«Χρυσός» έχει επικρατήσει να λέγεται ο 17ος αιώνας στην Ολλανδία. Παρά τους συνεχείς πολέμους με την Ισπανία, την Αγγλία και στη συνέχεια και τη Γαλλία, η μικρή χώρα της Βόρειας Θάλασσας (η έκτασή της είναι περίπου δύο φορές η Πελοπόννησος), απαλλαγμένη από την ισπανική κηδεμονία των Αψβούργων και χωρισμένη πια από το σημερινό Βέλγιο και  Λουξεμβούργο, με τα οποία αρχικά σχημάτιζε τις Επαρχίες των Κάτω Χωρών.

Εδώ να σημειώσουμε ότι η Ολλανδική Δημοκρατία διακήρυξε την ανεξαρτησία της μόλις το 1581· βέβαια, η συνθήκη της Βεστφαλίας το 1648 είναι που θα δώσει τον επίλογο στον καταστρεπτικό τριαντακονταετή πόλεμο. Αυτός ο πόλεμος ξεκίνησε υπό το πρόσχημα της θρησκευτικής έριδος, που όμως έμελλε να βάλει τα θεμέλια για τη σημερινή μορφή της Ευρώπης. Η Ολλανδία θα αναδειχθεί σταδιακά σε αυτοκρατορία που θα αποτελέσει και μια από τις μεγαλύτερες ναυτικές και οικονομικές δυνάμεις του 17ου αιώνα αλλά και εστία ανάπτυξης των γραμμάτων και των τεχνών, οι δε πλουτοπαραγωγικές πηγές όπως η Βιοτεχνία, η κτηνοτροφία και η αλιεία θα εξαπλωθούν ταχύτατα σε όλη την επικράτεια. Το 1602 ιδρύεται στο Άμστερνταμ η πανίσχυρη «Εταιρεία των Ινδιών». Το 1614 ιδρύεται το «Νέο Άμστερνταμ» (η σημερινή Νέα Υόρκη) στη Βόρεια Αμερική και το 1652 η «Αποικία του Ακρωτηρίου» στη Νότια Αφρική. Λειτουργεί το πρώτο πλήρως λειτουργικό Χρηματιστήριο, με τους ίδιους τους εργαζόμενους να γίνονται μέτοχοι στις εταιρείες. Αναπτύσσεται κράτος πρόνοιας. Η πνευματική ανάπτυξη είναι συνακόλουθη. Στα πανεπιστήμια της Ουτρέχτης και του Λέιντεν και στα σχολεία στο Άμστενταμ και το Ντόρντρεχτ εισάγονται οι ελληνιστικές και λατινικές σπουδές. Η Ολλανδία γίνεται το λίκνο σπουδαίων εκπροσώπων του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού. Ενδεικτικά, αναφέρουμε τον φιλόσοφο Μπαρούχ Σπινόζα, τον εφευρέτη του μικροσκοπίου Άντον φαν Λέβενχουκ και τον γιατρό Νίκολας Τουλπ, ενώ κι ο Γάλλος φιλόσοφος Ρενέ Ντεκάρτ έζησε για 21 ολόκληρα χρόνια στην Ολλανδία.

Η δε τέχνη, χρηματοδοτούμενη κυρίως από την κρατούσα μεγαλοαστική τάξη, ανθεί. Οι ζωγράφοι, λόγω του καλβινισμού, απομακρύνονται από τα θρησκευτικά θέματα και στρέφονται περισσότερο στο πορτραίτο, ατομικό και ομαδικό (στη συνέχεια, θα μιλήσουμε για δύο πίνακες από καθεμιά από τις δύο αυτές υποομάδες), στην τοπιογραφία, αλλά και στην ηθογραφία-ρωπογραφία (genre), υποσύνολο της οποίας είναι και η Νεκρή Φύση, ένα είδος που ουσιαστικά γεννάται στην Ολλανδία. Οι ζωγράφοι είναι εγγεγραμμένοι σε συντεχνίες, ανάλογα με τον τόπο δράσης τους. Έτσι, υπάρχουν ποικίλα καλλιτεχνικά κέντρα: η Ουτρέχτη, προπύργιο των ιταλικών επιδράσεων (Χέριτ Χόντχορστ, Χέντρικ Τερμπρούχεν), το Χάρλεμ (Φρανς Χαλς, Γιαν Σκόρελ), το Λέιντεν (Γιαν Στέεν, πρώτη περίοδος Ρέμπραντ), το Άμστερνταμ (Γιαν Λίβενς, Ρέμπραντ) και, μετά το δεύτερο μισό του αιώνα, και το Ντελφτ (Γιαν Βερμέερ, Πέτερ ντε Χόοχ).

Ρέμπαντ, "Νυχτερινή περίπολος", 1642, ελαιογραφία σε ξύλο, 363 x 437 εκ., Κρατικό Μουσείο Άμστερνταμ
Ρέμπαντ, “Νυχτερινή περίπολος”, 1642, ελαιογραφία σε ξύλο, 363 x 437 εκ., Κρατικό Μουσείο Άμστερνταμ

Οπωσδήποτε, η καλλιτεχνική προσωπικότητα που υπερίσχυσε δεν ήταν άλλη από του Rembrandt Harmenszoon van Rijn (Λέιντεν 1606 – Άμστερνταμ 1669) ή απλώς Rembrandt (ανήκει στη μικρή ομάδα των ζωγράφων που έγιναν γνωστοί με το μικρό τους όνομα, βλ. Λεονάρντο, Μιχαήλ Άγγελος, Τισιανός), σε βαθμό που ο ολλανδικός 17ος αιώνας να λέγεται και «η εποχή του Ρέμπραντ». Ζωγράφος βαθιά επιδραστικός, ήδη στην εποχή του -λόγω και της ιδιότητάς του ως δάσκαλος δικού του εργαστηρίου-, δέχτηκε τις επιδράσεις του Μπαρόκ, αλλά τις ερμήνευσε με έναν πολύ προσωπικό τρόπο. Η απόδοση των ιστορικών σκηνών ως πορτραίτα και, από την άλλη, η μετάπλαση των πορτραίτων σε ιστορικές, επικές σκηνές (χαρακτηριστικό παράδειγμα του τελευταίου, η Νυχτερινή Περίπολος που θα δούμε παρακάτω), η αχαλίνωτη φαντασία του, η ψυχογράφηση των εικονογραφούμενων, συμπεριλαμβανομένου και του εαυτού του (οι αυτοπροσωπογραφίες του Ρέμπραντ είναι κάτι σαν το ημερολόγιό του), τα λιγοστά φώτα που τοποθετεί στους πίνακές του, πάντα στα σημεία που θέλει εκείνος να τονίσει, η δεξιότητα με την οποία αποδίδει τις αντανακλάσεις και τον τρόπο που το φως εισχωρεί στη σκιά και οι καινοτομίες που έφερε στην τεχνική, τόσο της ζωγραφικής με τη χρήση πλατιών επιφανειών χρώματος και πυκνών, δραματικών πινελιών όσο και της χαρακτικής, με τους αριστοτεχνικούς συνδυασμούς του ξηρής χάραξης και οξυγραφίας που κάλυπταν μια ευρεία γκάμα τόνων, είναι τα κυριότερα χαρακτηριστικά της τέχνης του. Αλλά και ως προσωπικότητα υπήρξε ένας άνθρωπος ανήσυχος, πληθωρικός, αρκετά αντισυμβατικός ώστε να προκαλεί τον περίγυρό του (αρεσκόταν να συναναστρέφεται απλούς ανθρώπους, ενώ η τελευταία του σύντροφος, την οποία δεν παντρεύτηκε ποτέ προερχόταν από χαμηλό κοινωνικό στρώμα), με αυτοπεποίθηση, πλεονέκτης (σε σημείο που προκάλεσε εν μέρει και ο ίδιος τη χρεοκοπία του λόγω της μανίας του να συλλέγει και να αγοράζει έργα τέχνης, ακόμα και τα δικά του για να ανεβάζει την αξία τους) και χτυπημένος από τη μοίρα. Με λίγα λόγια ένας καλλιτέχνης και άνθρωπος εξαιρετικά ενδιαφέρων. Το να απασχολήσει μεταξύ άλλων και τον Βρετανό σκηνοθέτη Peter Greenaway (γεν.1942) ήταν απλώς αναμενόμενο.

Peter Greenaway
Peter Greenaway

Πρώτον, γιατί ο Γκρήναγουεϊ είναι και ο ίδιος ζωγράφος και επιμελητής εκθέσεων, δεύτερον γιατί ζει στην Ολλανδία και τη θεωρεί δεύτερη πατρίδα του, τρίτον γιατί είναι έντονα επηρεασμένος από τις εικαστικές τέχνες σε σημείο που τα πλάνα του να θυμίζουν πίνακες ζωγραφικής (πάντως, οι αναφορές του στην τέχνη είναι εκτός από υπόγειες και ρητά δηλωμένες, π.χ. ιαπωνική τέχνη στο The pillow book ή νεοκλασικισμός στην Κοιλιά του αρχιτέκτονα. Ο ίδιος έχει δηλώσει σε συνέντευξή του: «Θεωρώ ότι το 90% των ταινιών μου, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, αναφέρονται σε πίνακες ζωγραφικής») και τέταρτον, γιατί ειδικά το Μπαρόκ αποτελεί πηγή έμπνευσής του, και ως ευθεία αναφορά, όπως στο Συμβόλαιο του σχεδιαστή και ως αισθητική, όπως στο Ο μάγειρας, ο κλέφτης, η γυναίκα του κι ο εραστής της. Καρπός της ενασχόλησής του με τον Ρέμπραντ και συγκεκριμένα με τη Νυχτερινή Περίπολο, ήταν η βίντεο-εγκατάσταση που τοποθετήθηκε στο Rijksmuseum στο Άμστενταμ το 2006, απέναντι από το εν λόγω έργω (στο πλαίσιο του εν εξελίξει ακόμα project του δημιουργού Nine Classical Paintings Revisited), η ταινία Nigtwatching του 2007 και το ντοκιμαντέρ ένα χρόνο αργότερα Rembrandt’s J’ accuse (κατά την έκφραση του Εμίλ Ζολά στην υπόθεση Ντρέυφους). Το ντοκιμαντέρ αποτελεί κατά κάποιον τρόπο τη θεωρητική υποστήριξη της ταινίας και έχουν χρησιμοποιηθεί ως επί το πλείστον πλάνα από αυτή.

to Rijksmuseum sto Amsterdam
to Rijksmuseum sto Amsterdam

λέξη Nigtwatching δε μεταφράζεται κατά λέξη Νυχτερινή Περίπολος, αλλά Περιπολώντας τη Νύχτα και ακριβώς αυτός ο διφορούμενος τίτλος κρύβει το μήνυμα της ταινίας με τον ομώνυμο τίτλο (δυστυχώς είναι μια ταινία που στην Ελλάδα δε βρήκε διανομή). Ο Γκρήναγουεϊ, σε συνέντευξή του στο ΒΗΜagazino (25/7/2010) λέει: «Είμαι στο στούντιό μου πάνω από το σπίτι μου και όταν κοιτάζω έξω από το παράθυρο αντικρίζω μια πανοραμική άποψη της πόλης. Μισό χιλιόμετρο από το σημείο που κοιτάζω βρίσκεται ένα πολύ μεγάλο κτίριο το οποίο ονομάζεται Rijksmuseum και είναι το σπίτι της Νυχτερινής περιπόλου του Ρέμπραντ. Έχω ένα εισιτήριο στην τσέπη μου που μου επιτρέπει να επισκέπτομαι αυτόν τον εξαιρετικό πίνακα σε αυτό το εξαιρετικό μουσείο όποτε θέλω. Η Νυχτερινή περίπολος  του Ρέμπραντ  -πιθανότατα ο τέταρτος πιο σημαντικός πίνακας στον κόσμο- βρίσκεται ουσιαστικά στο μπροστινό δωμάτιο του σπιτιού μου. Οπότε, μου είναι πολύ οικείος.[…]Το 2006 συμπληρώθηκαν 400 χρόνια από τη γέννηση του Ρέμπραντ και υπήρξαν πολλές εορταστικές εκδηλώσεις γύρω από τον πιο γνωστό πίνακά του. Με κάλεσαν να κάνω μια εγκατάσταση που περιελάμβανε αυτόν τον τόσο πολύτιμο, αυθεντικό πίνακα ο οποίος είναι σχεδόν μη ασφαλίσιμος. Και εγώ είχα την τόλμη να προτείνω να τον ζωντανέψω! Αυτόν που κοστίζει εκατομμύρια των εκατομμυρίων! Αυτό ήταν η αρχή μιας μεγάλης περιπέτειας για εμένα. Μου κίνησε το ενδιαφέρον ο πίνακας και πίστεψα ότι γίνεται φόνος σε αυτόν. Και ανέπτυξα ένα σενάριο, μια θεωρία συνωμοσίας, η οποία εξηγεί πώς γίνεται ο φόνος».

anaparastash ths prwinhs peripolou apo ton Greenaway
Αναπαράσταση της πρωινής περιπόλου από τον Greenaway

Στο σημείο αυτό θα κάνουμε μια παρέκβαση και θα μιλήσουμε εν συντομία για τον πίνακα. Κατ’ αρχάς, η Πολιτοφυλακή ήταν ένα στρατιωτικό σώμα, που φρόντιζε να είναι ετοιμοπόλεμο σε μια Ολλανδία που βαλλόταν από συνεχείς πολέμους. Σε καιρό ειρήνης, τα μέλη της Πολιτοφυλακής έκαναν απλώς κάποιες περιπολίες και οργάνωναν παρελάσεις ή αναπαραστάσεις των ηρωικών γεγονότων της ιστορίας των Ηνωμένων Επαρχιών. Έχουν διασωθεί πάμπολλα πορτραίτα διάφορων εδρών του εν λόγω σώματος (μια και μιλάμε για τον Γκρήναγουεϊ, ας θυμηθούμε το αντίγραφο του πίνακα Το συμπόσιο της Πολιτοφυλακής του Αγίου Γεωργίου στο Χάρλεμ του Φρανς Χαλς που κοσμούσε τον τοίχο του εστιατορίου στο Ο μάγειρας, ο κλέφτης, η γυναίκα του κι ο εραστής της).  Το έτος 1642, η έδρα της Πολιτοφυλακής του Άμστερνταμ αναθέτει στον Ρέμπραντ την ομαδική προσωπογραφία του λόχου τυφεκιοφόρων του λοχαγού Frans Banningh Cocq, ενώ στην πληρωμή θα συνεισέφεραν τα πρόσωπα που θα απεικονίζονταν. Έτσι, γεννήθηκε η περιβόητη Νυχτερινή Περίπολος. Ο πίνακας που μας σώζεται είναι μέρος του αρχικού: το 1715 ακρωτηριάστηκε προκειμένου να προσαρμοστεί στις διαστάσεις μιας νέας αίθουσας στο δημαρχείο του Άμστερνταμ. Αυθεντικός δεν είναι ούτε ο τίτλος, που δόθηκε στα τέλη του 18ου αι., καθώς δεν πρόκειται καν για νυχτερινή περίπολο: τα παχιά στρώματα βερνικιού που με την πάροδο του χρόνου σκούρυναν και σωρεύτηκαν έδωσαν την εσφαλμένη εντύπωση ότι πρόκειται για νυχτερινή σκηνή. Ο Ρέμπραντ τοποθετεί στο κέντρο τον λοχαγό που δίνει πρόσταγμα στους στρατιώτες γύρω του να ξεκινήσει η γιορτή και δίπλα του τον υπολοχαγό Willem van Ruytenburgh, ενώ στην σύνθεση ξεχωρίζει ένα κορίτσι ντυμένο στα κίτρινα, απ’ της οποίας τη ζώνη κρέμεται ένας κόκορας. Όπως συμβαίνει με όλους τους κλασικούς πίνακες ζωγραφικής (κλασικός δεν σημαίνει καθιερωμένος ή βαρετός, αλλά επανεγγράψιμος στον χρόνο), έχουν δοθεί διάφορες ερμηνείες και αναγνώσεις. Ο Γκρήναγουεϊ επιλέγει, αφορμώμενος από την αφηγηματικότητα του πίνακα, να ανασυστήσει την ιστορία πίσω από το ζωγραφικό έργο και παράλληλα να μιλήσει για τον Ρέμπραντ, αλλά και για την προσπάθεια του ατόμου να ορθωθεί απέναντι σε ένα διεφθαρμένο σύστημα.

h afisa ths tainias
Η αφίσα της ταινίας Nightwatching

Η ταινία ξεκινάει το 1642 με την ανάθεση του ομαδικού πορτραίτου της Πολιτοφυλακής του Άμστερνταμ στον Ρέμπραντ με την ευκαιρία της άφιξης της πριγκίπισσας Μαρίας Στιούαρτ, κόρης του Καρόλου Α΄ της Αγγλίας και μετέπειτα πριγκίπισσας της Οράγγης, στο Άμστερνταμ. Λοχαγός είναι ο Πίερς Χάλσεμπουργκ και υπολοχαγός ο Ζαν Εγκρεμόν. Ο Ρέμπραντ (που τον υποδύεται ο Βρετανός ηθοποιός Martin Freeman) διευθύνει ήδη ένα επιτυχημένο εργαστήριο ζωγραφικής, ενώ είναι παντρεμένος με τη Saskia van Uylenburg (Eva Birthistle), ανιψιά του εμπόρου έργων τέχνης Hendrick van Uylenburg (Kevin McNulty) και περιμένουν παιδί. Παρά την ευοίωνη προοπτική, στη συνέχεια τα πράγματα παίρνουν παράξενη τροπή: ο Χάσελμπουργκ πεθαίνει στη διάρκεια μιας άσκησης και ο Έγκρεμον εξαφανίζεται. Καινούργιος λοχαγός ορίζεται ο Φρανς Μπάνινγκ Κοκ (στο ρόλο του ο Adrian Lukis) και υπολοχαγός ο Βίλεμ Ρούτενμπουργκ (Adam Kotz). Οι δύο άντρες είναι αλαζονικοί, κουτοπόνηροι, υπερφίαλοι και εχθρικοί προς τον Ρέμπραντ προειδοποιώντας τον για τα «κρυφά μηνύματα» των πινάκων του. Εν τω μεταξύ, ο Ρέμπραντ έρχεται σε επαφή με δύο ανήλικες κοπέλες, τη Μαρίκε (Natalie Press) και τη Μαρίτα (Fiona O’ Shaughnessy), νόθες κόρες του λοχία Ρόμπουτ Κεμπ (Chris Britton), που κατοικούν στο ορφανοτροφείο στο οποίο προεδρεύει ο Κεμπ και που στην πραγματικότητα λειτουργεί σαν δοχείο εκκολαπτόμενων δούλων και πορνών. Η Μαρίτα είχε μια πλατωνική σχέση με τον Οράτιο Όικεν από του οποίου το χέρι σκοτώθηκε ο Χάσελμπουργκ κατά λάθος στο «ατύχημα».

O Rembrandt Martin Freeman με τις τρεις γυναίκες της ζωής του
O Rembrandt Martin Freeman με τις τρεις γυναίκες της ζωής του

Σιγά-σιγά ξετυλίγεται το νήμα και ο Ρέμπραντ ανακαλύπτει τη συνωμοσία, την οποία επιβεβαιώνει στη συνέχεια και ο εξαναγκασμένος σε φυγή Έγκρεμον (Maciej Zakoscielny): η συμμορία των Πολιτοφυλάκων με αρχηγό τον Μπάνινγκ Κοκ, τον κουνιάδο του, Κλέμεντ, και τον Ρούτενμπουργκ εκβιάσαν το αγόρι ώστε να σκοτώσει τον Χάσελμπουργκ και άρα πρόκειται για δολοφονία. Ο Ρέμπραντ τελειώνει τον πίνακα και ενσωματώνει πολλά στοιχεία υβριστικά προς τους Πολιτοφύλακες (π.χ. δείχνει κοντό τον Ρούτενμπουργκ, υπονοεί ομοφυλοφυλική έλξη του λοχαγού προς τον υπολοχαγό, κρατάνε όλοι λάθος τα μουσκέτα) και έντονα καταγγελτικά απέναντι στη συνωμοσία (π.χ. το χέρι που δίνει το πρόσταγμα είναι στην πραγματικότητα του Χάσελμπουργκ ή γίνεται μέσα από τον συμβολικό τρόπο, με την απεικόνιση φύλλων βελανιδιάς αναφορά στον Όικεν) και απέναντι στην κοινωνική σήψη της εποχής (ενσωματώνει στη σύνθεση τη Μαρίκε ως το κορίτσι με τα κίτρινα ρούχα, ενώ πίσω της κρύβεται και η Μαρίτα). Τα μέλη της Πολιτοφυλακής υποδέχονται όπως είναι φυσικό με οργή τον πίνακα. Προκειμένου να μην εγείρουν υποψίες, τον δέχονται, αλλά βάζουν σκοπό να καταστρέψουν τον Ρέμπραντ. Μόνο ένας, ο Γιάκομπ ντε Ρόι (Krzysztof Pieczynski), διαχωρίζει τη θέση του (και είναι ο μόνος στον πίνακα που κοιτάζει κατάματα τον θεατή). Οι συμφορές διαδέχονται η μία την άλλη: Η Σάσκια πεθαίνει λίγο μετά τη γέννηση του παιδιού, του Τίτου. Η Μαρίκε αυτοκτονεί. Ο Ρέμπραντ συνάπτει μια καθαρά σεξουαλική σχέση με την Geertje (την υποδύεται η Jodhy May), τροφό του Τίτου. Η Γκέερτγε, υποκινούμενη από τη γνωστή συμμορία, καταστρέφει τη φήμη του ζωγράφου και διασπαθίζει την περιουσία του. Οι παραγγελίες που δέχεται ο Ρέμπραντ μειώνονται και η οικονομική του κατάσταση δυσχεραίνει συνεχώς. Το μόνο που του προσφέρει ανακούφιση είναι η ερωτική σχέση που δημιουργεί με την Hendrickje Stoffels (Emily Holmes), μια νεαρή υπηρέτρια που γνώριζε για χρόνια. Και, αν και δεν αναφέρεται στην ταινία, να προσθέσουμε ότι ο Ρέμπραντ στη συνέχεια γνωρίζει και τη χρεοκοπία, ενώ θα χάσει και την Χέντρικε, αλλά και  τον Τίτο, που πεθαίνει μόλις στα 27 του.

nea pou plenetai se ryaki 1654 elaiografia se mousama 618x47ek ethnikh pinakothhkh Londinou
Νέα που πλένετε σε ρυάκι 1654 ελαιογραφία σε μουσαμά 618×47 εκ. Εθνική πινακοθήκη του Λονδίνου

Παρότι η ανάγνωση ενός πίνακα με στοιχεία ιστορικά -πόσο μάλλον των οποίων η εγκυρότητα ελέγχεται, τα πρόσωπα βέβαια όλα πλην της Μαρίκε και της Μαρίτα είναι πραγματικά, αλλά η «θεωρία συνωμοσίας», που και παλαιότερα είχε προταθεί και πια έχει απορριφθεί, είναι παρατραβηγμένη- θεωρείται μάλλον ξεπερασμένη σήμερα, προσφέρει δυνατότητα συσχέτισης της τέχνης με τα κοινωνικοπολιτικά γεγονότα μιας εποχής και εξαγωγής ενδιαφέροντων συμπερασμάτων. Εν προκειμένω: την υποκρισία μιας κατά τ’ άλλα ευημερούσας κοινωνίας, την απέλπιδη προσπάθεια του ατόμου να πάει κόντρα στο σύνολο και την συντριβή του τελικά, αλλά και την νίκη της τέχνης, που διασώζεται στον χρόνο, σε αντίθεση με τα μικροσυμφέροντα και τους ανθρώπους που τα εκπροσωπούν που έχουν ημερομηνία λήξης. Επιπλέον, δεδομένου ότι δε μιλάμε για δοκίμιο, αλλά για κινηματογράφο, η προσέγγιση αυτή είναι που ξετυλίγει την πλοκή στην ταινία και που την καθιστά ενδιαφέρουσα ώστε να την παρακολουθήσει ο καθένας (να πούμε εδώ ότι η δομή της είναι πλήρως αφηγηματική, σε αντίθεση με αρκετές ταινίες του ίδιου σκηνοθέτη). Έτσι, «καθαρίζοντας» την Νυχτερινή Περίπολο, τον Ρέμπραντ και την εποχή του από την πλατίνα του χρόνου, και μιλώντας για δολοπλοκίες, φιλοδοξίες ένθεν κακείθεν, λαγνεία και αγάπη, ο Γκρήναγουεϊ μας τα φέρνει κοντά μας ώστε να τα παρατηρήσουμε. Σε αυτό συντελεί σαφώς και το πολύ φροντισμένο εικαστικό κομμάτι της ταινίας -σήμα κατατεθέν του σκηνοθέτη- που κάνει κάθε καρέ της ταινίας να μοιάζει με πίνακα που θα μπορούσε να είχε ζωγραφίσει ο Ρέμπραντ. Κάποια δε, συνομιλούν απευθείας και με πίνακες του Ρέμπραντ, όπως αυτά με τη Στόφελς να ανασηκώνει το νυχτικό της, παραπέμποντας στον πίνακα Νέα που πλένεται σε ρυάκι. Τα εύσημα θα πρέπει να αποδοθούν και στον διευθυντή φωτογραφίας Reinier van Brummelen, σταθερό συνεργάτη του Γκρήναγουεϊ. Τέλος, ο σκηνοθέτης και σε αυτήν την ταινία εμμένει στη θεατρικότητα. Έτσι, προκύπτει και μια ακόμα θεματική της ταινίας, γύρω από τη σύμβαση της τέχνης, της ζωγραφικής και κατ’ επέκτασιν και του κινηματογράφου και το κατά πόσο τα όρια της σύμβασης είναι διαφανή ή όχι. Λέει στο τέλος της ταινίας ο Ντε Ρόι στον Ρέμπραντ: «Έσπασες την παράδοση στους πίνακες της πολιτοφυλακής. Ήταν μια αληθινή και ειλικρινής παράδοση. Οι συμμετέχοντες λένε: “‘Κοίτα, μας ζωγραφίζουν! Ξέρουμε ότι μας παρακολουθούν και σας κοιτάμε κατάματα, για να το αποδείξουμε. Δεν είμαστε αληθινοί. Είμαστε μέσα σε πίνακα.” Στον πίνακά σου, έχουν ενέργεια κάνουν αληθινά πράγματα. Δεν το ήθελαν καθόλου αυτό…».

  • Από τη Νυχτερινή περίπολο του Ρέμπραντ εμπνεύστηκε και ο Gabriel Axel την τηλεταινία του La ronde de nuit (1978). 
  • Στο μουσείο Μπενάκη παρουσιάστηκε το 2004 η σημαντική έκθεση χαρακτικών του Ρέμπραντ με τίτλο Rembrandt. Χαρακτικά από το μουσείο Rembrandthuis. Η δε Εθνική Πινακοθήκη έχει στην κατοχή της 14 πρωτότυπες οξυγραφίες του Ρέμπραντ, που παρουσιάστηκαν στο κοινό με την επιμέλεια της δρ. Μαριλένας Κασιμάτη από τον Οκτώβριο του 2011 ως τον Γενάρη του 2012 στο πλαίσιο της έκθεσης Στα άδυτα της Εθνικής Πινακοθήκης: Άγνωστοι θησαυροί από τις συλλογές της (ένα μικρό λιθαράκι μπήκε και από τη γράφουσα!).

 

Προηγούμενο άρθρο“Φυσικά και ονειρεύομαι” από το Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης
Επόμενο άρθροΣεμινάριο μυθοπλασίας στο Μουσείο Ηρακλειδών