ΜΑΟΥΤΧΑΟΥΖΕΝ του Ιάκωβου Καμπανέλλη στο BadmintonΠρωταγωνιστούν: Στέλιος Μάινας, Άρης Λεμπεσόπουλος, Μαριάννα Πολυχρονίδη, Γιώργος Πυρπασόπουλος
Σκηνοθεσία:Θέμης Μουμουλίδης
Υπόθεση: Η ζωή των κρατουμένων στο γερμανικό στρατόπεδο εξόντωσης Μαουτχάουζεν, κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκόσμιου πολέμου. Σκηνές από τις τελευταίες μέρες της πτώσης του Γ’ Ράιχ. Η κτηνωδία του ναζισμού. Αδιανόητα εγκλήματα και περισσότεροι από 240.000 νεκροί.
Μνήμες αθώων, άμαχων και αιχμαλώτων πολέμου που κάηκαν στα κρεματόρια, πέθαναν σε ομαδικές εκτελέσεις, στα ηλεκτροφόρα σύρματα, θάφτηκαν ζωντανοί σε ομαδικούς τάφους, στο «λατομείο των θρήνων».

 

 

 

 ΚΡΙΤΙΚΗ


 

«Γιατί η μνήμη όταν επιστρέφει εκδικείται…»3 ΑΣΤΕΡΙΑ

 

 

Ο Ιάκωβος Καμπανέλλης, ο πατέρας του μεταπολεμικού θεάτρου στην Ελλάδα, μέσα από το σπουδαίο έργο του-χρονικό της τραγωδίας του Γ’ Ράιχ «Μαουτχάουζεν» αφηγείται και μοιράζεται τις φρικαλέες καταστάσεις που βίωσε ως κρατούμενος από το καλοκαίρι του 1943 μέχρι και το τέλος του πολέμου, στο ομώνυμο στρατόπεδο συγκέντρωσης. Για πρώτη φορά μετά την έκδοση του βιβλίου το 1965, το «Μαουτχάουζεν» ανεβαίνει στο θεατρικό σανίδι υπό τη σκηνοθετική ματιά του Θέμη Μουμουλίδη. Αν και παρουσιάστηκε για περιορισμένο αριθμό παραστάσεων στη σκηνή του Badminton (6 έως 12 Δεκεμβρίου), σίγουρα αποτελεί μία από τις παραστάσεις που αξίζει να σημειωθούν, καθώς το θέμα που πραγματεύεται και τα μηνύματα που περνά στο κοινό, το καθιστούν σήμερα πιο επίκαιρο από ποτέ.

Περίπου διακόσιες σαράντα χιλιάδες άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους σε αυτό το στρατόπεδο συγκέντρωσης-εξόντωσης. Οι κρατούμενοι, είτε Εβραίοι είτε αντίθετοι με το χιτλερικό καθεστώς, αποτελούν αναμφίβολα φθηνό εργατικό δυναμικό, το οποίο χρησιμοποιούν γερμανικές εταιρίες, όπως η Bayer προς όφελος τους. Οι αρχηγοί των Ες Ες, Χίμλερ και Πόολ, πρωτοστατούν και μηχανεύονται φρικιαστικούς τρόπους εξόντωσης και εκμετάλλευσης των κρατουμένων. Θάλαμοι αερίων, βασανιστήρια ή επι τόπου εκτελέσεις είναι λίγα μόνο από αυτά που περίμεναν τους κρατούμενους.  

Τόσο το βιβλίο του Καμπανέλλη όσο και η δραματοποιημένη παρουσίαση του στη σκηνή από τον Θ.Μουμουλίδη, δεν διαθέτει γραμμικότητα, αλλά πολλές αναδρομικές και εγκιβωτισμένες αφηγήσεις. Το χρονικό-όπως και η παράσταση- ξεκινά με την απελευθέρωση του Μαουτχάουζεν στις 5 Μαϊου 1945, ενώ με αναδρομές και διαδοχικά flashbacks επανέρχονται οι εφιαλτικές μνήμες του Μαουτχάουζεν ως στρατοπέδου εξόντωσης. Από τη μία η ελπίδα για μία καινούργια ζωή, ελεύθερη και μακριά από το διαρκή φόβο και ανθρώπινο σπαραγμό, ενώ από την άλλη οι εφιάλτες, οι ανατριχιαστικές αναμνήσεις και λεπτομέρειες της εξόντωσης, που ανήκουν πια στο παρελθόν,αλλά εξακολουθούν να στοιχειώνουν το παρόν. Άλλωστε, όπως αναφέρεται και στο ίδιο το έργο, «Απ΄τη μέρα που η ζωή στο Μαουτχάουζεν έπαψε να ‘ναι εφιάλτης, ο εφιάλτης κρύφτηκε στον ύπνο μας».

Οι συντελεστές της παράστασηςΗ σκηνοθετική ματιά του Θέμη Μουμουλίδη ήταν καίρια και αρκετά ενδιαφέρουσα, ενώ συνετέλεσε στην όσο το δυνατόν περισσότερο επιτυχημένη αναπαράσταση του βιώματος του Καμπανέλλη. Η δραματοποιημένη αναπαράσταση, λοιπόν, των σημαντικότερων γεγονότων του βιβλίου μέσα από την πιστή διατήρηση του λόγου του Καμπανέλλη αποτέλεσαν κύρια χαρακτηριστικά της παράστασης, προσδίδοντας το κατάλληλο ύφος και ατμόσφαιρα στο έργο. Διατηρώντας τη συνθήκη του αφηγητή-παρατηρητή (Στέλιος Μάινας) και αφηγητή-πρωταγωνιστή (Γιώργος Πυρπασόπουλος), ο Θ.Μουμουλίδης έδωσε έμφαση τόσο στα γεγονότα που εκτυλίσσονταν στο στρατόπεδο συνολικά, μέσω της αφήγησης ολόκληρων, ανέπαφων χωρίων του βιβλίου όσο και στην προσωπική ζωή, τα συναισθήματα και τις σχέσεις του Ιάκωβου ως κρατούμενου μέσα στο στρατόπεδο.

Ο Στέλιος Μάινας ανέλαβε το ρόλο του αφηγητή, ο οποίος σε ώριμη ηλικία πια, ανατρέχει και παραθέτει τα γεγονότα που τον σημάδεψαν κατά την παραμονή του στο στρατόπεδο. Χωρίς στόμφο στην αφήγηση, αλλά με επιβλητική παρουσία πάνω στη σκηνή και μετρημένο ύφος, ο Σ.Μάινας χρωμάτισε με την ιδιαίτερη χροιά του το λόγο του Καμπανέλλη. Από την άλλη, όμως, ο Γιώργος Πυρπασόπουλος ως νέος Καμπανέλλης, πρωταγωνιστής των γεγονότων που εκτυλίσσονται επί σκηνής προσπάθησε, αλλά τελικά δεν κατορθώνει να αποδώσει με την απαραίτητη υποκριτική ωριμότητα και φυσικότητα στην έκφραση τις ανησυχίες, τους φόβους του νεαρού κρατούμενου Καμπανέλλη. Ακόμη, το ειδύλλιο του με την Λιθουανή συγκρατούμενη του, όπως παρουσιάζεται στη σκηνή, δεν αποδόθηκε με το ανάλογο πάθος, την ένταση και τα ανάμεικτα συναισθήματα ευτυχίας και ανασφάλειας, που θα άρμοζε. Αυτό το «σιωπηλό αλληλοκοίταγμα που περνούσε δύο φράχτες από συρματόπλεγμα δεν είχε ανάγκη από μιλιά. Ήταν οι ώρες του έρωτα στο Μαουτχάουζεν», όπως αναφέρει ποιητικά στο κείμενο του ο Καμπανέλλης, δυστυχώς δεν περνά στο κοινό ούτε στις σκηνές των κρυφών συναντήσεων των δύο εραστών στο στρατόπεδο. Η Μαριάννα Πολυχρονίδη, βέβαια, με έντονη εκφραστικότητα, και χωρίς υπερβολικές εξάρσεις, απέδωσε έξοχα την φοβισμένη, παθιασμένη και τελικά, συμβιβασμένη Λιθουανή Γιαννίνα. Ο Σνάιντερ, ο Αυστριακός πολιτικός κρατούμενος που έσωσε τη ζωή του Καμπανέλλη μέσα στο στρατόπεδο, ερμηνεύεται μέτρια από τον Άρη Λεμπεσόπουλο, ο οποίος είναι αρκετά υποτονικός, ενώ μιλώντας χαμηλόφωνα, χωρίς να δίνει την παραμικρή έμφαση στα λεγόμενα του, δυσκολεύει το κοινό στην κατανόηση. Οι τριταγωνιστές (Αντώνης, κρατούμενοι, Γερμανοί αξιωματικοί) ήταν ικανοποιητικοί, αλλά χωρίς κάποια ιδιαίτερη έκπληξη υποκριτικά. Το επιτελείο των τριάντα ηθοποιών, όμως, διέθετε άρτια κίνηση ως σύνολο, χάρη στην κινησιολογική επίβλεψη της Αποστολίας Παπαδαμάκη.

Το σκηνικό της Παναγιώτας Κοκορού ήταν λιτό και απέριττο, ενώ κυριαρχούσαν τα βαριά, αποκρουστικά σίδερα των φυλακών, που φυλακίζουν και τρομοκρατούν το σώμα, αλλά όχι το μυαλό, την ελπίδα και το θάρρος τους. Ευφυές σκηνοθετικό εύρημα η παρουσίαση της ναζιστικής κτηνωδίας στο στρατόπεδο Μαουτχάουζεν με την βοήθεια οπτικού υλικού, φωτογραφιών και video, που καθιλώνουν και συγκλονίζουν το κοινό. Όσον αφορά τις δραματοποιημένες σκηνές βίας, όμως, από τους ηθοποιούς-κρατούμενους και τους Γερμανούς αξιωματικούς, το αποτέλεσμα ήταν κάπως ερασιτεχνικό, με τους ήχους όπλων και τις σκηνές βασανιστηρίων να φαντάζουν μη ρεαλιστικά. Τα σιωπηλά παιχνίδια με το φωτισμό και τα γυμνά σώματα των κρατουμένων που σέρνονται, σωματικά και ψυχικά, στο πάτωμα του στρατοπέδου σε κατάσταση εξευτελιστική ήταν περισσότερο καίρια ως προς το όλο εγχείρημα, παρά ολόκληρες σκηνές-αναπαραστάσεις βίας.

Εκπλήσσει η άριστα συντονισμένη εικοσαμελής ορχήστρα που βρίσκεται επί σκηνής, υπό τη διεύθυνση του Μίλτου Λογιάδη για την εκτέλεση τόσο της μουσικής όσο και των τραγουδιών του Μίκη Θεοδωράκη, αλλά και του εβραϊκής καταγωγής Gustav Mahler. Τα τραγούδια ερμήνευσε αξιοπρεπώς η Ρίτα Αντωνοπούλου, η οποία στάθηκε επάξια στο ύψος των περιστάσεων, έχοντας μία αξιοπρεπή, επιβλητική παρουσία πάνω στη σκηνή, ενώ με το μαύρο μακρύ φόρεμα και την όλη της εμφάνιση θύμιζε την Κορυφαία του Χορού αρχαίου δράματος. Μελωδίες αξέχαστες και τραγούδια που αφυπνίζουν συνειδήσεις, συμπληρώνουν την όλη ατμόσφαιρα του έργου, που δε μπορεί παρά να συγκινήσει, να προβληματίσει, να τιμήσει και να υπενθυμίσει στο κοινό την αξία όσων χάθηκαν από τη ναζιστική χολέρα, αλλά κι όσων κατάφεραν να επιζήσουν για να μας μεταφέρουν εικόνες και αναμνήσεις της φοβερής θηριωδίας, δίνοντας μας τελικά, μαθήματα ζωής…

 

TRAILER


 

 

INFO


 

ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ ΤΗΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ:

 

Μουσική Gustav Malher – Μίκης Θεοδωράκης

Διεύθυνση Ορχήστρας Μίλτος Λογιάδης

Στίχοι Ιάκωβος Καμπανέλλης

Σενάριο Στέλιος Μάινας – Θέμης Μουμουλίδης – Κάτια Σπερελάκη

Σκηνογραφία Παναγιώτα Κοκορού

Κινησιολογία Αποστολία  Παπαδαμάκη

Παίζουν: Στέλιος Μάινας, Γιώργος Πυρπασόπουλος, Αρης Λεμπεσόπουλος, Μαριάννα Πολυχρονίδη, Βασίλης Μπισμπίκης, Κωνσταντίνος Γιαννακόπουλος, Κώστας Βελέντζας, Αννα Ελενα κ.ά.

Τα τραγούδια του Μάουτχάζουζεν σε μουσική Μίκη Θεοδωράκη και στίχους Ιάκωβου Καμπανέλλη, ερμηνεύει η Ρίτα Αντωνοπούλου. Την ορχήστρα διευθύνει ο Μίλτος Λογιάδης
 
 
Οι παραστάσεις δόθηκαν 6-12 Δεκεμβρίου στο Θέατρο Badminton
 
 
 
Προηγούμενο άρθροΤρεις Δεκαετίες Γιορτές στη γκαλερί Σκουφά
Επόμενο άρθροΝτερριντά από τις εκδόσεις Πατάκη
Λυδία Τριγώνη
Γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Ηράκλειο Κρήτης. Απόφοιτη του τμήματος Αγγλικής Γλώσσας και Φιλολογίας του Παν/μίου Αθηνών και του μεταπτυχιακού προγράμματος «Λογοτεχνία, Πολιτισμός και Ιδεολογία», με ειδίκευση στο θέατρο. Ασχολείται με τη μετάφραση θεατρικών έργων, εργάζεται ως βοηθός σκηνοθέτη και αρθρογραφεί στο Artic.gr από το 2012.