«Μαμά, κι εγώ δεν σ’αγαπώ» είναι η νουβέλα της Μαργαρίτας Φρανέλη που ο Θανάσης Χαλκιάς σκηνοθετεί στο Black Box του Επί Κολωνώ. Μια εξομολόγηση αυτοβιογραφικού ύφους για όσα μπορεί να εξιστορήσει ένας ενήλικας με παιδική καρδιά και τρυφερό βλέμμα. Στο επίκεντρο η αρχετυπική σχέση κόρης – μητέρας και το αντίστροφο, τοποθετημένη χρονικά μέσα στη δικτατορία και στα χρόνια που την ακολούθησαν. Ένας ανασφαλής δεσμός και  η αφήγηση της περιπλοκής του, μέσα στο λίγων τετραγωνικών Μαύρο Κουτί του Θεάτρου Επί Κολωνώ. Στη σκηνή τη μετέφεραν η Ηλέκτρα Γεννατά και η Μαρία Θρασυβουλίδη.

Οι μαμάδες αγαπούν τα παιδιά. Τα παιδιά αγαπούν τις μαμάδες. Αυτός είναι ο κανόνας. Και σαν κανόνα τον ακολούθησα μέχρι κάποια ηλικία. Παιδική ακόμα. Οχι επειδή ένιωθα έτσι. Αλλά επειδή μου έλεγαν έτσι. Οι μαμάδες αγαπούν τα παιδιά. Τα παιδιά αγαπούν τις μαμάδες. Είναι πολύ πιθανόν. Να είναι έτσι. Να είναι κανόνας. Άλλωστε, οι εξαιρέσεις τον επιβεβαιώνουν…

 «Μαμά, κι εγώ δεν σ’αγαπώ» στο Επί Κολωνώ.
«Οι μαμάδες αγαπούν τα παιδιά. Τα παιδιά αγαπούν τις μαμάδες. Αυτός είναι ο κανόνας. Και σαν κανόνα τον ακολούθησα μέχρι κάποια ηλικία.» Στη φωτογραφία η Ηλέκτρα Γεννατά και η Μαρία Θρασυβουλίδη.
Η παντοδύναμη μητέρα ή ίσως δεν είμαι φτιαγμένη από τα υλικά της μάνας

Η παντοδύναμη μητέρα και ο ρόλος της ως τροφού ανήκει σε κάθε μυθολογία και θρησκεία εξ αρχής του κόσμου. Η ιερότητα και οι υπερδυνάμεις της επεκτείνονται από την παγανιστικής προέλευσης Γαία έως την Παν-αγία παρθένα, μητέρα του Χριστού. Πέρα και πάνω από όλους τους συμβολισμούς και τα πρότυπα είναι το προσωπικό και ιδιωτικό μητρικό σχήμα του καθενός, έτσι όπως διασώζεται και εμβαπτίζεται εντός του, χαρακτηρίζοντας τον από τη βρεφική ηλικία έως το τέλος της ζωής.

Το «Μαμά, κι εγώ δεν σ’αγαπώ» είναι μια νουβέλα για τα όσα μια κόρη αφηγείται, περί μητρικής α/στοργής. Τα λόγια της καλύπτουν τρείς διαφορετικές γενιές. Η ίδια, πότε ως μητέρα και πότε ως κόρη αναζητά τρόπους για να φωτίσει τις πιο σκοτεινές κουκίδες που έμειναν πίσω. Άλλοτε για να απαντήσει, άλλοτε για να αναρωτηθεί κι άλλοτε για να συγχωρέσει. Ο χρόνος συμπυκνώνεται για να στριμωχτεί σε μικρά θραύσματα που η συγγραφέας επαναφέρει στη μνήμη και το λόγο σαν ευρήματα αρχαιολογικού πλέον ενδιαφέροντος. Τα καταγράφει, τα σχολιάζει και τα τοποθετεί στη θέση τους για βρουν σειρά και να διαδεχτούν τα προηγούμενα.

Το «Μαμά, κι εγώ δεν σ’αγαπώ» του Θανάση Χαλκιά

Το δάπεδο – σκηνικό εξαπλώνεται και στον απέναντι τοίχο από τις θέσεις των θεατών (σκηνικά-κοστούμια: Γεωργία Μπούρδα). Πλακίδια σε σχηματισμούς συνθέτουν την εικόνα ενός  «πάζλ», μεταξύ πατώματος και παπλώματος, σε δύο επίπεδα. Ανάμεσα στις ενώσεις, μικρογραφίες αντικειμένων που η συμβολή της κάμερας και η προβολή της εικόνας τους σε ολόκληρη την επιφάνεια του απέναντι τοίχου, θα τα γιγαντώσουν για να ενισχύσουν έτσι την ένταση όταν λείπει από τις σκηνές. Η επιμελημένη κίνηση των χαρακτήρων (Αγνή Παπαδέλη- Ρωσσέτου) εξυπηρετεί τη σκηνική οικονομία. Φωτιστικές ατμόσφαιρες (Ελίζα Αλεξανδροπούλου) που προσεκτικά αναδεικνύουν την επιμέρους δράση, μετρημένες και ταιριαστές απόλυτα στο λοιπό σκηνικό ύφος.

Στο «Μαμά, κι εγώ δε σ’αγαπώ» του Θανάση Χαλκιά, οι εντάσεις δεν λέγονται τόσο όσο δείχνονται, λαμβάνουν τις διαστάσεις τους στο περιποιημένο κάδρο τους και χωρίς ατέλειες αποκτούν υπόσταση  στο φακό μιας κινηματογραφικής κάμερας.  Μέσα σε μικρής πρακτικής έκτασης συμβάντα και κυρίως μέσω των εικόνων που το κείμενο αναπαριστά και «θυμάται», η Μαργαρίτα μεγαλώνει «δύσκολα» και την ακολουθούν οι επίσης «δύσκολες» αναμνήσεις της παιδικής της σκέψης.

«Μαμά, κι εγώ δεν σ’αγαπώ» σαν κοριτσίστικος ροζ φιόγκος, μας φέρνει τρυφερό χαμόγελο μέχρι να φτάσει να λυθεί αδέξια από τις κακοτοπιές της ενήλικης σκληρότητας.

Η Ηλέκτρα Γεννατά διατηρεί με προσήλωση την ενέργεια που ολόκληρη η παράσταση εκπέμπει, χωρίς υπερβολές ή μεγάλες διακυμάνσεις, εξ αρχής μέχρι ολοκλήρωσης. Ο χαρακτήρας της ανθίζει, αυξάνει, σκέφτεται και δρα αληθινά. Σωματικά και υποκριτικά ακολουθεί με συνέπεια τη ροή της σκέψης ενός ενήλικου εαυτού που αφηγείται την ανήλικη και έπειτα εφηβική ζωή του, από κάθε μικρή σκοτεινή της λεπτομέρεια μέχρι την πιο τραυματική.

Η Μαρία Θρασυβουλίδη είναι ο άλλος πόλος της παράστασης, ο υποστηρικτής και συνοδοιπόρος. Στο ρόλο ενός «βοηθού σκηνοθέτη», φωτίζει τα επεισόδια, δημιουργεί τις σκηνικές σχέσεις και αλληλεπιδρά με κάθε στοιχείο της σκηνικής πράξης. Συμπληρώνει και ισορροπεί με τη συμβολή της, οδηγώντας στη δραματική ολοκλήρωση της ιστορίας, δίνοντας το ύψος που της αναλογούσε από το πατάρι.

Ένα σχόλιο για την ελληνική οικογένεια, τα ταμπού της και την καταπίεση μιας ολόκληρης γενιάς, αλλά και αναπόληση ταυτόχρονα μιας εποχής που ούτε κατά διάνοια δεν υφίσταται σήμερα. Μαργαρίτα Φρανέλη

«Μαμά, κι εγώ δεν σ’αγαπώ» σαν κοριτσίστικος ροζ φιόγκος, μας φέρνει τρυφερό χαμόγελο μέχρι να φτάσει να λυθεί αδέξια από τις κακοτοπιές της ενήλικης σκληρότητας.

Συντελεστές παράστασης «Μαμά, κι εγώ δεν σ’αγαπώ»

  • Διασκευή- Σκηνοθεσία: Θανάσης Χαλκιάς
  • Σκηνικά- Κοστούμια: Γεωργία Μπούρδα
  • Μουσική: Κώστας Βόμβολος
  • Επιμέλεια κίνησης: Αγνή Παπαδέλη- Ρωσσέτου
  • Σχεδιασμός φωτισμών: Ελίζα Αλεξανδροπούλου
  • Τεχνικός Σύμβουλος: Στάθης Γαλαζούλας
  • Φωτογραφίες: Γιάννης Ζαφείρης
  • Ερμηνεύουν: Ηλέκτρα Γεννατά, Μαρία Θρασυβουλίδη
Πληροφορίες

  • Χώρος: Σκηνή Black Box/ Επί Κολωνώ
  • Διεύθυνση: Ναυπλίου 12 & Λένορμαν 94, Κολωνός, Στάση Μεταξουργείο
  • Παραστάσεις (2η χρονιά): Από 13 Οκτωβρίου 2018 έως 13  Ιανουαρίου 2019 
  • Ημέρες & ώρες παραστάσεων: Σάββατο: 21:30, Κυριακή: 19:00
  • Τιμές εισιτηρίων Γενική είσοδος: 13€, Μειωμένο: 8€, Aτέλειες: 5€
  • Προπώληση εισιτηρίων
  • Διάρκεια παράστασης:  80’ χωρίς διάλειμμα
  • Τηλέφωνο: 2105138067
  • Site

-Βία: Καθόλου

-Γυμνό: Καθόλου

 

 

Διαβάστε περισσότερες Θεατρικές κριτικές εδώ

 

Προηγούμενο άρθροVinyl Market: Μια μεγάλη εκδήλωση για το βινύλιο στη Τεχνόπολη
Επόμενο άρθροΈφυγε από την ζωή ο ηθοποιός και θεατρικός συγγραφέας Βαγγέλης Ρωμνιός
Μαρία Στέλλα Μπινίκου
Απόφοιτη Φιλοσοφίας, Παιδαγωγικής και Ψυχολογίας, της Φιλοσοφικής Σχολής Ιωαννίνων (κατεύθυνση Ψυχολογίας) και Θεατρικών Σπουδών, της Σχολής Καλών Τεχνών, στο Ναύπλιο. Φοιτήτρια στο Μεταπτυχιακό πρόγραμμα «Σύγχρονες Δημοσιογραφικές Σπουδές», του Ελληνικού Ανοιχτού Πανεπιστημίου.