Μάκης Τσίτας: «Πραγματικά πιστεύω πως η λογοτεχνία μάς κάνει καλύτερους ανθρώπους… Ανοίγει το μυαλό, αλλά κυρίως την καρδιά και την ψυχή μας.»

Ήταν ένα παγωμένο απόγευμα Τετάρτης, όταν βγήκα από το μετρό του Ευαγγελισμού και με ενθουσιασμό κατευθύνθηκα προς το γραφείο του Μάκη Τσίτα στην Πλατεία Προσκόπων. Ανυπομονούσα να συναντήσω τον συγγραφέα που τιμήθηκε με το Βραβείο Λογοτεχνίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης 2014 για το βιβλίο του «Μάρτυς μου ο Θεός», αλλά και τον άνθρωπο πίσω από τον συγγραφέα. Μόλις μπήκα στο γραφείο του με υποδέχτηκε με ένα ζεστό χαμόγελο και ένα ζεστό τσάι και ξεκινήσαμε να συζητάμε σε ένα χώρο γεμάτο βιβλία. Απόλαυσα ιδιαίτερα τη συζήτηση αυτή, αλλά κυρίως απόλαυσα τη διαπίστωση πως υπάρχουν ακόμα τόσο σεμνοί καλλιτέχνες που τιμούν όχι μόνο με τη συγγραφική τους ικανότητα, αλλά και με το ήθος τους, την τέχνη του λόγου. Aκολουθούν όσα ενδιαφέροντα συζητήσαμε… 

 

Μαριάννα Γεωργούλη: Πείτε μας λίγα λόγια για τον ήρωα του βιβλίου σας «Μάρτυς μου ο Θεός». Πρόκειται για έναν ήρωα, με τον οποίο υποθέτω πως δε μοιράζεστε κοινά βιώματα. Από πού αντλήσατε ερεθίσματα προκειμένου να χτίσετε έναν τόσο αληθοφανή χαρακτήρα;

Μάκης Τσίτας:Όντως δεν έχω κοινά στοιχεία με τον Χρυσοβαλάντη, το «Μάρτυς μου ο Θεός» είναι το λιγότερο αυτοβιογραφικό κείμενό μου. Η σύλληψη της ιδέας αυτού του ήρωα έγινε ξαφνικά και νομίζω πως με βρήκε αυτός, δεν τον βρήκα εγώ. Ίσως ήταν η ανάγκη να δώσω φωνή σε έναν άνθρωπο που δεν τον προσέχει κανείς. Υπάρχουν πολλοί «Χρυσοβαλάντηδες» που βρίσκονται πάντα στο «περιθώριο» της ζωής.  Ήξερα μάλιστα από πολύ νωρίς ότι θα είναι πρωτοπρόσωπη η αφήγηση, ότι θα μιλάει ο ίδιος ο ήρωας.

 

Μαριάννα:Με την πρωτοπρόσωπη αφήγηση επιλέγετε μια αφηγηματική τεχνική αρκετά απαιτητική.

Μάκης Τσίτας:Όπως είπα, από νωρίς κατάλαβα ότι πρέπει να χρησιμοποιήσω την πρωτοπρόσωπη αφήγηση. Είναι απαιτητική και κρύβει πολλές παγίδες  (πολύ εύκολα μπορεί να ξεφύγει και να γίνει προφορική, φλύαρη, σαχλή ή μελό) αλλά είναι εξόχως γοητευτική. Μου φαίνεται πολύ ερεθιστικό να δίνεις αποκλειστικά  το λόγο σε έναν ήρωά σου κι εσύ να μην παρεμβαίνεις ούτε με μια λέξη.

 

Μαριάννα:Το «Μάρτυς μου ο Θεός» έγινε και θεατρικό. Σας δυσκόλεψε η αποκλειστικότητα της πρωτοπρόσωπης αφήγησης στη δραματοποίηση του έργου;

Μάκης Τσίτας:Επειδή οι μονόλογοι στο θέατρο πρέπει να διαρκούν 75-80 λεπτά περίπου, χρειάστηκε να κόψω αρκετό κείμενο. Κύριο χαρακτηριστικό του μυθιστορήματος είναι η επαναληπτικότητα, αφού ο ήρωας είναι εμμονικός και επαναλαμβάνει πολλές φορές τα ίδια πράγματα, προσθέτοντας κάθε φορά κάτι καινούργιο ή βλέποντάς το με διαφορετική ματιά. Στη θεατρική διασκευή έπρεπε να διαλέξω να διατηρήσω είτε την επαναληπτικότητα είτε τα πολλά επεισόδια. Προτίμησα το δεύτερο. Κι επίσης τόνισα περισσότερο τα δραματικά στοιχεία.

 

Μαριάννα:Σημαντικό ρόλο στο βιβλίο, πέρα από το περιεχόμενο, φαίνεται να διαδραματίζει η γλώσσα και γενικά η μορφή, κάτι που δε συναντά κανείς σε όλους τους συγγραφείς. Είναι αυτό κάτι που σας απασχολεί στα έργα σας;

Μάκης Τσίτας:Πράγματι, στο «Μάρτυς μου ο Θεός» η γλώσσα είναι το πιο σημαντικό στοιχείο. Εμένα ως συγγραφέα με ενδιαφέρει κυρίως η γλώσσα. Ύστερα πηγαίνω στο περιεχόμενο. Συμβαίνουν καθημερινά τόσα ενδιαφέροντα πράγματα και γεγονότα με ανατροπές και αγωνία, ακούμε για σκάνδαλα και τόσα άλλα που είναι σαν ιστορίες αστυνομικών βιβλίων. Επομένως η υπόθεση από μόνη της δε λέει κάτι, μπορεί να είναι μια απλή αφήγηση, ξερή και δημοσιογραφική. Στη λογοτεχνία το βάρος πέφτει στο πώς θα πεις κάτι, στον τρόπο, στη γλώσσα και στη δομή.

 

Μαριάννα:Το περιεχόμενο από μόνο του, άλλωστε, δύσκολα μπορεί να δώσει ταυτότητα σε έναν συγγραφέα…

Μάκης Τσίτας:Αυτό ακριβώς… Εγώ όταν διαβάζω κάτι, θέλω να καταλαβαίνω αμέσως τον συγγραφέα που το έγραψε. Όπως όταν ακούω την εισαγωγή από ένα μουσικό κομμάτι υποψιάζομαι, ακόμα και αν δεν το έχω ξανακούσει, ότι είναι του τάδε μουσικού ή όταν διαβάζω ένα ποίημα καταλαβαίνω από το ύφος του σε ποιον ποιητή ανήκει, έτσι θα ήθελα να συμβαίνει και στην πεζογραφία.

 

Μαριάννα:Το βιβλίο σας τιμήθηκε με το Βραβείο Λογοτεχνίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης 2014. Περιμένατε μια τέτοια διάκριση;

Μάκης Τσίτας:Όχι, δεν το περίμενα καθόλου.  Όταν το έγραφα, είχα μεγάλη αγωνία για το πώς θα το αντιμετωπίσει ο κόσμος και η κριτική.  Ευτυχώς είχε μια πολύ καλότυχη πορεία με επιστέγασμα τη βράβευση, η οποία συνέβαλε στο να γίνουν επανεκδόσεις και να κλειστούν συμφωνίες με εκδοτικούς  οίκους  του εξωτερικό για τη μετάφρασή του.

 

Μαριάννα:Λειτουργεί η βράβευση ως επιβεβαίωση και ως κίνητρο για να συνεχίσετε να γράφετε;

Μάκης Τσίτας:Σίγουρα ένα βραβείο λειτουργεί ως επιβράβευση του κόπου σου, σε γεμίζει αισιοδοξία και σου δίνει το αίσθημα ότι πατάς πιο γερά στα πόδια σου, όμως για μένα δεν αποτελεί κίνητρο για να γράψω. Έτσι κι αλλιώς θα έγραφα και μάλιστα στους δικούς μου ρυθμούς. Δεν αποτέλεσε δηλαδή το βραβείο αφορμή για να καθίσω να γράψω κάτι καινούργιο γρήγορα ούτε άλλαξε τον τρόπο της δουλειάς μου και το χρόνο που αφιερώνω στα κείμενά μου.

 

Μαριάννα:Γράφετε κάτι καινούργιο τώρα;

Μάκης Τσίτας:Nαι έχω μαζέψει το υλικό και σιγά σιγά ξεκινάω να το γράφω, με πολύ αργούς ρυθμούς όμως.

 

Μαριάννα:Ελπίζω να μη χρειαστούν και γι’ αυτό δέκα χρόνια για να το γράψετε!

Μάκης Τσίτας:Κι εγώ το ελπίζω. (γέλια)

 

Μαριάννα:Από πού αντλείτε γενικά το υλικό για τα βιβλία σας;

Makis TsitasΜάκης Τσίτας:Χρησιμοποιώ τα πάντα: τη φαντασία, τις προσωπικές μου εμπειρίες, τις εμπειρίες δικών μου ανθρώπων.  Τα πάντα μπορούν να γίνουν ερέθισμα. Χθες ας πούμε άκουσα στο φωταγωγό της πολυκατοικίας μου το διάλογο μιας Ρωσίδας οικιακής βοηθού με την Ελληνίδα κυρία της. Δύο φράσεις τους μου φάνηκαν πολύ ενδιαφέρουσες – τις σημείωσα αμέσως.  Τέτοιο υλικό έχω βάλει πολλές φορές σε βιβλία μου, όπως και στο καινούργιο που ετοιμάζω.

 

Μαριάννα:Πείτε μου  λίγα λόγια για το πώς γεννήθηκε μέσα σας η αγάπη για τη λογοτεχνία, δεδομένου μάλιστα πως μεγαλώσατε σε ένα χωριό, χωρίς να έχετε, φαντάζομαι, πολλά λογοτεχνικά ερεθίσματα.

Μάκης Τσίτας:Να σας πω την αλήθεια δεν ξέρω, νομίζω πως έγινε τυχαία όλο αυτό. Όταν ήμουν μικρός διάβαζα κάποια παραμύθια, αλλά μέχρι εκεί. Κάποια στιγμή, όταν τελείωσα το δημοτικό, ο πατέρας μου, που ήταν νταλικέρης, με πήρε μαζί του στη Γερμανία. Ήξερα πως οι ώρες αναμονής στα τελωνεία και στα εργοστάσια είναι ατελείωτες, οπότε έγραψα δύο κασέτες με μουσική και πήρα και ένα βιβλίο να διαβάσω, αλλά χωρίς να το πάρω και πολύ στα σοβαρά – απλώς για να περνάει η ώρα μου. Ήταν η Αιολική Γη του Βενέζη. Στην αρχή δυσκολεύτηκα λίγο: διάβασα 2 σελίδες, ύστερα άλλες δύο αλλά στη συνέχεια το ρούφηξα πραγματικά – με γοήτευσε. Δε θεωρώ πως είναι αριστούργημα, όμως εκείνη την εποχή ήταν το κατάλληλο βιβλίο για να ξεκινήσω να διαβάζω. Μετά από την ανάγνωση αυτού του βιβλίου είχε αλλάξει ο τρόπος που έβλεπα τα πράγματα, ο τρόπος που έβλεπα τον εαυτό μου αλλά και τον κόσμο. Άρχισε το χωριό μου να μου φαίνεται μικρό, αισθανόμουν πως υπάρχει κάτι εκεί έξω που εγώ δεν το ζω, πως γίνονται πράγματα, αλλά μακριά από εμένα. Και αυτό το συναίσθημα κράτησε πολλά χρόνια.

 

Μαριάννα:Το συζητούσατε με τους γονείς σας;

Μάκης Τσίτας:Ναι το έλεγα στη μητέρα μου. Όταν πήγαινα στις καφετέριες που υπήρχαν στο χωρίο επέστρεφα πολύ γρήγορα, παρόλο που οι φίλοι μου κάθονταν ατέλειωτες ώρες, και διάβαζα. Όταν με ρωτούσε η μητέρα μου γιατί επέστρεψα τόσο γρήγορα της απαντούσα «Μα τι να κάνω; Οι μισοί μιλάνε για τα χωράφια και οι άλλοι μισοί για τις νταλίκες». Δεν μπορούσα να μοιραστώ με κανέναν την αγάπη για τη λογοτεχνία.

 

Μαριάννα:Είναι εντυπωσιακό πάντως πώς μεγάλωσε όλο αυτό μέσα σας, παρ’ ό,τι δεν είχατε ανθρώπους να το μοιραστείτε…

Μάκης Τσίτας:Δεν έλεγα στους άλλους ότι γράφω, ήξερα ότι θα τους φανεί περίεργο που ένα αγόρι αντί να παίζει ποδόσφαιρο γράφει ποιήματα και ιστορίες. Το έμαθαν ουσιαστικά όταν ήμουν στο Λύκειο. Είχα στείλει τότε κάτι ποιήματα στη Ρωζίτα Σώκου που έγραφε στο Τηλέραμα και έδινε συμβουλές στον κόσμο. Τους περισσότερους που της έστελναν έργα τους τους κατακεραύνωνε – έγραφε συχνά «Καλύτερα να ασχοληθείς με κάτι άλλο». Έκανε όμως και πολύ ωραίες παρατηρήσεις και, επειδή εγώ δεν είχα κάποιον να δείξω τα έργα μου, της τα έστειλα, αν και με μεγάλο δισταγμό. Μου απάντησε όμως μέσω του περιοδικού και αυτή ήταν και η πρώτη καλή κριτική που πήρα, αφού μου είπε να συνεχίσω να γράφω. Ύστερα της έστειλα, ευχαριστώντας την, και ένα διήγημα, για το οποίο είπε επίσης καλά λόγια και έτσι ήρθα για πρώτη φορά σε επαφή με τον «έξω κόσμο» και μάλιστα με έναν άνθρωπο που ήταν από το χώρο της τέχνης. Πάντως τη λογοτεχνία την πήρα πολύ στα σοβαρά και μάλιστα από νωρίς. Ό,τι έγραφα το δούλευα πάρα πολύ και έκανα πολλές μέρες και μήνες για να τελειώσω ένα ποίημα, πόσο μάλλον ένα πεζό που ήθελε περισσότερη δουλειά. Αυτό δεν ήξερα τότε γιατί το έκανα, άλλα ήταν μάλλον μια ενστικτώδης διάθεση τελειομανίας που υπήρχε. Από νωρίς ήξερα ότι θα γίνω συγγραφέας, αλλά όχι με κάποια δόση έπαρσης, ήμουν γενικώς προσγειωμένο παιδί και πολλές φορές υπερβολικά συγκρατημένο. Αυτό όμως ήταν κάτι που το ήξερα και όσο περνούσε ο καιρός εδραιωνόταν μέσα μου. Έτσι, από πολύ γρήγορα ό,τι έκανα στην πορεία είχε να κάνει με το γράψιμο. Σπούδασα δημοσιογραφία όχι γιατί με ενδιέφερε ο κλάδος, αλλά γιατί ήθελα να είναι κάτι σχετικό με το γράψιμο. Ύστερα ήρθα στην Αθήνα για να δουλέψω σε έναν εκδοτικό οίκο και σε ένα περιοδικό σχετικό με τη λογοτεχνία. Όλα στη ζωή μου κινήθηκαν γύρω από το γράψιμο από νωρίς.

 

Μαριάννα:Θεωρείτε πως μπορεί κανείς να είναι αποκλειστικά συγγραφέας στην Ελλάδα σήμερα;

Μάκης Τσίτας:Σίγουρα όχι. Είναι πολύ δύσκολο και μάταιο το να προσπαθεί κάποιος στην Ελλάδα να ζήσει από τα γραπτά του. Έχουμε μια πολύ μικρή αγορά και οι Έλληνες δε διαβάζουν, οπότε είναι αδύνατον. Οι ξένοι συγγραφείς είναι τυχεροί ως προς αυτό, ιδίως όταν είναι αγγλόφωνοι, ισπανόφωνοι ή γαλλόφωνοι και απευθύνονται σε μια μεγάλη αγορά. Εδώ ακόμα και κάθε χρόνο να βγάζεις ένα βιβλίο, αν δεν ανήκει στα λεγόμενα «εμπορικά», δεν έχει νόημα να προσπαθείς να ζήσεις από αυτό.

 

Μαριάννα:Αποφασίσατε έτσι να δημιουργήσετε πριν 2,5 χρόνια το diastixo.gr, ένα ενημερωτικό  site για το βιβλίο, και μάλιστα με εντυπωσιακή επιτυχία, αφού βρήκε μεγάλη ανταπόκριση στον κόσμο. Πιστεύετε στην ηλεκτρονική δημοσιογραφία;

Μάκης Τσίτας:Nαι πιστεύω… Γενικότερα εμπιστεύομαι το διαδίκτυο, θεωρώ πως ήταν η μεγαλύτερη ανακάλυψη του αιώνα –  άλλαξε τον κόσμο. Ενστάσεις μπορεί να υπάρχουν, αλλά τα πάντα κρίνονται από το πώς χρησιμοποιεί κανείς κάτι. Όταν το χρησιμοποιείς με σύνεση και υπευθυνότητα, μόνο οφέλη μπορείς να έχεις από το διαδίκτυο. Υπερβολές σίγουρα υπάρχουν, όπως παντού, αλλά στην περίπτωση του τύπου το διαδίκτυο δίνει πολύ μεγάλη ευκαιρία να ακουστούν πολλές φωνές και επιτρέπει σε όλους να έχουν πρόσβαση στην πληροφόρηση. Είναι βέβαια πολύ πιο εύκολο να εμφανιστεί -κι έχει γίνει ήδη-  μπόλικη σαβούρα. Τα «σκουπίδια», όμως, υπάρχουν παντού… Την κακή ποιότητα την βλέπουμε και σε βιβλία και σε περιοδικά και σε εφημερίδες.

 

Μαριάννα:Λογοτεχνία διαβάζετε από την οθόνη ή προτιμάτε ακόμα το χαρτί;

Μάκης Τσίτας:Όχι λογοτεχνία δε διαβάζω ηλεκτρονικά.  Και το λέει αυτό ένας άνθρωπος που διευθύνει ένα ηλεκτρονικό περιοδικό (γέλια). Δεν πήρα ποτέ συσκευή ανάγνωσης, μ’  αρέσει να πιάνω το βιβλίο στα χέρια μου, να το φυλλομετρώ, να το μυρίζω. Θέλω να έχω τη δυνατότητα  να το τσαλακώνω, να σημειώνω κλπ.

 

Μαριάννα:Υπάρχουν συγγραφείς ή βιβλία που σας έχουν επηρεάσει;

Μάκης Τσίτας:Συγκεκριμένα βιβλία που με επηρέασαν δεν ξέρω αν υπάρχουν, αλλά αγαπημένους συγγραφείς έχω και είναι κυρίως Έλληνες. Από τότε που ήμουν παιδί με ενδιέφερε κυρίως η ελληνική λογοτεχνία, πεζογραφία και ποίηση. Αγαπημένοι μου συγγραφείς είναι έτσι ο Πεντζίκης, ο Ιωάννου, ο Καζαντζής, ο Μπακόλας, ο Ταχτσής, ο Μάτεσις…  Αναφέρθηκα μόνο σε ανθρώπους που έχουν φύγει από τη ζωή, παρακολουθώ όμως κυρίως σύγχρονους λογοτέχνες. Είναι βέβαια κομμάτι της δουλειάς μου, αλλά θα το έκανα έτσι κι αλλιώς.

 

Μαριάννα:Είστε κατεξοχήν συγγραφέας παιδικής λογοτεχνίας. Πώς ξεκίνησε η αγάπη σας για το παιδικό βιβλίο;

Μάκης Τσίτας:Ξεκίνησε λίγο τυχαία, όταν ήμουν περίπου 18 χρονών και έγραφα μανιωδώς διηγήματα, τα περισσότερα από τα οποία μπήκαν μετά στη συλλογή «Πάτυ εκ του Πετρούλα». Κάποια στιγμή μού ήρθε στο νου μια εικόνα από τα παιδικά μου χρόνια που είχα σπίτι και είδα την αδερφή μου να μιλάει με έναν γάτο που είχαμε. Ήταν σαν να του έλεγε κάτι και σαν να της έλεγε κάτι κι αυτός… Μια πολύ τρυφερή εικόνα που ξεπήδησε χρόνια μετά και αποφάσισα να γράψω μια ιστορία σε πρώτο πρόσωπο με ένα κοριτσάκι που να μιλάει για το γάτο του. Ξεκίνησα να τη γράφω και συνειδητοποίησα πως ήταν ένα άλλο είδος αυτό που έγραφα, δεν ήταν διήγημα, αλλά βιβλίο για παιδιά. Μέχρι τότε ειλικρινά δεν είχα την παιδική λογοτεχνία σε εκτίμηση, την θεωρούσα εύκολη και αυτή είναι μια άποψη που έχει δυστυχώς πολύς κόσμος. Τελικά τελείωσα αυτή την ιστορία με τίτλο «Τ’ όνομά μου είναι Δώρα» και κυκλοφόρησε 14 χρόνια μετά. Έτσι ξεκίνησε η ενασχόλησή μου με την παιδική λογοτεχνία και στη συνέχεια μου φάνηκε πολύ γοητευτικό αυτό το είδος. Το να μπαίνω στο μυαλό ενός μικρού παιδιού το θεωρώ εξίσου γοητευτικό με το να μπαίνω στο μυαλό ενός ενήλικα. Να προσπαθείς  να καταλάβεις τι σκέφτεται ένα μικρό κορίτσι, πώς μιλάει, τι το ενοχλεί ή τι το κάνει να ντρέπεται.

 

Μαριάννα:Θεωρείτε πως είναι σημαντικό να διαβάζουν τα παιδιά βιβλία από μικρά για να αναπτύξουν αγάπη για τη λογοτεχνία;

Μάκης Τσίτας:Επισκέπτομαι συχνά σχολεία και βιβλιοθήκες και εκεί βλέπω πόσο σημαντικό είναι το να ξεκινάει η ανάγνωση από τις μικρές ηλικίες. Τα παιδιά που βλέπω να έχουν πιο ανοιχτό μυαλό, να είναι πιο εύστροφα και πιο κοινωνικά, να κινούνται με μεγαλύτερη ασφάλεια μέσα στην τάξη, είναι αυτά που διαβάζουν. Η ανάγνωση δίνει πολλά εφόδια και είναι επιστημονικά αποδεδειγμένο πως αν τα παιδιά ξεκινήσουν από μικρή ηλικία-από το νηπιαγωγείο κιόλας-να διαβάζουν βιβλία, θα είναι αναγνώστες σε όλη τους τη ζωή. Γι’ αυτό, όταν πηγαίνω στα σχολεία και μιλάω μαζί τους, τους λέω, και τους φαίνεται καμιά φορά περίεργο, είναι ότι ένα βιβλίο είναι σαν το ποδόσφαιρο ή σαν μια κούκλα, είναι παιχνίδι και απόλαυση και όχι μάθημα.

 

Μαριάννα:Αυτό το τελευταίο μπορεί να ισχύει και για τους ενήλικες που διαβάζουν λογοτεχνία; Μπορεί το βιβλίο να λειτουργήσει «θεραπευτικά» σε μια εποχή που το άγχος ξεπερνά τους ανθρώπους και πολλοί προτιμούν την τηλεόραση γυρνώντας σπίτι;

Μάκης Τσίτας:Φυσικά και μπορεί.. Είναι η «θεραπευτική δύναμη της τέχνης» που έχει αποδειχθεί περίτρανα και υπάρχουν ολόκληρες Σχολές πάνω σ’ αυτό και με πολύ καλά αποτελέσματα. Πραγματικά πιστεύω πως η λογοτεχνία μάς κάνει καλύτερους ανθρώπους… Ανοίγει το μυαλό, αλλά κυρίως την καρδιά και την ψυχή μας.

 

Μαριάννα:Σας ευχαριστώ πάρα πολύ γι’ αυτήν την τόσο ενδιαφέρουσα συζήτηση… Περιμένουμε με αγωνία το επόμενο βιβλίο σας!

Μάκης Τσίτας:Να είστε καλά, εγώ σας ευχαριστώ!

 

 

Μάρτυς μου ο Θεός

Tο βιβλίο του Μάκη Τσίτα Μάρτυς μου ο Θεός κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Κίχλη.

 

 

Προηγούμενο άρθρο«Τερματικός Σταθμός» του Κωνσταντίνου Δ. Τζαμιώτη: Τελευταίες παραστάσεις στο θέατρο 104
Επόμενο άρθροΤο Orient Express στο «Πέραν, το καφέ αμάν της πόλης»