Στην επερχόμενη παράσταση του Θεάτρου Τέχνης, σε σκηνοθεσία του Δημήτρη Καραντζά, Όταν Ξυπνήσουμε Εμείς οι Νεκροί (πρεμιέρα 26 Φεβρουαρίου) συμμετέχει ο βραβευμένος με Δημήτρης Χορν, Μιχάλης Σαράντης. Το 1899 ο Ibsen έγραψε το τελευταίο του θεατρικό έργο, ένα έργο βαθιά υπαρξιακό, ποιητικό όσο και πραγματικό που καταπιάνεται με τα βασικά ζητήματα όπως  η καλλιτεχνική δημιουργία, ο έρωτας, ο θάνατος, τα ιδανικά, ο χρόνος.

Παράλληλα με την επιτυχία της παράστασης Κύματα στην Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών που συνεχίζεται μέχρι την Κυριακή των Βαίων, ο Μιχάλης Σαράντης βρίσκεται στις τελικές πρόβες της παράστασης Όταν Ξυπνήσουμε Εμείς οι Νεκροί όπου φέρει το ρόλο του Αρκουδοκυνηγού, έναν ρόλο αναγεννησιακά γοητευτικό και συνάμα πραγματιστή. Ο ηθοποιός λίγο πριν την πρεμιέρα του, μας μιλάει για το πώς αντιλαμβάνεται το έργο του Ίψεν, τον χαρακτήρα του, τον Έρωτα, το πέρασμα του χρόνου και τη θεατρική πράξη εν γένει, σε μια πόλη που παρατηρεί συνεχώς.

Αναστάσης: – Πες μας λίγα λόγια το Όταν ξυπνήσουμε εμείς οι νεκροί…
Μιχάλης Σαράντης: – Ο κεντρικός ήρωας, ο Ρούμπεκ, ένας μεγάλος σε ηλικία γλύπτης, έχει πάει «διακοπές» με τη –νεώτερη- σύζυγό του σ’ ένα ορεινό σπα. Σε αυτό τον τόπο έχουν βρεθεί φαινομενικά τυχαία 3 ακόμα πρόσωπα, μεταξύ των οποίων η μούσα του Ρούμπεκ, η Ιρένε, στην οποία οφείλει την δημιουργία του μεγάλου του αριστουργήματος, τα πλούτη και τη φήμη του. Μετά από αυτό το έργο κατά τα λεγόμενα του δεν έκανε ποτέ τίποτα σημαντικό ξανά. Αυτή η γυναίκα δηλώνει ότι είναι νεκρή. Έτρεφε συναισθήματα για τον Ρούμπεκ που δεν είχαν ανταπόκριση την περίοδο που του πόζαρε. Ακολουθείται συνεχώς από μια καλόγρια. Έναν άνθρωπο ταγμένο σε κάτι αόρατο, την πίστη η οποία σε όλο το έργο παραμένει σιωπηλή. Ο Ρούμπεκ με λίγα λόγια ρούφηξε όλη την ζωή της Ιρένε και τώρα έρχεται αντιμέτωπος με το ζήτημα αυτό και κατ’επέκταση με τον ίδιο του τον εαυτό. Στον αντίποδα εμφανίζεται ένας αρκουδοφονιάς, ένας κυνηγός αρκούδων (σ.σ. τον υποδύεται ο Μιχάλης) που έχει έρθει στον τόπο αρχικά με την πρόθεση να πάρει κάτι προμήθειες και έρχεται σε επαφή με την σύζυγο του Ρούμπεκ, τη Μάγια.

Έχουμε λοιπόν δύο πόλους, τον μεν γλύπτη που πρέπει να διαχειριστεί το παρελθόν του, τη δε Μάγια που έρχεται αντιμέτωπη με κάτι νέο που την καλεί προς τη φύση, την ερωτική επιθυμία για τον κυνηγό, δηλαδή έχουμε από τη μια τη φύση και την ζωή κι από την άλλη την Τέχνη. Αυτοί οι δύο πόλοι προφανώς αλληλοσυμπληρώνονται και θέτουν και το προβληματισμό του έργου, γιατί το ένα χωρίς το άλλο είναι στρεβλό, η εικόνα τους διαθλάται αν δεν υπάρχει υπό το πρίσμα του άλλου. Κατά την άποψή μου, το «Όταν ξυπνήσουμε εμείς οι νεκροί» είναι ένα έργο εκπλήρωσης και υπέρβασης των εμποδίων και των αέναων πραγμάτων της ίδιας της ζωής. Δεν είναι τυχαίο ότι είναι το τελευταίο έργο του Ίψεν, καθώς είναι σα να στέκεται ο δραματουργός απέναντι από την Τέχνη του και την ζωή του την ίδια και να μιλάει για όλα αυτά που τον απασχολούν προς το τέλος της δικής του ζωής. Υπάρχει θα λέγαμε μια ποιητικότητα και αρκετοί συμβολισμοί στο έργο ως όχημα για να μιλήσει για πολύ απλά και καθολικά πράγματα.

Μιχάλης Σαράντης - Όταν ξυπνήσουμε εμείς οι νεκροί
Μιχάλης Σαράντης: «Κάνω σκέψεις για το θάνατο, το τέλος, αλλά αυτά πρέπει να σε κινητοποιούν κι όχι να σε φοβίζουν.»

Αναστάσης: – Οι ήρωες του έργου αναζητούν τα «ψηλά βουνά», το leitmotiv της ώριμης περιόδου της δραματουργίας του Ίψεν. Φτάνουν εκεί;
Μιχάλης Σαράντης: – Οι νεκροί δεν μπορούν να ζήσουν ξανά, οπότε ο μόνος τρόπος για να ζήσει κάτι απόλυτα είναι να πεθάνει. Να αποδεχτεί ότι πεθαίνει. Τα ψηλά βουνά τίθενται ως στόχος όλων. Να φτάσουν εκεί. Στην υπέρβαση του ίδιου τους του εαυτού δηλαδή. Ο γλύπτης και το μοντέλο του που δεν κατάφεραν να ζήσουν τα επίγεια προτιμούν να πεθάνουν. Καταπλακώνονται σχεδόν βαγκνερικά από μια χιονοστιβάδα εκπληρώνοντας τον στόχο τους. Η Μάγια και ο Κυνηγός, επέλεξαν την ένωση μέσω της απόλυτης σαρκική επαφής, τον οργασμό της ζωής και της φύσης και αναγνωρίζοντας τον κίνδυνο των ψηλών βουνών, δεν πάνε στην κορυφή τους παρά μόνο μέχρι ένα σημείο και επιστρέφουν στην άβυσσο. Η μόνη κουβέντα που ψελλίζει η καλόγρια-συνοδός της Ιρένε στο τέλος του έργου αφού έχουν εκπληρωθεί οι στόχοι των 2 ζευγαριών είναι ένα διττό «Ειρήνη Υμίν».

Αναστάσης: – Εκλαμβάνω το έργο σα να διαδραματίζεται σε μια στιγμή. Κατά πόσο συμφωνείς;
Μιχάλης Σαράντης: – Όλα πρέπει να γίνουν γρήγορα από την στιγμή που δηλώσουν όλοι τις προθέσεις και τους στόχους τους. Υπάρχει μια διαύγεια όταν τα πράγματα λέγονται με το όνομά τους στην ζωή μας. Και από την στιγμή που θα ειπωθούν υπάρχει και η αίσθηση του κατεπειγόντως. Της εκπλήρωσης.

Αναστάσης: – Ο Κυνηγός είναι πιο κοντά στην πραγματικότητα ή τη φαντασία;
Μιχάλης Σαράντης: – Οι κυνηγοί είναι άνθρωποι που έχουν σχέση με την φύση, οπότε είναι απόλυτα γειωμένες οι ιδιοσυγκρασίες τους κι αυτό τους φέρνει σε θέση να μπορούν να παίρνουν αποφάσεις απόλυτες. Νομίζω πως ο χαρακτήρας του Κυνηγού, δεν κρύβει τίποτα είναι καθαρός. Ζούμε σε μια εποχή που λείπουν οι άνθρωποι που μιλούνε ευθέως, ντόμπρα, στα ίσα που λέμε. Κι αυτό κάνει τον κάθε Κυνηγό όχι προκλητικό, αλλά ουσιαστικά γοητευτικό. Ο Κυνηγός όπως στο κυνήγι του ξέρει να ελίσσεται για να έχει το επιθυμητό αποτέλεσμα, έτσι πράττει και στις ανθρώπινες σχέσεις του. Στη σχέση του με την Μάγια, διακρίνω αχνά το δίπολο Ζαν-Τζούλια, το αρσενικό που θέλει να υποτάξει και το θηλυκό που θέλει να υποταχθεί. Και δεν μιλώ καθόλου ταξικά, μην παρεξηγηθώ. Η Μάγια κάποια στιγμή τον αποκαλεί Φαύνο δηλαδή ταυτόχρονα αγνός διάβολος και ερωτικός συμπυκνώνει το ζωώδες ένστικτο και την πνευματικότητα του ζώου σ’ ένα σώμα. Από την άλλη, διακρίνω στον Κυνηγό και μια πληγή που τον ωθεί να θέλει επιτακτικά να ενωθεί με ένα άλλο σώμα. Εν ολίγοις, θα έλεγα πως ο Κυνηγός είναι το «κάλεσμα της φύσης», μια αναγεννησιακή φυσιογνωμία.

Αναστάσης: – Οι ήρωες συγκρούονται με τις φαντασιώσεις τους…
Μιχάλης Σαράντης: – Όλοι επιθυμούν το ανικανοποίητο και πως θα το υπερβούν για να είναι ήρεμοι, πως θα εκπληρώσουν το απόλυτο, το απόλυτο που τους συνθλίβει.

Μιχάλης Σαράντης - πρόβες
Φωτογραφία από πρόβα της παράστασης Όταν ξυπνήσουμε εμείς οι νεκροί

Αναστάσης: – Ποια είναι η σχέση σου με τον Χρόνο;
Μιχάλης Σαράντης: – Ο Χρόνος είναι πια φίλος μου κι όσο περνούν τα χρόνια προσπαθώ η σχέση μας να γίνεται όλο και καλύτερη. Παλιά δεν ήταν έτσι. Αλλιώς είσαι στα 20, στα 25, στα 30, στα 35. Όσο μεγαλώνουμε συνειδητοποιούμε κάποια πράγματα για τη ζωή πολύ έντονα. Κάνω σκέψεις για το θάνατο, το τέλος, αλλά αυτά πρέπει να σε κινητοποιούν κι όχι να σε φοβίζουν. Ποτέ δεν ξέρεις πότε θα έρθει το τέλος, οπότε πρέπει να είσαι κίνηση, όχι σε αδράνεια έτσι νιώθω τώρα τελευταία. Δε μου αρέσει να χάνουν χρόνο οι άνθρωποι.

Αναστάσης: – Είσαι Κυνηγός ή καλλιτέχνης;
Μιχάλης Σαράντης: – Δεν ξέρω. Θα ήθελα και τα δύο, γιατί ένα πράγμα μόνο δεν λειτουργεί είναι κουτσό. Θεωρώ πως υπάρχει μια χρυσή τομή που ισορροπεί τα πράγματα ή αυτό τουλάχιστον θα ήταν το ιδανικό. Το θέατρο θέλει ανθρώπους που είναι ταυτόχρονα και γεμάτοι τρέλα και γεμάτοι νηφαλιότητα.

Αναστάσης: – Πώς αισθάνεσαι τον χρόνο σου πάνω στην σκηνή;
Μιχάλης Σαράντης: – Ενώ ο χρόνος μιας παράστασης είναι συγκεκριμένος και πεπερασμένος, αισθάνομαι πως για λίγο ο χρόνος σταματάει, αποκόβεσαι και αιωρείσαι κάπου. Θεατές και ηθοποιοί για λίγο «πετάνε» κάπου, και μοιράζονται ιστορίες και μυστικά. Από τη μια είσαι παγιδευμένος σ’ ένα χώρο στον οποίο επέλεξες να είσαι είτε σαν θεατής είτε σαν ηθοποιός κι από την άλλη είσαι ελεύθερος να ονειρευτείς και να ταξιδέψεις. Η σχέση θεατή και ηθοποιού με απασχολεί πολύ. Βοηθάει μάλλον και αυτό που βιώνω φέτος και στην παράσταση Κύματα (σ.σ. σκηνοθεσία Δ. Καραντζά), όπου η επαφή μας με το κοινό είναι τόσο άμεση – καθόμαστε όλοι γύρω από ένα μεγάλο τραπέζι- και ζωντανή που νιώθουμε στο πετσί μας πως κάθε παράσταση είναι διαφορετική γιατί σε κοιτάζουν άλλα ζευγάρια ματιών. Και με απασχολεί όχι μόνο ως ηθοποιό αλλά κι ως θεατή. Όταν πηγαίνω ως θεατής να δω μια παράσταση ή μια ταινία στο σινεμά, θέλω να εμπλακώ με κάτι. Αυτή η εμπλοκή θέλει μια «σύμβαση» και από τις δύο μεριές. Έλεγε πρόσφατα ο Καβάκος ότι «δεν μπορώ να χτίζω μια αίσθηση για 20’ και ξαφνικά να χτυπάει ένα κινητό».

Αναστάσης: – Όταν κάνεις μια βόλτα στην Αθήνα τι είναι αυτό που αποσπά πιο συχνά την προσοχή σου;
Μιχάλης Σαράντης: – Παρατηρώ πολλά πράγματα συνεχώς. Τους δε ανθρώπους τους κοιτάζω σχεδόν αδιάκριτα, αναζητώντας πάντα κάτι περίεργο, οτιδήποτε. Στα πράγματα, στα ρούχα, στα μαλλιά τους, μια ασχήμια, κάτι το ξεχωριστό. Αν δεν κοιτάξω τον άλλο, δεν τον καταλαβαίνω. Είναι η ανάγκη που έχω να ξέρω που βρίσκομαι ανά πάσα στιγμή. Δεν είμαι άνθρωπος που κλείνεται στο καβούκι του και δε θα ασχοληθεί με τα κοινά θέματα των ανθρώπων. Δεν στερείσαι πράγματα του εαυτού σου όταν ετεροπροσδιορίζεσαι ίσα ίσα τον εαυτό σου δυναμώνεις. Αυτό μου το προσφέρει και το θέατρο. Κάνεις έναν Κυνηγό, το καλοκαίρι μπορεί να κάνεις ένα πουλί το χειμώνα έναν θεόχαζο και μέσα από αυτά τα ξένα στοιχεία, βλέπεις τα δικά σου. Μέσα από τα μάτια άλλων. Επιδιώκω να έρχομαι σε επαφή με πολύ κόσμο, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ξεπερνάω το μέτρο. Ο Παπαβασιλείου λέει πολύ ωραία πως «δεν μπορείς να μην κολυμπάς στη θάλασσα του καιρού σου». Πολλοί άνθρωποι δεν ξέρουν πού κολυμπούν. Στην Ελλάδα υπήρχε πάντα μια παρελθοντολατρεία ένα «κάποτε» κι ένας ετεροπροσδιορισμός, χωρίς να γνωρίζουν οι άνθρωποι πού πατάνε. Πολλοί έχουν την ανάγκη να τους κοιτάζουν κι όχι να κοιτάζουν οι ίδιοι, να μιλάνε κι όχι ν’ ακούνε κι αυτό δεν προωθεί την επικοινωνία. Σιγά σιγά πρέπει να συνεννοηθούμε.

Μιχάλης Σαράντης - Μαρία Κεχαγιόγλου
Μιχάλης Σαράντης: «Θα έλεγα πως ο Κυνηγός είναι το κάλεσμα της φύσης, μια αναγεννησιακή φυσιογνωμία που συμπυκνώνει το ζωώδες ένστικτο και την πνευματικότητα του ζώου σ’ ένα σώμα.»
Πληροφορίες της παράστασης Όταν ξυπνήσουμε εμείς οι νεκροί

Συντελεστές

  • Κείμενο: Ερρίκος Ίψεν
  • Μετάφραση: Έρι Κύργια
  • Σκηνοθεσία: Δημήτρης Καραντζάς
  • Ερμηνεύουν: Αλεξία Καλτσίκη, Μαρία Κεχαγιόγλου, Περικλής Μουστάκης, Ρένη Πιττακή, Μιχάλης Σαράντης, Μενέλαος Χαζαράκης
  • Κίνηση: Ζωή Χατζηαντωνίου
  • Ηχητική Δραματουργία: Δημήτρης Καμαρωτός
  • Σκηνικά: Πουλχερία Τζόβα
  • Κοστούμια: Ιωάννα Τσάμη
  • Φωτισμοί: Αλέκος Αναστασίου
  • Βοηθός Σκηνοθέτη: Κέλλυ Παπαδοπούλου
  • Βοηθός Ενδυματολόγου: Βασιλική Σουρρή
  • Φωτογραφίες: Μυρτώ Αποστολίδου
  • Πρεμιέρα: 26 Φεβρουαρίου
  • Ημέρες και ώρες παραστάσεων:Τετάρτη 20.00 & Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο, Κυριακή στις 21.15
  • Τιμές εισιτηρίων: 16, 12, 5 (ανέργων)

Πληροφορίες θεάτρου

  • Θέατρο Τέχνης (Υπόγειο), Διεύθυνση: Πεσμαζόγλου 5, Αθήνα
  • Τηλέφωνο ταμείου: 2103228706
Προηγούμενο άρθροΠαρουσίαση: Στους δρόμους του Μίκη
Επόμενο άρθροΦεστιβάλ Βερολίνου 2016 – Χρυσή Άρκτος για το Φωτιά στη Θάλασσα
Αναστάσιος Πινακουλάκης
Απόφοιτος του Παιδαγωγικού Τμήματος Δημοτικής Εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου Αθηνών -Erasmus στο Limburg Katholieke University College. Είναι τελειόφοιτος στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών της Φιλοσοφικής Αθηνών. Έχει παρακολουθήσει εκπαιδευτικά σεμινάρια και εργαστήρια δημιουργικής γραφής. Ασχολείται με τη συγγραφή θεατρικών έργων, ποιημάτων και παραμυθιών. Το μεγαλύτερό του όνειρο είναι να συνθέσει μία νέα δραματουργία και να συστήνει έργα στο κοινό.