Η μόνιμη έκθεση του Κώστα Νικολαΐδη, ή ένας σχεδόν υπαρξικός αρχιτεκτονισμένος αισθητικο-κριτικός διάλογος περί προσωπογραφίας και άλλων τινών εσωτερικών τοπίων.

     Ο ανθρωποκεντρισμός, τόσο ως μέθοδος ερμηνείας όλων όσα περιβάλλουν τις φθαρτές και μεταβαλλόμενες (εσωτερικά και εξωτερικά) υπάρξεις μας, όσο και ως «εγωιστική» επιδίωξή μας – σύμφωνα με την κοσμολογική θεωρεία τα πάντα να αφορούν σε εμάς  – όσο και αν φαντάζει «αμαρτωλός» και περιοριστικός (αν αναλογισθεί κανείς την περιεκτικότητα του «αγνώστου» στο σύμπαν και το ενδεχόμενο – σχεδόν τη βεβαιότητα – τίποτα να μην καταλαβαίνουμε, εξαιτίας – ίσως αποκλειστικά και μόνον – του πεπερασμένου των αισθήσεών μας, από τον Μακρό-Κοσμο, ο οποίος – ας μη γελιόμαστε – με κάθε τρόπο μπορεί να καθορίζει τη ζωή), ενίοτε στην τέχνη αποβαίνει μεγαλειωδώς «σωτήριος» για την ανίχνευση ολόκληρου του κοινού «Είναι»: ενός «Είναι» που ίσως και να βρίσκεται καταγεγραμμένο (καθ’ ορισμένους και κατά μίαν έννοιαν) στη μοναδικότητα κάθε ανθρώπινης μορφής, δηλαδή κάθε Προσώπου…

      Στον κόσμο της «Όλης Τέχνης» και των διαφόρων – αναμεταξύ τους interactive – επιμέρους τόπων – υποσυνόλων της, η ενασχόληση των δημιουργών με τα πρόσωπα του Ανθρώπου δεν παρατηρείται, φυσικά, μονάχα στη Ζωγραφική και στις άλλες Εικαστικές Τέχνες· ακόμη και στις λεγόμενες «Τέχνες των Γραμμάτων», οποιαδήποτε αναφορά στον ίδιον τον Άνθρωπο, και την περιγραφή του προσώπου ενέχει, αλλά και την εις βάθος μελέτη της ψυχοσύνθεσής του προσπαθεί με λέξεις να εκφράσει, πάντοτε – βεβαίως – παρατηρώντας, καταγράφοντας και εναργώς περιγράφοντας τα πρόσωπα από τα οποία ποίηση, νουβέλες, διηγήματα και σίγουρα –κυρίως και ενδελεχώς – μυθιστορήματα χιλιάδες χιλιάδων ερεθισμάτων έχουν δεχθεί, καθιστώντας τα – παράλληλα – πρωταγωνιστές του περιεχομένου τους.

     Τα πρόσωπα, λοιπόν…  Πρόσωπα που λατρεύονται για την ευμορφία τους, την των επιμέρους χαρακτηριστικών τους αρμονική διάταξη, πρόσωπα που εκφράζουν τον χαρακτήρα του αναφορικού τους υποκειμένου, αλλά και πρόσωπα που γίνονται μισητά από την πρώτη στιγμή που θα πέσει επάνω τους η ματιά των άλλων· πρόσωπα που, όλα – μα όλα, η αμφισβητούμενη κοινή εμπειρία που καταγράφεται στη λαϊκή σοφία, τα θέλει να είναι «ο Καθρέφτης της ψυχής του Ανθρώπου»· πρόσωπα που περιγράφηκαν σε όλες τις Τέχνες, αυτούσια η κατατετμημένα, που ζωγραφίστηκαν σε κάθε – και – παραμικρή τους λεπτομέρεια, πρόσωπα των οποίων οι περιγραφές απεδόθησαν σε ατέλειωτες σελίδες βιβλίων, πρόσωπα που εμφανίστηκαν ως Τοτέμ, Προτομές, Φαγιούμ, Αγιογραφίες, λαμπρές Προσωπογραφίες της Αναγέννησης, πρόσωπα που κυβο-ποιήθηκαν, πρόσωπα που παραμορφώθηκαν σε  εξπρεσιονιστικές χρωματικές εκρήξεις και ακρότητες σύνθετων κυκεώνων και αλληλοσυγκρουόμενων συναισθημάτων, πρόσωπα που εξαφανίστηκαν από τον καμβά και χάθηκαν μέσα στα σχήματα και στα χρώματα της αφαίρεσης και της σύγχρονης ανεικονικής Τέχνης…
Όλα, πρόσωπα του άγνωστου ανθρώπινου μυστηρίου, πόνου, κάλλους, αλλά και της άγνωστης ανθρώπινης ιδιαιτερότητας, μοναδικότητας, υπερηφάνειας, κατήφειας, χαράς, ευδαιμονίας, θλίψης, οργής· πρόσωπα που το δικό μας πρόσωπο – στη ζώσα διάστασή του – επιδιώκει να δει, να κατανοήσει, ακόμη και να «κατακτήσει» και, κατόπιν, αναγνωρίζοντάς τα ως το «άλλο πρόσωπο», να ανιχνεύσει, αλλά και να καθρεφτιστεί στα μάτια τους – να ιδωθεί, δηλαδή, απ’ αυτό το «άλλο πρόσωπο», ξεχωρίζοντας – έτσι – τη δική του μοναδικότητα, αφού τελικώς κανένα πρόσωπο δεν μοιάζει με κανένα άλλο…

 Ο ανθρωποκεντρισμός του Κ. Νικολαίδη 2    Το εάν, εν μέρει ή εξ ολοκλήρου, τα ως άνω περιγραφόμενα (που λένε και τα επίσημα έγγραφα) είναι εγκιβωτισμένα στην Τέχνη και ισχύουν έτσι, μ’ αυτόν τον τρόπο – λόγο, εγώ δεν θα το απαντήσω, εξηγώντας σας και το γιατί: όχι επειδή δεν το ξέρω, αλλά επειδή, τις απαντήσεις σε παρόμοια ερωτήματα, ανέλαβε να τις «πράξει» μέσω ενός πρωτότυπου εικαστικού εγχειρήματος – προβληματισμού όχι ένας κατ’ αποκλειστικότητα ζωγράφος, γλύπτης, χαράκτης, ή λογοτέχνης, αλλά ένας ανθρωποκεντρικός Αρχιτέκτονας (πετυχημένος), ο Κωνσταντίνος Νικολαΐδης, για τον οποίον, εκών – άκων,  πολλά ενδιαφέροντα, και καλά, αλλά και… περίεργα, είχα ακούσει.

     Πριν αποφασίσω να επισκεφθώ (μαζί με την Κατρίν Φλόκα, μεταπτυχιακή φοιτήτρια της Φιλοσοφίας με κατεύθυνση στη «Σημειολογία της Αισθητικής» στο Πανεπιστήμιο της Πάντοβα) στο εργαστήριό του τη «μόνιμη έκθεση» των έργων του, όπως ο ίδιος μου την απεκάλεσε στο τηλέφωνο,  σκεφτόμουν πως, στις ημέρες της νεοελληνικής Τέχνης μας, το να αναζητά κανείς τα «άγνωστα αριστουργήματα» (σχεδόν μανιακή ιδεοληπτική αγκύλωση κάθε κριτικού να του τύχει η ανακάλυψη τους!) όπως οι ήρωες στο μυθιστόρημα του Ονορέ Ντε Μπαλζάκ «Το άγνωστο Αριστούργημα», δεν είναι μονάχα μια ρομαντική πολυτέλεια – καθαρά εγωιστικού τύπου – ενός αλιευτή των «αφανών» δημιουργών και των έργων τους, αλλά και δεν ενδείκνυται, από τη στιγμή που όλα, σχεδόν, τα έργα Τέχνης εκτίθενται (πλέον) στις εν πληθώρα αυτο-ανακεκηρυγμένες «επίσημες και αναγνωρισμένες» έγκριτες γκαλερί…

      Συζητούσαμε, λοιπόν, καθώς το ταξί μας μετέφερε στο σπίτι του Νικολαΐδη με τη δίδα Κατρίν Φλόκα, τους πιθανούς λόγους της, με την πρώτη προσέγγιση, «περίεργης» (πάντοτε υπό την αναγκαία και απαραίτητη προϋπόθεση – που έμενε να αποδειχθεί – να είναι τόσο καλός, ή – έστω – αξιόλογος Ζωγράφος ο Αρχιτέκτονας)  στάσης του Νικολαΐδη, ο οποίος, τα έργα του, δεν τα εκθέτει στις προαναφερόμενες γκαλερί, αλλά προτιμά την επίσκεψή των φιλοτέχνων στο σπίτι του, στη δική του διαρκή, «μόνιμη» έκθεση, παραβλέποντας τους ενδεχόμενους κινδύνους μιας a priori υποβάθμισης, στην οποίαν η στάση του αυτή θα μπορούσε κάλλιστα να υποβάλει τις δημιουργίες του.

     Η δις Φλόκα προσπάθησε να διασκεδάσει τις απαντήσεις στα ερωτήματά μου, λέγοντάς μου – μεταξύ άλλων – πως «Πιθανόν ο κ. Νικολαΐδης να ανήκει σε κείνην τη… σπάνια κατηγορία των καλλιτεχνών – καλλίτερα… ανησυχούντων δημιουργών, θα έλεγα εγώ – που, ενώ γνωρίζουν οι ίδιοι την αξία των έργων τους, ζουν με έντονο τρόπο το δικό τους δημιουργικό υπαρξιακό “δράμα” στις εκβολές της ίδιας τους της αμφιβολίας για την “αξία” τους, περιμένοντας πρώτα κάποιος ή κάποιοι να τους “ανακαλύψουν” και, κατόπιν, να εκθέσουν τα δημιουργήματά τους στο επίσημο εμπορικο-καταναλωτικό παζάρι της Τέχνης· δεν το κάνουν – τουλάχιστον έτσι νομίζω – ούτε από υπεροψία, ούτε από άγνοια: μάλλον μπορεί και να σεμνύνονται τόσο πολύ, όχι για τον εαυτόν τους μονάχα, αλλά και για λογαριασμό όλων εκείνων των – τάχα – δημιουργών στη χώρα του «είσαι ό,τι δηλώσεις», όπου το κατεστημένο εμπορικό περιβάλλον των γκαλερί προβάλλει (έως και  χύδην!) την αξίωση ότι μπορεί να «καλύψει» το ενοίκιο του «χώρου» τους ενισχύοντας τη βιωσιμότητα των επιχειρήσεών τους, ανεξάρτητα από το τι εκθέτουν – δηλαδή από το αν αξίζουν τα συγκεκριμένα έργα να εκτεθούν· επί της ουσίας, με τον τρόπο αυτόν ρίχνουν νερό στον μύλο της διαρκούς προβολής μιας ουσιαστικά ανύπαρκτης ποιοτικά, πλην όμως “ξεχωριστής” εικαστικής παραγωγής!».

     Τραβηγμένη βρήκα τη συλλογιστική της πορεία, αλλά – από την άλλη μεριά – κανείς ποτέ του δεν μπορεί να ξέρει…

 Μια προσπάθεια, βουτηγμένη στο χρώμα, να ανιχνευθούν τα πρωταρχικά στοιχεία της αιτίας της Δημιουργίας του Ανθρώπου.

Ο ανθρωποκεντρισμός του Κ. Νικολαίδη 3Η τόσο ξεχωριστή, για τα ελληνικά ήθη, ευγενική υποδοχή που τύχαμε μπαίνοντας στη μόνιμη έκθεση των έργων του Νικολαΐδη («συστεγάζεται» με το αρχιτεκτονικό του γραφείο στη μονοκατοικία του, σε ένα από τα ωραιότερα οικιστικά αρχιτεκτονήματα της Θεσσαλονίκης στο τέλος της «κατοικήσιμης» Θ. Σοφούλη, με θέα τον κόλπο του Θερμαϊκού), τόσο από τον ίδιο τον καλλιτέχνη, όσο και από την –  επίσης αρχιτέκτονα – σύζυγό του, «υποβαθμίστηκε» μονομιάς σε μια απολύτως οικεία με τον χώρο συμπεριφορά, αφού – εισπράττοντας την «αύρα» από το εσωτερικό του οικήματος, αλλά και, κυρίως, από τα εκτεθειμένα έργα – τίποτε άλλο εκτός από ευγένεια, υψηλό γούστο και ξεχωριστή δημιουργία δεν συνάντησε το βλέμμα μας…

    Η πρώτη και κυρία εντύπωση που σχημάτισα για τα έργα του Νικολαΐδη, ήταν ότι τα τελευταία – με έναν τρόπο απολύτως προσωπικό – ήξεραν να μας μυήσουν στο εσωτερικό μιας ουσιαστικής στάσης δημιουργικής ζωής, όπου Ζωγραφική και Αρχιτεκτονική εναλλάσσονται μέσω εικαστικών συγκοινωνούντων δοχείων έκφρασης και στους δύο τόπους, στους οποίους κυριολεκτικά «κατοικοεδρεύει» ο δημιουργός.

     Μια στάση δημιουργίας, σκέφτηκα με περιφερόμενο βλέμμα, μια στάση αξιοθαύμαστης δημιουργίας, που – με εκρηκτικό τρόπο – αποκαλύπτει σε χρονο-διαλεκτική συνέχεια τις αφετηρίες της, τους προβληματισμούς της, τις αγωνίες των ερωτημάτων που θέτει, αλλά και την υπαρξιακή λύτρωση της αποφαντικής εικαστικής άποψης για το βλέμμα και την προσέγγιση του «έτερου άλλου», που αφορά και στα τοπία που το «αιχμαλωτίζουν» και το συγκινούν, αλλά – κυρίως και πρωτίστως – στο «έτερο άλλο πρόσωπο»· η πρώτη εντύπωση, ξανασκέφτηκα – ήθελε, όμως, και τη συνέχεια, τη συμπλήρωσή της.

     Η επίσκεψή μας, που αμέσως μετετράπη σε… «εικόνες από μιαν έκθεση» (με ένα ανάλογο «μουσικό χαλί») στους χώρους της (είναι διάσπαρτες σ’ ολόκληρο το οίκημα και, κυρίως, στον υπόγειο χώρο, όπου – το ξαναγράφω για την εμπέδωσή του – Ζωγραφική και Αρχιτεκτονική έχουν στήσει «διαλεκτικό χορό» καλλιτεχνικής ευφροσύνης), ήταν – τελικώς – και μια ατομική εγκαταβύθιση, «χωρίς ανάσα», σε ένα προσωπικό συναίσθημα ικανοποίησης, για του οποίου τη μετέπειτα ανάσυρση, αιτία ήταν – φυσικά – όσα βλέπαμε και, κατόπιν – ταυτόχρονα πλέον – σχολιάζαμε…

     Η αρχή ενός πολύ ενδιαφέροντος – πρώιμου μεν, αλλά οπωσδήποτε δια-λεκτικού – εγχειρήματος, σχετικού με την πρώτη – και σε παρόντα χρόνο – νοητική προσέγγιση της θέασης των έργων του Νικολαΐδη,  έγινε από εμένα, όταν ρώτησα τη συνοδό μου τι της έκανε μεγαλύτερη εντύπωση στα έργα που έβλεπε.

     Η απάντησή της ήταν πηγαία, αλλά καθόλου πρόχειρη· το βλέμμα της ήταν προσηλωμένο (όπως και το δικό μου, άλλωστε) στα πάμπολλα «σωματικά πορτραίτα» της συλλογής…
– Τα πρόσωπα που ζωγραφίζει ο κ. Νικολαΐδης, είναι σα να μας αφηγούνται ολόκληρη τη ζωή τους· μου κάνει μεγάλη εντύπωση ότι δείχνει – έτσι, τουλάχιστον, νομίζω – όλα τα πρόσωπα, να τα έχει «παγώσει» σε εσωτερικό, δικό του χρόνο, για να τους αποσπάσει πρώτα και, κατόπιν, να… αποτυπώσει, στην πλέον φορτισμένη συναισθηματικά στιγμή, την κυρίαρχη και αδιαπραγμάτευτή τους Αλήθεια: μια Αλήθεια που σπάει τις συνθήκες της κοινωνικής νόρμας, ρίχνοντας στο έλεος των χρωμάτων του πίνακα μια – τελικώς – θρυμματισμένη «περσόνα», για να την… ανασυνθέσει – μόνον αυτός ξέρει σε ποια διάστασή της· η όποια διάσταση, πάντως, φαντάζει να είναι μοναδική – να την έχει εφεύρει, δηλαδή, ο ίδιος.  Η τέχνη του σου δημιουργεί την επιθυμία να γνωρίσεις αυτά τα πρόσωπα…

    Ο ανθρωποκεντρισμός του Κ. Νικολαίδη 4 Η Κατρίν Φλόκα είχε πάρει «φόρα» και υποπτευόμουν την αιτία: τα έργα του Νικολαΐδη σε υποχρεώνουν να μιλήσεις γι’ αυτά χρησιμοποιώντας στον λόγο σου «βαριές» έννοιες, έννοιες που μπορούν να ισοσταθμίσουν το – σχεδόν ανερμήνευτο – «άγριο» εξπρεσιονιστικό συναίσθημα που σου προκαλούν όχι τόσο τα περιγράμματα της φόρμας των προσωπογραφιών μαζί με τα σώματά τους, όσο τα εκρηκτικά τους (και επίτηδες μάλλον ακατέργαστα) έντονα χρώματα που επιλέγει ο δημιουργός για την προσωπική του πορεία στην ανίχνευσή τους.
Ξαναρώτησα τη συνοδό μου:
– Και η «φορμαλιστική» σου εντύπωση, αυτό που καθαρά και μόνον αφορά στο «αισθητό» της δουλειάς του οικοδεσπότη μας, Κατρίν;  Μιλάς κατ’ ευθείαν σε ερμηνευτικό επίπεδο και μου κάνει εντύπωση που δεν ξεκίνησες από αυτό που συνήθως σχολιάζουμε πρώτο μπροστά σε πίνακες που βλέπουμε για πρώτη φορά· μήπως μ’ αυτόν τον τρόπο δηλώνεις – ασυνείδητα, έστω – πως δεν σ’ απασχολεί η «γραφή» και η τεχνική του καθαρά «εικαστικού τους τόπου»;  Γνωρίζεις, φαντάζομαι, πως αυτό είναι λιγάκι «επικίνδυνο», γιατί… η υποκειμενική ερμηνεία δύναται να «καλύψει» τις ενδεχόμενες, καθαρά αισθητικές, ανεπάρκειες σ’ ένα έργο Τέχνης – ξέρεις, η «κατάρα» της μοντέρνας Τέχνης, που πολλά δεινά έχει επιφέρει…  Αναφέρομαι, δηλαδή, στο απίστευτο – για μένα – «γεγονός» πλέον (εδώ και δεκαετίες), τα πάντα σ’ ένα έργο Τέχνης να ανάγονται σε κείνο που «κρύβεται» πίσω από αυτό καθεαυτό το έργο, με αποτέλεσμα – φυσικά – την υποβάθμιση της «καθαρής γλώσσας» της Τέχνης…

     Η συνοδός μου αυτήν τη φορά δεν απάντησε αμέσως, παρά έστρεψε το κεφάλι της προς τον κ. Νικολαΐδη, δίνοντάς μου την εντύπωση πως αποζητούσε με αυτό της το βλέμμα την ενεργό συμμετοχή του στον διάλογό μας· είχα κάνει λάθος, όμως, διότι η «ατάκα» της Κατρίν Φλόκα, κάτι άλλο, τελείως διαφορετικό από την αρχική μου εντύπωση υποδήλωσε – ο Νικολαΐδης, εντωμεταξύ, δεν πρόλαβε (παρόλο που φάνηκε να το ήθελε!) να «παρέμβει»: τον είχαμε πάρει «μονότερμα»… μάλλον.
– Ξέρετε, εμένα μου συμβαίνει πολύ συχνά, όταν τα έργα με κάθε τρόπο μου «δηλώνουν» την καθαρά «μανιερίστικη» επάρκειά τους (όπως συμβαίνει τώρα, με τους πίνακες του κ. Νικολαΐδη), να περνώ απευθείας στα επόμενα πεδία εντυπωτικής ανάγνωσής τους.  Νομίζω πως αυτό που ονόμασαν κάποιοι… «κατάρα της Τέχνης» και που το επικαλέστηκες, πρότινος, κι εσύ – με την (όντως, και σε αρκετές περιπτώσεις) υποβάθμιση της τεχνικής και της αισθητικής φόρμας – για μένα είναι (στη γενική της κατεύθυνση) η «απελευθερωμένη» από δογματικά αισθητικά δεσμά πορεία της μεταμοντέρνας Τέχνης προς έναν νέο ορισμό της εννοιολογικής (κυρίως) διάστασής της, με τρόπο που αυτή, αναφέρομαι στην Τέχνη (ανεξάρτητα από το εάν κινείται εντός των ορίων της «παλαιάς» έκφρασης, όπου τεχνική και αισθητική επάρκεια, βεβαίως και παίζουν τον ρόλο τους), με μια πορεία εξέλιξης καθ’ όλα μοιραία και διαλεκτική, σε οδηγεί σε μια «ουσία» που την αποκαλύπτεις με άλλους όρους.  Εξάλλου, η έκφραση του πρώτου αποτυπώματος των έργων του κ. Νικολαΐδη μάλλον ανήκει δικαιωματικά σ’ εσένα, οπότε και, το προνόμιο αυτό, στο… εκχωρώ!

     – Προσπερνώντας, Κατρίν, την ευγενική σου «εκχώρηση», επιμένω στη γενική σου αισθητική εντύπωση· ευτυχώς ή δυστυχώς, η Τέχνη – προσειλημμένη από τον περισσότερο, τουλάχιστον, «κόσμο» – δεν κατάφερε ποτέ μέχρι τώρα να διαφύγει από το προσχηματικό και, σίγουρα, αβασάνιστο «Μου αρέσει» ή «Δεν μου αρέσει»…  Οπότε, εμμένω στην ερώτησή μου.

     – Θα απαντήσω, εμμένοντας κάπως και εγώ στην άποψή μου για τον τρόπο προσέγγισης· αλλά – για να σου κάνω και τη «χάρη» – μπορώ να πω ότι τα έργα του Νικολαΐδη – χωρίς ιδιαίτερο κόπο – κάποιος καταλαβαίνει πως υπερβαίνουν τις – όποιες – τυχούσες αμφιβολίες για την ποιότητά τους, καθότι πληρούν – στην, εντός τους, προβληματική – δικούς τους όρους του «αισθητικά ωραίου» – συμπληρώνοντας, δε, θα αποτολμήσω να προσθέσω «και του συγκλονιστικού», σε ότι αφορά στην εικαστική τους τεχνική.  Βλέπω τα πρωταρχικά, αυθύπαρκτα, πρωτογενή χρώματα να διαπερνούν τις συνθέσεις του σε καταλήψεις χώρου αρχιτεκτονικής έμπνευσης, με αριστοτεχνικές αρετές προσωπικής τεχνικής που εξυπηρετούν απολύτως την ανάγκη του Ζωγράφου μας να δημιουργήσει τον δικό του κόσμο – εντός, πάντοτε, της «σύμπαντος Τέχνης»…
Επιστρέφοντας, ωστόσο, στο νοητικό αποτέλεσμα των συνθέσεών του, θα επιμείνω στο ότι οι τελευταίες εξυπηρετούν έναν στόχο που αποκαλύπτεται εμφανώς στα δικά μου μάτια, διαμέσου των αντιθετικών χρωμάτων που εντυπωσιάζουν και που – τελικώς – «παίζουν» με τους κρυφούς ψυχολογισμούς των «ηρώων» του – διότι, όλους, τους ζωγραφίζει ο κ. Νικολαΐδης σα να είναι «ήρωες» ενός μυστικού δράματος· ξέρετε, ενώ το μυαλό μου ταξίδεψε αρχικά στα πορτραίτα του Μαυροϊδή, τελικώς καθόλου δεν μοιάζουν με οτιδήποτε έχω δει μέχρι τώρα…

     Η συνοδός μου, πλησιάζοντάς με, συνέχισε χαμηλόφωνα:
–  Εντυπωσιακά δεν είναι όλα;…  Δεν συμφωνείς;  Να τα δούμε, όμως, λίγο καλλίτερα…

 Ο ανθρωποκεντρισμός του Κ. Νικολαίδη 5    Ο διάλογος με την Κατρίν Φλόκα, όσο προχωρούσε, μου «φανέρωνε» σιγά – σιγά μια δική μου (για μένα περίεργη) «συμπεριφορά», αφού – τουλάχιστον συνήθως – όταν επισκέπτομαι μιαν έκθεση, για πολλή – πολλή ώρα θέλω την απόλυτη σιωπή γύρω μου…  Τις ερωτήσεις, τις έκανα περισσότερο (πλήρως το κατάλαβα αργότερα αυτό) για να «εξαναγκάσω» τον ίδιον τον Νικολαΐδη να συμμετάσχει σε έναν πιο «αφημένο» τρόπο αποκάλυψης της εικαστικής προβληματικής του, διότι κατάλαβα πως η Ζωγραφική του κρύβει μιαν άποψη, την αφετηρία της οποίας, θα πρέπει να μας την καταθέσει ο ίδιος, προκειμένου να κριθεί επί του δικού του, «συγκεκριμένου» δημιουργικού τόπου – αφού, κοιτάζοντας τα έργα του, το δικό μου μυαλό είχε ήδη δημιουργήσει (σχεδόν αστραπιαία) πολλά μονοπάτια ερμηνείας, τα οποία θα μου ήταν αδύνατον, τελικώς, να τα διαβώ χωρίς τη δική του καθοδήγηση, τουλάχιστον στο πρώτο επίπεδο της ερμηνευτικής παρατήρησης, από την οποίαν «άρχονται» όλα…

  Έργα εκτεθειμένα (ορισμένα στοιβαγμένα) σ’ ένα, κατά βάσιν, αρχιτεκτονικό γραφείο – περιμένοντας το φως του «Ειδέναι»…


       Η συζήτηση, μαζί – εννοείται – με την περιήγηση έως τα «μυστικά δώματα» του υπογείου της οικίας Νικολαΐδη, κράτησε γύρω στις τρεις ώρες…  Ο διάλογος των τριών μας κινήθηκε αρχής γενομένης από τις ερωτήσεις μας, που κάλυπταν ολόκληρο το φάσμα του «γιατί» και του «πώς» της εικαστικής δημιουργίας, καθώς και εκείνο του «πού» ακριβώς «στόχευε» ο δημιουργός, φθάνοντας – τελικά – μέχρι το μέγα ζήτημα (που το χειρίστηκε με εντυπωσιακή – κατ’ εμέ – επάρκεια η Κατρίν Φλόκα) της αισθητικής εξελικτικής διαδρομής της «φόρμας» της προσωπογραφίας στην Τέχνη, που, μαζί με την υποφώσκουσα, δραματική – εντέλει – αποτύπωση του πεπερασμένου της ανθρώπινης παρουσίας στη γενικότητα της ίδιας της ζωής, κατέληξε στο τι αποκομίσαμε – σε τελική ανάλυση – όλοι μας από αυτό.

     Όσα έλεγε αφ’ εαυτού ο ίδιος ο Νικολαΐδης, καθώς και οι απαντήσεις που μας έδινε, συνέστησαν – μαζί – την άποψή μου ότι ο συγκεκριμένος δημιουργός – εκτός όλων των άλλων – και γνώστης του εικαστικού (φανερού και κρυφού) «γίγνεσθαι» είναι, αλλά και εις μέγα βάθος έχει προχωρήσει τη σύνδεση του Ανθρώπου με το δημιουργημένο από τον ίδιον «περιβάλλον» του· μια πραγματικά πολύ ξεχωριστή, ιδιαίτερη και ενδιαφέρουσα καταγραφή απόψεων, που – δυστυχώς – στον περιοριστικό χώρο ενός άρθρου (ακόμη και τόσο εκτενούς) είναι πρακτικά αδύνατον να μεταφερθεί πλήρως και η οποία – στη σύνοψή της – κυριαρχείται από το γεγονός ότι, όταν ζωγραφίζει, ο Νικολαΐδης κάνει και Αρχιτεκτονική και, όταν σχεδιάζει τα αρχιτεκτονήματά του (μας έδειξε αρκετά και από αυτά), ζωγραφίζει την πλαστικότητά τους…  Μία μίξη ξεχωριστά προσωπική, της οποίας το αποτέλεσμα – πάντοτε πρωτότυπο και αλληλο-εγκιβωτισμένο – δημιουργεί «κραδασμούς» αισθητικής Αρμονίας μέσω των συνεχών αλληλουχιών των σχεδιαστικών – χρωματικών επανα-διατυπώσεων που σχολιάζουν την ίδια – τη δική του – πορεία, καθώς ο δημιουργός προσπαθεί να συλλάβει το εικαστικό εσωτερικό του πρόταγμα.

      Την επίσκεψη αυτήν και τις «εικόνες μιας έκθεσης» – κατά τα προσωπικά μου ειωθότα – τα έφερα εντός μου, κλωθογυρίζοντας τις σκέψεις μου, για αρκετό διάστημα, προτού αποτολμήσω μία συνοπτική πρώτη αποτύπωση της «κριτικής» άποψής μου.  Δεν θα αποκρύψω πως, αρχικά, πρώτα – πρώτα και σε περίοπτη θέση τοποθετούσα τα στοιχεία εκείνα που εντόπιζα στο έργο του Νικολαΐδη ως «μειονεκτήματα» της τεχνικής του “métier” του· κατόπιν, όμως, διακτινιζόμουν στην ευφορία που με κατέλαβε από τη γνωριμία με το έργο του, «υποχρεώνοντάς» με – σχεδόν – να γράψω στο καθαρά κριτικό μέρος του άρθρου μου ότι… όχι, δεν είναι υπερβολή, υποκρύπτουσα κάποια – οιασδήποτε φύσεως – οπισθοβουλία, ούτε τεχνική αδιαφανών σκοπιμοτήτων επικοινωνιακού τύπου και χαριστικής γνώμης, όταν από τις πρώτες γραμμές μίας «κριτικής» διαφαίνεται ο – θεωρητικά, τουλάχιστον – «αντιεπαγγελματικός» (για κριτικό) ενθουσιασμός ως προς την αξία του κρινομένου.

Ο ανθρωποκεντρισμός του Κ. Νικολαίδη 6     Σπάνιες – είναι η αλήθεια – φορές υπάρχουν στην Τέχνη πράγματα που κινούνται σε τόσο υψηλό επίπεδο· και αναφέρομαι στα «κρυφά» της Τέχνης πεπραγμένα της πόλης μας – σε όλα εκείνα, δηλαδή, που μπορεί και να «κρύβονται» σε υπόγεια και σε ιδιωτικούς χώρους, όσο και όπως τα έργα του Νικολαΐδη: έργα τα οποία – στην προέκταση και την αποκάλυψή τους, τηρουμένων των αναλογιών που τους διασφαλίζουν τις απαραίτητες και, ας μου επιτραπεί, απαράβατες προϋποθέσεις για την παραγωγή της Τέχνης – θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως «άγνωστα αριστουργήματα» – όχι, βέβαια, απαραιτήτως έτσι ακριβώς όπως τα συναντούμε στο «Άγνωστο Αριστούργημα» του μεγάλου Γάλλου Ονορέ Ντε Μπαλζάκ, αλλά (τουλάχιστον) αναφορικά με τη φήμη τους και με το βασανιστικό ερώτημα κατά πόσον, τελικά, υπάρχει κάτι, όταν εγώ, δεν το γνωρίζω…

     Σε μέρες όπου η ευαισθησία των «ανήσυχων» πολιτών αυτής της χώρας (εδώ και καιρό πλέον) ήταν και είναι – πολύ φοβάμαι πως θα είναι και για πολλά ακόμη χρόνια – στραμμένη με βλέμμα αγωνίας στην οικονομικο-κοινωνική, δυσχερή μας κατάσταση, η – όποια – αναφορά σε διαδικασίες «ανακάλυψης» της Τέχνης μπορεί να φαντάζει μέχρι και ως πολυτέλεια· είναι, όμως;  Προσωπικά, θεωρώ ότι το ερώτημα μπορεί με βεβαιότητα ν’ απαντηθεί αρνητικά· και, για του λόγου το αληθές, υπάρχει και η απόδειξη της ίδιας της δημιουργικής διαδικασίας, που – ανεξαρτήτως συνθηκών – εξακολουθεί να «καίει σωθικά» για την «πραγμάτωση» Τέχνης ικανής να προσφέρει αυτά που μόνον εκείνη ξέρει και μπορεί: σκέψη που προβληματίζει – για το «φαίνεσθαι» – την ανατροπή των εντυπώσεών μας, αλλά και την πληροφόρησή μας, τόσο για το ότι ο κόσμος μας είναι πολυσύνθετος, όσο και για το ότι η απειρο-ελαχιστότητά μας (εν μέσω του προσωπικού μας «μεγαλείου») έχει πολλά – και μόνον αποκαλυπτικά – γνωρίζοντάς την, να «νοιώσει» από αυτήν.

      Το έργο του Νικολαΐδη, μετά προσωπικής βεβαιότητος πλέον (και έχω λόγους και επιχειρήματα που ξεπερνούν τα όρια ενός καθαρά «κριτικού» άρθρου, εισχωρώντας στα του δοκιμιακού αισθητικο-φιλοσοφικού και ψυχογραφικού λόγου, που – σαφώς – δεν είναι «της παρούσης»), έχω να πω ότι συναρπάζει, αρχής γενομένης από την – απαραίτητη – συμπυκνωμένη διατύπωση στο επέκεινα των εννοιών του, κάτι που προκύπτει λαμβάνοντας ως αφορμή – ακόμη και μόνον – την αισθητή, εν πληρότητι,  διάστασή του.

     Από τα αδιαπραγμάτευτα στοιχεία του έργου του, το ότι διακατέχεται ολόκληρο από την εξάρχουσα πνευματική – ανθρωποκεντρικού τύπου – διεργασία συνθετότητας μιας διασταλτικής ετερο-προσδιοριστικής προσέγγισης του άυλου «φαινομενολογισμού» του προκύπτοντος από την οπτική αίσθηση του κόσμου, που «πραγματώνεται» από την – με δικό του τρόπο – θέαση του προσώπου, ως έννοια.  Ο εικαστικός τρόπος που απαντάται στο έργο του Αρχιτέκτονα – Ζωγράφου Νικολαΐδη (αφορά και στις προσωπογραφίες, αλλά και στα αφαιρετικά τοπία εσωτερικής, μοναδιαίας ρευστής εντύπωσης), γίνεται εξαρχής προσωπική υπόθεση του ίδιου του δημιουργού, ο οποίος επάνω στους καμβάδες του τη χειρίζεται με τον καλλίτερο εικαστικό τρόπο, οδηγώντας την σε λεπτομερή καταγραφή εικαστικού – μορφολογικού προτάγματος, με αδιαπραγμάτευτο και σαφή χαρακτήρα.

Ο ανθρωποκεντρισμός του Κ. Νικολαίδη 7      Τα θέματά του – απολύτως τοποθετημένα στο κέντρο του ενδιαφέροντος του εκάστοτε καμβά – συγκεντρώνουν όλες τις αρετές εκείνης της – με μυστικό τρόπο – επιλογής της ανάπτυξής τους, αφού πλούσιοι εκφραστικοί δρόμοι που καθορίζουν την πλαστικότητα, αλλά και την έκφραση των συνθέσεων, φτάνουν στον τελικό προορισμό τους μέσω των χρωμάτων, που λειτουργούν – το καθένα χωριστά και όλα μαζί – μέσα στην αυτοτελή υπερ-αυτονομία τους (τα οποία χρώματα, ωστόσο, καθόλου δεν υπονομεύουν το αισθητικό αποτέλεσμα της τελικής σύνθεσής τους): χρώματα εξαιρετικά έντονα, χρώματα ψυχρά και – λιγότερα – θερμά, χρώματα απλωμένα με εξπρεσιονιστικού – περισσότερο – τύπου πινελιές κάνουν τους καμβάδες του Νικολαΐδη, τοπία εξαιρετικής «καταγραφής» του συναισθήματος που προκαλείται από τη μεταξύ τους οπτική – συζευκτική επαφή.
Τα μισο-γεμίσματα του – απολύτως αρχιτεκτονισμένου – χώρου με χρώματα που κινούνται στα όρια του «ημιτελούς», συμπληρώνουν την τέλεια αίσθηση ενός αισθητικού «υπο-νοείν», που εντάσσεται στη γενικότητα του «σχολιάζειν» – του να αποδίδει, δηλαδή, ο δημιουργός αυτό που εκείνος επιλέγει ως σημαντικό να προβληθεί.

     Η σαφής και έντονα καθαρή χρωματική παλέτα του οδηγεί στον σχεδιασμό (πάντοτε «κολορατίστικα») μιας ανάπτυξης μητρώων χρωματικών πειραματισμών οπτικής σκέψης, που – με τη σειρά τους – γίνονται αιτίες μιας νέας, ευρύτερης ανάπτυξης ολοκληρωμένων αισθητών θεμάτων, τα οποία – αυτο-αναθεωρούμενα μέσω της εντύπωσης μιας κίνησης – εφευρίσκουν μορφές δυνάμενες να μεταμορφώσουν τις εγκλωβισμένες ιδέες τους σε ορατό εικαστικό «ίχνος».

     Στα τοπία της εσωτερικής αναζήτησης της μορφής, όμοιας με εκείνην του προσώπου – αλλά με τον τρόπο που η αφαίρεση ξέρει να δημιουργεί – εμφανίζονται όλες οι αρχιτεκτονικές αρετές της ιδέας της θέασης της εσωτερικότητας ενός υλικού κόσμου που ζητά – μέσω της ανασύνθεσης της φόρμας του – μια νέα, «απελεύθερη» από την… «καθεστηκυία» άποψη, μορφή.  Τα περισσότερα τοπία του Νικολαΐδη μοιάζουν, με τον τρόπο αυτόν, έτοιμα να συμπληρώσουν τεράστιες άδειες επιφάνειες τοίχων, στο εσωτερικό αρχιτεκτονημάτων με απόλυτα πρωτότυπο εικαστικό ενδιαφέρον.

     Οι προσωπογραφίες του (που εδώ μας αφορούν περισσότερο), στηριγμένες σε εξπρεσιονιστικού προσανατολισμού τεχνικές αποδόσεις (χωρίς να στερούνται, βέβαια, και μιας αφαιρετικής προσθήκης), πλάθονται σε μια απολύτως αρμονική πολυχρωματική διάσταση, παρουσιάζοντας ένα άριστο αισθητικά και πλήρες σχολιασμών (χωρίς, ωστόσο, να γίνεται φλύαρο) τελικό εικαστικό συμβάν στη σφαίρα του «εδώ και πάντοτε».

     Χρώματα, σχέδια και τεχνικές συγκροτούν αισθητικούς δρόμους που, ασχέτως του πώς επιλέχθηκαν, δημιουργούν την πινακοθήκη των πέριξ του Νικολαΐδη προσώπων, τα οποία δηλώνουν εμφατικά ποιο ακριβώς «θέμα» επέλεξε ο καλλιτέχνης για τη δική του πορεία στο συλλογικό υπαρξιακό «γίγνεσθαι» της ίδιας της ζωής· κι αυτό το «θέμα» δεν είναι άλλο από τον ίδιον τον Άνθρωπο, τον «άλλον» Άνθρωπο, που κάτι το ιδιαιτέρως ενδιαφέρον μέσα του,  εξαναγκάζει τον δημιουργό να τον προσεγγίσει τόσο, ώστε να τον γνωρίσει εις βάθος.

     Σε ορισμένες προσωπογραφίες όπου – με περισσή ειλικρίνεια – καταθέτει μιαν ανθρωπολογικού τύπου προσέγγιση, διαφεύγοντας (πάντοτε στους πίνακές του) από τον στείρα εκθειαζόμενο (από πολλές μορφές Τέχνης του παρελθόντος), στον καλώς εννοούμενο «ανθρωποκεντρισμό», ο Νικολαΐδης καταφέρνει – μέσω προσώπων που καλά γνωρίζει – και προχωρά στη συμπαντική αποτύπωση του οικείου του «κόσμου», μετατρέποντας τα πρόσωπα σε «αυτονομημένες» από τον χρόνο μορφές.  Οι βασικές του συνθέσεις – εμπλουτισμένες από μια διασκορπισμένη στο ασυνείδητό του γνώση των ποιοτικών χαρακτηριστικών των προσώπων – παρουσιάζονται, όλες, με έναν τρόπο που, αποκαλύπτοντας την ψυχή των εν λόγω προσώπων, τα καθιστά «μάρτυρες» βαθύτερων υπαρξιακών νοημάτων.

Ο ανθρωποκεντρισμός του Κ. Νικολαίδη 8     Ο κάπως διστακτικός, επίσης, και εν οικονομία αφαιρετικός εξπρεσιονισμός του, τελικά προϊδεάζει για τη μετέπειτα «εκτίναξη» των εικαστικών «σχολίων» του σε μια παλλόμενη μουσική χρωματικής ατονικότητας και πολλαπλών μεταβαλλόμενων ή αντιθετικών ανθρώπινων συναισθημάτων, που «πληρούται» σε ένα καθαρά, αποκλειστικά δικό του οριοθετημένο εκφραστικό περιβάλλον (μοναδικό για κάθε έργο του ξεχωριστά).

     Ο ίδιος ο Νικολαΐδης, «δραπέτης» από την αυστηρή (στην ανάπτυξή του) δομή του ιδίου χώρου με το «πρόσωπο» στον εικαστικό πεπερασμένο χώρο του καμβά του, σχεδιάζει πάντοτε με χρώματα έντονα τις διαφορετικές οπτικές κατευθύνσεις του έργου του, που οδηγούν σε ερμηνευτικές προσεγγίσεις της άποψής του σχετικά με το ποιος και το τι είναι το πρόσωπο που ζωγραφίζει.
Εντυπωσιακά (από αυτό που διαφαίνεται ως αρχή της σύλληψης των έργων του) αποκαλύπτεται η επιθυμία του δημιουργού να εισβάλει σε χώρους αισθητικής πληρότητας, με την οποίαν η δική του διαπραγμάτευση (με σεβασμό, πάντοτε, για τη μορφή του μοντέλου του) μπορεί να αγγίξει την πλήρη ανασύνθεση της μορφής του σ’ ένα επίπεδο βαθύτερο και πιο εύπλαστο, ώστε να επιτύχει την αποκάλυψη (μέσω του χρωματικού, κυρίως, σχολιασμού) της μοναδικότητάς του.
Οι ψυχρές χρωματικές αντιθέσεις μετατρέπονται καθ’ ολοκληρίαν (μέσω της διάταξής τους) σε μια πυρακτωμένη διαίσθηση εσωτερικής περιφοράς της κρυμμένης στις μορφές Αλήθειας σχετικά με το τι είναι, τελικώς, ως έννοια η με τρόπο Τέχνης προσέγγιση ενός προσώπου.

     Η κίνηση και το φως περιβάλλουν (με τη μοναδική και, χωρίς καμία επιτήδευση,  ενθουσιαστική προσέγγιση του ορατού – αοράτου κόσμου) τις μεγάλες και – μερικές φορές – αντιθετικές Αλήθειες του,  εγκολπώνοντας και παρουσιάζοντάς τες σα να είναι, όλες, συγκεντρωμένες σε μια μορφή προσώπου: αυτό είναι και το μεγάλο προσωπικό στοίχημα που φαίνεται πως θέλει να κερδίσει ο Νικολαΐδης.

     Οι αδρές – δωρικού τύπου – πινελιές, κάθετες οι περισσότερες, αλλά και τα περίεργα απλώματα των χρωμάτων, που πολύ λίγο τα «ενδιαφέρει» να αποδείξουν την τεχνική τους αρτιότητα, συναντούν εντός του χώρου την ίδια προ-υποθετική κίνηση της αενάως παλλόμενης μεταβολιστικής διαδικασίας της αυθεντικής και μοναδικής εκφραστικής ικανότητας που, και ξέρει, αλλά και μπορεί να «χτίζει» αρχιτεκτονισμένες εικόνες του δικού της «νοείν» για όλα όσα έχουν μορφή και πρόσωπο.

     Δεν είναι λίγα εκείνα τα έργα του όπου η «πανσπερμική» a-tonal μουσικότητα (σε ιδιαίτερες, συνθετικές προσωπικές κλίμακες) των χρωμάτων καταλήγει πάντοτε σε μια πληθωριστική, πρωτογενούς χαρακτήρος, πέρα από τα όρια της τεχνικής αρτιότητα, δίνοντας την εντύπωση – έστω και λίγο – ότι αφορά στον ίδιο, αλλά και στον παρατηρητή, καθώς το «αποκαλυπτικό» των («αυτονομημένων» από τη δημιουργική διαδικασία) μορφών ξεπερνά κατά πολύ ακόμη και τα όρια αυτά της ίδιας της ύπαρξής τους.

     Το συνολικό έργο που – με κάποιον ανορθόδοξο τρόπο – μας έγινε γνωστό, χωρίς δεύτερη σκέψη (αναφορικά καταγεγραμμένο πλέον) κινείται εντός και πέριξ της μορφής του Ανθρώπου και, κυρίως, του προσώπου· εντός του διαβλέπεται σαφέστατα ένα ακόμη εικαστικό σχόλιο περί της διάθεσης να προβληθεί το πρόσωπο, που – κατά μία κυριαρχούσα άποψη –  είναι η αιτία της Δημιουργίας ολόκληρου του σύμπαντος, αφού μόνον εάν παρατηρηθεί από εκείνο, το πρόσωπο, μπορεί να «υπάρχει» και αυτό, το σύμπαν…

     Ο ανθρωποκεντρισμός του Κ. Νικολαίδη 9Ο Νικολαΐδης, όπως τον κατανόησα τουλάχιστον εγώ, σέβεται την πραγματικότητα της μορφής των προσώπων που ζωγραφίζει, χωρίς όμως αυτό να τον εμποδίζει να επιχειρεί ταυτόχρονα, ακολουθώντας την ενόρμησή του, μια υποθετική, αρχιτεκτονικού τύπου ανάπλασή τους· σκεφτόμουν ότι ο όρος «ψυχογραφικός» για τον ίδιον (μέχρι τα έσχατα μιας δυναμικής της εν γένει παρατήρησης του έσω – έξω κόσμου των μορφών του) ίσως να είναι «λίγος» και να μην μπορεί να αποδώσει – και – την ικανότητα του ζωγράφου, που δύναται να φωτίζει με τόσο άρτια αίσθηση «του  χρώματος» όλα όσα αποκαλυπτικά ενυπάρχουν στον κόσμο των μορφών.

     Με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, καταφέρνει να στήσει τις προσωπογραφίες του σε βάθρο άχρονο, παραδίδοντάς τες σε μια προσωπικού – μυθολογικού τύπου υφολογική ιστορικότητα, ούτως ώστε αυτές σίγουρα να μπορούν να συνομιλούν με την «Αθανασία» της καταγεγραμμένης θέασής τους.

      Σαν Υ.Γ.: Ο δρόμος της αυτογνωσίας μας περνά, θέλοντας και μη, από το βλέμμα «του άλλου».  Εμείς, λοιπόν, έρμαια ανυπεράσπιστα της εν λόγω διαδικασίας, άλλο δεν έχουμε να πράξουμε, από το να επιλέξουμε τα μάτια που θα μας δούνε, βλέποντάς τα οι ίδιοι…  Η αποθέωση της λειτουργικότητας του απόλυτου interactive βρίσκεται στις συναντήσεις των προσώπων και των βλεμμάτων τους.  Γι’ αυτό, ίσως, κάποιοι ισχυρίζονται ότι όλα τα πρόσωπα, μετά από μια ουσιαστική και ειλικρινή συνάντησή τους, ένα «Είναι»…

Προηγούμενο άρθροΟι Kronos Quartet στη Θεσσαλονίκη στις 12 Σεπτεμβρίου 2014
Επόμενο άρθροΈνα «Θεϊκό κόλπο»…made in Croatia