Μάκης Τσίτας, Μάρτυς μου ο Θεός. Το βιβλίο «Μάρτυς μου ο Θεός», αποτελεί το δεύτερο μόλις έργο για ενήλικες στη συγγραφική φαρέτρα του Μάκη Τσίτα, που είναι περισσότερο γνωστός για τα παιδικά του παραμύθια, κατόρθωσε παρ’ όλα αυτά τη χρονιά που μας πέρασε να χαρίσει στο συγγραφέα το Βραβείο Λογοτεχνίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης 2014 καταξιώνοντάς τον και στο μυθιστορηματικό είδος.

Το έργο


Ο Μάκης Τσίτας επιλέγει στο έργο αυτό να εστιάσει το βλέμμα του σε έναν κλασικό αντιήρωα της Ελλάδας τού σήμερα, έναν άνθρωπο που, έπειτα από χρόνια δουλειάς στο χώρο της τυπογραφίας και των εκδόσεων,  στην ηλικία των πενήντα η ζωή φαίνεται να του έχει στερήσει τα πάντα εκτός από μία εμμένουσα (ως πότε;) ελπίδα ότι τα πράγματα θα πάνε καλύτερα. Ο Χρυσοβαλάντης έχει χάσει τη δουλειά του και, ριγμένος μέσα σε ένα συνεχές κυνήγι εύρεσης εργασίας, «ισοπεδώνεται» αδιάλειπτα από τους εργοδότες του που προκλητικά εκμεταλλεύονται την αγαθότητά του, μια αγαθότητα που-με σύγχρονους όρους-συχνά αγγίζει τα όρια τις αφέλειας. Ο ήρωας του Τσίτα, άνεργος, εύσωμος, διαβητικός, ανύπαντρος άντρας που στα πενήντα του εξακολουθεί να ζει  με τους γονείς και τις αδερφές του, συγκεντρώνει όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που είναι ικανά να τον αποκλείσουν από μια κοινωνία, όπου ο πιο δυνατός κι ο πιο πετυχημένος επιβιώνει, συχνά μάλιστα εις βάρος του αδυνάτου. Η απόρριψη, μάλιστα, δεν είναι μονάχα εξωγενής, αλλά είναι-πρωτίστως!-πρωτογενής, αφού προέρχεται από την ίδια του την οικογένεια, τη μητέρα, τον πατέρα και τις αδερφές του που επίσης τον απορρίπτουν ή τον εκμεταλλεύονται με τον τρόπο τους. Μέσα σε όλη αυτή τη δίνη της ανεργίας, της μοναξιάς και της ασθένειας,  ο αναγνώστης παρακολουθεί το Χρυσοβαλάντη να αγωνίζεται με εντυπωσιακό σθένος να σταθεί στα πόδια του, να μείνει δυνατός, να μη λυγίσει… Θα τα καταφέρει;

Ο ήρωας


Ο Χρυσοβαλάντης φαίνεται να είναι ο κλασικός τύπος ανθρώπου που εξακολουθεί να πρεσβεύει με πάθος το τρίπτυχο πατρίς-θρησκεία-οικογένεια, σε μία κοινωνία που αλλάζει χωρίς να προλαβαίνει να την παρακολουθήσει. Βαθιά θρησκευόμενος, καθορίζει σε μεγάλο βαθμό τις αντιλήψεις και τις κρίσεις του για τα γεγονότα και τους ανθρώπους με βάση θρησκευτικά κριτήρια και παραδεδομένες κοινωνικές αντιλήψεις, χωρίς να φαίνεται να τις φιλτράρει ο ίδιος και να τις δικαιολογεί πειστικά. Το μυθιστόρημα βρίθει ευαγγελικών αποσπασμάτων, αφού ο Χρυσοβαλάντης ανάγεται συνεχώς στη θρησκεία που αποτελεί και τη μόνη ελπίδα που του έχει απομείνει. Όταν η ανθρώπινη φύση τον έχει πολλαπλώς ακυρώσει, στρέφεται στο Θεό και ζητά δύναμη για να τα καταφέρει. Από την άλλη, βέβαια, επισκέπτεται τους οίκους ανοχής και υποκύπτει στον αγοραίο έρωτα, γεγονός που τον κάνει να μετανιώνει η αυστηρή του ηθική και μετανοεί ζητώντας συγχώρεση.

Έντονα ξενοφοβικός απέναντι στους λαούς που παραδοσιακά θεωρούνται «κατώτεροι» και, από την άλλη, με εξίσου έντονα αισθήματα κατωτερότητας απέναντι στους «δυνατούς» λαούς της Δύσης, ο Χρυσοβαλάντης εκφράζει συχνά-πυκνά υπεραπλουστευμένες σκέψεις σχετικά με τους ξένους. «Το βιβλίο, που είναι πνευματική τροφή, δεν μπορεί να ανατίθεται σε έναν αλλοδαπό. Όμως όλοι τώρα πια τους παίρνουν στη δούλεψή τους – είναι πιο φτηνοί. Δηλαδή πάμε σ’ ένα τυπογραφείο και παραλαμβάνει τη δουλειά απ’ τον πελάτη ο Αλβανός – αυτομάτως πέφτει το ίματζ της εταιρείας και του προϊόντος. Δεν μπορείς να αναθέτεις τη δουλειά σε έναν άσχετο. Αισθάνομαι πολύ άσχημα· δεν μπορεί ένας χώρος ιερός, όπως αυτός του βιβλίου, να είναι περικυκλωμένος από μια φάρα ανθρώπων που δεν έχουν και ούτε θα έχουν –τουλάχιστον για τα επόμενα εκατό χρόνια– καμιά σχέση με το βιβλίο» λέει ο ήρωάς μας χαρακτηριστικά σε κάποιο σημείο της αφήγησής του, ενώ αλλού μονολογεί με βεβαιότητα «Οι Ρώσοι τις βαράνε τις γυναίκες τους, και μάλιστα πολύ. Έχουν τρία κακά αυτοί: είναι μουλάρια, είναι μέθυσοι και χτυπάνε τις γυναίκες τους. Και οι Ουκρανοί είναι ίδιοι και χειρότεροι. Γενικότερα όλα τα σοβιετικά αποδέλοιπα.». Από την άλλη, εκφράζει το θαυμασμό του στις δυτικές χώρες λέγοντας για παράδειγμα «Πηγαίνω συχνά στο “Νέον” του Συντάγματος για να ακούω αγγλικά και γαλλικά απ’ τους τουρίστες, έτσι ώστε, αν παντρευτώ Αγγλίδα ή Γαλλίδα, να έχω εθιστεί στους ήχους της γλώσσας της». Οι απόψεις βέβαια αυτές εντάσσονται στο γενικότερο πλαίσιο των στερεοτυπικών αντιλήψεων με τις οποίες έχει γαλουχηθεί και στις οποίες επιστρέφει συνεχώς, όπως για παράδειγμα «Υπάρχουν τεσσάρων ειδών αφεντικά: οι πετυχημένοι, οι χρεωμένοι, τα καθίκια και οι τρελοί.» ή «Υπάρχουν τριών ειδών γυναίκες: οι σεμνές, οι ωραίες και οι εντυπωσιακές».

Ο Χρυσοβαλάντης είναι στην πραγματικότητα ένας άνθρωπος ψυχικά τραυματισμένος από τα παιδικά του χρόνια, τις οικογενειακές μνήμες που τον στοίχειωσαν και τους οικογενειακούς δεσμούς, που παρ’ ό,τι τον «ευνούχισαν», όχι μόνο αρνείται πεισματικά να τους αποτινάξει, αλλά εξακολουθεί να τους υπηρετεί δουλικά και αγόγγυστα. Η μητέρα του άκρως ελλειμματική, ο πατέρας του αλκοολικός, οι αδερφές του «αρπακτικά» που τον βλέπουν αποκλειστικά ως μηχανή χρήματος κι εκείνος ένας γιος που επιμένει να τους βοηθάει όλους παρά το αναπόφευκτο τίμημα.

Οι γυναίκες έχουν επίσης καθορίσει σε μεγάλο βαθμό την ψυχολογία του Χρυσοβαλάντη, αφού τον εκμεταλλεύτηκαν, τον απομύζησαν ποντάροντας στην αθωότητα και την-ενίοτε προκλητική!-αφέλειά του και τελικά συνέβαλαν στο οικονομικό και ψυχολογικό του αδιέξοδο. Ενώ, μάλιστα, ο ίδιος συνειδητοποιεί την εκμετάλλευση που υπέστη, εξακολουθεί να γοητεύεται από τις γυναίκες τέτοιου είδους, διακηρύσσοντας βέβαια αντιφατικά  πως θέλει να κατασταλάξει σε μία σοβαρή και σεμνή γυναίκα, με την οποία θα παντρευτεί και θα κάνει οικογένεια.

Ο Μάκης Τσίτας
Ο Μάκης Τσίτας

Αφηγηματική τεχνική


Αφηγηματική τεχνική ολόκληρου του μυθιστορήματος  είναι ο εσωτερικός μονόλογος, μία χειμαρρώδης και συχνά άτακτη, ημερολογιακής μορφής (δίχως ημερομηνίες) έκθεση των σκέψεων του ήρωα, πλήρως αποκαλυπτική για τα συναισθήματά του, τον ταραχώδη ψυχισμό του και για το τι συμβαίνει εν γένει στον εσωτερικό του κόσμο. Ο Τσίτας χειρίζεται την πρωτοπρόσωπη αφήγηση με αξιομνημόνευτη μαεστρία παρά τις έντονες δυσκολίες που κρύβει μία τέτοια αφήγηση που τη μονοπωλεί το πρώτο πρόσωπο. Η ροή της δεν ακολουθεί τη γραμμική σειρά των γεγονότων, αλλά είναι αποσπασματική με συνεχείς αναδρομές στο τραυματικό παρελθόν του Χρυσοβαλάντη που αποκαλύπτεται κλιμακωτά εξηγώντας το παρόν και καταδυναστεύοντάς το. Χαρακτηριστική είναι η έντονη επαναληπτικότητα που, αν και μπορεί ενίοτε να κουράζει, καθώς ανακυκλώνει παρόμοιες σκέψεις και συμβάντα, διαδραματίζει λειτουργικό ρόλο στο έργο, αφού είναι ενδεικτική των εμμονών του ήρωα, του ψυχικού αδιεξόδου και της απελπισίας του, όπως και των έντονων στερεοτυπικών του αντιλήψεων.  Καθώς το μυθιστόρημα οδεύει στο τέλος του, ο μονόλογος γίνεται ένα σπαραχτικό παραλήρημα που αναδεικνύει το τρωτό της ανθρώπινης φύσης, μιας φύσης που νομοτελειακά ισοπεδώνεται τη στιγμή που αγγίζει την απόλυτη μοναξιά.

Συνολικά


Ο Μάκης Τσίτας δίνει με το «Μάρτυς μου ο Θεός» ένα έργο εξαιρετικά αληθινό, άκρως ρεαλιστικό και πιο επίκαιρο από ποτέ. Επιλέγει να πάει κόντρα στο ηρωικό και εξιδανικευμένο των λογοτεχνικών χαρακτήρων και αντ’ αυτού να πλάσει έναν αντιήρωα, έναν άνθρωπο «της διπλανής πόρτας», έναν χαρακτήρα από αυτούς που θεωρούμε «παρακμιακούς» και τους λυπόμαστε ή, ακόμα χειρότερα, τους περιθωριοποιούμε αυξάνοντας το αίσθημα της ανωτερότητάς μας. Η συμβολή του Τσίτα έγκειται στην ευκαιρία που μας δίνει να πλησιάσουμε-επιτέλους!-έναν τέτοιον άνθρωπο, να τον νιώσουμε, να τον καταλάβουμε και να τον δούμε τελικά με τρυφερότητα. Με τον τρόπο αυτό δικαιώνεται στη λογοτεχνία ένας χαρακτήρας που στη ζωή απαξιώνεται και καταρρακώνεται πέφτοντας θύμα του οικογενειακού, επαγγελματικού, κοινωνικού και θρησκευτικού κατεστημένου, χωρίς ποτέ να επιχειρήσει να αποτινάξει από πάνω του τα δεσμά κάθε είδους και να πάρει τη ζωή του στα χέρια του. Σε αυτά τα δεσμά, άλλωστε, εναποθέτει κι ο ίδιος την ευθύνη της κατάστασής του, εμμένοντας στην παιδική ανωριμότητα και τον εφησυχασμό τού «κάποιος άλλος ευθύνεται πάντα», νοοτροπία που, κατά τη γνώμη μου, καθρεφτίζει με οξύνοια το σύνολο της ελληνικής κοινωνίας που παραμένει «ανήλικη», «ανώριμη», άβουλη και πάνω απ’ όλα δίχως να αναλαμβάνει την ευθύνη για όσα της συμβαίνουν. Παράλληλα, ο Χρυσοβαλάντης αντιπροσωπεύει σημαντικό μέρος των σύγχρονων Ελλήνων που κληρονομικά (και όχι απαραίτητα συνειδητά ή με κακεντρέχεια) αναπαράγουν στερεοτυπικές αντιλήψεις για τους μετανάστες, για τις γυναίκες, για τη «σωστή» οικογένεια, για τη θρησκεία, διαμορφώνοντας μια κοινωνική υποκρισία που σταδιακά γυρνά εναντίον τους και τους συνθλίβει. Το ενδιαφέρον είναι ότι ο συγγραφέας, παρ’ ό,τι αντιμετωπίζει με ευφυέστατη ειρωνεία τις σκέψεις του ήρωα, δεν τον «στήνει στον τοίχο», δεν τον κατακρίνει, αλλά προσπαθεί να τον καταλάβει και να τον ψυχογραφήσει με ευαισθησία, εξηγώντας με κοινωνικούς όρους την κατάστασή του. Παράλληλα, το μυθιστόρημα είναι εμπλουτισμένο με πολλές δόσεις χιούμορ που το κάνουν να ισορροπεί αριστοτεχνικά μεταξύ κωμωδίας και τραγωδίας και το οδηγούν πολύ φυσικά σε μια δραματικής έντασης λύση, χωρίς όμως να το κάνουν στο σύνολό του «βαρύ» και δύσπεπτο.

«Τὰ τῆς καρδίας μου τραύματα, ἐκ πολλῶν ἁμαρτημάτων φυέντα μοι, ἰάτρευσον Σωτήρ, ὁ τῶν ψυχῶν, καὶ τῶν σωμάτων ἰατρός, ὁ, παρέχων τοῖς αἰτοῦσι, πταισμάτων τὴν συγχώρησιν ἀεί, παράσχου μοι δάκρυα μετανοίας, διδούς μοι τὴν λύσιν τῶν ὀφλημάτων Κύριε, καὶ ἐλέησόν με.»

 

Info: Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κίχλη.

 

 

Προηγούμενο άρθρο«Τα Πάθη της Αγάπης» του Θανάση Σάλτα στην Galerie Δημιουργών
Επόμενο άρθρο«Οι Αταίριαστοι» σε «Ιστορίες…έντεχνης τρέλας» στο Τσάι στη Σαχάρα