Το αριστουργηματικό θεατρικό κείμενο Μήδεια του Μποστ (Μέντης Μποσταντζόγλου) ταξίδεψε με επιτυχία σε θερινή περιοδεία ανά την Ελλάδα. Σκηνοθέτης και εμπνευστής των σύγχρονων διαλόγων του έργου καθώς και δραματουργός ήταν ο γνωστός Νικορέστης Χανιωτάκης. Οι έμπειροι ηθοποιοί του έργου που ενσάρκωσαν και αναζωπύρωσαν μέσα σε περίοδο «Πολιτιστικής κρίσης», την κοινωνική σάτιρα του Μποστ, ζωντάνεψαν δικαίως το σβησμένο γέλιο των θεατών. Ο πολυδιάστατος και πολυγραφότατος Μποστ που θήτευσε στην ιστορία των μορφών, επικοινωνούσε καλλιτεχνικά με αρχετυπική οικειότητα στην ψυχή των Ελλήνων. Ο Μέντης Μποσταντζόγλου με ψευδώνυμο Μποστ δίδασκε την «Τέχνη του χθες» μέσα από την κοινωνικοπολιτική του σάτιρα. Ο σπουδαίος συγγραφέας κατατάσσεται στους σημαντικούς σύγχρονους απογόνους του «Αριστοφάνη» και του «Μενάνδρου».

Λίγα λόγια για το έργο

Η βασίλισσα Μήδεια (Μάκης Παπαδημητρίου) προσλαμβάνει στο παλάτι της, την καλόγρια Πόλυ (Τζένη Θεωνά) σαν φύλακα των παιδιών της. Η καλόγρια στην αρχή του έργου μονολογεί πως έγινε μοναχή, μετά από απρεπείς ερωτικές περιπέτειες και ζητά στέγη από την βασίλισσα. Η Μήδεια, είναι απογοητευμένη από τις απιστίες του συζύγου της Ιάσονα (Νικορέστη Χανιωτάκη) και από την άσχημη πορεία που παρουσιάζουν τα παιδιά της στο σχολείο.

Μήδεια του Μποστ
Μετά την θεατρική επιτυχία, Ο καλός άνθρωπος του Σετσουάν, ο Νικορέστης Χανιωτάκης σκηνοθετεί την Μήδεια του Μποστ.

Η υπόθεση του έργου εξελίσσεται καθώς επισκέπτονται το παλάτι, διάφοροι χαρακτήρες.Ο δραματουργός Ευριπίδης (Γιάννης Δρακόπουλος) εμφανίζεται και ζητά από την Μήδεια να τον βοηθήσει, να εμπνευστεί από την ίδια της την ζωή αλλά και την προσωπικότητα της, ώστε να συγγράψει την γνωστή του τραγωδία Μήδεια. Στη συνέχεια του έργου έρχεται στο παλάτι ο εξόριστος Οιδίποδας (Κώστας Τριανταφυλλόπουλος)  μαζί με την κόρη του Αντιγόνη (Μπέτυ Αποστόλου) και ζητάνε από την Μήδεια να τους βοηθήσει να επιστρέψουν στον Κολωνό αποκτώντας ξανά τον θρόνο.

Τελευταίος επισκέπτης είναι ένας καλόγερος, παλιός εραστής της καλόγριας Πόλυς. Ο καλόγερος μέσα από τον διάλογο του με την ηρωίδα, ομολογεί ότι ενδιαφέρεται σεξουαλικά μόνο για ανήλικα αγόρια και εξιστορεί την τελευταία του περιπέτεια. Αργότερα στο παλάτι εμφανίζεται ο Ιάσωνας και συγκρούεται με την Μήδεια για την απιστία του με την καλόγρια Πόλυ που φιλοξενούν.

Ο Ιάσονας αποκαλύπτει ότι και τα παιδιά τους, έχουν κρυφά σεξουαλικές επαφές με την καλόγρια Πόλυ και με τον καλόγερο. Η Μήδεια φανερά εξοργισμένη από τις εξελίξεις, αφού τα παιδιά της δεν ενδιαφέρονται πια για το σχολείο και έχουν παραστρατήσει, τα σκοτώνει.Το έργο τελειώνει με ένα επιμορφωτικό άσμα. Τα παιδιά να μην αποζητούν την ασυδοσία και να μελετούν γιατί θα καταλήξουν σαν τα παιδιά της Μήδειας.

Η Μήδεια του Μποστ
Στον ρόλο του Οιδίποδα ο Κώστας Τριανταφυλλόπουλος.
Ο Αριστοφάνης του 20ου Αιώνα (Χρύσανθος Βοσταντζόγλου 1918 – 1995)

Ο Μποστ (Μέντης Μποσταντζόγλου) έψαχνε σε πολλές κατευθύνσεις να βρει την καλλιτεχνική του ανησυχία. Ο ίδιος συστηνόταν ως σκιτσογράφος, θεατρικός συγγραφέας, ζωγράφος, κειμενογράφος, στιχουργός αλλά και κωμωδιογράφος. Ήταν ένας ανήσυχος δημιουργός, μια ιδιάζουσα καλλιτεχνική ιδιοφυία της εποχής, ένας ταλαντούχος άνθρωπος. Οι ήρωες του συγγραφέα ήταν μονοδιάστατοι και υπέφεραν με τα καθημερινά τους προβλήματα. Μερικά από τα γνωστά του θεατρικά έργα είναι η Φαύστα, η Μαρία Πενταγιώτισσα, η Μήδεια και το τελευταίο του έργο εν ζωή ο Ρωμαίος και Ιουλιέτα (1995).

Η Μήδεια του Μπόστ γράφτηκε το 1993 σε δεκαπεντασύλλαβο στίχο. Ένα κείμενο που είναι μόλις εικοσιπέντε ετών, αλλά αφήνει μια αίσθηση αρχαίας κωμωδίας. Ο συγγραφέας ήθελε να διακωμωδήσει τη δομή της καθαρεύουσας καθώς και την ημιμάθεια του νεοέλληνα αφού μπέρδευε τη δημοτική γλώσσα μαζί με την καθαρεύουσα. Τα κείμενα του ήταν ανορθόγραφα με συντακτικά λάθη με στόχο την γελοιοποίηση του σύγχρονου Έλληνα.

Μποστ: «Πρόκειται για ένα έργο που επικρίνει τους επικριτάς, προβληματίζει τους κριτάς και ελευθερώνει τους θεατάς»

Η Μήδεια του Μποστ είναι ένα έργο γεμάτο αντιθέσεις και εκεί ξεδιπλώνεται το αστείρευτο κωμικό πάθος του Μποστ. Η Μήδεια, ήταν βάρβαρη και όμως ο συγγραφέας εξισορρόπησε αυτή την βαρβαρότητα κάνοντας το κοινό να γελά με την αποτρόπαια πράξη της παιδοκτονίας. Η Μήδεια έσφαξε τα παιδιά της για ασήμαντους λόγους και αυτή η εξομοίωση του βέλτιστου με το χείριστο τρόπο προκαλεί γέλιο. Ένα συμβολικό πρόσωπο στο έργο είναι η ύπαρξη του τραγωδού Ευριπίδη. Ενώ περιτριγυρίζεται από καθολικούς καλόγερους, αυτός ψάχνει την δική του έμπνευση. Το κείμενο από μόνο του είναι μια παρωδία, ένα χαοτικό πέρασμα σε όλη την ελληνική ιστορία.

Η Μήδεια του Μποστ
Ο Μάκης Παπαδημητρίου ως ¨Μήδεια¨ και η Τζένη Θεωνά ως Καλόγρια ¨Πολυξένη¨. (Στην Φωτογραφία).
Επί σκηνής.

Καθηλωτικός ήταν ο πρωταγωνιστής Μάκης Παπαδημητρίου στον ρόλο της Μήδειας, ο οποίος ισορρόπησε ολόκληρη την παράσταση με την τεχνική του ικανότητα. Ο ηθοποιός έχοντας το έμφυτο ταλέντο της κωμωδίας απέδωσε με αρτιότητα τον δεκαπεντασύλλαβο ρυθμό και ερμήνευσε με άνεση και αξιοπρέπεια τον απαιτούμενο κωμικό χαρακτήρα.

Εξίσου δυναμικός ηθοποιός ήταν και ο Κώστας Τριανταφυλλόπουλος σε μια διπλή διανομή ρόλων του Οιδίποδα και του καλόγερου, ο οποίος ξεχώρισε με την καθαρή του άρθρωση και την υποκριτική του ευχέρεια.

Η Τζένη Θεωνά στο ρόλο της καλόγριας Πολυξένης, ερμήνευσε, χόρεψε και τραγούδησε με ταπεραμέντο κάτω από τις σκηνοθετικές οδηγίες του κ. Χανιωτάκη.

Ο Γιάννης Δρακόπουλος ως φυσικός κωμικός ηθοποιός και πολύ συγκεκριμένος στο ρόλο του Ευριπίδη, ερμήνευσε με υποκριτική ισορροπία, χωρίς κωμικές φαμφάρες και υπερκινητικές υστερίες.

Παρωδία: Είναι η κοροϊδευτική μίμηση ενός πρωτότυπου έργου, τονίζει τις αδυναμίες ή σατιρίζει τις πρωτότυπες ιδέες. Το ύφος αυτό θεωρείται πως το επινόησε ο Έλληνας κυνικός φιλόσοφος Μένιππος (290π.χ) προκειμένου να διακωμωδήσει τους αντιπάλους φιλοσόφους.

Η έκπληξη της συγκεκριμένης παράστασης ήταν ο Γεράσιμος Σκαφίδας στο ρόλο της Τροφού, ο οποίος είχε και την απαιτούμενη ενέργεια ρόλου, τον κατάλληλο ρυθμό και πηγαία υποκριτική αμεσότητα. Ο Γεράσιμος Σκαφίδας αφού μεταμορφώθηκε σε γυναίκα με μεγάλα στήθη θυμίζοντας «Αριστοφανικό» ήρωα. Ο ίδιος δεν παρασύρθηκε σε «κοινά» πλαίσια κωμωδίας, αλλά υποστήριξε με αφοπλιστική συνέπεια τον χαρακτήρα του.

Η Μπέτυ Αποστόλου υποδύθηκε την Αντιγόνη με στόμφο και δραματική φόρμα για τον άτυχο πατέρα της και η Άννα Κλάδη σε διπλή διανομή του ψαρά και του Εξάγγελου είχε άνεση και ενέργεια ρόλου.Τον Ιάσωνα τον υποδύθηκε ο Νικορέστης Χανιωτάκης, καθώς ήταν άμεσος με σκηνική ευχέρεια και υπερβολική ενέργεια ρόλου. Ωστόσο, ξέφευγε συχνά σε υποκριτικά πλαίσια σουρεαλισμού.

Η Μήδεια του ΜΠΟΣΤ
Ο Νικορέστης Χανιωτάκης αρχίζει την παράσταση με ένα φτωχό αθηναϊκό μπουλούκι, σαν αυτά της δεκαετίας του 30’, που προσπαθεί με σθένος να παρουσιάσει την αυθεντική αρχαία τραγωδία της Μήδειας.
Μηχανισμός ιδεών.

Με διορατική ματιά ο σκηνοθέτης της παράστασης Νικορέστης Χανιωτάκης επέλεξε το συγκεκριμένο έργο, να περιοδεύσει σε αρκετούς θεατρικούς σταθμούς. Η διανομή των ηθοποιών ήταν πετυχημένη. Η ιδέα του έργου προέκυψε από την ανάγκη που είχαν ο Νικορέστης Χανιωτάκης και ο Γεράσιμος Σκαφίδας να ξεφύγουν από το κλασικό ξενόγλωσσο ρεπερτόριο. Με την πρώτη τους εμφάνιση οι ηθοποιοί της παράστασης έμοιαζαν σαν χορικό αρχαίας Αριστοφανικής κωμωδίας. Εύστοχα ο Χανιωτάκης άφησε ελεύθερα τους ηθοποιούς, να ξεδιπλώσουν το κωμικό τους υποκριτικό ταλέντο επί σκηνής.

Στην κωμωδία είναι απαραίτητη προϋπόθεση, ηθοποιός και σκηνοθέτης να συν-σκηνοθετούν ώστε να επιτύχουν μαζί το καλύτερο αποτέλεσμα. Η μεταφορά και η διασκευή του θεατρικού κειμένου ήταν ισάξιο με την αισθητική του Μποστ, κάτι που ο σκηνοθέτης πρόσεξε αρκετά. Ο Νικορέστης Χρανιωτάκης σκηνοθετικά στόχευσε στην αποδόμηση της «Παρωδίας» κάτι που συνέβαλε στο να χαθεί η ισορροπία και ο ρυθμός της ίδιας της παρωδίας.

«Εύστοχα ο Χανιωτάκης άφησε ελεύθερα τους ηθοποιούς, να ξεδιπλώσουν το κωμικό τους υποκριτικό ταλέντο επί σκηνής».

Τα κουστούμια της Χριστίνας Πανοπούλου ήταν εκπληκτικά. Η ενδυματολόγος εμπνεύστηκε έξυπνα από τους αγαπημένους ήρωες του ίδιου του συγγραφέα (Θέατρο σκιών, ήρωες της επανάστασης του 1821) και τα προσάρμοσε λειτουργικά στους ηθοποιούς. Μια Ελλάδα, βγαλμένη από διάφορες ιστορικές εποχές να περνά μπροστά στα μάτια των θεατών. Η Αρετή Μουστάκα με συνέπεια στα σκηνικά, συντέλεσε βασικό ρόλο στην παράσταση. Ο μοναδικός θρόνος της Μήδειας σε Μύδι, χάρισε άφθονο γέλιο στους θεατές, αφού και ο Μποστ ήταν μάστορας των λογοπαιγνίων. Τα πανιά με το μονόγραμμα «Μ» που έπεφταν στην πλάτη του σκηνικού, φανέρωναν την άναρχη πλευρά της Μήδειας. Η σιδερένια κατασκευή ήταν λειτουργική και βοηθούσε αισθητά σε όλο το έργο.

Η Μήδεια του Μποστ
Ο Γιάννης Δρακόπουλος υποδύεται τον Ευριπίδη, μια κωμική σκηνή μαζί με τον συμπρωταγωνιστή του Μάκη Παπαδημητρίου.

Η πρωτότυπη μουσική της Μόνικα συντέλεσε θετικά στον παλμό της παράστασης. Η μουσική διδασκαλία στους ηθοποιούς έγινε από τον μουσικό Γιάννη Μαθέ καθώς ήταν και ο βασικός πιανίστας επί σκηνής. Στις άρτιες χορογραφίες και στην κινησιολογία υπογράφει η Ειρήνη – Ερωφίλη Κλέπκου.

Η Μήδεια του Μποστ σε σκηνοθεσία Νικορέστη Χανιωτάκη ήταν ένα βάλσαμο στις ψυχές των θεατών. Το έργο αυτό, δέχτηκε μεγάλη αποδοχή καθώς το κοινό γέλασε και ταξίδεψε στο χρόνο. Μέσα από αστεία «Λογοπαίγνια» και «Σατιρικές» φόρμες, ο Έλληνας θυμήθηκε την κληρονομιά του. Το Αστείο προέρχεται από το άστυ, την πόλη και δηλώνει ότι αστεία κάνουν οι πολιτισμένοι κάτοικοι των πόλεων και όχι οι χωριάτες των αγρών. Το θέατρο μπορεί και εξευγενίζει τις καρδιές των ανθρώπων και να εκπολιτίζει κοινωνίες. Μέσα από μια βάρβαρη προσωπικότητα, γνωστή σε όλους « Μήδεια του Ευριπίδη », η οποία έσφαξε τα παιδιά της, ο Μποστ γέννησε το μεγαλύτερο αστείο όλων των εποχών, τα έσφαξε για το τίποτα.

Συντελεστές παράστασης

  • Διασκευή | Απόδοση στίχων – Σκηνοθεσία: Νικορέστης Χανιωτάκης
  • Πρωτότυπη μουσική*: Monika
  • Μουσική διδασκαλία | Προσαρμογή και ζωντανή απόδοση μουσικών θεμάτων στο πιάνο: Γιάννης Μαθές
  • Σκηνικά: Αρετή Μουστάκα
  • Βοηθός Σκηνογράφου: Έμιλυ Ονησιφόρου
  • Κοστούμια: Χριστίνα Πανοπούλου
  • Βοηθός ενδυματολόγου: Μαρία Φέξη
  • Χορογραφίες | Επιμέλεια κίνησης: Ειρήνη – Ερωφίλη Κλέπκου
  • Φωτισμοί: Χριστίνα Θανάσουλα
  • Βοηθός σκηνοθέτη: Μαριάννα Παπασάββα
  • Οργάνωση παραγωγής: Αναστασία Γεωργοπούλου
  • Εκτέλεση παραγωγής: Φάνης Μιλλεούνης
  • Φωτογραφίες: Αγγελική Κοκκοβέ
  • Παραγωγή: Μυθωδία
  • Ερμηνεύουν: Μάκης Παπαδημητρίου, Κώστας Τριανταφυλλόπουλος, Γιάννης Δρακόπουλος, Νικορέστης Χανιωτάκης, Τζένη Θεωνά, Γεράσιμος Σκαφίδας, Μπέτυ Αποστόλου, Άννα Κλάδη

* Η μουσική παίζεται ζωντανά από τους ηθοποιούς

 

–ΒίαΚαθόλου

–ΓυμνόΚαθόλου

 

 

Διαβάστε περισσότερες θεατρικές Κριτικές εδώ

Προηγούμενο άρθροΘέατρο Αγγέλων Βήμα & Τα Χρόνια της Αθωότητας για τη σαιζόν 2020-21
Επόμενο άρθροΘεατρικό εργαστήρι με τη Σοφία Καραγιάννη στο Θέατρο 104
Ευγενία Σάλτα
Γεννήθηκε και μεγάλωσε στα Μέγαρα Αττικής. Απόφοιτη της Ανωτέρας Δραματικής Σχολής «Ιασμος» του Βασίλη Διαμαντόπουλου. Διαθέτει σεμιναριακή εκπαίδευση στη «Σκηνοθεσία Θεάτρου» και στη «Θεατρική γραφή» από τη σχολή Tabula Rasa. Ασχολείται με τη μουσική, τη φωτογραφία και το video art. Εργάζεται ως Σκηνοθέτης στον Δήμο Μεγαρέων και σε άλλες περιοχές της Δυττικής Αττικής. Αρθρογραφεί στο Artic.gr από το 2018.