Παλιά κατάρα της φυλής μας,

πάντα απ’ τη μια στην άλλη τρικυμία θα γυρνάς,

στοιχειό σε ανθρωποφάγων χώρες.

 

Μιμίκα Κρανάκη, Φιλέλληνες: Ένα έπος δίχως happy end
Η Μιμίκα Κρανάκη (1922-2008) αποτελεί, κατά γενική ομολογία, μία ήσσονα μορφή της Νεοελληνικής Πεζογραφίας. Γεννημένη στη Λαμία και μεγαλοαστικής καταγωγής ανατράφηκε στην Αθήνα και έλαβε υψηλή μόρφωση. Τόσο κατά διάρκεια της μεταξικής δικτατορίας όσο και της Κατοχής ανέπτυξε αντιστασιακή δράση και προσαρτήθηκε στο ΚΚΕ από το οποίο, όμως, διαγράφηκε μόλις το 1947. Από το τέλος του 1945 μέχρι τον θάνατό της, το 2008, διέμεινε στο Παρίσι, όπου σπούδασε φιλοσοφία με υποτροφία της γαλλικής κυβέρνησης  στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης. Έχοντας ήδη δημοσιεύσει ορισμένα ποιήματα, τo 1947 εξέδωσε το μυθιστόρημα  Contre temps και τρία χρόνια αργότερα τη συλλογή από νουβέλες Τσίρκο.

Η λογοτεχνική της σταδιοδρομία έληξε το 1993 με το μυθιστόρημα Φιλέλληνες: είκοσι τέσσερα γράμματα μιας Οδύσσειας.[1] Ήρωες του έργου είναι οι αριστερών φρονημάτων Έλληνες «εκκολαπτόμενοι διανοούμενοι», οι οποίοι, αφήνοντας πίσω τους μία ερειπωμένη οικονομικά και κοινωνικά χώρα, επιβιβάζονται στο θρυλικό πλοίο Ματαρόα με προορισμό το Παρίσι, ελπίζοντας σε ένα καλύτερο μέλλον. Στο κέντρο του ενδιαφέροντος βρίσκονται οι Φιλέλληνες με το ιδιότυπο περιεχόμενο που δίνει η συγγραφέας στον όρο αυτό: «οι άνθρωποι του «αλλού», όχι κατ’ ανάγκην Έλληνες, αγαπούν από μακριά, έξω από τον χώρο τους, μια Ελλάδα ιδανική, ο καθένας τη δικιά του».[2]

Στο έργο εμπεριέχονται οι μαρτυρίες διαφορετικών ειδών Φιλελλήνων: των υποτρόφων της πρώτης και της δεύτερης γενιάς (επί χούντας), των μεταναστών στην Αμερική, των μη- Ελλήνων εκτοπισμένων. Πάντως όλοι μοιράζονται το κοινό στοιχείο  της λούμπεν «ράτσας», ανθρώπων που προσπάθησαν σκληρά να προσαρμοστούν και να δημιουργήσουν στον ξένο τόπο, μόνο για να φτάσουν στη τραγική συνειδητοποίηση: «πόσες μάταιες στροφές, στρόβιλοι και λοξοδρομίες για να φτάσουμε εκεί, ενώ μπορούσαμε να ‘χαμε μείνει στο λιμάνι». Το έργο αρθρώνεται σε 24 κεφάλαια —ραψωδίες— με επιστολική μορφή, μικροαφηγήσεις που αποτυπώνουν μια ξεχωριστή εκδοχή της ξενιτιάς, συνθέτοντας έτσι το μεγάλο —όχι όμως ενιαίο— αφήγημα της εξορίας.

MATARΟA
MATARΟA

 

Partir c´ est mourir un peu: Εμείς και Αυτοί

Πιο πολύ κι από σένα κι απ’ τη γλώσσα

κι απ’ τον ήλιο, μου ‘λειψε εδώ, ο σεβασμός.

 Η αντίληψη που διατρέχει το έργο είναι αυτή της διαλεκτικής άρνησης του Άλλου, του ξένου, ο οποίος διαβιεί σε ένα εχθρικό περιβάλλον που παρακωλύει την ομαλή του ένταξή. Ενώ η Γαλλία αρχικά θεωρούταν η Γη της Επαγγελίας, τελικώς απογοητεύει τους υποτρόφους, αφού οι αυτόχθονες παρουσιάζονται αρκούντως αφιλόξενοι —««μισόξενοι» κατά το μισάνθρωπος». Αποφεύγουν τις διαπροσωπικές σχέσεις με τους αλλοεθνείς και τους υποτιμούν. Τους αφαιρούν τη δυνατότητα της ελεύθερης έκφρασης, κι όπως διαβάζουμε σε μία από τις επιστολές «άμα η ζωή σου είναι βουβή είναι σα να μη την έζησες». Έτσι, ο μέτοικος φοβάται να κάνει την παρουσία του αισθητή μήπως και ενοχλήσει —«η ψυχή μου σφάλισε […]περπατάω σαν διαρρήκτης σε ξένο σπίτι»— οδηγείται, δηλαδή, σταδιακά στον αυτοπεριορισμό και την εκμηδένιση. Διαβάζουμε χαρακτηριστικά πως «η περιφρόνηση, εδώ, μπορεί, τελικά να ‘ναι πιο ψυχοφθόρα κι απ’ την εξορία. […]στον τόπο μου, είμαι κάτι, είμαι εχθρός, εδώ δεν είμαι τίποτα, δεν υπάρχω σαν άνθρωπος, είμαι εκτόπλασμα». Η απώλεια της ταυτότητας συνδυάζεται με το μοτίβο της ομηρείας που υποδηλώνει την ανελευθερία και την  υποτέλειά τους· όπως οι ίδιοι υποστηρίζουν «ένας ξένος είναι πάντα όμηρος του νοικοκύρη». Κατά συνέπεια, οι ξενιτεμένοι αναπτύσσουν αντίστοιχη έχθρα προς τους γηγενείς με αποτέλεσμα ένα αμφίδρομο εθνικιστικό ξέσπασμα, την ακραία πόλωση του «Εμείς» από το «Αυτοί» —οι εχθροί.

Η καθημερινή βίωση της απόρριψης και της υποβάθμισης πλήττει βαθύτατα την αυτοεκτίμησή των αυτοεξόριστων, οι οποίοι εκφράζουν την απουσία μέλλοντος και προοπτικής στην Γαλλία. Γενικά, αισθάνονται ανέστιοι και μετέωροι μέσα στο σπίτι τους, καθώς δεν μπορούν να κατακτήσουν η αίσθηση του ανήκειν στη γαλλική συλλογικότητα. Έτσι, οι υπότροφοι αρκούνται σε μια «μοίρα επιστολική», με τα γράμματα να δρουν ως μέσο ενωτικό και διασπαστικό. Πρόσκαιρα τους δίνουν την αίσθηση του υπάρχειν —αφού κάποιος τους θυμάται— ενώ σταδιακά τους την αφαιρούν, καθώς αποκόπτονται και λησμονούνται από τους οικείους. Η μοναξιά τους αισθητοποιείται με φράσεις απελπισίας, όπως «όσο και να φωνάξω «βοήθεια» ποιος θα μ’ ακούσει σε τούτο το πηγάδι που ‘χω πέσει;».

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον, μάλιστα,  παρουσιάζει το φαινόμενο της απόσπασης από τον εαυτό που εντοπίζεται σε πολλές ραψωδίες. Ουσιαστικά, οι αποστολείς δυσκολεύονται να αναγνωρίσουν τα ταυτοτικά χαρακτηριστικά ως δικά τους. Αναφέρουν πως «όλη μου τη ζωή την πέρασα πλάι, έξω από τον εαυτό μου τον αληθινό» σκιαγραφώντας, έτσι, τη διχασμένη, υβριδική ταυτότητα του ξένου.

 

Ο ανεστραμμένος Ομηρικός μύθος

λλ κα ς θλω κα ἐέλδομαι ματα πντα

οκαδ τ λθμεναι κα νστιμον μαρ δσθαι.

(Μα κι έτσι θέλω κι ακατάπαυτα με δέρνει ο πόθος, πίσω
να στρέψω, την ημέρα κάποτε να ιδώ του γυρισμού μου.)

 Οδύσσεια, ε 220

 Με τις επαναλαμβανόμενες αναφορές στην αρχαιοελληνική μυθολογία στοιχειοθετείται σταδιακά ο μύθος της Οδύσσειας, ο οποίος, όμως, παρωδείται και αντιστρέφεται. Για τους υποτρόφους ουσιαστική επιστροφή στη γενέθλια γη δεν υπάρχει —«κάποιο λάθος έγινε στον μύθο».  Αρκετοί δεν επιστρέφουν φοβούμενοι πως δεν θα βρουν αυτό που άφησαν ή από αδυνατώντας  να ξαναρχίσουν «τη σκληρή γυμναστική της προσαρμογής». Ωστόσο, κι όσοι επιστρέφουν, εμφανώς αλλαγμένοι, δυσκολεύονται να την αναγνωρίσουν, αρκούνται σε τυπικές συναναστροφές με πρόσωπα του παρελθόντος και βιώνουν την αποξένωση εις διπλούν· «και ξανάρχισε η οδύσσεια μες στην Ιθάκη […] ξανάρχισε ο αποκλεισμός του ξένου». Η κατακερματισμένη ταυτότητα του Άλλου αισθητοποιείται εκ νέου με φράσεις όπως «κάθε μόριο μου είναι εξ αδιαιρέτου σύνθετο από «εμείς/αυτοί»».

Στο σημείο αυτό διαπιστώνουμε τη σύνδεση της Κρανάκη με τη μεταμοντέρνα αντίληψη του νομαδισμού και της ανέφικτης παλιννόστησης. Η Ελλάδα —ως φαντασιακή, εξιδανικευμένη κατασκευή του κάθε Φιλέλληνα— παρουσιάζεται ως  «η χώρα του ανέφικτου». Αντίστοιχα, ο ελληνικός λαός εν γένει συνδέεται με την κινητικότητα και την περιπλάνηση, είναι «ένα πλοιάριο κλυδωνιζόμενο[…]δίχως λιμάνι και δίχως κάβο». Ιδιαίτερα όταν πληροφορούνται τις δυσμενείς συνθήκες που επικρατούν στην Ελλάδα, οι μέτοικοι βεβαιώνονται πως θα παραμείνουν ξένοι, αλλοίοι και θα παρακολουθούν τον καημό του «ρωμέικου» αδρανείς, ως τηλε-θεατές. Η έμμεση παρακολούθηση επιτείνει την αποστασιοποίηση και η ξενιτιά προβάλλεται ως ένα «χρόνιο νόσημα» με τον κίνδυνο να εξαπλωθεί και «κάποτε όλος ο πλανήτης να γίνει χώρα απάτριδων».

Φιλέλληνες
Φιλέλληνες
Κοινωνία, Πολιτική και Ιστορία

Η Μ. Κρανάκη, όπως και άλλα «μαύρα πρόβατα» της αριστεράς (Μ. Αξιώτη, Α. Αλεξάνδρου, Σ. Τσίρκας) απεχθάνεται τη ξύλινη γλώσσα της Αριστεράς καθώς και τις σταλινικές αυταρχικές πρακτικές. Στους Φιλέλληνες εκφράζει εν γένει τις αμφιβολίες της για τις μείζονες αφηγήσεις της προόδου και για τα συλλογικά οράματα —χαρακτηριστικά για τον μαρξισμό ως μια έκφανση εξουσιαστικού λόγου αναφέρεται πως «κάθε τυραννία επικαλείται […] μια ιδεολογία […] Τι ονειρεύονται όλοι; Ένα κλειστό σύστημα ζωής, το ίδιο για όλους χωρίς να ερωτηθούν τα άτομα» και αλλού «κάθε –ισμός είναι για μένα ψέμα. Μόνο κείνο που ‘ζησα εγώ σε πρώτο πρόσωπο μπορώ να σου πω εγώ, όχι η Επανάσταση, δηλαδή μόνο θρύψαλα και ψίχουλα από την Ιστορία, και τι άγαλμα να φτιάξεις μ’ αυτά τα ακρωτηριασμένα μέλη τα αιμόφυρτα, τι σύνολο ενιαίο με νόημα, ποια αλήθεια;» Το ενδιαφέρον στρέφεται πλέον στο άτομο και όχι στην κοινωνία ως σύνολο. Λόγου χάρη ως πόνος νοείται «όσα βαθιά έζησες ολομόναχος με το κορμί σου» και όχι οι Μεγάλες Ιστορικές Τραγωδίες.

Κατ’ αυτόν τον τρόπο, προβάλλεται η μεταμοντέρνας προέλευσης αντίληψη του κόσμου ως ενός ανοιχτού, ανολοκλήρωτου συστήματος όπου το νόημα διαρκώς μεταβάλλεται ή και απουσιάζει, όπως δηλώνεται στο μοτίβο της μη-επικοινωνίας, δηλαδή στο παράδοξο των επιστολών δίχως παραλήπτη. Αντίστοιχα, υπογραμμίζεται ο ρόλος του τυχαίου και του αβέβαιου μέσα σε μια ραγδαίως μεταβαλλόμενη πραγματικότητα. Αυτό εκφράζεται καθαρά με τη σταθερή αναφορά στις ζαριές στο παιχνίδι τύχης, τάβλι. Οι «διπλές» και οι εξάρες» που «φέρνουν» οι αφηγητές σηματοδοτούν ατυχείς και ,αντίστοιχα, ευτυχείς στιγμές, επιλογές ή Ιστορικά γεγονότα. Έτσι, η Ιστορία συνεχίζει τη σαρωτική πορεία της και ανατρέπει τα ανθρώπινα σχέδια και υπολογισμούς.

Η απόρριψη των κλειστών, παγιωμένων συστημάτων σκέψης και δράσης συμβαδίζει απόλυτα με την απόρριψη της μοναδικότητας της αλήθειας και την αναγνώριση της ετερότητας ως αναγκαίου συστατικού της ταυτότητας. Σύμφωνα με έναν από τους βασικούς αφηγητές, τον Μάρκο, «η αλήθεια είναι πολλαπλή, πολυφωνική, άπειρη» και «ο Άλλος είναι η αναγκαία προϋπόθεση για να υπάρχω εγώ. […] είναι ισότιμος, ισάξιος και απαιτεί τον σεβασμό που οφείλεται στον καθένα». Μολαταύτα, παρ’ ότι οι ανωτέρω απόψεις εκφράζονται θεωρητικά, ιδιαίτερα έντονα, στην ραψωδία Ω, δεν αισθητοποιούνται στο λογοτεχνικό σύμπαν, καθώς, όπως είδαμε, το διαφορετικό εξοβελίζεται και  απορρίπτεται. Αυτό κατά τη γνώμη μας είναι και το μεγαλύτερο εμπόδιο για να λάβει το κείμενο αυτό τον προσδιορισμό του μεταμοντέρνου και για να αποκτήσει μεγαλύτερη λογοτεχνική αξία.

 

Νεωτερίζουσα συγγραφική: στο μεταίχμιο πρόζας και ποίησης

Πρόκειται για ένα κατά βάση αυτοβιογραφικό κείμενο, όπου το ζήτημα της εξορίας εκλαμβάνεται και θεματοποιείται άμεσα μεν, σε ελάσσονα τόνο δε, αφού «όπως επισημαίνει και η Julia Kristeva «η γλώσσα της εξορίας καταπνίγει την κραυγή, ποτέ δεν φωνασκεί»[3]. Ο λόγος είναι κυρίως εξομολογητικός και μακροπερίοδος με συχνές αναδιπλώσεις και επαναφορές κάτι που εύλογα συμβάλλει στην ποιητικότητά του. Άλλωστε, το κείμενο είναι διάστικτο από έμμετρες προτάσεις και περιόδους,, ενώ παράλληλα εντοπίζονται δύο ποιήματα στον αφηγηματικό κορμό, προσδίδοντας στο λόγο μια λυρική και μουσική διάσταση. Η απουσία σημείων στίξης, οι ημιτελείς προτάσεις και η αποσπασματικότητα αποτυπώνουν την κοσμοθεωρητική αντίληψη της συγγραφέως για την απουσία λογικής ακολουθίας και τον κατακερματισμό της πραγματικότητας. Ακόμη, στο κείμενο υπεισέρχεται σε μεγάλο βαθμό ο φιλοσοφικός στοχασμός αλλά και οι ψυχαναλυτικής υφής παρατηρήσεις —επιστημονικά πεδία στα οποία δραστηριοποιήθηκε η Κρανάκη. Ίσως μάλιστα, το κείμενο να αποκτά ενίοτε έντονο θεωρητικό χαρακτήρα και να απομακρύνεται από τη μυθοπλασία, γεγονός που το ωθεί στα όρια του δοκιμιακού λόγου.

Παράλληλα, η επιστολική μορφή του έργου δικαιολογεί τον επικρατούντα διαλογικό τόνο με τις κλητικές προσφωνήσεις και τις ερωτήσεις, παρ’ ότι  συχνά παραλήπτης δεν υπάρχει ή πρόκειται για έναν εσωτερικό μονόλογο. Η ειρωνεία των καταστάσεων —συχνά τραγική— και το πικρόχολο χιούμορ χρησιμοποιούνται έντεχνα από τη συγγραφέα για να σατιρίσουν και να στηλιτεύσουν πρακτικές ρατσισμού και ξενοφοβίας αλλά κυρίως τη νεοελληνική πραγματικότητα, όπως τον καταναλωτισμό και τον νεόπλουτισμό, την απαιδευσιά και τον απότομο εκμοντερνισμό της Αθήνας κ.α.

 

 Ο homo alienus στην Οδύσσεια του Διαστήματος

Δε θα ‘χω πια τίποτα δικό μου, ουτ’ ένα κομμάτι γης ν’ αγαπάω.

Δε θα ‘μαι από πουθενά. Θα βλέπω μόνο μπροστά μου ένα κενό,

μια άσπρη σελίδα και πάνω εκεί πρέπει να γράψω τη ζωή μου.

 

O αναγνώστης των Φιλελλήνων μπορεί να παρακολουθήσει την πορεία των υποτρόφων σε ένα μεγάλο χρονικό φάσμα· από την Αντίσταση μέχρι και τη Μεταπολίτευση παράλληλα με τις «εκρήξεις» του Μάη του ’68, της Άνοιξης της Πράγας και της πτώσης του Τείχους του Βερολίνου. Μπορεί το Παρίσι να συμβόλιζε αρχικά για τους αφηγητές τη «λαμπρή γιορτή των Φώτων και του Διαφωτισμού», εν τέλει όμως συνυφαίνεται με το έρεβος της ξενιτιάς και της αποξένωσης. Στα μάτια του αναγνώστη ξεδιπλώνεται σταδιακά το ελληνικό έπος της παραφωνίας και της τρέλας, ένα έπος δίχως ηρωισμό και «θριαμβολογία χορτασμένων». Ως σύγχρονοι Οδυσσείς, οι αναγνώστες ανακαλύπτουν μέσα στο κείμενο ποικίλες πτυχές του εαυτού τους· ούτε περήφανοι ούτε πολυμήχανοι, βρίσκονται εν πλω σε μια άγνωστη και αφιλόξενη θάλασσα διανύοντας ένα ταξίδι με αβέβαιο προορισμό.

 

[1] Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΜΟΡΦΩΤΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΕΤΕ.

[2] Από τη σημείωση στα αυτιά του εξωφύλλου της τελευταίας έκδοσης.

[3] Βλ. Δημήτρης Τζιοβας, Ο Αλλος εαυτός: ταυτότητα και κοινωνία στην νεοελληνική πεζογραφία, μτφρ. Ά. Ρόζενμπεργκ, θεώρηση μτφρ – επιμ. Ουρανία Ιορδανίδου, Αθήνα: Πόλις 2007, σ. 402-403.

 

Προηγούμενο άρθροΟ Terry Eagleton επίτιμος διδάκτορας του Τμήματος Θεατρικών Σπουδών Ναυπλίου
Επόμενο άρθροΑίας: Κριτική της παράστασης
Βασιλική Καϊσίδου
Η Βασιλική Καϊσίδου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1992. Είναι απόφοιτος του τμήματος Φιλολογίας (ΜΝΕΦ) του Πανεπιστημίου Αθηνών, και κάτοχος μεταπτυχιακού διπλώματος στις Νεοελληνικές Σπουδές από το πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Ζει στο Birmingham, όπου εκπονεί ως υπότροφος του ιδρύματος Ωνάση τη διδακτορική της διατριβή με θέμα την επαναδιαπραγμάτευση της μνήμης του ελληνικού Εμφυλίου στη νεοελληνική πεζογραφία (1975-2015). Παράλληλα, αρθρογραφεί συστηματικά σε διάφορους διαδικτυακούς ιστότοπους. // How many cities have revealed themselves to me in the marches I undertook in the pursuit of books. ― W. Benjamin. Email επικοινωνίας: kaisidou.vas@gmail.com