«Αν[…] εξετάσουμε το ζήτημα (της κατοίκησης) από κριτική και αντικειμενική σκοπιά, θα φτάσουμε στην κατοικία- εργαλείο, την τυποποιημένη κατοικία, που θα είναι προσιτή σε όλους, υγιής[…] (και από ηθικής πλευράς) και όμορφη, με την αισθητική των εργαλείων που συνοδεύουν την ύπαρξή μας.» Αυτή είναι ίσως η πιο αντιπροσωπευτική φράση στο μανιφέστο του μοντέρνου κινήματος που συνέταξε ο Le Corbusier το 1923, συγκεντρώνοντας τις πολυάριθμες θεωρητικές του αρχές. Το μανιφέστο αυτό καθόρισε όλη την εξέλιξη της νέας τάσης στην αρχιτεκτονική. Ξεκίνησε έτσι στον δυτικό κόσμο η ανασυγκρότηση των πόλεων και της ζωής με βάση τις αρχές του μοντερνισμού. Ακολούθησαν μια σειρά από κοινωνικά φαινόμενα, που αφορούσαν περισσότερο την επανεξέταση του τρόπου που κατοικούν οι άνθρωποι. Πολύ γρήγορα όμως το καθολικό πρότυπο που σχεδίασαν οι μοντέρνοι άρχισε να γίνεται σχόλιο αρνητικής κριτικής και πολλές φορές να απαξιώνεται.

Βρισκόμαστε στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα, όπου έχει ήδη ξεκινήσει η διαδικασία αμφισβήτησης του νέου κόσμου, αυτού που συνέθεσε η μοντέρνα αρχιτεκτονική και που θεωρούσε ιδεατό και εύτακτο κόσμο. Το 1958 ο Ζακ Τατί μας παρουσιάζει την ταινία «Ο θείος μου», μια εξαιρετική κωμωδία, με ιδιαίτερο χιούμορ, ένα δοκίμιο για την μοντέρνα ζωή. «Διαβάζοντας» την ταινία του Τατί ως κείμενο, δεν θα μπορούσα να βρω καλύτερη αφετηρία για να δομήσω τη σκέψη μου επάνω στην καθημερινότητα που σχεδίασαν οι αρχιτέκτονες του μοντέρνου κινήματος για την ανθρωπότητα. Γιατί η σημασία της αρχιτεκτονικής του μοντέρνου δεν έγκειται τόσο στις σχεδιαστικές αρχές οι οποίες άλλαξαν ριζικά και στις νέες φόρμες των κτιρίων, όσο σε αυτόν τον «αγγελικό» κόσμο και την «μηχανική» καθημερινότητα που επέβαλε. Αυτήν ακριβώς την καθημερινότητα σχολιάζει ο Τατί στον «Θείο μου» απαντώντας στον Le Corbusier και τους φίλους του: «όχι κύριοι, ευχαριστώ πολύ, δε θα πάρω!».

Η υπόθεση της ταινίας:


Ο θείος μου
Ανάμεσα σε δύο χώρους, -ο ένας σε μια παλιά συνοικία στο κέντρο του Παρισιού, ο άλλος μια μοντέρνα μονοκατοικία στα προάστια-, διαδραματίζεται η ζωή του κυρίου Ιλό, ενός γνήσιου ρέμπελου ο οποίος αρνείται να προσαρμοστεί με τις νέες συνθήκες ζωής που επιβάλει το μοντέρνο. Ο κύριος Ιλό ζει σε ένα μικρό γραφικό διαμέρισμα. Το κτίσμα είναι παλιό, ιδιωτικότητα δεν υπάρχει, ο θόρυβος σε συντροφεύει πάντα, τα γεγονότα που διαδραματίζονται κωμικοτραγικά. Κι όμως οι άνθρωποι χαμογελούν, φλυαρούν, συνάπτουν σχέσεις, ενοχλούν ο ένας τον άλλον, παραμένουν γνήσιοι, ζουν… Πηγαίνει να επισκεφθεί την αδελφή του στα προάστια. Όλα στην εντέλεια. Σχεδιασμένος κήπος, στη μέση συντριβάνι, το σπίτι σαν κουτί με δύο κυκλικά ανοίγματα, να μοιάζει ακριβώς σαν μηχανή με ένα ζευγάρι κιάλια, μέσω των οποίων παρατηρεί τον αληθινό κόσμο. Ο ανιψιός του κυρίου Ιλό (Ζακ Τατί), επιθυμεί να κάνει παρέα με τον θείο του, ο οποίος του παρουσιάζει τον αληθινό κόσμο στην γραφική του γειτονιά, εκεί όπου η παιδική αθωότητα βρίσκει τον χώρο της και εκφράζεται με τον πιο όμορφο και τρυφερό τρόπο.
Ο θείος μου

Μια ταινία ύμνος της απλότητας, της μποέμ ζωής, των πραγματικών συναισθημάτων και σχέσεων, αυτών που καλλιεργούνται σε έναν τόπο με ιστορία, με συλλογική μνήμη, με τις ιδιαιτερότητες που αποτυπώνονται από της διαφορετικές ανάγκες και συνήθειες των κατοίκων. Ο κύριος Ιλό «βγάζει τη γλώσσα» στον τεχνητό κόσμο, στην άβολη ντιζαϊνάτη καρέκλα, στα δέντρα του κήπου που έχουν όλα το ίδιο ύψος, στο συντριβάνη που ανοίγει μόνο για τους επισκέπτες, σε αυτούς που έχουν υιοθετήσει αυτό τον τρόπο ζωής και λειτουργούν και οι ίδιοι όπως οι μηχανές που τόσο θαυμάζουν.

Η μοντέρνα κατοικία στη ταινία
Ο ιδεατός κόσμος
που ονειρεύτηκε ο μοντερνισμός δεν έγινε ποτέ πραγματικότητα. Ο κόσμος βέβαια που δημιούργησε, ήταν ενδεχομένως καλύτερος από αυτόν που διαδέχθηκε, χωρίς όμως να έχει καταφέρει να λύσει τα ζητήματα αυτά που πάντοτε θα ήταν αφετηρία για ιδεολογικές συγκρούσεις, εντάσεις και κοινωνικοπολιτικές διαμάχες. Η μοντέρνα αρχιτεκτονική, με την εδραίωση της παγκοσμίως, άρχισε να χάνει όλο και περισσότερο την αρχική της δύναμη και την εκφραστικότητα της. Καταγράφτηκε στις συνειδήσεις ως η συνηθισμένη, δογματική πραγματικότητα και έχασε έτσι το στοίχημα με τον εαυτό της, απογοητεύοντας το υποκείμενο για το οποίο σχεδίαζε και στο οποίο η φιλοσοφία της αναφερόταν: τον άνθρωπο.

Και πως θα μπορούσε άλλωστε να εξασφαλίσει αυτό που ζητούσαν οι άνθρωποι όταν απαξίωνε τον άνθρωπο ως πολυδιάστατη οντότητα και τον αντιμετώπιζε ως παγκόσμιο ον; Τα αντιφατικά πράγματα στα οποία αναφερόταν και συνέθετε με έναν μηχανικό τρόπο, δεν θα μπορούσαν να διαμορφώσουν τον χώρο που επιδίωκε.

Η έννοια που πραγματεύεται η ταινία ‘’Ο θείος μου’’, σχολιάζοντας το μοντέρνο κίνημα στην αρχιτεκτονική, είναι ξεκάθαρα η έννοια του κατοικείν. Χωρίς αυτή την έννοια δεν υπάρχει η αρχιτεκτονική, ή τουλάχιστον δεν μπορεί να υπάρξει ο τόπος όπως τον αναγνωρίζουμε σήμερα και όπως μας τον παρουσίασαν οι φαινομενολόγοι. Αυτό που κάνει με εξαιρετική διακριτικότητα και ποιητικό μινιμαλισμό ο Τατί είναι να παραθέτει την έννοια του κατοικείν με την έννοια του ζειν. Η σχέση του κυρίου Ιλό με τον μοντέρνο χώρο αλλά και τους «μοντέρνους» ανθρώπους δηλώνει ότι η κρίση του κατοικείν είναι και κρίση του ζειν.

Ο αυστηρu διαμορφωμένος χώρος, η «καθαρότητα», ο συγκεκριμένος προσανατολισμός, τα συγκεκριμένα υλικά, αναφέρονται σε μια ζωή συγκεκριμένη, με κανόνες, ωράρια, προγραμματισμό της κάθε στιγμής. Ο ήρωας του Τατί λοιπόν, αρνείται να οικειοποιηθεί αυτό τον χώρο, αρνείται να ακολουθήσει την εξασφαλισμένη ζωή που του προσφέρουν. Τον «φοβίζουν» όλες εκείνες οι οικιακές μηχανές που κάνουν ευκολότερη τη ζωή του, που ο άνθρωπος δημιούργησε προς όφελός του και που τώρα στέκονται εκεί, κρυμμένες, έτοιμες να του επιτεθούν. Αντ’ αυτού προτιμάει να ζει αυθόρμητα, ανάμεσα στα χρώματα, στις υφές, στους ήχους, στα πράγματα αυτά που έχουν μείνει αναλλοίωτα στην αγαπημένη του γειτονιά. Ο ρομαντικός κύριος Ιλό μιλάει μονάχα με το σώμα του, οι κινήσεις του σε συνδυασμό με την εξαιρετική μουσική, αφηγούνται όλα όσα θέλει να μας πει. Στο τέλος η ταινία μας αφήνει μια γλυκόπικρη γεύση αφού ο «θείος» αναγκάζεται να εγκαταλείψει το διαμέρισμά του και ακολουθεί την ζωή της «καθαρότητας» και των μηχανών. Το σχόλιο; Όσο και να θέλουμε να αντισταθούμε, όλοι θα ακολουθήσουμε, αυτή είναι πλέον η αντικειμενική πραγματικότητα…

Ο κύριος Ιλό και οι οικιακές μηχανές

Το μοντέρνο κίνημα είναι μια ξεκάθαρη τομή στην ιστορία της αρχιτεκτονικής. Κατάφερε να θέσει πολύ σημαντικά ζητήματα σε σχέση με τον χώρο και τον άνθρωπο και άφησε παρακαταθήκες για όλες τις μετέπειτα προσεγγίσεις και φιλοσοφίες που αφορούν το χώρο.

Δεν μπόρεσε όμως εν τέλει να εξασφαλίσει τη στέγη που απαιτούσαν οι άνθρωποι, γιατί ο ουτοπικός στόχος να πλάσει ένα καθαρά ανθρωπογενές περιβάλλον εκ νέου, απαξιώνοντας τις προτιμήσεις των ανθρώπων, τις οικείες σε αυτούς μορφές, την ιστορία και το υπάρχον πνεύμα του τόπου,  κατέρρευσε πριν καν καταφέρει να πάρει μια πραγματική υπόσταση.

Προηγούμενο άρθροΤο Πρώτο Συνέδριο της Ευρωπαϊκής Ομοσπονδίας Δραματοθεραπείας στην Αθήνα
Επόμενο άρθροOther side του Dejan Dukovski: Παράταση παραστάσεων στο θέατρο Vault
Δήμητρα Τσίτση
Aristotle University of Thessaloniki, School of Architecture