Όρθιος και μόνος μες στη φοβερή ερημιά του πλήθους..

Ο Μανώλης Αναγνωστάκης, κατ’ εξοχήν εκπρόσωπος της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς, υπήρξε ένας ολιγόγραφος ποιητής, με δράση έντονα πολιτική, η οποία μάλιστα οδήγησε στην θανατική καταδίκη του το 1949. Λιγότερο γνωστός είναι για το κριτικό και λιγοστό πεζογραφικό του έργο. Τα ποιητικό του έργο συγκεντρώνεται στα Ποιήματα 1941-1971 και αποτελεί μια μεστή έκφραση της ποιητικής του ιδιοσυστασίας. 

 Μολονότι έχει πολλάκις χαρακτηριστεί ως χρονογράφος της μεταπολεμικής εποχής, της ρυπαρότητας και της παρακμής της, εντούτοις, μέσα στο έργο ανιχνεύονται βαθύτερες υπαρξιακές ροπές καθώς και η εξωτερίκευση εσωτερικών αναγκών. Αυτή η διάσταση του έργου του υπερβαίνει την ιστορικότητά του και οι στίχοι του συγκινούν δραστικά τον σύγχρονο αναγνώστη, ο οποίος προσεγγίζει το έργο του, ενδεχομένως, χωρίς τη γνώση των ιστορικών συνθηκών της μεταπολεμικότητας.

 Επισκοπώντας την εργογραφία του, στις πρώιμες συλλογές του, Εποχές και Παρενθέσεις, ανιχνεύεται το πολιτικό-αγωνιστικό περιεχόμενο, η ερωτική διάθεση καθώς και η τυραννία της μνήμης. “Εμείς αγαπήσαμε. Εμείς προσευχόμαστε πάντοτε. Εμείς μοιραστήκαμε το ψωμί και τον κόπο μας.”

Στις τρεις Συνέχειες η διάψευση των οραμάτων επικυρώνεται πλέον από το περιθώριο της πολιτικής δράσης· με κρυπτικότητα και ειρωνική διάθεση, συγκρούεται με αυτούς, με τους οποίους μέχρι πρότινος διεξήγε κοινό ιδεολογικό αγώνα. «Ανία, πόθοι, όνειρα, συναλλαγές, εξαπατήσεις/ Κι αν σκέφτομαι είναι γιατί η συνήθεια είναι πιο προσιτή από τη τύψη.»  Σύμφωνα με τον Δ. Ν. Μαρωνίτη, συνεκτικός άξονας των δυο αυτών βασικών ποιητικών κύκλων είναι η αντίσταση του Αναγνωστάκη στο χρόνο και στις ευτελιστικές αλλοιώσεις που συνεπιφέρει η πρόοδός του.

Τέλος, τα ποιήματα του Στόχου φέρουν εντονότερο πολιτικό-ιδεολογικό πρόσημο. Μάλιστα, ο μέχρι τότε χαμηλόφωνος και πικρός τόνος γίνεται καθαρός και σκληρόςž η θλίψη μετουσιώνεται σε εμφατική και σαρκαστική ειρωνεία. Επιλέγεται η κατά μέτωπο σύγκρουση με τη κοινωνική σήψη και αποσάθρωση, «όσο πιο φωναχτά εναντίον του κατεστημένου»[1]– σύμφωνα με τον ίδιο, με στόχο την αποκάλυψη της αλήθειας.

Ορίζουσες του έργου του

 Η βιοθεωρία του Αναγνωστάκη εγκολπώνεται τη φθορά και τη μηδαμινότητα του βίου, την οδύνη της μοναξιάς και της απώλειας, τη θλίψη για τα τραύματα του παρελθόντος  αλλά και για το ανέλπιδο παρόν. Απελπισμένα διαπιστώνει την τραγική ομοιότητα των ημερών, την «μάταια διαδοχή των» που συνοδεύεται από αισθήματα ατονίας και δυσφορίας στο αστικό περιβάλλον, κατεστραμμένο από τις αλλεπάλληλες συρράξεις· «Ερειπωμένοι τοίχοι. Εγκατάλειψη. Περασμένες μορφές κυκλοφορούνε αδιάφορα.»

 Επίσης, η ερωτική πνοή της ποίησής του, αν και αρχικά παραβλέφθηκε, έχει πλέον αναγνωριστεί από την Κριτική, ως ένα από τα ζωηρότερα χρώματα του έργου του. Η γυναίκεια παρουσία σφραγίζει τα ποιήματά του, συχνά με πρόσημο αρνητικό, όχι επειδή υποτιμάται, αλλά επειδή συναρτάται με ένα φθαρμένο βίωμα που αδυνατεί να ευδοκιμήσει ουσιωδώς σε ταραγμένους καιρούς, όπως το παρόν του Αναγνωστάκη. Συχνά δημιουργείται το αντιθετικό δίπολο έρως – αγωνιστικό φρόνημα, για να απολήξει στην τραγική παραδοχή πως ο έρωτας φιμώνεται λόγω της βαναυσότητα της εποχής. Συνεπώς, η ερωτική επιθυμία του ποιητικού υποκειμένου μένει ανεκπλήρωτη και το παράπονο εκφράζεται ρητά: «Κι εγώ π’ αγκάλιασά το κάθε τι που πέρασε μπροστά μου/ αυτή που ζητούσα δεν τη συνάντησα ούτε στα πιο μεθυσμένα μου όνειρα».

Γενικότερα, στην ποίησή του εντοπίζονται αρκετά αυτοβιογραφικά στοιχεία, αφού το βιωματικό υλικό συνιστά το υπόβαθρο της δημιουργίας. Ένα από τα πλέον χαρακτηριστικά και ενδιαφέροντα είναι η «ενοχή του επιζώντος»· ο ενοχικός ψυχισμός του ανθρώπου που «γλίτωσε από τον λοιμό» της Κατοχής, Αντίστασης και Εμφυλίου ανάμεσα σε ένα πλήθος νεκρών αγωνιστών και τον βαραίνει η συνειδητοποίηση της απώλειας. «Πώς θα ζήσουμε με μια κατάμαυρη σκιά στη θύμηση επάνω; Πώς θα κοιμήσουμε τα είκοσί χρόνια μας στη θάλασσα της λησμονιάς» διερωτάται συντετριμμένος. Εγείρεται, λοιπόν, η απαίτηση να γίνει σεβαστή η μνήμη των θανόντων, να μην λησμονηθούν τα «παλιά ονόματα», και γι’ αυτό η ποίηση του Αναγνωστάκη και άλλων μεταπολεμικών μας ποιητών συχνά μοιάζει με προσκλητήριο νεκρών.

Αν κάτι δεν θα μπορούσε να περάσει απαρατήρητο, είναι η διατρέχουσα το έργο του ειρωνεία με στόχο διττό: να εκφέρει ψύχραιμες και συγκρατημένες κρίσεις για τα φλέγοντα κοινωνικοπολιτικά ζητήματα μέσω της ειρωνικής αποστασιοποίησης από το συναισθηματικά φορτισμένο γεγονός είτε να εκφράσει ασφαλώς και συγκεκαλυμμένα, μέσω υπαινιγμών και αμφισημίας, τον αντιτιθέμενο στην εξουσία λόγο του. Η ποιητική της ειρωνείας, αισθητή έντονα στον Στόχο τον βοηθά να κατακρίνει την κοινωνική ανηθικότητα, την απουσία αγωνιστικής διάθεσης από τους νέους και να ειρωνευτεί λεπτώς το αυταρχικό καθεστώς της λογοκρισίας της Χούντας, σαρκαστικά παραδεχόμενος πως γράφει ποιήματα «που δεν στρέφονται κατά τις καθεστηκυίας τάξης»

Όπως προαναφέρθηκε, το ποιητικό υλικό του Αναγνωστάκη, αντλείται από την κοιτίδα της μνήμης – «θυμούμαι άρα υπάρχω»[2]. Η μνημονική ανάκληση συχνά προσανατολίζεται στον θρήνου για τα χαμένα ιδανικά, τους νεκρούς συντρόφους, την ερείπωση και την αποσάθρωση του παρόντος. «Μα ποιος με πόνο θα μιλήσει για όλα αυτά;» αναρωτάται με πίκρα, υπογραμμίζοντας το ποιητικό του χρέος να υπερβαίνει τον ατομικό κλοιό, εκφράζοντας συλλογικά ζητήματα. Εντούτοις, η μνημονικές αναδρομές αποκτούν συχνά ένα οντολογικό-υπαρξιακό περιεχόμενο, το οποίο συγκεκριμενοποιείται ως «συναίσθημα μιας χαμένης αθωότητας και […] επιθυμία ανεύρεσης του αληθινού προσώπου του ανθρώπου»[3]. Η έκπτωση από τον εδεμικό παράδεισο της παιδικής ηλικίας σε ένα παρόν διάτρητο και ειδεχθές προκαλεί πόνο στον ποιητή, ο οποίος αξιώνει το μερίδιό του στην «ανθρωπινότητα» σε έναν κόσμο που επίμονα του το στερεί· «Άνθρωποι, χωρίς καμιά ιδιαίτερη ιδεολογία, όχι αισθαντικότητα, όχι απογοητευμένοι, άνθρωποι απλώς.» Κατ’ αυτόν τον τρόπο θεματοποιείται η διαχρονική προσπάθεια υπέρβασης της ανθρώπινης οδύνης, και η σταθερή αντίθεση ατόμου – κοινωνίας, γεγονός που καταλήγει στον ενδότερο διχασμό του. Έτσι, η ιδεολογική παρακμή γενικεύεται, ως επιμέρους πτυχή μιας γενικής πτώσης που αφορά σύμπαν το ανθρώπινο γένος.

Τελευταία θα αναφερθεί η πολιτικό-ιδεολογική συνιστώσα του έργου του, χάρη στην οποία είναι ευρύτερα γνωστός, μιλώντας πάντα για μια ποίηση πολιτική και αστράτευτη. Τα ποιήματά του αποδίδουν ένα γενικό ιδεολογικό κλίμα αλλά όχι μια σαφή πολιτική στάση, ούτε υμνούν ρητά τον αγώνα, παρά το γεγονός ότι διαβιεί σε μια περίοδο ιστορικής αιχμής και ο ίδιος είναι βαθειά πολιτικοποιημένος. Άλλωστε, ο πολιτικός του σκεπτικισμός οδήγησε στη διαγραφή του από το κόμμα το 1946. Γενικά, πρόκειται για έναν ποιητή που προβληματίστηκε ιδιαίτερα για τη σχέση ιδεολογίας και ποιητικής. Όπως ο ίδιος έχει δηλώσει, «Η ποίησή μου βγαίνει από ένα βίωμα, δε βγαίνει από μια στράτευση».  Για τον Αναγνωστάκη η πολιτική και ποιητική ηθική συμπορεύονται· η ηθική του συνείδηση και το συλλογικό βίωμα πραγματώνονται σε υψηλής αισθητικής ποιήματα. Στο γεμάτο πικρία ερώτημα «μα ποιος με πόνο θα μιλήσει για όλα αυτά»  διαφαίνεται το ηθικό χρέος που καταλογίζει στον εαυτό του να αποδώσει με τα ποιητικά μέσα τη φρίκη του παρόντος.

Ως προς το μορφικό κομμάτι, ο Αναγνωστάκης αξιοποιεί τις νεωτερικές τεχνικές της γενιάς του μεσοπολέμου, χωρίς ωστόσο να μπορούμε να χαρακτηρίσουμε τα ποιήματα του μοντερνιστικά πλην ελαχίστων εξαιρέσεων.Γενικά, η ποίηση του είναι ρεαλιστική και βιωματική, αφηγηματική και πεζολογική. Άλλοτε τείνει να γίνει εξομολογητική και ελάσσων, άλλοτε επαναστατικά αγανακτισμένη. Πάντοτε, όμως, ο λόγος αψιμυθίωτος, δίχως καμία εκζήτηση ύφους, αγγίζει τα σκληρά γεγονότα. Ακόμη, υιοθετεί τον ελεύθερο στίχο και την επιγραμματική και συμπυκνωμένη έκφραση, η οποία βαθμιαία ρέπει προς την αφαίρεση- απογύμνωση του λόγου. Η ακραία αυτή αποσιώπηση έχει ως απώτατη κατάληξη τη «σημαίνουσα σιωπή», η οποία αναδεικνύεται σε κυρίαρχο σύμβολο της ποιητικής ηθικής του.

  Ποιητική αφασία και κατακλείδα

 Αξίζει να αναφερθεί πως η καταληκτική επιλογή, η ποιητική σιωπή, «τεντώσου απορρίπτοντας των λόγων σου την πανοπλία» αποτελεί την αισθητικοποίηση της αξιοπρέπειας για τον Αναγνωστάκη. Τα ποιήματα-σπαράγματα των τελευταίων συλλογών του υποδεικνύουν ευκρινώς την προτίμηση της σιωπής αντί της ανώφελης ομιλίας. Άλλωστε, ο επίλογος κυριολεκτικά και μεταφορικά- του έργου του, στο ποίημα «Επίλογος» αναδεικνύει ακριβώς τη συνειδητοποίηση του κλειστού ορίζοντα τις τέχνης και τις ζωής κατά την ώριμη ηλικία του. Υιοθετώντας τη φράση του ομοτέχνου και φίλου του, Τ. Πατρίκιου, ομολογεί πως «Κανένας στίχος σήμερα δεν κινητοποιεί τις μάζες, Κανένας στίχος σήμερα δεν ανατρέπει καθεστώτα» και έπειτα βυθίζεται στη σιωπή.

 Έργο, λοιπόν, επιδεκτικό πολλαπλών και γιατί όχι αλληλοσυγκρουόμενων αναγνώσεων, είτε δώσουμε βάση στα ιδεολογικά-πολιτικά στοιχεία, στο αγωνιστικό ήθος και στο αντιστασιακό του φρόνημα· είτε το προσεγγίσουμε ως ποίηση βαθιά υπαρξιακή, καρπό μιας συνείδησης αντιμέτωπης με αγωνιώδη οντολογικά ερωτήματα και την φθοροποιό επίδραση του χρόνου·  είτε αφεθούμε στους ανεπίδοτους ερωτικούς παλμούς των στίχων του. Εμβριθής μηνυμάτων, την ποίησή του ακριβώς την καταξιώνει η υπέρβαση της χρονικότητας και ο ανοιχτός ερμηνευτικός ορίζοντας, ώστε ο κάθε αναγνώστης να επιτύχει την ποθούμενη ταύτιση.


[1] Αναγνωστάκης, Υ.Γ., εκδ. ΝΕΦΕΛΗ, Αθήνα 1992,σ. 31.

[2] Μανώλης Αναγνωστάκης, ΥΓ., εκδ. ΝΕΦΕΛΗ, Αθήνα 1992, σ. 23.

[3] Βλ.  Νάσος Βαγενάς, Ξαναδιαβάζοντας τον Αναγνωστάκη. Στο Ν. Βαγενάς (Επιλ) Για τον Αναγνωστάκη Κριτικά κείμενα, εκδ. ΑΙΓΑΙΟΝ, Λευκωσία 1996, σ. 296-297.

 

Προηγούμενο άρθρο“Τα Πάθη της Αγάπης”: Κριτική της παράστασης
Επόμενο άρθρο«Αρκετά πια με την Αντέλα» του Δημήτρη Καρατζιά στο θέατρο Victoria
Βασιλική Καϊσίδου
Η Βασιλική Καϊσίδου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1992. Είναι απόφοιτος του τμήματος Φιλολογίας (ΜΝΕΦ) του Πανεπιστημίου Αθηνών, και κάτοχος μεταπτυχιακού διπλώματος στις Νεοελληνικές Σπουδές από το πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Ζει στο Birmingham, όπου εκπονεί ως υπότροφος του ιδρύματος Ωνάση τη διδακτορική της διατριβή με θέμα την επαναδιαπραγμάτευση της μνήμης του ελληνικού Εμφυλίου στη νεοελληνική πεζογραφία (1975-2015). Παράλληλα, αρθρογραφεί συστηματικά σε διάφορους διαδικτυακούς ιστότοπους. // How many cities have revealed themselves to me in the marches I undertook in the pursuit of books. ― W. Benjamin. Email επικοινωνίας: kaisidou.vas@gmail.com