εκείνος μεγαλώνει. Για να το πράξει πρέπει να εγκαταλείψει το Λιβόρνο.

Μοντιλιάνι:Το μεγάλο γυμνό 1917Πρώτος σταθμός του ταξιδιού (τα έξοδα του οποίου αναλαμβάνει ο θείος του Amedeo Garsin, ο οποίος μέχρι το θάνατο του το 1905, χρηματοδοτεί γενικά τα ταξίδια του Μοντιλιάνι) ήταν η Φλωρεντία. Εκεί συγκεντρώνονταν πολλοί νέοι διανοούμενοι καθώς ήταν
μια πόλη που επέτρεπε την επιβίωση παλαιών παραδόσεων άλλα και τη διαλεκτική διασταύρωση ιδεών. Εκεί θα μοιραστεί το εργαστήριο του  Oscar Ghiglia και θα γνωρίσει πολλούς νέους καλλιτέχνες. Κατά πάσα πιθανότητα στη Φλωρεντία ήρθε σε πρώτη επαφή με την πέτρα στην οποία  αργότερα θα σμιλέψει μοναδικά έργα, όπως οι περίφημες καρυάτιδές του.

 Το Μάρτιο του 1903, Ο Μοντιλιάνι μετακομίζει στη Βενετία. Γράφεται στο Ινστιτούτο Καλών Τεχνών και αρχικά ζει στα πιο κοσμικά σημεία της πόλης, όμως, αργότερα αναγκάζεται να αναζητήσει πιο οικονομική στέγη.  Όπως έλεγε ο ίδιος πήγε στην πόλη «για να μελετήσει το γεμάτο χάρη ύφος του Τζοβάνι Μπελίνι, του Καρπάτσο και  ορισμένων καλλιτεχνών από τη Σιένα του 14ου αιώνα».
Σύμφωνα με τις  μαρτυρίες του Ardengo Soffici, ο οποίος γνώρισε τον Μοντιλιάνι όταν έφθασε στην Βενετία από το Παρίσι τον Αύγουστο του 1903,  ήταν «ένα αγόρι με ωραία χαρακτηριστικά και ευγενικό πρόσωπο […] κομψά ντυμένο», «με χαριτωμένους τρόπους», «προικισμένο με μεγάλη εξυπνάδα και γαλήνη». Εκτός από τον Soffici έρχεται σε επαφή και με άλλα μέλη της βενετσιάνικης αριστοκρατίας και επιδίδεται στην προσωπογραφία (δυστυχώς δεν έχουν σωθεί έργα του από αυτή την περίοδο της δημιουργίας του). Η επαφή του με τον βαρόνο Cuccolo ή Croccolo θα συμβάλει στην είσοδο του Μοντιλιάνι στον κόσμο των ουσιών, καθώς ο ευγενής μαζί με το ζωγράφο επισκέπτονταν την Giudecca, όπου μαζί με κορίτσια από τη γειτονιά πειραματίζονταν με τον πνευματισμό και το χασίς, θεωρώντας ότι θα τους βοηθούσαν να κατανοήσουν καλύτερα την πραγματικότητα, οξύνοντας τις αισθήσεις και τη φαντασία τους. Όμως η κατάχρηση των ναρκωτικών και ποτών που θα τον συνδέσει με τον μύθο του «καταραμένου ποιητή» θα συμβεί στο Παρίσι, στο οποίο θα ταξιδέψει στις αρχές του 1906.

 Στις πρώτες μέρες της διαμονής του στο Παρίσι ο Μοντιλιάνι καταλύει σ’ ένα κάλο ξενοδοχείο στην Place de la Mdeleine, περιοχή όπου  ήταν καλλιτεχνικό κέντρο με πολλές νέες γκαλερί και έδρα του πιο πρωτοποριακού περιοδικού της εποχής της La Revue Blanche. Αργότερα ο ζωγράφος μετακόμισε στην Μονμάρτη, συνοικία που είχε γίνει γνωστή ως το καταφύγιο των νέων καλλιτεχνών που έφταναν στην πόλη γοητευμένοι από τη φήμη των ιμπρεσιονιστών. Ο Μοντιλιάνι γράφεται στην Ακαδημία Colarossi. Όμως στο Παρίσι, εκείνη την περίοδο, η πραγματική ακαδημία ήταν τα καφέ, τα μπιστρό, τα καμπαρέ και οι ταβέρνες. Όπως συνήθιζαν να λένε τότε «Πες μου που τρως και θα σου πω πως ζωγραφίζεις». Σύντομα ο Αμαντέο γνωρίζει μια πλειάδα καλλιτεχνών και ποιητών όπως τον Πάμπλο Πικάσο, τον Αντρέ Ντερέν, τον Γκιγιώμ Απολινέρ, τον Ντιέγκο Ριβέρα, τον Μαξ Ζακόμπ και τον Ζακ Λιπσίτς, οι οποίοι αναζητούσαν ακόμη τον προσωπικό τους δρόμο στην τέχνη.

Τον δικό του προσωπικό δρόμο αναζητά και ο Μοντιλιάνι παρά το γεγονός ότι βιώνει από κοντά τις καινοτομίες των Φωβ και τις εξελίξεις που οδήγησαν στην εμφάνιση του Κυβισμού και του Εξπρεσιονισμού. Ο φιλότεχνος Louis Latourette διηγείται ότι ο Μοντιλιάνι παραπονιόταν ότι «τα μάτια μου ως Ιταλού δεν μπορούν να συνηθίσουν το φως του Παρισιού» και απογοητευμένος συχνά κατέστρεφε τα έργα του, λέγοντας ότι ήθελε να ασχοληθεί μόνο με τη γλυπτική. Παρόλα αυτά αρχίζει σταδιακά να εκθέτει έργα του τα οποία κυρίως είναι προσωπογραφίες και γυμνά. Η γνωριμία του με το φιλότεχνο γιατρό Paul Alexandre θα αποβεί καθοριστική στο να συμμετέχει ο Ιταλός στο Σαλόνι των Ανεξαρτήτων, τον Μάρτιο του 1908, με πέντε έργα: την Εβραία, δύο γυμνά, μια σπουδή (Το Είδωλο)και ένα σχέδιο.

Εκτός από τον Alexandre, εκείνη την περίοδο, ο Μοντιλιάνι θα συνδεθεί με τον Βαρόνο Pigeard. Ο τελευταίος προμήθευε πολλούς καλλιτέχνες και ποιητές με χασίς και κοκαΐνη, οργάνωνε ξενύχτια οπού η χρήση ναρκωτικών ουσιών ήταν απολύτως απαραίτητη. Αξίζει να σημειώσουμε ότι μεταξύ του 1906 και 1909 η χρήση όπιου θεωρούνταν εξαιρετικά ευγενής και «ιδιαίτερη» δραστηριότητα, μακριά από τη φασαρία των καμπαρέ και των φτηνών εστιατορίων. Εκτός των ουσιών, ο Μοντιλιάνι αρέσκονταν και στην κατανάλωση αλκοόλ. Αυτήν του τη συνήθεια του άρεσε να μοιράζεται με τον επίσης ζωγράφο Μωρίς Ουτριγιό, ο οποίος ήταν γνωστός για τον αλκοολισμό του. Χαρακτηριστικά  ο Πικάσο έλεγε ότι «αρκούσε να περάσεις δίπλα από τον Ουτριγιό για να μεθύσεις». Μαρτυρίες αναφέρουν ότι τους δύο ζωγράφους τους πέταγαν έξω από τα μπαρ τύφλα στο μεθύσι, ενώ ο Αμαντέο απήγγελλε Δάντη και ο Μωρίς πέταγε τα ρούχα του στο δρόμο.

 Οι γυναίκες της ζωής του


Μοντιλιάνι: Η Jeanne Heruterne με μεγάλο καπέλοΣημαντικό ρόλο για την εξέλιξη της ζωής αλλά και της τέχνης του Μοντιλιάνι ήταν η αγάπη του για τις γυναίκες. Όπως είναι γνωστό η θεματογραφία του κατά πλειοψηφία περιλαμβάνει γυναικείες προσωπογραφίες και γυναικεία γυμνά. Θα σταθούμε σε τρεις θηλυκές παρουσίες. Αρχικά θα αναφερθούμε στην Άννα Αχμάτοβα Ρωσίδα ποιήτρια, η οποία γνωρίστηκε με τον Ιταλό στο Παρίσι το 1910 κατά τη διάρκεια του γαμήλιου ταξιδιού της με τον ποιητή Γκουμιλιόφ.
Η  Άννα  και ο Αμαντέο έζησαν ένα χρόνο θυελλώδους σχέσης έως ότου οι συνεχείς εκρήξεις του τελευταίου την αναγκάσουν να επιστρέψει στο σύζυγό της. Η φυγή της τσακίζει τον συναισθηματικό του κόσμου. Ναρκωτικά και αλκοόλ, ακόμη μία φορά, θα αποτελέσουν τα «νηπενθή του φάρμακα».
Ο επόμενος θυελλώδης έρωτας του Μοντιλιάνι ήταν μια Νοτιοαφρικανή δημοσιογράφος, η Μπέατρις Χάστινγκς. Πρόκειται για μια εκκεντρική φυσιογνωμία, αυταρχική και σαγηνευτική ταυτόχρονα. Σύμφωνα με μερικούς ωθούσε τον Αμαντέο να πίνει, ενώ αντίθετα άλλοι υποστηρίζουν ότι τον βοηθούσε και τον παρακινούσε να δουλεύει.
Η τελευταία μούσα του Μοντιλιάνι, η οποία επέλεξε να τον ακολουθήσει στο τελευταίο του ταξίδι ήταν η Ζαν Εμπυτέρν. Όταν γνώρισε το ζωγράφο, το 1917, ήταν 19 ετών μαθήτρια της Ακαδημίας του Colarossi. Το 1918 το ζευγάρι θα αποκτήσει μια κόρη. Στις 18 Ιανουάριου του 1920 ο Κίσλινγκ και ο Ortis de Zarate  βρίσκουν  το Μοντιλιάνι στο κρεβάτι στο παγωμένο εργαστήριο του. Δίπλα του η Ζαν Εμπυτέρν έγκυος στον ένατο μήνα, γύρω τους υπήρχαν άδεια μπουκάλια κρασιού, κάρβουνο και ανοιγμένες κονσέρβες σαρδέλας. Πάρα τη μεταφορά του στο νοσοκομείο ο Μοντιλιάνι δεν κατάφερε να νικήσει τη φυματίωση και στις 24 του ίδιου μήνα απεβίωσε. Δύο μέρες αργότερα η Ζαν, μην αντέχοντας την απώλεια του συντρόφου της, θα πηδήξει από τον πέμπτο όροφο του πατρικού της, ο θάνατος της ήταν ακαριαίος.

 Ο  γλύπτης Μοντιλιάνι


 Μοντιλιάνι: Κεφάλι Γυναίκας 1912Ο Μοντιλιάνι ερωτεύτηκε την πέτρα από πολύ νωρίς και η αγάπη του για αυτήν διήρκεσε σε όλη του τη ζωή. Η πιο παραγωγική του περίοδο σ’ αυτόν τον καλλιτεχνικό τομέα ήταν από το 1910 έως το 1913, αν και συνέχισε να ασχολείται μέχρι το 1916. Η εμμονή του με την γλυπτική θα παραχωρήσει τη θέση της σταδιακά στο σχέδιο, στην υδατογραφία, στην ελαιογραφία. Φαίνεται πως ο Μοντιλιάνι παρά τη μεγάλη του λατρεία αναγκάστηκε να απαρνηθεί τη γλυπτική για τετριμμένους λόγους όπως ήταν το κόστος της πέτρας, η ευάλωτη υγεία του, το γεγονός ότι το εργαστήριο του βρισκόταν στον πρώτο όροφο και έπρεπε να σμιλεύει τα έργα του στην αυλή, η δυσκολία του να μεταφέρει τα έργα του όταν μετακόμιζε στα διαφορά ατελιέ του και τέλος η πίεση που του ασκούσαν οι μαικήνες οι οποίοι αγαπούσαν περισσότερο τη ζωγραφική.

Καθοριστική για την εξέλιξη της γλυπτικής τέχνης του Μοντιλιάνι ήταν η γνωριμία του με τον Ρουμάνο γλύπτη Κονσταντίν Μπρανκούζι, ο οποίος είναι από τους μεγαλύτερους γλύπτες του 20ου αιώνα, από τους πρωτοπόρους της αφαίρεσης.
Ο τελευταίος μύησε τον Ιταλό στα μυστικά της γλυπτικής. Το 1911 η σχέση του με τον Μπρανκούζι  και η φίλια του με τον Πορτογάλο ζωγράφο Cardoso οδήγησαν στη πρώτη έκθεση γλυπτικής του Αμαντέο, από την οποία διασώζονται μερικές φωτογραφίες με ιερατικές προτομές. Το 1912 εκθέτει στο Φθινοπωρινό Σαλόνι 8 πέτρινα γλυπτά. Επίσης, σημαντική συμβολή στην γλυπτική άλλα και στη ζωγραφική του Μοντιλιάνι, είχε η μύηση του στην «πρωτόγονη» τέχνη, δηλαδή τον επηρεασμό από την τέχνη λαών, οι οποίοι δεν ανήκαν στον ευρωπαϊκό χώρο, όπως η παραδοσιακή τέχνη της Αφρικής. Χαρακτηριστικά έργα του τελευταίου είναι οι προτομές οι οποίες χαρακτηρίζονται από την προέκταση, τον κάθετο γεωμετρικό άξονα της μύτης και δύο μεγάλα ελλειψοειδή μάτια, και φόρμες απέριττες.  Ο Μοντιλιάνι δεν έμεινε γνωστός ως γλύπτης, γιατί δυστυχώς έχουν διασωθεί πολύ λίγα γλυπτά του, γιατί ο ίδιος τα κατάστρεφε τα έργα του.  

Ο Μοντιλιάνι έζησε μια έντονη ζωή την οποία χαρακτήριζε ο παράφορος έρωτας για την καλλιτεχνική δημιουργία. Έζησε σε μια εποχή όπου σημειώνονταν μια νέα-κρίσιμη  καμπή στην ιστορία της τέχνης, η γέννηση του μοντερνισμού.
Παρά το γεγονός όμως της γνώσης της μετάβασης και της επιρροής του από έργα τα οποία υπέγραφαν οι Σεζάν, Τουλούζ Λωτρέκ, Πικάσο, Σούτιν ή ο Ματίς. Ο Ιταλός αναλώθηκε στην αναζήτηση μιας ατομικής ταυτότητας, η οποία θα τον οδηγούσε στην ουσία των πραγμάτων.
Η τέχνη του θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ωδή στο ανθρώπινο πρόσωπο, στο γυναικείο γυμνό. Τα πορτρέτα του, όπως και τα γυμνά του είναι εξαιρετικά απλά.
Τα χαρακτηριστικά τους: οι μακριοί λαιμοί τα καλοσχηματισμένα χείλη σε αρμονία με τα χέρια που πάντα περιλαμβάνονταν (καθοριστικό στοιχείο του έργου του). Τα περιγράμματα του λιτά, απέριττα άλλα ταυτόχρονα σαγηνευτικά. Τα χρώματα του μοναδικά, εκστασιαστικά, πηγάζουν από το κέντρο της ψυχής του. Όπως χαρακτηριστικά γράφει ο Gutierrez « Το χρώμα, η γραμμή και το περίγραμμα άγγιξαν στην περίπτωση του Μοντιλιάνι μια από τις ψηλότερες κορυφές στην ιστορία της τέχνης.»  

Προηγούμενο άρθροΣτέλλα Μπακατσή: Ίχνη Αναπνοών.
Επόμενο άρθροΟ “Ακάλυπτος” έρχεται στη μεγάλη οθόνη!