Μέσα από το βιβλίο του «Μέρες Νηστείας» ο Αντώνης Χαριστός αναλύει τον βαθμό στον οποίο ένα άτομο μπορεί να είναι ελεύθερο στα στενά ορισμένα πλαίσια της σύγχρονης κοινωνίας. Μπορεί κάποιος άνθρωπος να ζει και να δρα ανεξάρτητα, όταν οι κοινωνικοί θεσμοί και η κάθε μορφή εξουσίας τον περιορίζουν και απαιτούν από αυτόν να προσαρμοστεί στη βούλησή τους; Ακόμη κι αν τελικά αυτός συμβιβαστεί και ακολουθήσει τη γραμμή που απαιτείται για να αποκτήσει κοινωνική αναγνώριση, αξίζει πραγματικά η απάρνηση της ίδιας του της ύπαρξης για λίγες στιγμές δόξας; Πώς η ηθική και η ανηθικότητα μπορούν να συνυπάρχουν στον χαρακτήρα ενός ατόμου και να το κάνουν να αγνοεί την ίδια του την υποκρισία; Στις «Μέρες Νηστείας» επικρατεί η διαρκής αποδόμηση των θεσμών και των ηρώων και εμείς, ως αναγνώστες, καλούμαστε να αναζητήσουμε μια ουτοπία που ίσως, τελικά, να μην υπάρχει.

Το βιβλίο που κρατάς στα χέρια σου, αναγνώστη, αποτελεί ωδή στην ανθρώπινη ύπαρξη. Μια ωδή που ανατρέπει την αποθέωση του υποκειμένου και αναδεικνύει την τραγικότητα της συνείδησης και των κοινωνικών ρόλων στους οποίους καλούμαστε να υποταχθούμε. Καθηγητής Πανεπιστημίου ο πρωταγωνιστής, στα στερνά της ακαδημαϊκής του πορείας, θα βιώσει με τρόπο άμεσο και οδυνηρό την αποδόμηση των ανθρώπινων σχέσεων, την κυριαρχία του ατομικού και συλλογικού συμφέροντος και την κατασκευασμένη συνείδηση, υπονομεύοντας κάθε αξία και αρχή στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Η ανάγκη για ελευθερία καταπνίγεται στο βούρκο που πρέπει να κυλιστεί για να επιβιώσει σε ένα σύστημα εκ των προτέρων ένοχο. Το παρελθόν κατατρέχει και καθορίζει τις επιλογές σου, όσο κι αν προσπαθείς να υπερβείς καταστάσεις και γεγονότα. Η απόσταση των πράξεων και επιθυμιών είναι αδύνατο να γεφυρωθεί. Το χάσμα ψυχικής ισορροπίας και εξωτερίκευσης συναισθημάτων και ιδεών οδηγεί, εν τέλει, σε ολικό αδιέξοδο.

-από το οπισθόφυλλο του βιβλίου

Μέρες Νηστείας

Το έργο διαδραματίζεται στη Θεσσαλονίκη και ξεκινάει εισάγοντάς μας στη μονότονη ζωή του Αλέξανδρου, συγγραφέα και καθηγητή στο τελευταίο έτος της πολυετούς καριέρας του. Η αφύπνιση από τη συναισθηματικά κενή ζωή του πυροδοτείται, όταν το ραδιοφωνικό δελτίο ειδήσεων τον ενημερώνει για τον αυτοπυρπολισμό φοιτήτριας, ως ένδειξη διαμαρτυρίας για την εγκληματική αδιαφορία της κυβέρνησης προς τους μετανάστες. Ο Αλέξανδρος αισθάνεται την υποχρέωση να αναλάβει δράση. Το σοκ και η οργή του, όμως, εντείνονται, όταν διαπιστώνει την παντελή έλλειψη ευαισθησίας και ανθρωπιάς των συμπολιτών του, τόσο των αγνώστων όσο και των φίλων και συναδέλφων του. Η υποκρισία και το κλείσιμο των συνανθρώπων του στον μικροαστικό τρόπο ζωής τους τον αηδιάζει, ενώ απογοητεύεται με την προτίμησή τους να διατηρηθούν στην κοινωνική επιφάνεια από το να αναλάβουν δράση, ως οφείλουν ως άνθρωποι και πολίτες της χώρας.

Δίχως καν να προλάβει να συνέλθει από το πρώτο χτύπημα που μετά από χρόνια άγγιξε τη συνείδησή του και τις συναισθηματικές του χορδές, δυσάρεστα νέα περιμένουν τον Αλέξανδρο, σε προσωπικο αυτή τη φορά επίπεδο, και αφορούν στον διαγωνισμό λογοτεχνίας, στον οποίο είχε λάβει μέρος και οι πιθανότητες να κερδίσει ήταν με το μέρος του. Ο πρόεδρος της ένωσης λογοτεχνών τον ενημερώνει για την υποχρέωσή του να παραιτηθεί από τον διαγωνισμό με ή χωρίς τη θέλησή του, καθώς η Πολιτεία και η Εκκλησία δεν ενέκριναν το έργο του και το χαρακτήρισαν ως ακατάλληλο και ασύμβατο με τα χρηστά ήθη της ορθοδοξίας. Η σιγή από πλευράς του, ώθησε την Ένωση να ανακοινώσει από μόνη της την «οικειοθελή» αποχώρησή του από τον διαγωνισμό, νικητής του οποίου αναδείχτηκε τελικά ένας θεολόγος.

Με τις απανωτές απογοητεύσεις να έχουν λυγίσει τον Αλέξανδρο, ο τελευταίος καταφεύγει στην παρήγορη σκέψη της νεκρής του γυναίκας, Έλενας, η οποία σαν οπτασία εμφανίζεται μπροστά του και συνομιλεί μαζί του, προσφέροντάς του συντροφιά. Πέρα από την απάλυνση του πόνου του, η πραγματική του ανάγκη είναι η εύρεση μιας μούσας, η οποία θα μπορούσε να συνδράμει στην συγγραφή του τελευταίου του λογοτεχνικού έργου. Τη μούσα αυτή βρίσκει στα σοκάκια της Θεσσαλονίκης στο πρόσωπο της Λίνας, μιας κοπέλας που οι συνθήκες οδήγησαν και εγκλώβισαν στην πορνεία. Η Λίνα προσφέρει στον Αλέξανδρο την ελπίδα, ενώ εκείνος της προσφέρει μια ανέλπιδη διέξοδο από τον ξεπεσμό. Το δέσιμό τους δεν αργεί να ξεπεράσει τον πλατωνικό του χαρακτήρα και οι δύο ήρωες ερωτεύονται και, παράλληλα με τη συγγραφή του βιβλίου, ξεκινούν να σχεδιάζουν το μέλλον τους, γεγονός που αποτελεί την τελευταία νότα αισιοδοξίας στο βιβλίο «Μέρες Νηστείας».

Η τελική αποδόμηση του Αλέξανδρου

Η ρήξη του Αλέξανδρου με τον μπάρμπα, τον καρδιακό και παλαιό του φίλο, καθώς και ο αιφνίδιος θάνατος του τελευταίου, τον ωθούν στη σύνταξη ενός αυτοβιογραφικού γράμματος προς την κόρη του, Μαργαρίτα.  Η Μαργαρίτα ζει εδώ και χρόνια στο εξωτερικό και έχει διαγράψει μια για πάντα κάθε επαφή με τον πατέρα της, καθώς τον θεωρεί ηθικό αυτουργό του θανάτου της μητέρας της. Στο γράμμα του, ο Αλέξανδρος αναφέρει κάθε καθοριστικό γεγονός της ζωής του. Τα πρώτα χρόνια του σε ίδρυμα στην Πτολεμαΐδα, την υιοθέτησή του από τους θετούς γονείς του, την κακοποίηση που υπέστη, τα χρόνια που πέρασε ως φοιτητής στη Θεσσαλονίκη και αργότερα στη Δυτική Γερμανία, τη λογοτεχνική και φιλοσοφική λέσχη στην οποία ανήκε, τις υπαρξιακές και κοινωνικοπολιτικές του αναζητήσεις, τη γνωριμία του με την Έλενα, την επιστροφή τους στη Θεσσαλονίκη, τον ερχομό της κόρης τους, την εξωσυζυγική του σχέση και, τέλος, το θανάσιμο χτύπημα της γυναίκας του από ένα φορτηγό.

Η απάντηση της Μαργαρίτας σε προηγούμενο γράμμα του έρχεται στις τελευταίες σελίδες για να ανατρέψει κάθε τι που πιστεύαμε ως τότε για τον πρωταγωνιστή. Από την αρχή του βιβλίου, τα συναισθήματά μας προς αυτόν κλίνουν προς τη συμπάθεια. Ο αγώνας που δίνει κατά της υποκρισίας, της αδικίας και της δολιοφθοράς και υπέρ των αγνών συναισθημάτων και της κοινωνικής δικαιοσύνης προκαλεί αισθήματα αμέριστης συμπαράστασης στον αναγνώστη. Ο αγώνας, όμως, αυτός υπάρχει μόνο σε αυστηρά θεωρητικό επίπεδο. Παρά το ριζοσπαστικό προφίλ του Αλέξανδρου, η ανικανότητά του να αναλάβει δράση για να πετύχει τους σκοπούς του είναι εμφανής. Η αδράνεια που υπέδειξε σε περιστατικά που τόσο βαθιά τον πλήγωσαν και τα μυστικά για τη ζωή του που τόσο καλά έχει μάθει να κρύβει και που τόσο δυναμικά αποκάλυψε η κόρη του μέσω της επιστολής της, φέρνουν στην επιφάνεια στοιχεία του χαρακτήρα και περιστατικά της ζωής του Αλέξανδρου που εκπλήσσουν και αλλάζουν οριστικά τη γνώμη που είχε σχηματίσει κι αυτόν ο αναγνώστης.

Τόσο το χτίσιμο, όσο και η αποδόμηση των βασικών χαρακτήρων του βιβλίου «Μέρες Νηστείας», γίνεται με εξαιρετική μαεστρία από τον συγγραφέα. Ο Αντώνης Χαριστός γράφει στο μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου από την οπτική γωνία του πρωταγωνιστή του, κι έτσι ο αναγνώστης έχει πρόσβαση στις πιο ενδόμυχες σκέψεις του τελευταίου. Το μυαλό, όμως, του Αλέξανδρου μεροληπτεί υπέρ του και κρύβει με μεγάλο ταλέντο τις σκοτεινές πτυχές της ζωής του, τόσο από τον εαυτό του όσο κι από εμάς. Οι στιγμές που η Λίνα αναλαμβάνει το ρόλο του αφηγητή, μπορούμε να δούμε τον Αλέξανδρο ως εξωτερικοί παρατηρητές, χωρίς, όμως, να αντιληφθούμε κάτι μεμπτό ή διαφορετικό από αυτό που μας παρουσίαζε ο ίδιος στον χαρακτήρα του. Η ικανότητα του στο ψέμα ήταν, επομένως, εκπληκτική. Η αλήθεια που αντικρίζουμε στο τέλος του βιβλίου εκπλήσει και σοκάρει.

Πληροφορίες για το βιβλίο

  • Τίτλος: Μέρες Νηστείας
  • Συγγραφέας: Αντώνης Χαριστός
  • Εκδόσεις Ρώμη
  • Έτος έκδοσης: 2017
  • Σελ. 250
Διαβάστε περισσότερες βιβλιοπαρουσιάσεις εδώ
Προηγούμενο άρθρο«Ο 20ός μου αιώνας» της Ίλντικο Ένιεντι από 19 Ιουλίου
Επόμενο άρθροΗ Ελευθερία Πάτση στη Τζιά για ένα μοναδικό μουσικό πρόγραμμα