Μήδεια, ένα μανιασμένο ποίημα.Ερμηνεία: Δήμητρα Ματσούκα
Σκηνοθεσία: Λευτέρης Γιοβανίδης
Υπόθεση: Μια γυναίκα μας αφηγείται την ιστορία της μεταξύ συνειδητού και ασυνείδητου, ονείρου και πραγματικότητας. Έχει αγαπήσει με πάθος, έχει πληγωθεί βαθιά και έχει εκδικηθεί άγρια. Επιστρέφει αναζητώντας τη λύτρωση, όχι όμως συγχώρεση. Κανένας συμβιβασμός. Δεν ντρέπεται γι’ αυτό που είναι, θεωρεί τον εαυτό της αθώο.

 

 

Κριτική


 «Τί  άλλο έκανα από το ν’ αγαπώ αυτόν που δε μ’ αγάπησε;»

 

Το έργο «Μήδεια, ένα μανιασμένο ποίημα», σε κείμενο του Ζαν-Ρενέ Λεμουάν και μετάφραση στα ελληνικά της Έφης Γιαννοπούλου, παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης στην Αθήνα το Μάιο του 2014, στο πλαίσιο του προγράμματος «Ελλάς-Γαλλία Συμμαχία 2014» (Φεστιβάλ Σγχρόνου Θεάτρου «Το Γαλλικό Θέατρο à la Grecque») από το Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών και το Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης. Στη Θεσσαλονίκη παίζεται από τις 5 Νοεμβρίου στον νεότευκτο- πολλαπλών δυνατοτήτων- πολυχώρο Black Box.

Ο αϊτινός συγγραφέας Ζαν-Ρενέ Λεμουάν αντλεί την κειμενική του πηγή από το γνωστό μύθο της Μήδειας, το χαρακτήρα και τα έργα της οποίας σκιαγραφεί ο Ευριπίδης στην ομώνυμη τραγωδία του, αυτό το πλατωνικό όχημα ενός παγκόσμιου συναισθήματος. Η ευφράδεια με την οποία προικίζει ο Ευριπίδης το γυναικείο χαρακτήρα της Μήδειας είναι αξιοθαύμαστη στα πλαίσια ενός λογοτεχνικού είδους της ανώτατης πολιτισμικής βαθμίδας, όπως η τραγωδία, που αποτελεί κομμάτι οργανικό του αρχαιοελληνικού πολιτισμού, ο οποίος, ωστόσο, επέβαλλε στη γυναίκα τη σιωπή και την αφάνεια σε δημόσιο και ιδιωτικό επίπεδο, όπως θα παρατηρούσε η Judith Mossman. Ο λόγος που αρθρώνει τόσο η Μήδεια του Ευριπίδη όσο και η Μήδεια του Λεμουάν συνιστά μια προκλητική φωνή ετερότητας, που ισορροπεί επικίνδυνα μεταξύ του συμπαθούς «Εαυτού» και του αποκρουστικού «Άλλου», στον οποίο χρεώνονται δολοπλοκίες και πράξεις ανατριχιαστικής βίας.

Η Μήδεια, η ανατολίτισσα κόρη του βασιλιά της Κολχίδας Αιήτη, γνωρίζει τον Ιάσονα, όταν αυτός μαζί με τους άλλους ήρωες της Αργοναυτικής εκστρατείας καταφτάνει στην πατρίδα της. Με το που εμφανίζεται η Δήμητρα Ματσούκα στη σκηνή φαίνεται η ιδιαίτερα αποτελεσματική αισθητικά και πρακτικά δουλειά που έκανε με το φόρεμά της η ενδυματολόγος Μαρία Παπαδοπούλου. Το ρούχο αποκτά λειτουργικό ρόλο στην ερμηνεία της, με τις πλούσιες πτυχώσεις του να δημιουργούν ιδιαίτερο θέαμα και να δίνουν σημαντική ώθηση στην ευρηματική κινησιολογία της Pauline Huguet και το κλιμακωτό μεσοφόρι της να παραπέμπει το θεατή στο χώρο του περιορισμού της ψυχής και του ήθους της ηρωίδας, στα κρίσιμα επεισόδια που θα ακολουθήσουν.

Στην Κολχίδα η Μήδεια με τις μαγικές της δυνάμεις γίνεται «το χέρι που οδηγεί τον Ιάσονα», ο οποίος κατακτά το χρυσόμαλλο δέρας και την καρδιά της. Έχοντας ανοίξει τους ασκούς του Αιόλου με την προδοσία της πατρίδας της, βάζει τον Ιάσονα να της υποσχεθεί ότι θα την πάρει μαζί του, υπόσχεση την οποία δεν αθετεί ο αργοναύτης. Η Μήδεια γίνεται αδελφοκτόνος, δολοφονώντας τον αδελφό της Άψυρτο, με τον οποίο εμπλεκόταν σε μία αιμομικτική σχέση-κειμενική προσθήκη του Λεμουάν, προκειμένου να προστατεύσει τη φυγή τους.

Σ’ έναν πρώτο θεατρικό χρόνο βλέπουμε τη Μήδεια στη λάγνα ερμηνεία της Ματσούκα, φλεγόμενη από έρωτα για τον Ιάσονα, να νιώθει, πια, πατρίδα της μόνο το κορμί του. Όταν έφτασαν στην Ιωλκό, η ξεριζωμένη ανατολίτισσα επιβάλλει στον εαυτό της να προσαρμοστεί στα δυτικά γυναικεία πρότυπα, με το φτιασίδωμα και την επιτήδευση που αυτό συνεπάγεται στην εκφορά του λόγου και την κίνηση, προκειμένου να μην αντιμετωπίζεται σαν παρίας και να γίνει αποδεκτή σύζυγος στο πλευρό του ήρωα Ιάσονα.

Στο παλάτι της Ιωλκού αυτή τη φορά η μάγισσα Μήδεια μετατρέπεται ξανά στο δολοφονικό εγκέφαλο που θα ικανοποιήσει τα άγρια ένστικτα του αγαπημένου της. Ο Ιάσονας θέλησε να εκδικηθεί τη δολοφονία του πατέρα του και νόμιμου κληρονόμου του θρόνου, Αίσονα, από τον ετεροθαλή αδελφό του Πελία, προκειμένου να σφετεριστεί τη βασιλεία του. Ο γιος του Πελία Άκαστος τους διώχνει άμεσα από την πόλη.

Μετά το δεύτερο ξεριζωμό για την ίδια και την περιπλάνηση βρίσκουν άσυλο στο βασίλειο της Κορίνθου, όπου τους δέχεται ο βασιλιάς Κρέοντας. Η Μήδεια εκεί υποφέρει και καταλήγει να σιχαίνεται το Εγώ της, το οποίο στη γραφή του Λεμουάν έχει πλέον μετατραπεί σε άθυρμα των αρρωστημένων ορέξεων του πάλαι ποτέ λατρεμένου της (και όχι μόνο). Ο ψυχισμός της κατακερματίζεται, το σώμα της βεβηλώνεται και το όποιο ηθικό και ψυχικό απόθεμα διατηρούσε, ενθυμούμενη κυρίως τα παλιά, καταβαραθρώνεται κι αυτό στην είδηση του γάμου του Ιάσονα με την πριγκήπισσα Κρέουσα, τάχα για να μην είναι και τα δικά της παιδιά απάτριδες σε ξένο βασίλειο. Στο σημείο αυτό η Δήμητρα Ματσούκα ξεσπά σε έναν άγριο χορό, στροβιλίζεται γύρω από τον εαυτό της και μας μεταφέρει αλληγορικά κατ’ αυτόν τον τρόπο στο προσωπικό σύμπαν της ηρωίδας, το οποίο δεν περιβάλλεται πλέον από καμία σταθερά, παρά έχει μετουσιωθεί σ’ έναν εφιάλτη που τσακίζει συνειδητό και ασυνείδητο. Παρ’ όλ’ αυτά, ακόμα και τώρα, στηρίζει τις φρούδες, όπως θα αποδειχτούν, ελπίδες της στον πατέρα των παιδιών της. Μπορεί να δεχτεί να γίνει ακόμα και η παλλακίδα του, αρκεί να γυρίζει σ’ αυτήν και ν’ ανακουφίζει, έστω για λίγες ώρες, τον πόνο της προδοσίας. Επί σκηνής η ηρωίδα φαίνεται να περνά κρίση. Βγάζει από πάνω της το μεγαλοπρεπές φόρεμά της, μπλέκεται στις πτυχώσεις του. Η εκφορά της είναι ασταθής και ασθματική. Οι σκέψεις της και η ροή της συνείδησής της δίνονται εν είδει ενός ασυνάρτητου, παραληρηματικού μονολόγου που καταλήγει στη γέννηση της επιθυμίας για εκδίκηση, καταστροφή και θάνατο.Δήμητρα Ματσούκα

Σ’ αυτό το δεύτερο χρόνο η Μήδεια προβαίνει στην απονενοημένη πράξη. Σε μία διαπλοκή των χρονικών περιόδων ο Λεμουάν τοποθετεί τη Μήδεια με τα παιδιά της σε ένα άνετο σπίτι σημερινών δεδομένων που διαθέτει πισίνα, η οποία μέλλει να γίνει ο υδάτινος τάφος των παιδιών, μετά τον πνιγμό από τα ίδια τα χέρια της μητέρας τους. Ο θυμός και ο πόνος της ξεπερνούν τόσο τη λογική της που γίνεται η ίδια θύμα του εαυτού της και θύτης μιας φρίκης. Όταν γίνεται γνωστή η παιδοκτονία ο Ιάσονας, κατά τις διηγήσεις της ίδιας, ουρλιάζει και θρηνεί. Μόνο που αυτή τη φορά δε βρίσκεται αντιμέτωπος με μια ταπεινωμένη ξένη αλλά με την ανατολίτισσα πριγκήπισσα, η οποία τα δέχτηκε όλα για χάρη του, έκανε πράξεις αποτρόπαιες από τον έρωτα της για εκείνον, αλλά να γίνει η εταίρα ενός ολόκληρου βασιλείου, κουβαλώντας και την απόρριψη του συντρόφου της, αυτό δεν μπορούσε να το σηκώσει.

Μετά και από αυτή την εσωτερική στροφή η Μήδεια παίρνει το δρόμο της επιστροφής προς την πατρίδα της, προς την ελπίδα μιας κάθαρσης, ίσως. Και εκεί, βέβαια, έρχεται αντιμέτωπη με τα συντρίμμια που άφησε πίσω του ο καταστροφικός έρωτας της με τον Ιάσονα και το ατιμασμένο φευγιό της. Πληροφορείται το θάνατο της μητέρας της. Ο πατέρας της είναι άρρωστος. Οι συμπατριώτες της τη φτύνουν, την περιφρονούν και την οδηγούν σε έναν αναγκαστικό εγκλεισμό πίσω από τις βαριές πόρτες του παλατιού. Δεν κρίνεται άξια από το βασιλιά ούτε τα μάτια να του κλείσει στη στερνή του ώρα. Μάλλον η μόνη διέξοδος που της έμεινε, εκτός από το θάνατο, είναι η παραδοχή, κατά βάθος, της συντριβής της και η επιφανειακή φαντασίωση ότι τίποτα δε συνέβη, ελλείψει αλεξιφάρμακου.

Το ζητούμενο της σκηνοθεσίας του Λευτέρη Γιοβανίδη φάνηκε πως είναι να γειώσει μοντερνιστικά το χαρακτήρα της Μήδειας πιο κοντά στο σύγχρονο θεατή, να εκθέσει τον ψυχισμό μιας γυναίκας με τα πάθη, τα λάθη και τα τραύματά της. Τη βάζει να μιλά για όσα έζησε, εντός και εκτός της, χωρίς να ζητά συγχώρεση, ίσως, μόνο, μια δικαίωση σε κάποια άλλη σφαίρα. Το αφαιρετικό σκηνικό με τους στενούς διαδρόμους επί σκηνής που στήνει ο Κωνσταντίνος Ζαμάνης, σε συνδυασμό με το φωτισμό μέσω λαμπών τοποθετημένων ασύμμετρα στο έδαφος και κρεμάμενων από το ταβάνι του Νίκου Σωτηρόπουλου δημιουργούν μια ιδιαίτερη, σκοτεινή ατμόσφαιρα, η οποία υπηρετεί την ποιητική του έργου και δένει αρμονικά και μελετημένα με την κινησιολογία και την εκφραστικότητα, ιδιαίτερα σε σημεία αυξημένης ενέργειας, στην ερμηνεία της Δήμητρας Ματσούκα. Η προσπάθεια της ηθοποιού σ’ αυτόν τον απαιτητικό μονόλογο αναγνωρίζεται σίγουρα, ωστόσο, ενδεχομένως να περιορίζεται λίγο σε δρόμους πεπατημένους, γεγονός στο οποίο συνηγορεί και η καλλιτεχνική ιδιοσυγκρασία με την οποία τη γνωρίζει το ευρύ κοινό.

 

Trailer 




 

Πληροφορίες παράστασης


 Συντελεστές

  • Σκηνοθεσία: Λευτέρης Γιοβανίδης
  • Μετάφραση: Έφη Γιαννοπούλου
  • Σκηνικά: Κωνσταντίνος Ζαμάνης
  • Κοστούμια: Μαρία Παπαδοπούλου
  • Κινησιολογία: Pauline Huguet
  • Φωτισμοί: Νίκος Σωτηρόπουλος
  • Φωτογραφίες: Ορφέας Εμιρζάς

Ερμηνεύει

  • η Δήμητρα Ματσούκα

Ημέρες και ώρες παραστάσεων

  • Πέμπτη – Σάββατο στις 21:00 και Κυριακή στις 20:00

Τιμές εισιτηρίων

  • Κανονικό: 15€, μειωμένο (φοιτητικό – ανέργων): 10€

Προπώληση Εισιτηρίων

  • Black Box και στο ταμείο του Θεάτρου Αυλαία

Ώρες ταμείου

  • 10:30-13:30, 17:30-21:00

 

Πληροφορίες


 Θέατρο

  • Black Box

Διεύθυνση

  • Βασιλίσσης Όλγας 65 και Φλέμινγκ 2

Τηλέφωνο

  • 2310 829254

Site

E – mail

Facebook

 

Οι παραστάσεις συνεχίζονται έως την Κυριακή 23 Νοεμβρίου 2014

 

 

 

 

 

Προηγούμενο άρθροΗ « Ζωγραφική απολογία» του Παύλου Σάμιου στο Μουσείο Μπενάκη
Επόμενο άρθροΗ πόρνη από πάνω